Στη ρωσική κουλτούρα, η γιαγιά είναι ο πυρήνας κάθε οικογένειας. Όταν η οικογένειά μας μετανάστευσε από τη Μόσχα στο Βανκούβερ το 1995, πήραμε μαζί μας αυτή την παράδοση. Ως παιδί, περνούσα τα περισσότερα βράδια μου παρέα με τη γιαγιά. Ακόμα κι όταν ήμουν τόσο μικρή, θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως ήταν μια κινητή καταστροφή από αντιφάσεις, σαν κάποιος να είχε συγκολλήσει τυχαία μεταξύ τους αντίθετες προσωπικότητες, συμπιέζοντάς τις σε ένα μαλακό και στρογγυλό σώμα με ύψος 1,45.
Οποτεδήποτε κάθισε να με διδάξει να γράφω στα ρωσικά, ήταν απίστευτα υπομονετική και ευγενική. Ωστόσο, στην κανονική συζήτηση ήταν απότομη, απορριπτική και βάναυσα δηλητηριώδης. Η σχέση μας ήταν τουλάχιστον ασταθής – και όσο μεγάλωνα τόσο λιγότερο καταλάβαινα πώς μια γυναίκα με πτυχίο Χημείας, πάθος για τον κινηματογράφο και αγάπη για την οικογένειά της μπορούσε να είναι τόσο καταστροφική για τους ανθρώπους που αγαπούσε περισσότερο.
Videos by VICE
Μια μέρα, η μητέρα μου προσπάθησε να μου δώσει μια απάντηση. «Ξέρεις ότι η γιαγιά σου δεν είχε εύκολη ζωή», είπε. «Για παράδειγμα, έκανε δώδεκα εκτρώσεις».
Σοκαρίστηκα. Μεγαλώνοντας, η οικογένειά μου περιέγραφε τις Σοβιετικές ως ατρόμητες μητριάρχισσες – μαγείρευαν ατελείωτα για τις οικογένειές τους μπορς σε τεράστιες κατσαρόλες, με κρέας που είχαν κάνει τρεις ώρες για να το βρουν. Πάντα υπέθετα ότι οι Σοβιετικές επικεντρώνονται αποκλειστικά στο να προσφέρουν στις μεγάλες οικογένειές τους, οπότε δεν είχα ποτέ σκεφτεί ότι οι εκτρώσεις θα μπορούσαν να γίνονταν σε τέτοιο βαθμό στη Σοβιετική Ένωση.
Περίεργη γι’ αυτό που μου φαινόταν σαν μπλεγμένη αντίφαση, γκούγκλαρα τα ποσοστά εκτρώσεων στην ΕΣΣΔ και συνειδητοποίησα ότι οι υποθέσεις μου για τις Σοβιετικές και τις οικογένειές τους ήταν πολύ μακριά από την αλήθεια. Στα τέλη του 20ού αιώνα, η Σοβιετική Ένωση είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εκτρώσεων στον κόσμο – σύμφωνα με τους New York Times, πολλές γυναίκες στην ΕΣΣΔ «βασίζονταν στις κρατικά χρηματοδοτούμενες εκτρώσεις ως βασική μορφή αντισύλληψης». Αλλά ακόμα και αφού το έμαθα αυτό, παρέμεινα εμβρόντητη από την κατάσταση της γιαγιάς μου: δώδεκα εκτρώσεις φαίνονταν πολύ πάνω από τον μέσο όρο, ειδικά για μια μορφωμένη γυναίκα.
