Αν μπει κανείς στο Twitter για το ποδόσφαιρο, έστω και για μια στιγμή, θα συναντήσει ολόκληρους λογαριασμούς αφιερωμένους στην casual κουλτούρα. Είτε το επίκεντρο είναι στη φωτογραφία είτε στην ιστορία και τη νοσταλγία, ή την απεικόνιση του χουλιγκανισμού, υπάρχουν πάντα πολλοί followers εκεί έξω για οτιδήποτε casual. Δεδομένου ότι η σκηνή του casual ήταν στις δόξες της στα 70s και τα 80s, η διαρκής γοητεία ενός κινήματος που συχνά είναι συνδεδεμένο με τη βία –και που πριν από πολύ καιρό βομβαρδίστηκε από φανταστικές «βιογραφικές» ταινίες πάνω στο είδος, sequel που πάτωσαν στις κριτικές, παρωδίες και κυνικά απομνημονεύματα– προκαλεί έκπληξη σε πολλούς. Για όσους, όμως, εξακολουθούν να επενδύουν σ’ αυτήν την κουλτούρα, το casual σήμερα είναι εξίσου επίκαιρο όσο ήταν στις μέρες των ετοιμόρροπων κερκίδων, των αυθεντικών Adidas, των The Jam και των οπαδικών συνδέσμων.
Η υποκουλτούρα του casual ξεκίνησε να εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και θεωρήθηκε από πολλούς ως πνευματικός κληρονόμος του κινήματος των mod της προηγούμενης δεκαετίας. Και στις δύο περιπτώσεις, παραχωρήθηκε ένας κοινωνικός χώρος στους νέους της εργατικής τάξης της Βρετανίας, στον οποίο μπορούσαν να ασχοληθούν με τη μόδα και αυτό έγινε σε μια εποχή όπου ο στιγματισμός που γεννιόταν από τη σύγκρουση της παραδοσιακής αρρενωπότητας με το ενδιαφέρον για νέα στιλ και επώνυμα ρούχα, ήταν μεγάλος. Η casual αισθητική ήταν μια εξέγερση ενάντια στη συντηρητική μόδα των παλαιότερων γενεών υπό αυτήν την έννοια, όμως οι οπαδοί του casual χαρακτηρίζονταν από έναν βαθμό συμμόρφωσης προς κάποιον κανόνα, κάτι που δεν συνέβαινε στην περίπτωση της ενδυματολογικής δημιουργικότητας των mods. Η casual μόδα ήταν κάτι σαν στολή, καθώς και ένας τρόπος να ταυτίζεσαι με την κουλτούρα του οπαδισμού και της συντροφικότητας του ποδοσφαίρου.
Videos by VICE
Διαβάστε επίσης: Street Μπάχαλα Μεταξύ Ελλήνων Χούλιγκαν στα 90’s
Όντας συχνά συνδεδεμένη με την επιτυχία αγγλικών ομάδων –ειδικά της Λίβερπουλ– στην Ευρώπη στη δεκαετία του ’70, η αυξανόμενη δημοτικότητα των Ευρωπαίων σχεδιαστών έκανε τους οπαδούς του casual μια αναγνωρίσιμη ομάδα στους δρόμους. Φορώντας συχνά μάρκες του εξωτερικού, όπως CP Company, L’Alpina και Lacoste, για να μην αναφέρουμε τα εθιμοτυπικά Adidas αθλητικά, η ενδυμασία με συγκεκριμένα λογότυπα την ημέρα κάποιου αγώνα ήταν ένας τρόπος για τους νεαρούς άνδρες να κάνουν μια δήλωση και να επιστήσουν την προσοχή του κόσμου στην ιδιότητά τους ως ποδοσφαιρικοί φίλαθλοι. Αυτό, φυσικά, δεν ήταν πάντα καλό, καθώς η κουλτούρα του casual πήγαινε συχνά πακέτο με τις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ οπαδών. Η λέξη «casual» γίνεται πλέον σχεδόν συνώνυμη με τον «χουλιγκανισμό» στη Μεγάλη Βρετανία και μάρκες, όπως η Stone Island, η Fila και η Diadora, επικράτησαν στη δεκαετία του ’80, αποπνέοντας έναν κακόφημο αέρα.
