Στην αρχή, τα σνόμπαρα. Ελληνικά μπαράκια στις Βρυξέλλες; Για ποιο λόγο; Γιατί να βρίσκεται κανείς στην καρδιά της Ευρώπης, σε ένα άλλο κράτος και πολιτισμό, εκεί όπου από τον Μάιο και μετά νυχτώνει στις 10:30 το βράδυ, και να θέλει να κλειστεί σε ένα μπαράκι με ελληνική μουσική και ούζο;
Όλα τα κλισέ μου έρχονταν στο μυαλό. Κάτι μετανάστες δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς να ακούνε Καζαντζίδη, να παραπονιούνται για τον καιρό στο Βέλγιο και να χορεύουν Ζορμπά στο απομεσήμερο (μετά προφανέστατα θα έκλειναν – όσο ελληνικά κι αν ήταν, μιλάμε για τις Βρυξέλλες, όπου στις 11 όλα είναι νέκρα.
Videos by VICE
Δεν πήγαινα ποτέ σε αυτά, όμως, σιγά-σιγά, λίγο οι φίλοι, λίγο οι παρέες που έδιναν ραντεβού στο Ble και το Kosmos, λίγο τα πάρτι που οργανώνονταν στο Berlin Fabrik, το The Bar και το Ethnic, και λίγο που όλα τα υπόλοιπα μπαράκια έκλειναν από νωρίς (αυτή η μάστιγα), ξεκίνησα να πηγαίνω κι εγώ.
Τότε κατάλαβα πόσο άδικο είχα. Στα ελληνικά μπαράκια των Βρυξελλών, οι θαμώνες είναι γαμάτοι: από μαθητές στο Ευρωπαϊκό Σχολείο, φοιτητές στα βελγικά πανεπιστήμια, ευρωϋπαλλήλους κάθε ηλικίας και βοηθούς του ευρωκοινοβουλίου, μέχρι Βέλγους ελληνικής καταγωγής, νέους μετανάστες και ανθρώπους από όλον τον κόσμο που απλώς γουστάρουν να είναι εκεί. Χωρίς κλισέ και στεγανά, είναι πολίτες του κόσμου, καθόλου κολλημένοι (μόνο) με την Ελλάδα, που έχουν ενδιαφέροντα και χόμπι, άποψη και αναζητήσεις. Ε, αν καμιά φορά νοσταλγούν την πατρίδα τους και τραγουδάνε Καζαντζίδη, και αυτό μες το πρόγραμμα είναι.
Αν το «Μπάτμαν» ήταν στις Βρυξέλλες
Είχα ακούσει για το The Bar στην Grande Place, την κεντρικότερη και πιο τουριστική πλατεία των Βρυξελλών. «Είναι το βρυξελλιώτικο Μπάτμαν», μου έλεγε η Έφη, χρόνια στο Βέλγιο. «Πήγαινε και θα με θυμηθείς».
Πήγα, λοιπόν, στις 12, μια Παρασκευή βράδυ και δεν υπήρχε ψυχή. Πήγα ξανά στις δύο το πρωί και είχε λίγο κόσμο. Μέχρι που στις τέσσερις, το μαγαζί είχε πια γεμίσει. Χαμός από παρέες που χόρευαν Παντελίδη, Χολίδη και άλλα λαϊκά που ούτε καν έχω ακούσει. Τσακίρ κέφι, λικνίσματα τσιφτετελιού, χαρτοπετσέτες αντί για λουλούδια και ολίγον από καραόκε.
Ο ιδιοκτήτης του, ο Παντελής Σφακιανάκης, δηλώνει Κρητικός, παρόλο που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Άντερλεχτ των Βρυξελλών. «Η καρδιά μου χτυπάει στην Κρήτη», μας είπε.
Τα ελληνικά, του τα έμαθε στο πατρικό του και σε κάτι μπαράκια που δούλεψε τα καλοκαίρια στο αγαπημένο του νησί, όπου διετέλεσε εξαιρετικά επιτυχημένος μπάρμαν με φήμη που ξεπέρασε το νησί – ακόμη τον θυμούνται στα Μάταλα! Ο ίδιος έχει μεγάλη εμπειρία από νυχτομάγαζα, κάνει κέφι τρελό και σκοπός του είναι οι πελάτες του να διασκεδάσουν σαν να μην υπάρχει αύριο.
Έχεις τόσο καιρό να ακούσεις Βέρτη, Πλούταρχο και Ειρήνη Μερκούρη, που τα αντέχεις.
