FYI.

This story is over 5 years old.

Βιβλίο

Πώς Ήταν να Δουλεύεις σε Ένα Ρωσικό Γκουλάγκ

Ο Ivan Chistyakov ζούσε μια σύγχρονη αστική ζωή, δουλεύοντας ως μηχανικός και πηγαίνοντας σινεμά και θέατρο. Κι ύστερα τον έστειλαν στη Σιβηρία.
Seth Ferranti
Κείμενο Seth Ferranti

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.

Τον Οκτώβριο του 1935, ο Ivan Chistyakov κρίθηκε «ανεπαρκής προλετάριος» και διώχθηκε από το κομμουνιστικό κόμμα στη σταλινική Ρωσία. Αυτό δεν ήταν καλή εξέλιξη για την εκκολαπτόμενη καριέρα του νεαρού μηχανικού. Σε έναν πραγματικό οργουελιανό εφιάλτη, ο 30χρονος στάλθηκε στο Στρατόπεδο Εργασίας Μπαϊκάλ-Αμούρ στη Σιβηρία για να δουλέψει ως φύλακας χωρίς πραγματική αιτιολόγηση – εκτός από το ότι παραήταν έξυπνος. Όπως το θέτει στο ημερολόγιό του «Πόσο αβίαστα έγινε. Απλώς με κάλεσαν και με έδιωξαν. Τα μέλη του κόμματος βάζουν την Επιτροπή του Κόμματος, τη διεύθυνση του εργοστασίου και το εργατικό συνδικάτο να παρέμβουν… Για εμάς τους υπόλοιπους, κανείς δεν λέει μια κουβέντα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στο καινούριο βιβλίο The Day Will Pass Away: The Diary of a Gulag Prison Guard 1935-1936, ο μακαρίτης Chistyakov αναλογίζεται την καθημερινή ζωή σε μια από τις πιο διαβόητες φυλακές του κόσμου. Το κείμενο, το οποίο μετέφρασε από τα διασωθέντα ημερολόγια ο βραβευμένος Arch Tait, δίνει λεπτομέρειες από πρώτο χέρι για τις σκληρές συνθήκες που αντιμετώπιζαν κρατούμενοι και φύλακες σε εκείνον τον αχανή έρημο τόπο. Ανάμεσα σε ορδές εγκληματιών, ανεπιθύμητων και επαναστατών που αμφισβητούσαν το καθεστώς, ο Chistyakov έκανε ό, τι μπορούσε για να μην τρελαθεί. Αλλά μετά από ένα διάστημα που του φάνηκε σαν κόλαση, συνελήφθη το 1937, όταν οι εκκαθαρίσεις του Stalin βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους. Τελικά τον έστειλαν στο μέτωπο καθώς τα στρατεύματα του Hitler προέλαυναν στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα το 1941, όπου και σκοτώθηκε.

Το VICE μίλησε με τον Tait για να μάθει πώς ήταν να μεταφράζει ένα ημερολόγιο 80 ετών, για τα δεινά των κρατούμενων και των φρουρών και για το τι σχέση έχει αυτή η σκοτεινή εποχή με τη σύγχρονη Ρωσία.

VICE: Ένιωθες σαν να ανακαλύπτεις κάτι για πρώτη φορά καθώς διάβαζες τα ημερολόγια του Chistyakov; Πόσο εντυπωσιακό εύρημα ήταν;
Arch Tait: Διάβασα πρώτα το ημερολόγιο του Ivan και μόνο αργότερα είδα ένα τετράδιο από έναν χρόνο πιο πριν, με ιστορίες απ' όταν κυνηγούσε. Ήταν σαν να πηγαίνεις από δυσδιάστατη και τρισδιάστατη εικόνα. Έναν χρόνο πριν ζούσε τη ζωή ενός συνηθισμένου πολίτη της ΕΣΣΔ. Ένα επιπλέον μπόνους ήταν η ανακάλυψη των ζωηρόχρωμων και διασκεδαστικών σχεδίων του, ιδίως στο πρώτο τετράδιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ένας μεταφραστής αν δεν μπορεί να συναντήσει τον συγγραφέα, προσπαθεί να ακούσει προσεκτικά τη φωνή του, να καταλάβει με τι άνθρωπο έχει να κάνει, ποιες είναι οι αξίες του. Το δεύτερο τετράδιο αποκάλυπτε έναν έξυπνο, ιδιότροπο εργένη που του άρεσε να κάνει πλάκες στους γύρω του. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακά ειλικρινές αρχείο των σκέψεών του. Μόνο στο θέμα της φιλίας και της οικογένειας συγκρατείται.