Όπως συνέβη και με τον ίδιο τον χουλιγκανισμό των 80s, τα στοιχεία της casual κουλτούρας μεγαλοποιήθηκαν και εγκωμιάστηκαν αργότερα, με ταινίες της δεκαετίας του 2000, όπως το Green Street Hooligans και το Football Factory να φέρουν μεγάλο μερίδιο της ευθύνης γι’ αυτό. Παρόλο που, αναμφίβολα, οι casuals που συγκρούονταν βίαια την ημέρα ενός αγώνα αποτελούσαν μειονότητα, μεγάλο κομμάτι του κόσμου που δεν ανήκει σε αυτήν τη σφαίρα βλέπει πλέον ολόκληρη την υποκουλτούρα υπό αυτό το συγκεκριμένο πρίσμα. Αν και αυτό μπορεί να είναι σκόπιμο για αυτούς που έχουν υιοθετήσει το casual στιλ προκειμένου να αντανακλά τον ανδρισμό τους, η πλειοψηφία όσων αυτοπροσδιορίζονται ως casuals σήμερα δείχνουν να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για το ποδόσφαιρο, τη μόδα και τη μουσική από ό,τι για τις οδομαχίες, καθώς και για την κοινωνική πλευρά του φαινομένου casual. Όπως ακριβώς οι πρώτοι casuals συνδέονταν με τους mods, έτσι και οι διάδοχοί τους είναι συχνά θιασώτες κάποιου κινήματος αναβίωσης των mods, είτε αυτό είναι με τη μορφή των ενδυματολογικών επιλογών μουσικών, όπως του Paul Weller είτε του casual στιλ των Oasis, κατά την περίοδο του Cool Britannia, οι οποίοι βοήθησαν στη διατήρηση της σκηνής τη δεκαετία του ’90.
Αν και υπήρξε μια σύντομη αναβίωση στον απόηχο του Green Street και των αντιπάλων του στο box office, η κουλτούρα του casual ξεκίνησε να φθίνει προς την αλλαγή της χιλιετίας. Είτε αυτό οφείλεται στην έξαρση ανούσιων sequel, τα οποία ακολούθησαν την απρόβλεπτη δήλωση του Elijah Wood ότι είναι σκληροπυρηνικός οπαδός της Γουέστ Χαμ (βλέπε Rise of the Footsoldier, Green Street Hooligans 2 κτλ) είτε στην εκθρόνιση της βρετανικής νεανικής κουλτούρας που κάποτε βρισκόταν στο απόγειό της, το casual look ξεθώριασε ακόμη περισσότερο στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να κυριαρχεί σε συγκεκριμένες περιοχές της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ υπάρχει και μια εξειδικευμένη casual κοινότητα στις παρυφές του ποδοσφαίρου και της μόδας. Μεγάλο τμήμα αυτής της κοινότητας φαίνεται να έχει μεταφερθεί στο Διαδίκτυο, όπου τα φόρουμ των φαν, τα ηλεκτρονικά καταστήματα και τα social media επιτρέπουν στους casuals να ανταλλάσσουν ιστορίες, στιλιστικές συμβουλές και διαφορετικές οπτικές πάνω στο casual lifestyle.
«Το να είσαι casual είναι ένας τρόπος να διαχωρίζεις τον εαυτό σου από τους κλασικούς φιλάθλους», οπαδός της Κάμπουρ
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της casual σκηνής στα social media είναι ότι οι διαχειριστές πολλών λογαριασμών είναι ποδοσφαιρικοί οπαδοί του εξωτερικού, είτε από τη Βόρεια Αμερική είτε από την Ευρώπη. Η λατρεία των casuals στην ήπειρο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτιστικής ανταλλαγής, με τους νεαρούς Βρετανούς που κάποτε θαύμαζαν την ευρωπαϊκή μόδα να είναι, με τη σειρά τους, αντικείμενο θαυμασμού των Ευρωπαίων. Ας πάρουμε το Casual Ultra, για παράδειγμα, έναν λογαριασμό στο Twitter που διαχειρίζεται ένας οπαδός της Κάμπουρ, η οποία αγωνίζεται στην Α΄ Εθνική Κατηγορία της Ολλανδίας. Έχει ως έδρα του την Ολλανδία και δέχτηκε να μιλήσει ανώνυμα στο VICE Sports μέσω email για το ενδιαφέρον του για την casual κουλτούρα και τους λόγους που αφιερώνει τόσο χρόνο, προωθώντας τις απόψεις του γύρω από τη σκηνή, χρησιμοποιώντας 140 ή και λιγότερους χαρακτήρες.
