Η Γλυφάδα είναι ένα από τα πιο όμορφα προάστια της Αθήνας. Συνδυάζει βουνό και θάλασσα, ενώ σε αυτή καταφεύγουν οι Αθηναίοι clubbers -και σκυλάδες- για να διασκεδάσουν, μιας και φημίζεται για την καλοκαιρινή νυχτερινή της ζωή. Μέρος της καταλάμβανε κάποτε η ιστορική Αμερικανική βάση, οι εργαζόμενοι της οποίας έδωσαν πολλά στοιχεία της κουλτούρας τους που μπορείς να βρεις ακόμα και σήμερα στη περιοχή. Δεν γίνεται όμως να μη σκεφτείς τη λέξη «νεοπλουτισμός» όταν αναφέρεσαι στη Γλυφάδα. Έχοντας μεγαλώσει στα νότια, μπορώ με σιγουριά να πω ότι ο συγκεκριμένος όρος σίγουρα ταιριάζει γάντι σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αλλά και στη νεότερη ιστορίας της Γλυφάδας.
Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, παιδιά στο σχολείο μου να καυχιούνται για τα χρήματα των -αυτοαποκαλούμενων επιχειρηματιών- πατεράδων τους, ενώ την ίδια στιγμή ακινητοποιούσαν ανήμπορους συμμαθητές τους με σκοπό να ελέγξουν την ετικέτα στο πίσω μέρος της μπλούζας τους για να διαπιστώσουν αν φορούσαν μάρκες ή όχι. Μεγάλωσα δίπλα στα παιδιά των νεόπλουτων και στο μυαλό τους δεν υπήρχε κάποιο άλλο κριτήριο για τις φιλίες τους πέραν των χρημάτων και της αυτοπροβολής. Οι πιο φτωχοί φίλοι τους αποκτούσαν τον ανεπίσημο ρόλο του «μπάτλερ» μόνο και μόνο για να κάνουν παρέα με τον «τάδε, που το Σάββατο θα μας βάλει στο κλαμπ επειδή ο πατέρας του είναι ο δείνα». Οι υπόλοιποι, απλώς τους παρακολουθούσαμε από απόσταση να συνεχίζουν τις ζωές τους, δίχως να μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως, τα τελευταία χρόνια, κάτι δεν πήγαινε καλά.
Videos by VICE
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece
Μια βόλτα στη Γλυφάδα είναι αρκετή για να σε πείσει πως όλα έχουν αλλάξει. Η παλιά της αίγλη έχει πάει περίπατο και όλα δείχνουν πλαστικά. Τα χαμόγελα, τα ξενύχτια, οι μπλαζέ συμπεριφορές, όλα για το θεαθήναι μιας και οι περισσότερες -όχι όλες για να λέμε την αλήθεια- τσέπες δεν έχουν πολλά περισσότερα χρήματα από τις δικές σου. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα μου περιέγραψε ένας φίλος μου που δουλεύει σε κλαμπ της περιοχής. «Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται και προσπαθούν να πιουν τζάμπα επειδή γνωρίζουν τον μάνατζερ από τον παλιό καλό καιρό που όλα ήταν κομπλέ. Με τα πολλά, καταφέρνουν να πιουν υποσχόμενοι πως θα επιστρέψουν για να πληρώσουν άλλη μέρα». Ειλικρινά, δεν μου κάνει καμία εντύπωση αυτό. «Υπάρχει τύπος, παλιός πελάτης, που πλέον έχει οικονομικά προβλήματα. Έρχεται συχνά, παραγγέλνει μπουκάλι βότκα Belvedere -όχι καμιά φτηνή- και στο τέλος μας λέει πως δεν έχει λεφτά και του κρατάμε τεφτέρι. Την άλλη φορά, ήρθε να μας πληρώσει με δολάρια». Oι millennials νεόπλουτοι της περιοχής προσπαθούν να απαρνηθούν την αλήθεια και συνεχίσουν να ζουν ξοδεύοντας όσα ξόδευαν οι γονείς τους, τις εποχές που είχαν λεφτά. Κανείς δεν ξέρει μέχρι πότε θα μπορούν να «πιστολιάζουν» τα μαγαζιά της περιοχής βασιζόμενοι στις παλιές σπατάλες που έκαναν σε αυτά.