«Πήρα το πιστόλι μου και το έβαλα στον λαιμό μου. Θα ήταν τόσο εύκολο να τραβήξω τη σκανδάλη και μετά… να μη νιώθω τίποτα».

Τι ανακάλυψε κρυμμένο κάτω από τη μυθολογία των γκουλάγκ;
Το ότι αυτή είναι η πραγματικότητα όταν προσπαθείς να φτιάξεις μια ουτοπία. Η πραγματικότητα σύντομα διαψεύδει τη θεωρία και χρειάζεται ολοένα μεγαλύτερη βία για να καταπνίξεις το όλο και πιο φανερό γεγονός. «Μέχρι στιγμής», γράφει ο Ivan, «η ζωή που ζούμε είναι καθαρά θεωρητική. Είναι αυτά που γράφουν στις εφημερίδες. Αν προσπαθήσεις να μιλήσεις για την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων, έμπλεξες». Και σύντομα μπλέκει, όταν η γυναίκα ενός «πολιτικού συμβούλου» αφήνει να της ξεφύγει ότι εκείνη και ο άντρας της συζητάνε τα περιεχόμενα του υποτιθέμενου προσωπικού ημερολογίου του. «Πω πω», σκέφτεται ο Ivan, «αυτό το ημερολόγιο θα αποτελέσει πηγή πολλών αποδεικτικών στοιχείων».

Ως το 1935, το σοβιετικό σύστημα τελειοποιούσε την τέχνη της δυσμενούς επιλογής, της ικανότητας να ξεχωρίζει όσους δεν ήταν αρκετά δεκτικοί και δουλοπρεπείς, ένας από τους οποίους είναι και ο Ivan Chistyakov. Όταν βρέθηκε στο γκουλάγκ και μπροστά στον διοικητή τον κατηγόρησαν για «ανάρμοστα εύθυμη προσέγγιση στη δουλειά», κάτι που θεωρούσαν ότι οφειλόταν στους μη προλετάριους ('μικροαστούς') προγόνους του. Μια από τις απογοητεύσεις του ήταν ότι οι υπεύθυνοι στο στρατόπεδο ήξεραν μόνο να τρομοκρατούν, να επικρίνουν, να βρίζουν. «Πού και πού φώναζαν σαν κούκλες εγγαστρίμυθου: 'Επίπληξη! Συλλαμβάνεσαι!! Κελί τιμωρίας!!!' Πώς μπορώ να δεχτώ διαταγές από τέτοιους ανθρώπους;»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Οι φύλακες αρχίζουν να με αηδιάζουν», έγραφε. «Έχουν σαφώς αισθήματα. Είναι ζώα με μυαλό. Ζώα, πάντως».

Η αρχική περίοδος άφιξης και μετάβασης ήταν προφανώς παράνοια για εκείνον, εν μέρει επειδή φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι πολλοί από τους κρατούμενους δεν ανήκαν εκεί.
Ο Ivan διαπιστώνει ότι έχει μεγάλο σεβασμό για τους σκληροπυρηνικούς κοινωνικά ανεπιθύμητους. Οι γυναίκες κάνουν συμμορίες με κανόνες και συνήθειες κλεφτών. Για εκείνες, η αρχηγός της ταξιαρχίας είναι η «νονά» τους. «Η νονά κυβερνάει τους πάντες και τα πάντα. Η νονά δέρνει ή συγχωρεί, αποφασίζει ποιος θα δουλέψει, σου δίνει φαγητό ή σε αφήνει να πεινάσεις. Η νονά είναι υπεύθυνη. Οι άντρες μένουν μόνοι τους ή συνήθως δυο-δυο».

Οι άντρες παίζουν χαρτιά και αν χάσουν, η ποινή τους είναι να πουν κάτι αισχρό στους φρουρούς ή να κόψουν ένα δάχτυλο ή ένα χέρι μπροστά σε όλους.