Διαβάστε ακόμη: Δείξε μου τα Ρούχα σου να σου πω τι Ομάδα Είσαι
«Το να είσαι casual είναι ένας τρόπος να διαχωρίζεις τον εαυτό σου από τους κλασικούς φιλάθλους, μέσω του ντυσίματος και του τρόπου ζωής σου», λέει. «Το casual στιλ γίνεται όλο και πιο δημοφιλές στην Ευρώπη, μέρα με τη μέρα. Προσωπικά, είμαι και εγώ ένας casual και η ομάδα που υποστηρίζω, η Κάμπουρ, έχει πολλούς casual οπαδούς. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν πολλοί casuals στην ολλανδική σκηνή. Μετά την Αγγλία, ερχόμαστε σίγουρα δεύτεροι». Αν και ο λογαριασμός Casual Ultra ανεβάζει κυρίως φωτογραφίες με πυροτεχνήματα, οπαδούς που ακολουθούν την ομάδα τους εκτός έδρας και τις συνηθισμένες μάρκες ρούχων, υπάρχουν επίσης βίνετο από επεισόδια μέσα στο γήπεδο και πλάνα από κουκουλοφόρους με άγριες διαθέσεις. Το φάντασμα του γνήσιου χουλιγκανισμού στοιχειώνει πολλούς casual λογαριασμούς στο Twitter και το Facebook και αναπόφευκτα κάποιοι από τους followers τους γοητεύονται από τη βία.
«Θα έλεγα ότι κληρονόμησα την αγάπη μου για την casual κουλτούρα από τον πατέρα μου και την οικογένειά μου» – Dan, οπαδός της Ντέρμπι Κάουντι
Ο άνδρας πίσω από τον λογαριασμό Casual Ultra παραδέχεται ότι ενδιαφέρεται για τους «χούλιγκαν, τους casuals και τους οπαδικούς συνδέσμους» και ότι το Twitter και το Facebook έχουν αναστείλει τους λογαριασμούς του στο παρελθόν, επειδή αναρτούσε υλικό που θεωρήθηκε ακατάλληλο. Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο η διαθεσιμότητα βίντεο χουλιγκανισμού στα social media έχει συμβάλλει στην περιθωριοποίηση της casual σκηνής και στην πεποίθηση ότι η κουλτούρα του casual αποτελεί μια μικρή μόνο πτυχή της ευρύτερης οπαδικής βίας. Η σύνδεση μεταξύ των δύο αναμφίβολα υπερτονίζεται από τα social media, με λογαριασμούς να αναπαράγουν συχνά σκηνές μιας βίας που δεν είναι αντιπροσωπευτική της σκηνής γενικότερα. Σίγουρα, οι κάμερες παρακολούθησης και η υπέρμετρη επιβολή απαγορεύσεων έχει περιορίσει αρκετά τον χουλιγκανισμό στη Βρετανία, ενώ οι σύγχρονοι χούλιγκαν από τη μεριά τους είναι λογικό να αποφεύγουν casual μάρκες, προκειμένου να μην αποτελούν στόχο για την Αστυνομία.
Η casual κουλτούρα σημαίνει διαφορετικά πράγματα για κάθε άνθρωπο και ίσως να θεωρείται πρωτοποριακή εκτός Βρετανίας. Το κοινό στοιχείο των casuals όλου του κόσμου είναι η αφοσίωσή τους στις μάρκες των 70s και των 80s, πράγμα που, όπως λέει ο άνδρας πίσω από τον λογαριασμό Casual Ultra, μπορεί να οδηγήσει σε ένα «πολύ ακριβό lifestyle». Ο Daniel Wilson είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει πολύ καλά το κόστος της casual αισθητικής, καθώς είναι ιδιοκτήτης ενός καταστήματος ρούχων που λέγεται Casual Cultures στο Ντέρμπι. Ο Dan είναι πολλά χρόνια οπαδός της Ντέρμπι Κάουντι και λέει ότι η εισαγωγή του στην casual σκηνή έγινε μέσω της ομάδας του και της οικογένειάς του.
