Αν ένας από τους θαμώνες του υπόγειου μπουζουξίδικου στο Παγκράτι, σε ένα ήσυχο στενό, με υψηλά νοίκια και διαμερίσματα Airbnb, ξαφνικά έβγαζε τη γραβάτα του, την περιέλουζε με ουίσκι και της έβαζε φωτιά, δεν θα μου έκανε εντύπωση. Η σκηνή τύπου «Ηλία ρίχ’ το» του «Βιετνάμ» θα ταίριαζε τέλεια με το περιβάλλον του μαγαζιού που βρέθηκα.
Το μαγαζί δεν είναι με τίποτα το ξενυχτάδικο που θα περίμενες να βρεις στο Παγκράτι του φασεϊσμού και των plant shop που δίνουν στα φυτά μια δεύτερη ζωή. Όσες φορές και να βγεις στην περιοχή, αν δεν το ξέρεις, δεν θα καταλήξεις εκεί. Μάλλον δεν θα το προσέξεις καν. Σε ένα στενό κάπου πίσω από το Caravel, το εν λόγω μπουζουξίδικο είναι μακριά από τις γνωστές πιάτσες με μπαρ, κοκτεϊλάδικα, μπραντσάδικα και καφέ του Παγκρατίου. Πρέπει να πας επί τούτου, όπως πήγαμε εμείς.
Videos by VICE
Σάββατο βράδυ, χαλαρή μάζωξη σε σπίτι. Κατά τις 2.00 τη νύχτα πέφτει η ιδέα να βγούμε, αλλά να μην πάμε απλώς για ένα ποτό, στα ίδια και τα ίδια. Αφού αποκλείσαμε διάφορα γνωστά μαγαζιά στο Παγκράτι, που είτε σε λίγο θα έκλειναν, είτε μέσα ο κόσμος θα ήταν σαν τις σαρδέλες, μια φίλη και κάτοικος της περιοχής έχει την έμπνευση.
«Στο πίσω στενό έχει κάτι μπουζούκια. Χρόνια τα βλέπω, δεν έχω πάει ποτέ. Πάμε»; Δεν έχουν σημασία οι αντιδράσεις, που κυμάνθηκαν από ενθουσιώδεις μέχρι βέτο του τύπου «αν πάτε εγώ δεν έρχομαι, δεν θα την παλέψω εκεί μέσα». Τελικά πήγαμε και την πάλεψε – περίπου. Εντάξει, ένας-δυο κάθονταν με το μπουφάν, περιμένοντας τη στιγμή που θα αποφασίζαμε να φύγουμε.
Το στενό είναι έρημο, μόνο ο πορτιέρης στέκεται απ’ έξω και η ταμπέλα του μαγαζιού διακριτική. Μαύρα ρούχα, μακρύ μαλλί κι αυτό το βλέμμα «έχουν δει πολλά τα μάτια μου», που θα συναντούσα σε πολλές εκδοχές εκείνο το βράδυ. Από μουσική δεν ακούγεται τίποτα, δεν φτάνει στον δρόμο.
Εμείς πάλι φαινόμαστε από μακριά νεοφερμένοι. Ρωτάμε αν έχει είσοδο, τι ώρα κλείνει και αφού ο πορτιέρης μάς απαντά υπομονετικά σε όλα, μας καλωσορίζει στα ενδότερα. Μας ανοίγει τη βαριά πόρτα που δημιουργεί πλήρη ηχομόνωση και κατεβαίνουμε τη σκάλα, στο πλάι της οποίας υπάρχει καθρέφτης. Σπρώχνουμε την κάτω πόρτα και είναι λες και προσγειωθήκαμε στη Λάρισα των 80s, με μια σημαντική διαφορά: Το σκηνικό, οι τραγουδίστριες και ο τραγουδιστής θυμίζουν τις καλές εποχές των σκυλάδικων, οι θαμώνες βγάζουν όλο το πάθος τους – αλλά δεν είναι πολλοί.