Ο Ivan είναι πολύ μακριά από τη Μόσχα. Αναφέρει, «Κάποιος σκοτώθηκε, κάποιος άλλος σκοτώθηκε. Στη διμοιρία 3 μια αρκούδα ξέσκισε το σκαλπ ενός κυνηγού και κομμάτιασε την καραμπίνα του. Την λόγχισαν». Και φύλακες σκοτώνονται. «Στη μονάδα μας, αν κάποιος δολοφονηθεί, κάνουν μια αναφορά και αυτό ήταν. Επέλεξες να έρθεις εδώ, τι περίμενες;»

Περιγράφει τη γενικότερη στάση προς το φόνο: «Βγήκαμε στην τάιγκα ψάχνοντας δραπέτες και βρήκαμε σκόρπια πτώματα. Ποιος τους σκότωσε; Πότε; Κανείς δεν ξέρει καν ποιοι ήταν. Αν κάποιος σε εκνευρίζει και τον σκοτώσεις, τον αφήνεις εκεί που έπεσε. Αν κάποιος τον βρει, έχει καλώς. Αν όχι, είναι νεκρός έτσι κι αλλιώς».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πώς πέρασε τον χρόνο του εκεί ο Ιβάν, όντας τόσο διστακτικός στο σοβιετικό κράτος;
Κάποιος ρώτησε τον Ιβάν, «Εσύ ένας μορφωμένος άντρας τι δουλειά έχεις να υπηρετείς ως διοικητής διμοιρίας στις ένοπλες φρουρές;» Η απάντησή του ήταν. «Ψάξε με. Έχει κανείς φρικτή αίσθηση του χιούμορ;» Ήταν διευθυντής εργοστασίου στη Μόσχα, δεινός αθλητής και κυνηγός, και αγαπούσε το θέατρο και το σινεμά. Το πολιτισμικό περιβάλλον στη Ζαβιτάγια (όπου βρισκόταν το γκουλάγκ) του φαινόταν τρομερά θλιβερό και ο ενθουσιασμός του για τη ζωγραφική, το σχέδιο και τη φωτογραφία επιβεβαίωναν στα μάτια των ανωτέρων του ότι ήταν όντως ένας εχθρός που ανήκε στη μπουρζουαζία. «Οι φύλακες αρχίζουν να με αηδιάζουν», έγραφε. «Έχουν σαφώς αισθήματα. Είναι ζώα με μυαλό. Ζώα, πάντως. Δεν ενδιαφέρονται για τίποτα, είναι ηλίθιοι. Τούβλα. Τα βράδια μαστουρώνουν, πέντε νύχτες την εβδομάδα, για μήνες, χρόνια».

Οι κρατούμενοι είναι ξυπόλυτοι και χωρίς επαρκές ντύσιμο παρόλο που υπάρχουν απ' όλα στις αποθήκες

Η «κάθοδος» από μια πιο σοφιστικέ αστική ζωή ήταν προφανώς δύσκολη. Αλλά ο Ivan επίσης φαίνεται να πετάει καρφιά για τη βία προς τους κρατούμενους.
Ο Ivan είναι σχετικά απρόθυμος για την καθημερινή δουλειά του αλλά τον στέλνουν σε αντίξοες συνθήκες να βρει δραπέτες. «Ήταν νεαροί», γράφει. «Με ψείρες, βρώμικους, χωρίς ζεστά ρούχα. Δεν υπάρχει μπάνιο επειδή δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον προϋπολογισμό κατά εξήντα ρούβλια, που θα ήταν ένα καπίκι κατ' άτομο. Λένε ότι πρέπει να εμποδίσουμε τις αποδράσεις. Ψάχνουν τις αιτίες, χρησιμοποιούν όπλα, αλλά δεν βλέπουν ότι οι ίδιοι είναι η αιτία, ότι οι αποδράσεις είναι αποτέλεσμα της οκνηρίας τους ή της γραφειοκρατίας τους ή απλώς σαμποτάζ. Οι κρατούμενοι είναι ξυπόλυτοι και χωρίς επαρκές ντύσιμο παρόλο που υπάρχουν απ' όλα στις αποθήκες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μια κριτική για το κείμενο είναι το σχετικά μικρή προσοχή που επιφυλάσσει ο Ivan για τους κρατούμενους σε αντίθεση με ανθρώπους σαν κι εκείνον. Σε ενοχλεί;
Για μένα, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του ημερολογίου είναι το πορτρέτο του ίδιου, ενός άντρα που είχε την ατυχία να ζει σε ενδιαφέροντες καιρούς. Η τελευταία καταχώριση γράφτηκε ένα χρόνο πριν αρχίσουν οι μεγάλες εκκαθαρίσεις του Stalin το 1937. Όταν έφτασε εκεί ο Ivan αμέσως βρέθηκε αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική απ' αυτή για την οποία τον είχε προετοιμάσει η προπαγάνδα. Εμφανίζεται στο αρχηγείο της μονάδας ένοπλων φρουρών της NKVD και βρίσκει άντρες στα κρεβάτια τους να καπνίζουν. Δύο παλεύουν, ένας με τα πόδια στον αέρα, γελάει και φωνάζει. Άλλος θρηνεί τη μοίρα του με ένα ακορντεόν που αγκομαχάει, φωνάζοντας «Δεν φοβόμαστε τη δουλειά, απλώς δεν θα την κάνουμε».