«Θα έλεγα ότι κληρονόμησα την αγάπη μου για την casual κουλτούρα από τον πατέρα μου και την οικογένειά μου», λέει ο Dan. «Με πήγαινε σε αγώνες από πολύ μικρή ηλικία και λάτρεψα κατευθείαν τα ματς. Όταν δεν μπορούσε να με πάει ο ίδιος, πήγαινα με τον παππού μου, στο παλιό γήπεδο της Ντέρμπι Κάουντι, το Μπέιζμπολ Γκράουντ. Εκτός από το ποδόσφαιρο, ο μπαμπάς μου ενδιαφερόταν πολύ για το ντύσιμο και τη μουσική και αυτό επηρέασε και τα δικά μου γούστα. Θυμάμαι να ακούω Oasis, Black Grape, Charlatans και Verve πηγαίνοντας στα ματς και φορούσα μάρκες, όπως Stone Island, Henri Lloyd και CP Company από πολύ μικρή ηλικία – τότε δεν το θεωρούσα κάτι σπουδαίο, όμως φορούσα στο σχολείο Stone Island φούτερ των 100 λιρών και κανείς από τους φίλους μου δεν ήξερε τι ήταν.
«Ποτέ δεν γούσταρα τη βία. Για εμένα, είχε να κάνει με το ντύνεσαι ωραία, να ακούς καλή μουσική, να ακολουθείς την ομάδα σου εντός και εκτός έδρας και να περνάς καλά» – Dan, οπαδός της Ντέρμπι Κάουντι
«Νομίζω ότι πήρα το πρώτο μου εισιτήριο διαρκείας για την Ντέρμπι Κάουντι, όταν ήμουν γύρω στα 14 και τότε ήταν που ξεκίνησα να γουστάρω το ντύσιμο. Έβλεπα μεγαλύτερούς μου να φοράνε καπέλα Burberry και κασκόλ Aquascutum και ήθελα να είμαι σαν και αυτούς. Βοήθησε πολύ που ο μπαμπάς μου ασχολούνταν με το ντύσιμό του, οπότε ξεκίνησα να του παίρνω τα ρούχα του και από εκεί και πέρα μπήκα για τα καλά μέσα σε όλο αυτό. Όταν πήγαινες σε παιχνίδια εκτός έδρας, έβλεπες τύπους να φοράνε διάφορα πράγματα, επηρεαζόσουν και όλο αυτό διαμόρφωνε την ταυτότητά σου».
Για τον Dan, η casual κουλτούρα έχει να κάνει με τη συντροφικότητα, τη μόδα και τη μουσική, αν και αναγνωρίζει ότι δεν το βλέπουν όλοι έτσι. «Ποτέ δεν γούσταρα τη βία», λέει. «Για εμένα, είχε να κάνει με το ντύνεσαι ωραία, να ακούς καλή μουσική, να ακολουθείς την ομάδα σου εντός και εκτός έδρας και να περνάς καλά, όμως ξέρω τύπους που γουστάρουν τις φάσεις με ξύλο και θέλουν να είναι μέλη οπαδικών συνδέσμων». Αν και οι απαγορεύσεις και η έντονη αστυνόμευση έχουν καταστήσει σχεδόν αδύνατα τα επεισόδια σε αγώνες της Premier League, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η οπαδική βία εξακολουθεί να υπάρχει σε μικρότερες κατηγορίες, εκεί που οι απαγορεύσεις και τα μέτρα δεν είναι τόσο αυστηρά. Παρόλα αυτά, ως ιδιοκτήτης καταστήματος ρούχων, ο Dan ενδιαφέρεται περισσότερο για τις καινούργιες μάρκες που εμφανίζονται, παρά για το νταηλίκι. Έχει ιδρύσει μάλιστα και τη δική του μάρκα, τη Lombes, της οποίας το μεταβιομηχανικό λογότυπο είναι βασισμένο στο παλιό μουσείο βιομηχανίας και ιστορίας του Ντέρμπι.
Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.
