Δικαιώματα

Μπήκαμε στο Σπίτι του 18χρονου Ρομά που Δολοφονήθηκε από Αστυνομικούς στο Πέραμα

DSCF2255
Kοινοποίηση

Εκείνο το πρωί της Πέμπτης, το κρύο είναι τσουχτερό. Διασχίζοντας με το αυτοκίνητο τους στενούς και κακοτράχαλους χωμάτινους δρόμους που οδηγούν στον καταυλισμό του Σοφού στον Ασπρόπυργο, δεξιά και αριστερά διακρίνει κανείς απέραντες εκτάσεις με σκουπίδια, δομικά υλικά, ξεσκισμένα ρούχα, παλιούς ξεχαρβαλωμένους καναπέδες, λαμαρίνες. Έναν σκουπιδότοπο που απλώνεται, δίχως τελειωμό. Εκεί δεν υπάρχουν σπίτια, παρά μόνο εργοστάσια που χωρίζονται από τον καταυλισμό με ένα αόρατο τείχος. Εκεί, η ζωή δίνει τη θέση της στην εξαθλίωση. Σιγά–σιγά, διαφαίνονται στο βάθος οι πρώτες παράγκες.

DSCF2214.jpg

Στον Ασπρόπυργο η θλίψη σκέπασε τα πάντα

Φτάνοντας όλο και πιο κοντά, αχνοφαίνονται κάποιες ανθρώπινες μορφές. Μόλις ανοίγουμε το τζάμι του αυτοκινήτου, την ασήκωτη σιωπή σπάνε παιδικές φωνές. Παιδιά όλων των ηλικιών, έχουν σχηματίσει κύκλους και παίζουν με μία μπάλα. Η βροχή των προηγούμενων ημερών έχει μετατρέψει το έδαφος σε λάσπη. Ορισμένα φορούν παλιά αθλητικά παπούτσια, άλλα παντόφλες. Τα πόδια τους είναι λασπωμένα. Όμως στα πρόσωπά τους είναι σχηματισμένα χαμόγελα.

Videos by VICE

Το αμάξι σταματά έξω από μία παράγκα. Είναι ένα από τα αυτοσχέδια παραπήγματα που στηρίζεται σε χοντρά ξύλινα δοκάρια. Οι εξωτερικοί «τοίχοι» του είναι φτιαγμένοι από κομμάτια ξύλου, ενώ σε κάποια σημεία είναι άτακτα τοποθετημένες ορισμένες λαμαρίνες. Η οροφή είναι σκεπασμένη με ένα κομμάτι νάιλον -που δεν λειτουργεί αποτρεπτικά όταν οι βροχές είναι έντονες-ενώ κάτω, το υγρό έδαφος είναι καλυμμένο με τσιμέντο.

Μπαίνοντας μέσα, η θλίψη είναι τόσο έντονη που σχεδόν μπορείς να την αισθανθείς. Τα χαλιά έχουν σκεπάσει σχεδόν όλη την έκταση του παγωμένου τσιμεντένιου εδάφους, ενώ στο ταβάνι είναι καρφωμένα κομμάτια από λαμαρίνες. Στο κέντρο του χώρου, κάποιες γυναίκες βάζουν ξύλα και διάφορα αντικείμενα σε μία σιδερένια κατασκευή, που λειτουργεί σαν σόμπα. Κάθονται κυκλικά τριγύρω της για να ζεσταθούν. Πάνω ακριβώς από τη σόμπα βρίσκεται ένα τσίγκινο ξεθωριασμένο σκεύος με νερό, το οποίο θερμαίνεται και το χρησιμοποιούν για να κάνουν μπάνιο.

Στα δεξιά της εισόδου βρίσκεται ένα πλαστικό τραπέζι με ένα γαλάζιο τραπεζομάντηλο και παρατημένα ποτήρια με μισοτελειωμένο καφέ. Σε μία παλιά πλαστική καρέκλα, κάθεται μια μορφή που φορά μαύρα ρούχα. Κυρτωμένος και σκυφτός, με τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος. Είναι ο Γιάννης Σαμπάνης. Ο πατέρας του 18χρονου Νίκου, που δολοφονήθηκε από 36 σφαίρες αστυνομικών στο Πέραμα.