Για να καταλάβω τον νεοπλουτισμό και την πτώση του όμως, αποφάσισα να πάω λίγα χρόνια πίσω και να τον γνωρίσω από τη ρίζα του, μιλώντας με έναν άνθρωπο -που για ευνόητους λόγους θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του μιας και είναι ακόμη ενεργός στο επάγγελμα του- που έχει ζήσει τη Γλυφάδα όντας υπεύθυνος σε διάφορους χώρους εστίασης της περιοχής τα τελευταία 37 χρόνια.
«Το μεγάλο μπαμ, ό,τι αφορά στον νεοπλουτισμό στην περιοχή έγινε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Εκεί υπήρξαν τα πρώτα σημάδια νεοπλουτισμού. Εκείνη την εποχή έβγαινες έξω στην πόλη και έβλεπες αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, στα εστιατόρια έμπαινε κόσμος με ακριβά ρούχα και πούρα (Cohiba και Montecristo) πάνω στα τραπέζια ακουμπούσαν, σε εμφανές σημείο, μπρελόκ ακριβών αυτοκινήτων (Ferrari, Porsche, Lamborghini), έβλεπες κόσμο να παραγγέλνει στα εστιατόρια χωρίς να κοιτά καν τον κατάλογο, να πληρώνει χωρίς να βλέπει τον λογαριασμό και, γενικά, από το όλο στήσιμό τους στον χώρο διέκρινες πως οι συγκεκριμένοι ήταν νεόπλουτοι. Εγώ, τους είχα πάρει είδηση και τους προσφωνούσα με τιμητικούς τίτλους όπως το πρόεδρε, διότι στην Ελλάδα αυτά πιάνουν. Πάντα μιλούσαν πιο δυνατά από όλα τα υπόλοιπα τραπέζια για να τους ακούν όλοι, όταν έλεγαν για τα πάρτι στη Μύκονο και τα ταξίδια στο Μαϊάμι.Τα πήγαμε πολύ καλά μαζί τους και βγάλαμε πολύ καλά χρήματα από αυτούς».
Μιλώντας με τον συγκεκριμένο άνθρωπο και ενώ μου εξιστορούσε τις πρώτες ημέρες του νεοπλουτισμού, μου δημιουργήθηκε μια απορία. Πώς στο καλό βρέθηκαν ξαφνικά τόσοι άξεστοι άνθρωποι με πολλά χρήματα;
«Με πολύ απλούς τρόπους. Οι περισσότεροι από αυτούς ασχολήθηκαν με τις επενδύσεις. Γνώριζαν πως δουλεύει το τραπεζικό σύστημα, το οποίο τότε ήταν τρομερά ελαστικό, ο καθένας μπορούσε να πάρει δάνειο, το εκμεταλεύτηκαν και αυτά τα λεφτά βγήκαν στην αγορά. Έπαιρναν δάνεια για να κάνουν επενδύσεις σε διάφορους τομείς και από αυτά τα χρήματα, το 30% πήγαινε πραγματικά στην επένδυση και τα υπόλοιπα γίνονταν αυτοκίνητα, βίλες, ταξίδια και διασκέδαση».
Αξίζει να σημειωθεί πως για πολλά χρόνια, η ευρύτερη περιοχή των νοτίων ζούσε ουσιαστικά από το Αεροδρόμιο στο Ελληνικό και την Αμερικανική βάση. Οι δραστηριότητες για τις οποίες μιλάμε παραπάνω εμφανίστηκαν όταν αυτά έφυγαν από την περιοχή. Ο νεοπλουτισμός έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα ’80s, για να συνεχίσει -με την πολύ σημαντική βοήθεια που προσέφερε η εμφάνιση των lifestyle περιοδικών και εκπομπών- δυναμικά στα ’90s, μέχρι να δεχτεί το πρώτο μεγάλο πλήγμα που δεν ήταν άλλο από το χρηματιστηριακό κραχ του 1999.