Εκτός από τη δημιουργία μιας σφαίρας μέσα την οποία οι φίλαθλοι του ποδοσφαίρου μπορούν να έρθουν κοντά μέσω της μόδας, μοιάζει να υπάρχει και ένα στοιχείο ανταγωνισμού και εσωτερικής αντιπαλότητας στην casual κουλτούρα. Αυτό φαίνεται και στη στάση που έχει υιοθετήσει ο Dan γύρω από την πώληση ρούχων και της προώθηση συγκεκριμένων φιρμών. «Στο ξεκίνημά μου πουλούσα τις γνωστές, μεγάλες μάρκες που γνώριζαν μια περίοδο αναβίωσης, όπως η Lyle & Scott, η Fila κτλ. Μετά από λίγους μήνες, διέκρινα μία νέα τάση, σταμάτησα να πουλάω μεγάλες φίρμες και αποφάσισα να πουλάω μόνο ανεξάρτητες μάρκες, πράγμα που βασίζεται στην ιδέα του να διατηρείς το πλεονέκτημα και να πουλάς πράγματα που δεν είναι μαζικής παραγωγής. Άρχισα να προωθώ μάρκες, όπως την Casual Connoisseur, τη Basläger, τη Beautiful North, τη Stand και ούτω καθεξής. Όλες αυτές οι μάρκες ανήκουν σε φιλάθλους του ποδοσφαίρου από τη Βρετανία και μου άρεσε η ιδέα να πουλάω πράγματα που δεν μπορείς να βρεις σε έναν εμπορικό δρόμο του Ντέρμπι, για παράδειγμα».
Με τη Lombes, ο Dan περιορίζει όλα όσα παράγει στα 50 κομμάτια, πράγμα που σημαίνει ότι οι αγοραστές παίρνουν κάτι αποκλειστικό και μπορούν να είναι πολύ περήφανοι γι’ αυτό, όπως λέει ο Dan. Αυτό αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα πτυχή του κόσμου της casual μόδας, καθώς η συμμόρφωση προς κάποιον κανόνα και η ομοιογένεια στο casual dresscode αποκτούν άλλες ποιότητες, μέσω της αποκλειστικότητας. Υπάρχει μια εγγενής αδελφικότητα στην casual κουλτούρα, η οποία κατά βάση συνδυάζει το αδελφικό πνεύμα του «ένας για όλους και όλοι για έναν», με τη σχεδόν κωμική ανταγωνιστικότητα που το συνοδεύει. Αυτό αναμφίβολα περιορίζει την απήχηση της σκηνής στο ευρύτερο φάσμα των φύλων – όπως και ο σεξισμός που είναι ριζωμένος σε κάποιους casuals –, ενώ υπάρχουν και πολλοί άνδρες για τους οποίους η όλη αντιπαράθεση που παραπέμπει σε Κάιν και Άβελ φαντάζει σαχλή, όταν είναι ψύχραιμοι και σκέφτονται καθαρά.
Οι αδελφικές σχέσεις μεταξύ των ανδρών είναι κάτι που ξεπερνά το ποδόσφαιρο. Το casual lifestyle έχει στοιχεία που θυμίζουν κλίκα.
Όσο για το γιατί αισθάνεται ότι αξίζει να συνεχιστεί η casual κουλτούρα, ο Dan λέει: «Το μόνο που χρειάζεται η νεολαία είναι μια ταυτότητα την οποία μπορεί να υιοθετήσει και νομίζω ότι το casual κίνημα είναι ένα είδος ταυτότητας που περνάει από γενιά σε γενιά. Σήμερα βλέπεις άτομα σαν τον Drake να φοράνε Stone Island, ενώ μάρκες, όπως η Supreme και η Engineered Garments έχουν αποκτήσει φανατικούς οπαδούς». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Vaios, εκπρόσωπος του Casual Factory, ενός ηλεκτρονικού καταστήματος ρούχων το οποίο ειδικεύεται στην casual ένδυση. Είπε στο VICE Sports μέσω email: «Το κάθε άτομο δίνει σαφώς το δικό του νόημα στην casual κουλτούρα, όμως νομίζω ότι υπάρχει πάντα ένα στοιχείο του να θέλεις να γίνεις παράνομος και να σέβεσαι και να μιμείσαι αυτούς που ζουν πιο κοντά στο περιθώριο». Για άλλους φιλάθλους του ποδοσφαίρου -σίγουρα όχι για αυτούς που φημίζονται για τις βιαιοπραγίες- η ιδέα του «σεβασμού» είναι ένα ακόμη στοιχείο υπερβολής και επίδειξης ανδρισμού της casual κουλτούρας. Οι αδελφικές σχέσεις μεταξύ των ανδρών είναι κάτι που ξεπερνά το ποδόσφαιρο και το casual lifestyle έχει στοιχεία που θυμίζουν κλίκα. «Δεν αφορά μόνο τους οπαδούς του ποδοσφαίρου, το στιλ τους το υπερβαίνει πλέον αυτό», προσθέτει, επισημαίνοντας ότι μπορεί κανείς να δει casual ντυσίματα τόσο σε έναν αγώνα όσο και σε μια συναυλία των Stone Roses.