Ο πατερας του Νικου, Γιαννης Σαμπανης.
Ο πατερας του Νικου, Γιαννης Σαμπανης.

Το βλέμμα του θολό, ξεχειλίζει με πόνο. Με χαιρετά εγκάρδια. Τα χέρια του είναι σκληρά. Προδίδουν πως είναι άνθρωπος του μόχθου. Ασχολείται με τα παλιοσίδερα στη Νίκαια και το Πέραμα. Κάθομαι απέναντί του. Στην άλλη πλαστική καρέκλα, στην κορυφή του τραπεζιού, βρίσκεται ο θείος του Νίκου, Νεκτάριος. Στον χώρο που λειτουργεί σαν σαλόνι, είναι μαζεμένες τρεις γυναίκες και δύο μικρά παιδιά. Τα παιδιά του Νίκου, δυόμιση χρονών και επτά μηνών. Ο κύριος Γιάννης κάνει τις συστάσεις. Η γυναίκα του και μητέρα του Νίκου, Μαρία, κάθεται κατάχαμα και έχει στην αγκαλιά της το εγγόνι της. Το βλέμμα της αδειανό και καρφωμένο μπροστά. Δεν κοιτάζει κάτι συγκεκριμένο, μοιάζει χαμένη. Στα δεξιά της κάθεται η γιαγιά του Νίκου και στα αριστερά η γυναίκα του, η Τασία, με το δεύτερο παιδί τους στην αγκαλιά. Όλες είναι μαυροφορεμένες. Αποστασιοποιημένες. Σαράντα μέρες από τη δολοφονία του Νίκου, η θλίψη έχει σκεπάσει τα πάντα στο διάβα της.

Η γυναικα του Νικου, Τασια, που κρατα στην αγκαλια το ενα από τα δυο παιδια τους.
Η γυναικα του Νικου, Τασια, που κρατα στην αγκαλια το ενα από τα δυο παιδια τους.

Κοιτάζω στο βάθος. Εκεί βρίσκεται η κρεβατοκάμαρά του, όπου ένα στρώμα είναι τοποθετημένο πάνω σε μία αυτοσχέδια ξύλινη βάση. Στα αριστερά του χώρου, είναι η κουζίνα. Το βλέμμα μου πάει απευθείας στα λευκά κομμάτια ξύλου που έχουν τοποθετηθεί ψηλά και σχηματίζουν τα ντουλάπια. Σε ένα από αυτά δεσπόζει μια παιδική ζωγραφιά με το όνομα του Νίκου, μέσα σε μία καρδιά.

«Είστε δολοφόνοι»

Ο κύριος Γιάννης έχει πάνω στο τραπέζι ένα πακέτο με τσιγάρα. Μου αφηγείται, με βαριά βραχνή φωνή, την ημέρα που έμαθε πως ο Νίκος δολοφονήθηκε. «Σηκώθηκα εκείνο το πρωί, κάθισα έξω στο τραπεζάκι μου. Ο Νίκος έλειπε, νόμιζα πως είχε πάει για δουλειά. Δούλευε σε ένα συνεργείο, δύο χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι. Την ώρα που έπινα τον καφέ μου, έρχεται εδώ ένας αστυνομικός», λέει στο VICE. «”Είσαι ο μπαμπάς του Νίκου;”, με ρωτά. Του απαντάω “ναι”. “Πάμε στο τμήμα κύριε Σαμπάνη”, μου λέει. “Τι έγινε; Που είναι ο Νίκος”; “Πρέπει να πας στη ΓΑΔΑ”, μου απαντά».

Τον πήρε ο αστυνομικός και τον μετέφερε στη ΓΑΔΑ. «Μόλις πήγα, ήταν εκεί δύο άτομα με πολιτικά. Ο ένας ξεκίνησε να μου παίρνει κατάθεση. “Πού είχε πάει ο Νίκος χθες”; Δεν ήξερα να του απαντήσω. Με ρώτησε πόσα αδέρφια είναι, εάν έχω άλλα παιδιά. Κατέγραφε τις απαντήσεις μου. Του είπα πως έχω πέντε αγόρια. Ο Νίκος όμως ήταν πιο κοντά σε μένα, τα υπόλοιπα μένουν σε άλλους συνοικισμούς. Δεν μου είχε πει τίποτα ακόμα».

Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για λίγη ώρα. Μετά, ο αστυνομικός της ασφάλειας έστρεψε την οθόνη του υπολογιστή και την έδειξε στον κύριο Γιάννη. Ήταν μία φωτογραφία του Νίκου. Τον ρώτησε εάν τον γνωρίζει. Τον γνώριζε, ήταν ο γιος του. Μετά του έδειξε μία ακόμα φωτογραφία του Νίκου, αυτήν τη φορά πιο μικρή. «Ναι, ο γιος μου είναι πάλι», είπε ο κ. Γιάννης. «Τα συλληπητήριά μου», λέει ο αστυνομικός. «Ο γιος σου πέθανε». Τότε, όλα θόλωσαν. «Άρχισα να φωνάζω με όλη μου τη δύναμη “είστε δολοφόνοι”. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έκανα εκείνη τη στιγμή. Μου έφεραν ένα ποτήρι με νερό. Κατέβηκα κάτω και βγήκα έξω. Έπεσα στο έδαφος, έκλαιγα, σπάραζα. Μία δικηγόρος, που ήταν περαστική, κοντοστάθηκε και μου έδωσε νερό. Σε λίγη ώρα έφεραν και τη γυναίκα μου στη ΓΑΔΑ. “Τι έγινε;” με ρωτά. “Έγινε αυτό που δεν περιμέναμε”, της απάντησα. Άρχιζε να ουρλιάζει πως είναι δολοφόνοι. Επιστρέψαμε σπίτι, να δούμε τι θα κάνουμε».

Η φωνή του σπάει. Ανάβει ένα τσιγάρο. «Ας σκίζαν τα λάστιχα, ας τον τραυμάτιζαν στο πόδι. Όχι όμως να τον σκοτώσουν. Αυτοί ήταν δολοφόνοι, ήξεραν ότι είναι Ρομά. Θα ρίξεις μία, δύο φορές. Δεν θα ρίξεις 36 σφαίρες».

«Το παιδί φωνάζει, ζητάει τον πατέρα του»

Το βράδυ εκείνο, η καταδίωξη έγινε σε έναν οικισμό πυκνοκατοικημένο με στενούς δρόμους. «Εάν τη στιγμή εκείνη περνούσε πολίτης, θα είχε σκοτωθεί κι εκείνος», αναφέρει ο κ. Γιάννης. «Από τύχη δεν δολοφονήθηκαν και άλλοι». Οι μέρες χωρίς τον Νίκο περνούν αργά και ο οξύς πόνος δίνει σιγά-σιγά τη θέση του στην οργή. «Δεν θέλω να δω ΔΙΑΣ μπροστά μου. Στο δικαστήριο τούς φώναζαν “ήρωες” και τους έπαιρναν αγκαλιά. Δολοφονούν και τους αποκαλούν ήρωες. Δεν μας ζήτησαν μία συγγνώμη. Εγώ ποιον θα πάρω αγκαλιά;» λέει με πόνο. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται και κάθεται στα πόδια του το παιδί του Νίκου. Κάτι λέει στα ρομανί, στη γλώσσα τους. «Το παιδί του φωνάζει τα βράδια, ζητάει τον μπαμπά του. Βλέπει τη φωτογραφία του, την παίρνει αγκαλιά και τη φιλάει», λέει ο κ. Γιάννης.

Οι γονείς του Νίκου μού εξηγούν πως ήταν εκεί, μαζί με τους χιλιάδες ακόμη διαδηλωτές, στην πορεία του Πολυτεχνείου. Εκεί βρέθηκαν για να φωνάξουν, να σηκώσουν το δικό τους πανό και να ζητήσουν να αποδοθεί δικαιοσύνη για το Νίκο. Να τιμωρηθούν οι αστυνομικοί. Διότι δεν χωρά άλλη αδικία στις ζωές τους. «Θέλουμε δικαιοσύνη», φωνάζει η μαμά του Νίκου.