Μοιάζει λες και το μαγαζί αναπολεί τις παλιές μέρες δόξας του, τότε που γινόταν πόλεμος για ένα τραπέζι, τα ξενυχτάδικα δούλευαν εφτά μέρες τη βδομάδα και δεν αρνούνταν ποτέ ποτό σε όποιον το είχε ήθελε.
Μας πλησιάζει ο μετρ, ντυμένος με σκούρο μπλε κοστούμι και γραβάτα που τουλάχιστον στα φώτα μοιάζει κόκκινη. Μας χαιρετάει με «έτοιμη» εγκαρδιότητα και ενώνει τσακ-μπαμ δύο τραπέζια, στο πίσω μέρος. Δεν θα ανοίξουμε μπουκάλι, θα πάρουμε ποτά, οπότε αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει.
Το μαγαζί είναι πολύ μικρό, «οικογενειακό», εμείς έχουμε πιάσει τοίχο και είμαστε αρκετά κεντρικά. Μερικοί θα χωθούν σε έναν μαύρο καναπέ και οι υπόλοιποι θα κάτσουμε στις κλασικές μαύρες καρέκλες με την ψάθα των παλιών νυχτερινών κέντρων διασκέδασης.
Έχουμε την αίσθηση ότι η ορχήστρα, η λουλουδού, οι τραγουδιστές, οι σερβιτόροι, οι πελάτες γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους, όλοι εκτός από εμάς που ακόμα ήμασταν πίσω – και στην κοινωνικοποίηση και στον νταλκά, και στην κατανάλωση αλκοόλ.
Φαντάσου, άμαθοι ζητήσαμε μπίρες, αλλά ο σερβιτόρος αφού ρώτησε στο μπαρ, μάς είπε ότι δεν έχει κι έτσι παραγγείλαμε ποτά. Στην πίστα μια ξανθιά πλατινέ τραγουδίστρια ερμηνεύει λαϊκά κομμάτια, με πάθος που θα ταίριαζε σε συναυλία σε κάποιο μεγάλο στάδιο.
Σε στιγμές ζητάει από το κοινό να τραγουδήσει, ο κόσμος μέσα στη ζάλη του δεν ανταποκρίνεται, αλλά εκείνη απτόητη. Επαγγελματίας. Δίπλα στο τραπέζι μας, η λουλουδού στοιβάζει καινούρια πανέρια με γαρίφαλα. Ακόμα μάλλον είναι νωρίς για να γίνουν οι μεγάλες «ζημιές».
Από την αρχή είχα προσέξει στο πρώτο τραπέζι-πίστα, έναν τύπο γύρω στα 50, με τζόκεϊ καπέλο που καθόταν μαζί με τον φίλο του. Γυναίκες και άνδρες τραγουδιστές τού απεθύνονταν από την πίστα, του αφιέρωναν κομμάτια, τον προσκαλούσαν να χορέψει, τον είχαν στα ώπα-ώπα. Σε πολλές φάσεις καθόταν στην παρέα του και μια ξανθιά γυναίκα.
Εκείνο το βράδυ, το κοινό είχε απ’ όλα: αυτόν τον πελάτη που έχει χτίσει το μαγαζί και όλοι του συμπεριφέρονται σαν να του ανήκει, τους θαμώνες που κάθε Παρασκευή – Σάββατο είναι πιστοί, τις παρέες που έχουν έρθει να κάνουν χαβαλέ «τουριστικά», σαν διάλειμμα από τις προβλεπόμενες εξόδους του κέντρου, τους νταλκαδιασμένους, τους παρατηρητές.
Με λίγα λόγια, ήταν οι μύγες μες στο γάλα από τη μία και από την άλλη, οι άνθρωποι που τα ξημερώματα κατεβαίνοντας τα σκαλιά τέτοιων ανυπόκριτων μπουζουξίδικων είναι περισσότερο ο εαυτός τους, απ’ ό,τι όλη την υπόλοιπη βδομάδα, στις δουλειές, στις οικογένειες, στα σπίτια τους. Εκεί μέσα ήταν σαν να τους παρατηρούσες στο φυσικό τους περιβάλλον και αυτό από μόνο του είχε γοητεία.