Ο Luke Taylor, αρχισυντάκτης του Real Clobber Magazine, μας δίνει μια τελευταία οπτική πάνω στην ανταγωνιστική φύση της casual σκηνής. Με το επίκεντρο να είναι κατά βάση στη μόδα και με ένα στήσιμο που λειτουργεί ως αντίδραση απέναντι στις εταιρείες που «ζουν στον κόσμο τους και δεν έχουν καμία επαφή με τους ανθρώπους που τελικά αγοράζουν και φοράνε αυτά τα ρούχα», το περιοδικό φιλοξενεί μεγάλες μάρκες, αλλά και ανεξάρτητες εταιρείες. Μιλώντας για την ανάδειξη της σκηνής, ο Luke λέει: «Η casual υποκουλτούρα είχε αρχικά ως θεμέλιο τη μόδα, με τα επώνυμα αθλητικά είδη να χρησιμοποιούνται για την αποφυγή του εντοπισμού από την Αστυνομία, σε μια εποχή όπου η Αστυνομία έψαχνε ακόμα για σκίνχεντ με Dr. Martens. Με το πέρας το χρόνου, ο όρος “casual σνομπισμός” εξελίχθηκε και είχε μια παρόμοια πορεία με εκείνη του bling, στη rap σκηνή. Μια νοοτροπία του στιλ, “Το Stone Island μπουφάν μου είναι πιο ακριβό από το δικό σου”. Το σημερινό look των casuals, νομίζω ότι είναι ένας τρόπος να ξεφύγεις από τον βούρκο της καθημερινότητας της εργατικής τάξης – πηγαίνεις στην παμπ με τους κολλητούς σου και το μπουφάν των 500 λιρών σε κάνει να νιώθεις καλά. Είναι μιας είδους φυγή από την πραγματικότητα, ένα ξέσπασμα, αν θέλεις. Ποιος είναι ο πιο ωραίος; Ποιος είναι ο πιο στιλάτος;».
Αν και η ιδέα του «casual σνομπισμού» μπορεί να φαντάζει ειρωνική στο πλαίσιο ενός κατά βάση εργατικού κινήματος, υπάρχει σίγουρα μια ιεραρχία ακόμη και μέσα στην ίδια την causal σκηνή. Η επιθυμία των νεαρών ανδρών να ανελιχθούν σε αυτήν την ιεραρχία, να ανταγωνιστούν ο ένας τον άλλον για την αποδοχή και την κυριαρχία, είναι ένα στοιχείο της casual κουλτούρας που προηγείται κατά πολύ της Adidas, του ποδοσφαίρου και πιθανώς του ίδιου του πολιτισμού. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αυτού του τύπου η αρρενωπότητα είναι μια μορφή φυγής, όμως υπάρχει και μιας είδους αυτοέκφραση στην casual κουλτούρα, η οποία είναι μια απόδραση από την πεζή πραγματικότητα, κάτι με το οποίο οι περισσότεροι από εμάς μπορούμε να ταυτιστούμε σε κάποιον βαθμό. Για αυτόν τον λόγο, παρά τον διαρκή συσχετισμό με τη βία και τα δυσάρεστα στοιχεία της σκηνής, πολλοί νιώθουν ότι η casual κουλτούρα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Περισσότερα από το VICE
Μια Μέρα στην Εγκαταλελειμμένη «Αετοφωλιά» του Δικτάτορα Παπαδόπουλου στην Πάρνηθα
Βρες Ποιο από τα 19 Καλύτερα Ελληνικά Νησιά σού Ταιριάζει Ανάλογα με το τι Τύπος Είσαι
Αυτές Είναι οι πιο Εκνευριστικές Συνήθειες των Συντρόφων μας σε Έξι Λέξεις