Αποφάσισα να μάθω περισσότερα ρωτώντας την ευθέως για τις εμπειρίες της. Καθώς περίμενα να γίνει η κλήση στο Skype, ένιωσα νευρικά. Αυτή η γυναίκα δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη «σεξ» μιλώντας σε μένα. Γιατί ξαφνικά να ήταν ειλικρινής γι’ αυτού του είδους την προσωπική ιστορία; Ωστόσο, η γιαγιά ήταν ήρεμη και ελάχιστα συναισθηματική, σαν να θυμόταν την πλοκή της τελευταίας ταινίας που είχε παρακολουθήσει. Παρόλο που κράτησε την ψυχραιμία της, ένιωσα πως υπήρχε κάτι μέσα της που έβραζε, κάτω από τη γαλήνια εξωτερική εμφάνισή της. Η γιαγιά μου απλώς δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει. «Δεν έχω πει ποτέ σε κανέναν για όλο αυτό», είπε. «Κανένας δεν ρώτησε ποτέ»
Από τη στιγμή που μια γυναίκα πατούσε το πόδι της στο νοσοκομείο ζητώντας να κάνει έκτρωση μέχρι τη στιγμή που έφευγε, της συμπεριφέρονταν σαν να ήταν εγκληματίας
Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1939 στο Κίεβο της Ουκρανίας. Όταν ήταν παιδί είχε φυματίωση. Όταν θεραπεύτηκε, εμφάνισε διαβήτη και καρδιακά προβλήματα. Μεγαλωμένη από έναν αυστηρό, ανύπαντρο πατέρα σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα, ανάρρωσε από το πρόβλημα υγείας της, πήρε υψηλούς βαθμούς στο σχολείο και τελικά μετακόμισε στη Μόσχα, όπου πήρε πτυχίο Χημείας στο πανεπιστήμιο. Αμέσως μετά, συνάντησε τον παππού μου –έναν καλόκαρδο κινηματογραφόφιλο σπασίκλα που διηύθυνε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Μόσχα– και στα 24 γέννησε τη μητέρα μου. Η γιαγιά μου έκανε το δεύτερο παιδί της στα 35. Στο μεσοδιάστημα έκανε τις περισσότερες εκτρώσεις της.
Τότε, οι Σοβιετικοί πολίτες ήταν εξοικειωμένοι με ένα συγκεκριμένο σλόγκαν: «Δεν υπάρχει σεξ στη Σοβιετική Ένωση». Σύμφωνα με τη γιαγιά μου, το σεξ αντιμετωπιζόταν σαν ταμπού και θεωρήθηκε ότι αποσπά την προσοχή των πολιτών, που υποτίθεται πως περνούσαν τον χρόνο τους εκπληρώνοντας τα καθήκοντά τους σαν καλοί, σκληρά εργαζόμενοι κομμουνιστές.
Λόγω αυτής της στάσης, ήταν πολύ δύσκολο να κυκλοφορήσουν πληροφορίες για τη σύγχρονη αντισύλληψη – έστω κι αν επιλογές όπως το χάπι, τα προφυλακτικά και τα ενδομήτρια σπιράλ (IUD) υπήρχαν εκείνη την εποχή, αν και σε μικρή ποσότητα. «Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση ήταν πολύ-πολύ σπάνια στο σοβιετικό σύστημα», δήλωσε στο Broadly η Anna Temkina, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας και από κοινού συντονίστρια του προγράμματος γυναικείων σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης. «Ίσως μερικά σχολεία κάλυπταν βασικά πράγματα για το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα, αλλά τίποτα για την αντισύλληψη ή τη σεξουαλική ευχαρίστηση».
Η Temkina σημείωσε επίσης ότι οι μόνοι άνθρωποι που είχαν σύγχρονη γνώση της αντισύλληψης ήταν οι λίγοι τυχεροί που μπορούσαν να διαβάσουν ξένες εκδόσεις, που όμως ήταν κρυμμένες σε βιβλιοθήκες προσβάσιμες μόνο για τους φοιτητές στα κορυφαία πανεπιστήμια. «Γι’ αυτό πολλές γυναίκες προτιμούσαν “παραδοσιακές” μεθόδους ελέγχου των γεννήσεων, όπως το να μετρούν τους μηνιαίους κύκλους τους ή το τράβηγμα», είπε. «Δεν είχαν τη συνήθεια ή την αντίληψη να χρησιμοποιούν νέες μορφές αντισύλληψης».
Παρόλο που η επίσημη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση έλειπε στην ΕΣΣΔ, οι εκτρώσεις επιχορηγούνταν από το κράτος. Αλλά σύμφωνα με την Temkina, το στίγμα που συνδεόταν με τον τερματισμό μιας εγκυμοσύνης σε ένα δημόσιο νοσοκομείο ήταν μεγάλο. «Από τη στιγμή που η γυναίκα πατούσε το πόδι της στο νοσοκομείο ζητώντας να κάνει έκτρωση μέχρι τη στιγμή που έφευγε, της συμπεριφέρονταν σαν να ήταν εγκληματίας», είπε. «Ντρεπόταν για δύο πράγματα κυρίως: επειδή ήθελε να νιώσει σεξουαλική ευχαρίστηση και επειδή δεν ήθελε να ασκήσει το γυναικείο καθήκον της και να γίνει μητέρα».