«Έχουμε φύγει και 12 η ώρα το μεσημέρι της επομένης από το μαγαζί», μας είπε ο Παντελής, που είναι -εκτός όλων των άλλων- και χορευταράς. «Το 80% των πελατών μου είναι Έλληνες ή έστω άνθρωποι που έχουν ζήσει στην Ελλάδα, ξέρουν ελληνικά, ξέρουν αυτόν τον τρόπο διασκέδασης και γουστάρουν. Υπάρχει και ένα 20% που είναι περαστικοί. Βλέπουν ότι μένουμε ως αργά και μπαίνουν, περνούν καλά και έρχονται ξανά», μου εξήγησε.
Ε, λοιπόν, στο The Bar είναι σαν να έχεις προσγειωθεί με τη μία στα νυχτομάγαζα της Συγγρού ή τα ελληνάδικα στο Μπραχάμι. Μη σου πω, σαν να έχεις διακτινιστεί, να έχεις μπει στο Μatrix και να έχεις βγει σε μπουζουκερί της επαρχίας. Ναι, αλλά είσαι στο πιο τουριστικό σημείο των Βρυξελλών, βγαίνεις και βλέπεις τα έρημα πλακόστρωτα δρομάκια γύρω από το Bourse. Τότε συνειδητοποιείς ότι είσαι αλλού.
Όπως όλα τα μαγαζιά τέτοιου τύπου, το The Bar κρύβει πόνο, κρύβει ντέρτι, αλλά και μια συγκινητική αυθεντικότητα. Λίγο παραπάνω να πιεις και τα ακούς όλα – έχεις τόσο καιρό να ακούσεις Βέρτη, Πλούταρχο και Ειρήνη Μερκούρη, που τα αντέχεις. Ο Παντελής θα βοηθήσει γι’ αυτό, κερνώντας σε σφηνάκια, λίγο μετά το καραόκε του.
Φραπέ στο κέντρο του EU Quarter
Kosmopolitan: Από εκεί πήρε το όνομά του το μπαράκι που βρίσκεται στην Place Jourdan των Βρυξελλών, πολύ κοντά στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα όργανα της Ε.Ε. Βρίσκεται στο κέντρο του EU Quarter (ευρωπαϊκό τετράγωνο λέγεται η περιοχή που βρίσκονται τα γνωστά κτίρια των υπηρεσιών της ΕΕ), εκεί που κυκλοφορούν όλη μέρα και μέχρι αργά το βράδυ ευρωϋπάλληλοι, βοηθοί και συνεργαζόμενοι, άνθρωποι από τουλάχιστον 28 χώρες, όσες δηλαδή και τα κράτη-μέλη της Ένωσης.
Σε αυτούς στόχευε το άνοιγμα του μαγαζιού στο συγκεκριμένο σημείο, το 2012. Η έμπνευση ανήκε στον Δημήτρη Κουράση (που σήμερα βρίσκουμε σε άλλο μπαρ, το Berlin Fabrik- βλ. παρακάτω), ο οποίος εξήγησε ότι «το Kosmos απευθυνόταν σε όλον τον κόσμο και όχι μόνο σε Έλληνες. Ήθελα να φτιάξω το πρώτο all day café bar στις Βρυξέλλες, που να έχει όμως τη δική μας νοοτροπία, όπως ξέρουμε εμείς να δουλεύουμε τα μαγαζιά. Η ελληνική φιλοξενία άλλωστε είναι πασίγνωστη», λέει.
Την ίδια προσέγγιση συνέχισαν ο Φίλιππος Ιωάννου και ο Γιώργος Πάτκος, που πριν από περίπου έναν χρόνο αγόρασαν το μαγαζί. Οι δυο τους, προτού γίνουν ιδιοκτήτες, δούλεψαν στο Kosmos και τους άρεσε πολύ. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, το μαγαζί της Jourdan, πίσω από τις περιβόητες τηγανητές πατάτες του Antoine (τις οποίες δοκίμασε και η Merkel σε μια Σύνοδο Κορυφής), έχει καταφέρει πολύ περισσότερα από αυτό. Δεν είναι μόνο ένα ευχάριστο μέρος για όποιον περνάει από εκεί, ένα μπαράκι που είναι ανοιχτό όταν όλα τα άλλα κλείνουν στη γειτονιά (και όχι μόνο), ειδικά Παρασκευή και Σάββατο, αλλά έχει γίνει και στέκι πολλών, κυρίως Ελλήνων μεν, αλλά όχι μόνο.
