Φωτογραφίες: Μενέλαος Μυρίλλας
Το καρναβάλι όταν το σκέφτεσαι μετά το τέλος του, είναι στην καλύτερη περίπτωση τρομαχτικό. Ο κόσμος είναι άπειρος. Μασκαρεμένα, μεθυσμένα πρόσωπα πετάγονται μπροστά σου και σου μιλάνε, καθώς προσπαθείς να περάσεις ανάμεσα από τον ασφυκτικά πολύ κόσμο που συσσωρεύεται στην Ρήγα Φεραίου και Αγίου Νικολάου.
Videos by VICE
Βέβαια, τις περισσότερες φορές, όταν το βιώνεις αυτό, είσαι ήδη μεθυσμένος, γεγονός που προσδίδει μια ζαλάδα κινηματογραφικού μοντάζ, στην όλη κατάσταση.
Φέτος, ο «αγαπημένος» καιρός της Πάτρας πρόσθεσε μέσα σε όλα και μια σιχαμερή βροχή που δεν σταμάτησε ούτε λεπτό όλο το τριήμερο. Οπότε, όπως περνούσες μέσα από τον κόσμο, διέτρεχες όχι μόνο κίνδυνο να σε πατήσουν μέχρι θανάτου, να ξεράσουν πάνω σου ή να χάσεις τους φίλους σου για πάντα αλλά και να σου βγει το μάτι από κάποια παρδαλή ομπρέλα.
Σε γενικές γραμμές το «πατρινό καρναβάλι για πάντα» επιβάλλει, χαμήλωμα των standard, διασκέδαση με κακό ποτό, αηδιαστική Μαυροδάφνη και χορό στους ήχους της Βανδή και του Μαζώ. Το έχω κάνει και αυτό. Αυτή την φορά όμως, αποφάσισα να είμαι πιο περιπετειώδης και να αποδέχομαι πιο πολλές προτάσεις, για να εξερευνήσω την πόλη περισσότερο, και να βρω τα πιο “underground” πράγματα που έχει να προσφέρει, για όσους θέλουμε και κάτι ακόμα.
Βρέθηκα έτσι σε ένα πάρτι που έπαιζε techno. Γινόταν σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, έναν ανέλπιστα συναρπαστικό χώρο. Έφτασα στις 4, αλλά ο χρόνος είναι ένα από τα πράγματα που δεν έχουν καμία σημασία στην Πάτρα. Βγαίνεις στις 2 το βράδυ και δεν μοιάζει παράξενο. Έτσι κι αλλιώς όποτε και να βγεις, το πρωί θα γυρίσεις.
Είχε αρκετό κόσμο, αλλά δεν ήταν αποπνικτικά. Χορευταράδες και διάφορες παράξενες visual αναπαραστάσεις διαφόρων εντόμων, όπως η μέλισσα και το μυρμήγκι. Το τέλειο σκάλωμα σε συνδυασμό με την ηλεκτρονική μουσική. Τα ποτά δεν ήταν ακριβά, αλλά έτσι κι αλλιώς, ένα ακόμα πράγμα που σου επιβάλλει η Πάτρα, με όλο της το πέρα-δώθε, είναι να επενδύσεις σε προσωπική κάβα την οποία θα παίρνεις μαζί σου από το σπίτι, ώστε να μην έχεις ανάγκη κανέναν μπάρμαν για να αποκτήσεις την πολυπόθητη ζαλάδα.
Έφυγα από εκείνο το πάρτι με ένα ταξί, μέσο που τίμησα ιδιαιτέρως, για να περάσω γύρω στις 7:30 για λίγο και στην άλλη μεριά. Κάπου εκεί είναι, που όσοι ήταν να μεθύσουν, μεθύσανε και που γενικά όλη η φάση έχει περάσει την παρακμή της.
Περπατώντας ανάμεσα σε θολωμένες φάτσες και πολύ εμετό, έβλεπα ανθρώπους να χορεύουν και να τραγουδάνε στον δρόμο, παρά την βροχή, και όσο κι αν είναι παράλογο, να ψάχνουν που θα πάνε πιο μετά. Στα αυτιά μου αντηχούσαν άσματα- ύμνοι όπως το «εμπακαισουβρια καλεβρία Μακαρενα», το «Εσουνα Μπόμπα» και το «Τα κάνω όλα μετά τις δύο».