Η γιαγιά μου συμφώνησε με αυτό τον χαρακτηρισμό. «Για τις περισσότερες γυναίκες, το να περιμένουν για μια έκτρωση τις έκανε να νιώθουν ότι είναι πάνω σε έναν ιμάντα μεταφοράς. Καθημερινά, οποιοδήποτε πρωί, υπήρχαν δέκα γυναίκες αναμονή στο νοσοκομείο για να υποβληθούν σε έκτρωση», είπε. «Έτσι, οποτεδήποτε χρειαζόταν να κάνω, έκανα βόλτα στο νοσοκομείο για να εντοπίσω κάποιον από το κρατικό νοσοκομειακό σύστημα τον οποίο μπορούσα να πληρώσω επιπλέον για καλύτερη θεραπεία».
Σύμφωνα με τη γιαγιά μου, το να πληρώσεις έξτρα εγγυόταν περισσότερο ανθρώπινη μεταχείριση από αυτή που μπορούσες να λάβεις σε μια συνηθισμένη, κρατικά χρηματοδοτούμενη έκτρωση. Όταν τη ρώτησα τι γιατροί έκαναν τις επιδοτούμενες αμβλώσεις στα κρατικά νοσοκομεία, ήταν σαν έντονη οργή να διείσδυσε στη φωνή της. «Δεν έδειχναν κατανόηση ούτε ενθάρρυναν», είπε. «Θα σε κορόιδευαν και θα σου έλεγαν να σκάσεις και να σταματήσεις να κλαις. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν άκαρδοι και δεν ένιωθαν τίποτα για τις γυναίκες που έκαναν εκτρώσεις».
Αυτή η έλλειψη ενσυναίσθησης επεκτεινόταν και στην καθαυτή ιατρική θεραπεία στην οποία υποβάλλονταν οι γυναίκες. Σύμφωνα τόσο με τη γιαγιά μου όσο και με την καθηγήτρια Temkina, στις γυναίκες που έκαναν επιχορηγούμενες από το κράτος εκτρώσεις δεν χορηγούσαν αναισθητικό. «Εάν έκανες δωρεάν έκτρωση, σε μετέφεραν με το φορείο έξω από την αίθουσα με τις κουρτίνες και το πόνο παυσίπονο που σου έδιναν ήταν ο πάγος», είπε η γιαγιά μου. «Οι γιατροί περίμεναν μέχρι να μουδιάσουν όλα και μετά ξεκινούσαν».
«Για μένα είναι φρικτό το ότι δεν χρησιμοποιούσαν αναισθητικό», είπε η Temkina, παρόλο που παραδέχθηκε ότι δεν είναι σίγουρη γιατί συνέβαινε. «Ίσως λόγω του ότι δεν υπήρχε χρόνος ή διαθέσιμο προσωπικό για να διανείμει σωστά τα αναισθητικά. Ή ίσως υπήρχαν κάποια όρια για τα είδη των αναισθητικών που μπορούσαν να πάρουν οι γιατροί. Για παράδειγμα, ακόμα και η οδοντιατρική εργασία γινόταν χωρίς αναισθητικό στην ΕΣΣΔ».
Θα σκεφτόταν κανείς ότι εάν τόσο πολλές γυναίκες έκαναν εκτρώσεις και ακούγονταν αυτές οι ιστορίες τρόμου, θα έδιναν κάποιου τύπου μάχη για βασικά δικαιώματα, αλλά δεν ήταν αυτός ο τρόπος που σκέφτονταν εκείνη την εποχή. «Από τη στιγμή που οι γυναίκες ντρέπονταν τόσο πολύ για τις εκτρώσεις τους από το σύστημα υγείας, δεν ένιωθαν ούτε σκέφτονταν ότι θα μπορούσαν να μιλήσουν γι’ αυτά τα θέματα δημοσίως», εξήγησε η Temkina. «Από τη στιγμή που υπήρχε κάτι ντροπιαστικό στο θέμα των εκτρώσεων, δεν συζητούνταν στη δημόσια σφαίρα».
Από τη στιγμή που υπήρχε κάτι ντροπιαστικό στο θέμα των εκτρώσεων, δεν συζητούνταν στη δημόσια σφαίρα.
Αντιμέτωπες με ένα τόσο ισχυρό στίγμα και την έλλειψη ποιότητας στην ιατρική φροντίδα, πολλές γυναίκες στην ΕΣΣΔ επέλεγαν απλώς να υποβάλλονται σε παράνομες διαδικασίες, είπε η γιαγιά μου. «Πολλές γυναίκες έβρισκαν ανθρώπους που τις έκαναν στα σπίτια τους και ήταν φρικτό», θυμάται. «Άνθρωποι που προσποιούνταν πως ήταν επαγγελματίες, αλλά στην πραγματικότητα ήθελαν να βγάλουν χρήματα. Μερικές γυναίκες που εργάζονταν σε νοσοκομεία ως καθαρίστριες ή κάτι τέτοιο έλεγαν ψέματα πως ήταν γιατροί και ξεγελούσαν τις εγκύους. Κάποιες γυναίκες πέθαναν. Ακούγαμε αυτές τις ιστορίες συχνά, ακόμα και στη Μόσχα».