Η γυναικα του Νικου, Τασια, με τα δυο παιδια τους.
Η γυναικα του Νικου, Τασια, με τα δυο παιδια τους.

«Πέθανε άδικα, θέλουμε δικαίωση»

«Μόλις έγινε το συμβάν, πήγα στην περιοχή να κάνω αυτοψία. Είπαν ότι είναι 36 σφαίρες, αλλά εγώ είδα πολλές περισσότερες», λέει ο θείος του Νίκου, Νεκτάριος. Εξωστρακισμένες σφαίρες στους τοίχους δεξιά και αριστερά, σε κάδους, στον δρόμο, σε δέντρα, σε κολώνες. «Ερευνάται η ρίψη σφαιρών και από πυροβόλο όπλο, εκτός από το υπηρεσιακό των αστυνομικών. Θέλουμε διευκρινίσεις. Το αυτοκίνητο και το σώμα του Νίκου ήταν γαζωμένα. Γιατί είχε στην κατοχή του δικό του όπλο; Θέλουμε να μπουν μέσα, να αποδοθεί δικαιοσύνη», προσθέτει. «Εγώ που είμαι τσιγγάνος, δεν θα βρω το δίκιο μου. Τους διεφθαρμένους αστυνομικούς όμως τους αφήνουν και κάνουν ό,τι θέλουν».

«Πέθανε άδικα το παιδί, θέλουμε να δικαιωθεί. Να δικαστούν οι αστυνομικοί. Είναι εν ψυχρώ δολοφόνοι και έχουν βγει έξω», λέει ο Δημήτρης, γαμπρός του Νίκου, που στέκεται δίπλα μου. «Είχαν εντολή να σταματήσουν την καταδίωξη, αλλά συνέχιζαν. Δεν άκουσαν τον ανώτερό τους. Θα ζούμε με τον φόβο μη μας σκοτώσει κάποιος αστυνομικός. Τα παιδιά του που θα μεγαλώσουν και θα μάθουν ότι αστυνομικοί δολοφόνησαν τον πατέρα τους, τι θα κάνουν;», αναρωτιέται.

Η μητέρα του, Μαρία, φέρνει έναν λευκό φάκελο. Από μέσα βγάζει φωτογραφίες του Νίκου. Επικρατεί σιγή. Βγαίνουμε έξω, στην είσοδο του σπιτιού. Ο κύριος Γιάννης στέκει σιωπηλός. Τα μάτια του δακρύζουν. Επειδή δεν γνωρίζει εάν η δικαιοσύνη θα έρθει για εκείνους. Τον χαιρετώ.

Αποχωρώ από τον καταυλισμό με πικρία. Το αμάξι παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Ο κακοτράχαλος δρόμος μοιάζει ακόμη χειρότερος τώρα. Σε κάθε λακούβα, το αμάξι χοροπηδά. Οι παράγκες σιγά–σιγά χάνονται στο βάθος. Το βάρος ασήκωτο, σχεδόν αβάσταχτο. Η οργή και το μίσος διάχυτα. Και οι ψυχές ζητούν δικαίωση.

Η μητερα και ο πατερας του Νικου κρατουν στα χερια τη φωτογραφια του.
Η μητερα και ο πατερας του Νικου κρατουν στα χερια τη φωτογραφια του.
DSCF2240.jpg
Η μητερα και ο πατερας του Νικου κρατουν στα χερια τη φωτογραφια του.
Η μητερα και ο πατερας του Νικου κρατουν στα χερια τη φωτογραφια του.
Ο παππους του Νικου.
Ο παππους του Νικου.
DSCF2870.jpg
Το μνημα του Νικου Σαμπανη.

Περισσότερα από το VICE

Η Ήβη Αποφάσισε να Γίνει Σεξεργάτρια για να Είναι Αφεντικό του Εαυτού της

Τι Παρίσια, τι Πατήσια: Η Παράνοια της Αναζήτησης Σπιτιού στην Αθήνα

Ellinofono Rave: Η Λίστα του Spotify με Rave Anthems Από Βανδή και Ρουβά Μέχρι Πάμελα

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.