Στην αρχή, αν και σοκαρίστηκε από τη μετάβαση από την σχετικά άνετη ζωή του στη Μόσχα στις άθλιες συνθήκες της Σιβηρίας, νιώθει περηφάνια για το ότι κατασκευάζουν μια σημαντική για στρατηγικούς λόγους δεύτερη γραμμή στον Υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο ως τα βόρεια της Κίνας. Σύντομα, διαμαρτύρεται ότι «η εποχή του πολέμου του κομμουνισμού τελείωσε και η Τσέκα (μυστική αστυνομία) έπρεπε να αλλάξει. Ο Stalin έχει πει, 'Πρέπει να δείξουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο'. Αλλά εδώ; Εδώ θα δίσταζα καν να φανταστώ ότι τα λόγια του Stalin μπορούν να έχουν εφαρμογή».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ήταν σαν πουλί στο κλουβί: «Υπάρχει ένας άλλος κόσμος στο εξωτερικό. Ξέρω ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορώ να πάω. Θέλω να κάνω τη δουλειά μου, να μελετήσω, να ενημερώνομαι για την τεχνολογία μετάλλων και να τη δοκιμάζω στην πράξη. Να ζήσω ανάμεσα σε μορφωμένους, να πηγαίνω θέατρο και σινεμά, διαλέξεις και μουσεία και εκθέσεις. Να σχεδιάζω. Να οδηγώ μοτοποδήλατο και ίσως μετά να το πουλήσω και να πάρω ένα ανεμόπτερο και να πετάξω».

Μέσα σε έξι μήνες από την άφιξή του διαβάζουμε, «Πήρα το πιστόλι μου και το έβαλα στον λαιμό μου. Θα ήταν τόσο εύκολο να τραβήξω τη σκανδάλη και μετά… να μη νιώθω τίποτα».


VICE Video: Αυτό δεν Ήταν Ένα Συνηθισμένο Πραξικόπημα


Εκτός του ότι είναι ένα παράθυρο σε μια περασμένη εποχή μαρτυρίου, το κείμενο έχει κάποια σχέση με τον σύγχρονο ρωσικό πολιτισμό;
Το τρέχον καθεστώς στη Ρωσία φαίνεται πρόθυμο να αποκαταστήσει τη σταλινική περίοδο ως φυσιολογική στη ρωσική ιστορία. Ο Chistyakov, μορφωμένος άνθρωπος με καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο, καταθέτει τη μαρτυρία του για όλα αυτά τα ανθρωπίνως απαράδεκτα που συνέβαιναν τότε. Περιγράφει το ξημέρωμα: «Το φως δεν δυναμώνει αλλά μέσα σε μια στιγμή, πίσω από τον λόφο, η πύρινη σφαίρα του ήλιου προβάλει, ζεστή, ακτινοβολούσα και τη χαιρετίζει ένα ξέσπασμα ύμνων από τη χορωδία της αυγής. Ξημέρωσε. Η μέρα αρχίζει, και μαζί της όλη η φρίκη».

Μετά από τέσσερις μήνες στη Σιβηρία, ο Chistyakov έγραψε ένα ποίημα:

Το μόνο που θέλουμε στ' αλήθεια/ είναι το δικαίωμα να κοιμηθούμε καλά το βράδυ/ και ίσως μια μέρα χωρίς δουλειά, για μας/ αν και αυτό που θέλουμε στ' αλήθεια/ είναι να φύγουμε από το στρατόπεδο και να γυρίσουμε σπίτι.

Περισσότερα από το VICE

Μια Γυναίκα που Είχε την Ίδια Ασθένεια με την Kate Middleton Μιλά για το Πόσο Δύσκολα Πέρασε

Πράγματα που Μαθαίνεις για τους Γονείς σου Όταν Αυτοί Πεθάνουν

Ο Περικλής Κοροβέσης Συνεχίζει να Πιστεύει πως Αρκεί Ένας Πολύγραφος και 25 Αντίτυπα για να Αλλάξεις τον Κόσμο

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.