«Οι πελάτες μας είναι 50-50 Έλληνες και ξένοι. Τα σαββατοκύριακα, ανάλογα και τα πάρτι, οι Έλληνες είναι πιο πολλοί. Καθημερινές είναι ανοιχτά έως τις 12:30-1:00 και τα ΣΚ πάει ως το πρωί, ανάλογα με τη φάση», λέει ο Φίλιππος. «Όμως, σε όλους που έρχονται εδώ αρέσει η ελληνική φιλοξενία. Οι τιμές είναι λογικές, αν θέλει κανείς μπορεί να τσιμπήσει κάτι ή να πιει. Πολλοί έρχονται μόνοι, επειδή ξέρουν ότι θα βρουν εδώ παρέα. Το καλύτερο που μου έχουν πει για το μαγαζί είναι ότι “έρχομαι εδώ, επειδή νιώθω σαν στο σπίτι μου”», συμπληρώνει.
Από το Μεσολόγγι στις Βρυξέλλες
Άλλοτε μεσουρανούσε στους ελληνικούς κύκλους των Βρυξελλών, τώρα οι περισσότεροι θαμώνες είναι Βέλγοι, Βαλκάνιοι, Ανατολικοευρωπαίοι, Αφρικανοί και Λατινοαμερικάνοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο Ethnic δεν θα βρει κανείς παρέες Ελλήνων να πίνουν την μπίρα τους ή να διασκεδάζουν, κυρίως Παρασκευή και Σάββατο βράδυ. «Κάθε μαγαζί κάνει κύκλους» μας είπε ο ιδιοκτήτης του, ο Γιάννης Βλαχογιάννης από το Μεσολόγγι. «Το Ethnicβρίσκεται εδώ 16 χρόνια, είναι λογικό να έχει αλλάξει, να έχει μετεξελιχθεί σε στέκι άλλων, να έχει διαφοροποιηθεί η πελατεία του», εξήγησε.
Έχει δίκιο. Ο Γιάννης ήρθε στις Βρυξέλλες σχεδόν κατά τύχη, πριν από 21 χρόνια και έπιασε δουλειά στα γνωστά σουβλατζίδικα της Grande Place. Η εργατικότητα και η διορατικότητά του σύντομα τον βοήθησαν να ανοίξει το δικό του φαγάδικο στο ίδιο σημείο και αργότερα ένα μπαράκι, το Golden Bar, κυρίως για τουρίστες. Μετά, άνοιξε το Ethnic.
ΔΑΠ, ΠΑΣΠ, ΠΚΣ – Η Φοιτητική Ζωή που σε Περιμένει
«Η λογική ήταν το μπαράκι μας να εκφράσει το πολυεθνικό στοιχείο της πόλης. Είχε έρθει και ο αδερφός μου που είχε μαγαζί στο Μεσολόγγι με το ίδιο όνομα και είναι πιο πολύ του PR και το μαγαζί απογειώθηκε», διηγήθηκε. «Τώρα, έχω πιστούς πελάτες, Βέλγους. “Πάμε στον Έλληνα”, λένε. Πάει καλά. Μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα, η κίνηση στη νύχτα των Βρυξελλών έπεσε, αλλά τώρα επανέρχεται».
Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greeceστο Facebook.
Τους περισσότερους πελάτες του, τους ξέρει προσωπικά, ξέρει τι πίνουν και πάντα προσφέρει ξηρούς καρπούς ή πατατάκια, πράγμα επίσης σπάνιο στις Βρυξέλλες.
Αν και μέσα στη νύχτα εδώ και τόσα χρόνια, ο Γιάννης πίνει μόνο νερό. Στο τσακίρ κέφι θα πιει μια μπίρα, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει να ασχολείται με σπάνια ποτά -ουίσκι, κονιάκ, ρούμι και άλλα- με αποτέλεσμα να προσελκύει τους πιο απαιτητικούς πελάτες.
Ώρα για φαγητό
Αν ερχόσουν για τουρισμό στο Βέλγιο, θα ήθελες να πας στην περιοχή Marolles, εκεί όπου κάθε Κυριακή γίνεται το υπαίθριο παζάρι και που τα χρώματα της γειτονιάς προδίδουν πόσο κουλτουροπόλη είναι οι παρεξηγημένες Βρυξέλλες. Εκεί βρίσκεται και το Berlin Fabrik, που αν περνούσες από μπροστά, δεν θα καταλάβαινες ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την Ελλάδα.