Ένα πλήθος τέτοιων αιτιών συνέβαλε στο αστρονομικό ποσοστό αμβλώσεων στην ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με την καθηγήτρια Temkina, δεν ήταν μόνο ότι το σεξ και η σεξουαλικότητα δεν συζητούνταν δημοσίως – υπήρχε επίσης σκανδαλώδης έλλειψη ανοικτού διαλόγου και στις κατ’ ίδιαν συζητήσεις. «Ένας τεράστιος καταλύτης πίσω από το ποσοστό εκτρώσεων ήταν ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως επικοινωνία μεταξύ αντρών και γυναικών για το σεξ», εξήγησε. «Η συζήτηση δεν ήταν κομμάτι της κουλτούρας ακόμα και ανάμεσα σε συζύγους. Εάν οι σύντροφοι έφταναν σε κάποιου είδους συμφωνία, θα έπρεπε να είναι μη ειπωμένη. Εάν ήσουν με κάποιον που δεν ήταν σταθερός σύντροφος, τότε μια μη ειπωμένη συμφωνία ήταν αδύνατη. Έτσι, φυσικά υπήρχαν συνέπειες».
Η γιαγιά μου συμφώνησε. «Όλα εξαρτιόνταν από τον σύντροφό σου», είπε. «Σε κάποιους άντρες δεν άρεσε να χρησιμοποιούν προφυλακτικό και κάποιοι δεν ενδιαφέρονταν εάν έσπαγαν ή όχι».
Στη διάρκεια της ζωής μου, νομίζω ότι μόνο μία φορά έχω δει τον παππού μου με τη γιαγιά μου να φιλιούνται. Ο γάμος τους πάντα μου φαινόταν σαν μια κουρασμένη συντροφικότητα και συνήθεια, οπότε δεν είναι δύσκολο να πιστέψω ότι η σχέση τους ήταν υποδειγματική της δυναμικής των δύο φύλων που περιέγραψε η καθηγήτρια Temkina.
«Ο παππούς σου γνώριζε για τις εγκυμοσύνες μου, αλλά δεν βοηθούσε στην πραγματικότητα», είπε η γιαγιά μου. «Με πήγε μία ή δύο φορές για έκτρωση, αλλά ποτέ δεν μπήκε μέσα μαζί μου. Πολιτισμικά δεν ήταν ευθύνη του άντρα να εμπλακεί με αυτό. Εάν επρόκειτο να κάνεις παιδί, θα ήταν διαφορετικό: τότε θα εμπλεκόταν».
Καθώς φτάναμε στο τέλος της συζήτησής μας, θύμωσα περισσότερο και λυπήθηκα πιο πολύ για λογαριασμό της. Ζούσε σε μια χώρα που επέλεξε να κάνει τα στραβά μάτια στο ότι τόσο πολλές γυναίκες επέλεγαν να κάνουν εκτρώσεις – έναν τόπο που αρνιόταν να παραδεχθεί ότι οι παραδοσιακές πεποιθήσεις του για τη σεξουαλικότητα και τη μητρότητα προκαλούσαν αποδεδειγμένα βλάβη στις γυναίκες.
«Όλοι είχαν μια πολύ ορθολογική, πρακτική στάση απέναντι στις εκτρώσεις», μου είπε η γιαγιά μου. «Δεν μπορούσες ποτέ να ανακαλύψεις πώς πραγματικά επηρέαζε τις γυναίκες». Η Σοβιετική Ένωση τοποθετούσε όλη τη σεξουαλική ευθύνη στους ώμους των γυναικών και αυτές δεν έβλεπαν ούτε πίστευαν ότι μπορούσαν να βρουν κάποια διέξοδο. Κατά τη γνώμη μου, σίγουρα όλο αυτό την είχε αλλάξει ως άνθρωπο – και μέχρι σήμερα δεν πιστεύω ότι η γιαγιά μου και οι άλλες γυναίκες της γενιάς της το καταλαβαίνουν αυτό.
Περισσότερα από το VICE
Τα Λασπόλουτρα στην Καβάλα Είναι Σαν να Βουτάς σε Αφρό Σοκολάτας
Οι Κάτοικοι του Κέντρου Μισούν την Κουλτούρα των Προαστίων