Η ξανθιά τραγουδίστρια έχει δώσει τη θέση της σε μια πιο παλιά καραβάνα, μελαχρινή, πληθωρική, μαύρο φόρεμα, κοντό μπροστά, μακρύ πίσω. Η επίσης μελαχρινή λουλουδού αρχίζει κι έχει περισσότερη δουλειά.
Στέκεται δίπλα στην τραγουδίστρια και περιμένει νεύμα από πελάτη, κυρίως από τον κύριο με το καπέλο και από μια πολύ μεγάλη παρέα που νιώθεις ότι είναι σε γλέντι γάμου. Ένας τύπος που σίγουρα αύριο θα μετανιώσει το δεύτερο μπουκάλι ουίσκι, σηκώνεται να χορέψει ένα μεθυσμένο ζεϊμπέκικο, χοροπηδηχτό, σαν ικαριώτικος.
Ένας από τους φίλους του βάζει το ποτήρι με το ποτό στο πάτωμα, για να του δώσει την ευκαιρία να εξασκήσει κάποια «ανδρική» φιγούρα. Βλέποντάς τον να παραπατάει – και όχι επίτηδες, το σηκώνει άρον-άρον. Mission abort!
Μετά από πολλές στροφές στον στενό χώρο ανάμεσα στην πίστα και τα πρώτα τραπέζια, ο πιτσιρικάς με το ριγέ πουλόβερ έχει βγάλει το άχτι του και επιστρέφει στην παρέα του θριαμβευτικά. Η μελαχρινή τραγουδίστρια, όλη αυτή την ώρα, δεν του έχει δώσει μεγάλη σημασία.
«Μια ζωή ήμουν το καλό παιδί, έδινα καρδιά, έδινα ψυχή. Όμως τι μ’ αυτό, ούτε ένα ευχαριστώ…», αρχίζει να τραγουδάει το κομμάτι που έχει ερμηνεύσει ανυπέρβλητα η Πίτσα Παπαδοπούλου και κάθεται στο τραπέζι του τύπου με το τζόκεϊ καπέλο.
Του το απευθύνει, εκείνος την κοιτάζει μέσα στα μάτια, μερακλώνει και ταυτίζεται με στίχους όπως «πρέπει να κοιτάξω κι εγώ τον εαυτό μου, όσο είναι καιρός και να μην ξανακάνω χατίρια κανενός». Τα γαρίφαλα αρχίζουν να πέφτουν βροχή. Καιρός ήταν.
Όσο εμείς ως άξιοι εκπρόσωποι της γενιάς των millennials και zillennials διαπραγματευόμασταν αν θα πάρουμε άλλο ποτό, οι νεαροί σερβιτόροι, ήδη έμπειροι στη δουλειά, έφερναν το ένα μπουκάλι πίσω από το άλλο σε άλλες παρέες.
Η ξανθιά τραγουδίστρια, που είχε βγει στην αρχή, κάθεται σε ένα τραπέζι μόνη απολαμβάνοντας το ουίσκι της. Η συνάδελφός της χαιρετάει πανηγυρικά το (λιγοστό πια, αλλά παθιασμένο) κοινό και κατεβαίνει από την πίστα. Για αρκετά λεπτά νομίζαμε ότι το πρόγραμμα τελείωσε, αν και ήταν μόλις 4.00 πμ.
Πάνω που ήμασταν έτοιμοι να βάλουμε μπουφάν, από το σκοτάδι βγαίνει το μεγάλο όνομα του κέντρου. Δεν το καταλάβαινες μόνο από την ώρα, αλλά και από τις αντιδράσεις των θαμώνων.
Ένας τραγουδιστής γύρω στα 55, που στα νιάτα του είχε σίγουρα πρότυπο τον Διονυσίου, παίρνει αγέρωχος θέση στο κέντρο της πίστας και χωρίς φιοριτούρες ξεκινάει να τραγουδάει «Αν είν’ η μοίρα μου σακατεμένη, δεν φταίει ο κόσμος, ούτε κι εσύ. Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει και ξαναρχίζω απ’ την αρχή» του Καζαντζίδη. Το μαγαζί σείεται.