Βιομηχανικός διάκοσμος, εντυπωσιακές παροπλισμένες εργοστασιακές μηχανές και ατμόσφαιρα βερολινέζικη, το νέο project του Δημήτρη Κουράση παραπέμπει σε ένα concept που συνδυάζει το παλιό και το νέο, προσελκύοντας χιπστεροπαρέες, καλλιτέχνες και ψαγμένους τουρίστες. Φυσικά, το μαγαζί προτιμούν και όσοι αγαπούν τα μπέργκερ, αφού από τις 12 το μεσημέρι έως τις 10 το βράδυ η κουζίνα είναι συνεχόμενα ανοιχτή -σπάνιο για Βρυξέλλες-, αλλά και οι παρέες των Ελλήνων που συμμετέχουν στα θεματικά πάρτι ή απλώς θέλουν να απολαύσουν την πλατεία de la Chapelle, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της πόλης.
«Τα βελγικά μαγαζιά είναι λίγο fake. Είναι υπερβολικά ευγενικοί»
«Απευθυνόμαστε σε όλον τον κόσμο, εκείνον που επιλέγει το κέντρο της πόλης για τη διασκέδασή του. Σε Βέλγους, σε Έλληνες, σε τουρίστες, δεν έχει σημασία, σε όποιον αρέσουν τα μπέργκερ, τα κοκτέιλ και η ελληνική εξυπηρέτηση που είναι σταθερό στοιχείο σε όλα τα μαγαζιά με τα οποία έχω ασχοληθεί», λέει ο Δημήτρης.
«Όταν βγαίνω στις Βρυξέλλες, κατά 80% πηγαίνω σε ελληνικά μαγαζιά. Την ημέρα, επειδή μ’ αρέσει να πίνω φρέντο. Τα βράδια, επειδή εκεί συναντάω τους φίλους μου, που είναι συνήθως μεικτές παρέες – ναι, παρασύρω και τους ξένους φίλους μου εδώ», εξήγησε η Αριάννα που μετρά ήδη πέντε χρόνια στο Βέλγιο. Τη βρήκαμε να πίνει ποτάκι με τη Μαρία και τη Μαριλένα στα τραπεζάκια του Berlin. «Πήγα τα παιδιά από τη δουλειά μου στα ελληνικά μπαράκια και ξετρελάθηκαν. Άλλη προσέγγιση διασκέδασης», συμπλήρωσε η Μαρία.
«Τα βελγικά μαγαζιά είναι λίγο fake. Είναι υπερβολικά ευγενικοί, τόσο που καταλαβαίνεις ότι δεν είναι αλήθεια. Έπειτα, το να σε κεράσει το μαγαζί ένα ποτό ή ένα γλύκισμα στο τέλος μόνο τα ελληνικά μαγαζιά το κάνουν», εξήγησε η Μαριλένα.
«Στο Berlin επενδύουμε στο όνομά μας, θέλουμε να υπάρχει ποιότητα. Πρόσφατα αναδειχθήκαμε ως ένα από τα δέκα καλύτερα εστιατόρια των Βρυξελλών με βάση τον τζίρο τους», κατέληξε ο Θοδωρής Ζάγκας, μάνατζερ του μαγαζιού.
Περασμένα μεγαλεία
Μόλις έκλεισε, αλλά σε ένα ρεπορτάζ για τα μπαράκια των Βρυξελλών, δεν θα μπορούσε κανείς να μην αναφερθεί στο Ble. Ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης, σε μια υπέροχη μικρή πλατεία, που -στον σχεδόν έναν χρόνο που λειτούργησε- συγκέντρωσε πολλές παρέες Ελλήνων, μόνιμων κατοίκων και επισκεπτών, φιλοξένησε μουσικούς και συναυλίες.
Το μπαρ που ανήκε στον Μανώλη Σπινθουράκη, πωλήθηκε πριν από λίγο καιρό και όταν θα ανοίξει ξανά, δεν θα είναι πλέον ελληνικό μαγαζί. Όμως, ήταν ένα ευχάριστο μέρος, ένα σημείο αναφοράς της ελληνικής διασποράς που κατάφερνε να συγκεράσει διαφορετικά backgrounds και contexts. Πολύ τεχνικά ακούγονται αυτά; Να σας το πω αλλιώς: όνειρο ήτανε.
Περισσότερα από το VICE
Ο Καναδός Θρύλος που Τσακίζει τα Χέρια των Αντιπάλων του
Ο Έλληνας που Πολέμησε στη Ζούγκλα του Βιετνάμ Αφηγείται τη Ζωή του