Την επόμενη μέρα, αφού όλοι ευχαριστούμε τον Θεό που είμαστε ακόμα νέοι και το σώμα μας μπορεί να επανέλθει από ένα μεθύσι χωρίς τραγικό hangover και μπορεί να λειτουργήσει έχοντας σαν καύσιμα τέσσερα κομμάτια πίτσα, σαπίζουμε ελπίζοντας να σταματήσει κάποια στιγμή να βρέχει. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, όποτε το παίρνουμε απόφαση και βγαίνουμε.
Βίωσα ένα παράξενο bar hoping, (όπου μπαρ, πάρτι). Φτάσαμε σε πάρτι που τελείωναν, σε πάρτι που είχε πέσει το ρεύμα, σε πάρτι αγνώστων και σε πάρτι γνωστών. Βρεθήκαμε σε ένα σπίτι όπου ένας μεθυσμένος τύπος, που φορούσε μονό το βρακί του, φώναζε στους φίλους του: «ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΥΦΛΑ, ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΟΛΟΙ ΨΥΧΡΑΙΜΟΙ»! Και για κάποιον λόγο αυτό δεν σταμάτησε την αποστολή μας, του να βρούμε ένα συγκεκριμένο πάρτι, όποτε τους ρωτήσαμε αν ξέρουν που βρίσκεται. Δεν ήξεραν.
Έτσι περπατήσαμε λίγο ακόμα και καταλήξαμε στο πάρτι της ΕΑΚ. Η μουσική ήταν άθλια και τα ποτά κατά πάσα πιθανότητα μπόμπες. Οπότε κάτσαμε κάνα δίωρο. Ο συνδυασμός των δύο, γίνεται όλο και πιο εύπεπτος όσο περνάει η ώρα. Από ένα σημείο και μετά, χορεύεις σάμπα και με το “My heart Will Go On”, αν χρειαστεί, και δεν έχεις πολλές απαιτήσεις.
Μετά έκανα την καθιερωμένη μου επίσκεψη στην αντίπερα όχθη. Μπήκα σε ένα μαγαζί που κανονικά είχε 10 ευρώ είσοδο. Ακολούθησα τις συμβουλές μιας φίλης μου και έβγαλα το μπουφάν μου. Προχώρησα σαν να μην συμβαίνει τίποτα, και τους έπεισα ότι ήμουν από πριν μέσα. Ευτυχώς που πέτυχε, γιατί δεν ξέρω πως θα ζούσα με τον εαυτό μου αν έδινα 10 ευρώ για να μπω σε ένα μέρος, που η Πάολα αντιμετωπίζεται σαν τον Παβαρότι.
Μετά από αυτό, όλα έσβησαν γλυκά, με τον ήχο του remix του Ικαριώτικου να έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου. Το ξύπνημα την τρίτη μέρα είναι σημαντικά πιο επώδυνο από το προηγούμενο. Μαζεύω δυνάμεις, κάνω μπάνιο και τρώω κρουασάν από το περίπτερο. -Το πρωινό του πρωταθλητή!- Για κακή μας τύχη, τα σύννεφα είχαν πολλά νεύρα αυτό το τριήμερο και δεν έχει σταματήσει ακόμα να βρέχει.
Φεύγω από το σπίτι στις 8 για να πάω σε ένα άλλο σπίτι και από εκεί σε ένα άλλο σπίτι, από το οποίο έφυγα τελικά στις 2:30. Κάπου σε αυτό το μεσοδιάστημα, κάψανε τον Καρνάβαλο και έσκασαν πυροτεχνήματα. Αλλά η βροχή με νίκησε και δεν πήγα να τα δω από κοντά αυτή την φορά. Μόνο από μακριά.
Η ώρα ήταν περασμένη και η υπομονή μου με εγκατέλειπε, οπότε αποφάσισα να πάω στην άλλη μου παρέα που βρισκόταν σε μια disco. Πούλησα τελικά την ψυχή μου στο διάολο και έδωσα τα 10 ευρώ στην κυρία της εισόδου για να μπω. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε χώρος για μένα σε αυτό το αχανές μαγαζί. Με το που άνοιξα την πόρτα έπεσα πάνω σε έναν τοίχο από ανθρώπους.