Ο γνώριμος τύπος στο πρώτο τραπέζι κάνει νεύμα για λουλούδια – αυτό το λίγο τρομακτικό, υπαινικτικό νεύμα, όπου στο πρόσωπο δεν κινείται τίποτα. Τα πράγματα σοβαρεύουν. Αυτήν τη φορά, δεν αρκείται στο να ρίξει τα γαρίφαλα η κοπέλα.
Παίρνει ο ίδιος τα πανέρια και κάνει αυτό το αδιάνοητο πράγμα: τα πετάει στη μούρη του τραγουδιστή από απόσταση αναπνοής, με «μίσος» λες και τον γιαουρτώνει. Τι «εκπαίδευση» έχουν περάσει μερικοί τραγουδιστές και δεν αντιδρούν! Ο ερμηνευτής, ατσαλάκωτος, συνεχίζει σαν να έχει τηλεμεταφερθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν και παρακολουθεί τον εαυτό του.
Ο φίλος, μετά το ξέσπασμα, σταματάει να επιτίθεται με γαρίφαλα και κάθεται για λίγο. Πόσο να αντέξει όμως καθιστός, όταν ακούσει τις πρώτες νότες του «Λέγε με παλιόπαιδο» του Στράτου; Σηκώνεται και σχεδόν χορογραφημένα, ο φίλος του και ο σερβιτόρος, τραβάνε τα πρώτα τραπέζια μακριά, για να του δώσουν χώρο.
«Για όσα έκανα για σένα, μη μου λες ευχαριστώ, μα δεν μπορείς εσύ εμένα να με λες αχάριστο», λέει ο τραγουδιστής της σχολής Στράτου και ο φίλος μας νταλκαδιάζεται όλο και πιο πολύ. Οι περισσότεροι άνθρωποι μετά από κάποια μπουκάλια ουίσκι, θα έπεφταν πάνω στον τύπο που τους βαράει παλαμάκια. Όχι αυτός, όμως. Κινήσεις ακριβείας, βλέμμα στο πάτωμα και διάθεση «κάντε όλοι στην άκρη», πράγμα που συνέβη, άμα τη εμφανίσει.
Κοιταζόμαστε και συμφωνούμε ότι το ζεϊμπέκικο αυτό είναι όπως πρέπει να είναι, ένα χορός πόνου και δυστυχίας, χωρίς πολλά-πολλά. Λίγο πριν τελειώσει τις στροφές του, πληρώνουμε και φεύγουμε. Μετρ και σερβιτόροι μάς κοιτάζουν με ένα αδιόρατο χαμόγελο, χωρίς να ξέρουν αν θα μας ξαναδούν.
Σπρώχνουμε τις βαριές πόρτες και βγαίνουμε στο φως του ήλιου. Μόλις έχει ξημερώσει και δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα μάτια μας, μετά το ημίφως του μαγαζιού. Χωριζόμαστε, πηγαίνουμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις και γελάμε με την έκβαση της χαλαρής μάζωξης σπίτι.
Επιστρέφοντας, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι θα έπρεπε να έχω κάτσει όλο το βράδυ, στη γωνία μαζί με τον μετρ να μου λέει ιστορίες, όχι τις ρομαντικοποιημένες εκδοχές που παρουσιάζονται τώρα που η μυθολογία των σκυλάδικων είναι πολύ της μόδας, αλλά όψεις της σκληρής και ελκυστικής πραγματικότητας αυτού του κόσμου.
- Ακολουθήστε την Ντιάννα Βασιλείου στο Instagram.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
Μπουζούκια, Μαχαίρια και Ραντεβού σε Βραβεία: Η Ζωή μου ως Χούλιγκαν της Δέσποινας Βανδή
Οι Άνθρωποι που Χαράσσουν τα Μονοπάτια στα Τζουμέρκα Είναι Case Study
«Δεν την Απατούσε, Πήγαινε στο Σουβλατζίδικο» – Μία Ιδιωτική Ντετέκτιβ Θυμάται Παρακολουθήσεις