Η μουσική ήταν η κλασική καρναβαλική και καθώς χωνόμουν ολοένα και περισσότερο ανάμεσα σε χνώτα και αγνώστους σκεφτόμουν ότι είναι τα πιο αδικοπεταμένα λεφτά που έχω δώσει ποτέ. Επίσης σκεφτόμουν πόσα λεφτά είχε βγάλει αυτό το μαγαζί εκείνη την μέρα, αν κάθε άνθρωπος που είχε μπει μέσα είχε δώσει 10 ευρώ.
Δεν κάθισα πολύ. Έφυγα για να πάω να ξαναβρώ τους άλλους. Ο Γολγοθάς φάνταζε παρηγορητικός μπροστά στον βιασμό που υπέστησαν τα αυτιά και η μύτη μου. Καθώς έφυγα όμως, παρατήρησα ότι απέναντι από όλο αυτό τον χαμό και τον πανικό που δημιουργούσε το μαγαζί που ήμουν και το διπλανό του, βρισκόταν ένα pet shop. Και ήταν από αυτά τα βάρβαρα, που έχουν σκυλάκια σε κλουβιά. Όλα τα δυστυχισμένα κουτάβια κοιμόντουσαν, εκτός από ένα μικρό χάσκι, το οποίο είχε τρομάξει από την δυνατή μουσική και τον χαμό και έκανε κύκλους στο κλουβάκι του κλαίγοντας. Προσπάθησα να το κάνω να με δει, μήπως αυτό το έκανε να ηρεμήσει.
Δεν με είδε και τα σχέδια μου να σπάσω την βιτρίνα και να το ελευθερώσω δεν ευωδόθήκαν. Ένιωθα απέχθεια.
Η βρόχα έπεφτε right through και κατά τις 6:30 έκανα μια βόλτα για να δω το αγαπημένο μου κομμάτι του καρναβαλιού, το μάζεμα των δρόμων. Εκεί είναι που αντιλαμβάνομαι την παροδική τρελά που κουβαλάει μαζί του αυτό το τριήμερο.Τη μια στιγμή ο δρόμος είναι γεμάτος κομφετί, σπασμένες ομπρέλες και κουτάκια μπύρας και με το που περάσει το καθαριστικό φορτηγό πίσω μένει ένας φρεσκογυαλισμένος, πεντακάθαρος δρόμος που περιμένει τους φυσιολογικούς ρυθμούς να επιστρέψουν.
Τελευταίο χαοτικό κομμάτι της διαδικασίας είναι η αναχώρηση. Ξύπνησα πραγματικά εξουθενωμένη και αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στο αν θέλω να προσπαθήσω να φύγω νωρίς για να γλιτώσω λίγη κίνηση ή αν απλά δεν με νοιάζει. Αποφάσισα ότι μπορώ να φύγω απόγευμα και ας φτάσω αργά. Τα ΚΤΕΛ την καθαρά Δευτέρα, είναι σαν πλάνο ταινίας που δείχνει τους δρόμους της Ινδίας. Άνθρωποι παντού, άπειρα λεωφορεία, κουρασμένες μούρες και πολλές φωνές. Το επόμενο ΚΤΕΛ που είχε θέση ήταν δυο ώρες από την ώρα που είχα πάει. Δεν έχεις και πολλές επιλογές όμως, αν θες να φύγεις κάπως από εκείνο το μέρος, και ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να γυρίσω σπίτι, πρέπει να δεχτείς αυτή την κατάσταση.
Έτσι βρήκα μια θέση, κάθισα αναπαυτικά και άρχισα να κρυφακούω μεθυσμένες ιστορίες, υπερβολές και μετανιωμένα φιλιά από τις διπλανές παρέες. Κάποιοι είναι πιο δυνατοί και έχουν ακόμα ενέργεια να φωνάζουν και να γελάνε. Σε άλλους, σαν εμένα, οι μπαταρίες μας έχουν τελειώσει και δεν έχουμε κάτι άλλο να δώσουμε. Τελικά, μπορεί να ένιωθα μισοπεθαμένη, αλλά τουλάχιστον είδα το γαμημένο το ουράνιο τόξο!