«Ξαφνικά όλοι είχαν γίνει παίκτες χρηματιστηρίου, όπως όλη η Ελλάδα εκείνη την εποχή. Σκέψου πως στην περιοχή της Γλυφάδας είχε ανοίξει ένα καφέ, το οποίο είχε οθόνες και αναμετέδιδε όλη τη μέρα τους δείκτες του χρηματιστηρίου. Εκεί μαζεύονταν πολλοί από αυτούς. Εκεί έπαθαν οι περισσότεροι από αυτούς τη μεγάλη ζημιά και ξεκίνησε η πτώση του νεοπλουτισμού. Εκεί φάνηκε η γύμνια τους και επέστρεψαν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκονται εξαρχής. Μετά τους Ολυμπιακούς του 2004, η καταστροφή των περισσοτέρων ολοκληρώθηκε. Υπάρχουν παλιοί πελάτες που η κατάθλιψη τούς έχει χτυπήσει την πόρτα, ενώ άλλοι τριγυρνούν στη παραλία παραμιλώντας».
«Πάντως, για να σου δώσω μια επιπλέον εικόνα της κατάστασης, ο νεοπλουτισμός στην περιοχή είχε βαθμίδες. Υπήρχαν δηλαδή αυτοί για τους οποίους μιλάμε, που πρωτοστάτησαν σε όλο αυτό με τα χρήματα από τις τράπεζες. Υπήρχε όμως και η κατηγορία των ανθρώπων που έγιναν νεόπλουτοι κάτω από νορμάλ συνθήκες. Μιλάω για έμπορους της περιοχής που έβγαλαν χρήματα από τους νεόπλουτους και θέλησαν να αντιγράψουν τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς τους. Υπήρξε μια εποχή στη Γλυφάδα που, από τον εργαζόμενο μέχρι τον νεόπλουτο της «φούσκας», ζούσαμε όλοι αυτό το πράγμα. Οι σερβιτόροι, για παράδειγμα, έβγαζαν καλά χρήματα εκείνη την εποχή. Ήξερα παιδιά που δούλευαν στο μαγαζί, άκουγαν τον πελάτη που μίλαγε για το καζίνο και την επόμενη μέρα πήγαιναν και αυτοί. Είχε ο πιτσιρικάς 100 ευρώ στην τσέπη, τα έπαιζε όλα, δανειζόταν άλλα 50 και τελικά έφευγε χρεωμένος. Τους παρέσυρε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του εκτρώματος που ονομάζεται νεοπλουτισμός».
Το τελευταίο, το έβλεπες κάποτε παντού. Άτομα νεαρής ηλικίας δούλευαν και με τα λίγα λεφτά που έβγαζαν προσπαθούσαν να το παίξουν large τα Σαββατοκύριακα. Συμβαίνει ακόμα αυτό, μόνο που τώρα το ποσοστό αυτών που έχουν χρήματα έχει μειωθεί τραγικά.
«Έχω πελάτες που έχουν τσακιστεί τα φτερά τους και προσέχουν πλέον στη κατανάλωση ενώ, πολλές φορές, μου ζητούν με τρόπο να κάνω κάποια καλύτερη τιμή. Μιλάμε για ανθρώπους που μένανε κάποτε σε βίλες. Οι πολύ πλούσιοι βέβαια, οι παραδοσιακές οικογένειες όχι, οι νεόπλουτοι, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα. Τουλάχιστον αυτό βλέπω εγώ».
Εντάξει, οι γονείς μπορεί να είχαν ζήσει και κάποια φτωχικά χρόνια και η επιστροφή σε αυτά να είναι κάπως πιο ομαλή για αυτούς. Τι συμβαίνει όμως με τα παιδιά τους;
«Είναι μια γενιά για την οποία ξέρω πάρα πολλά που δεν μπορώ να αναφέρω. Υπάρχουν και άτομα που πλέον εμπλέκονται μέχρι και σε παράνομες πράξεις. Νομίζω πως τα παιδιά των νεόπλουτων αποτελούν την πιο σακατεμένη γενιά. Μεγάλωσαν με άλλα στάνταρ και τώρα, ανακαλύπτοντας τη σκληρή πραγματικότητα, έχουν τρομερά προβλήματα, γίνονται επιθετικοί και μερικές φορές με τα καμώματα τους έχει ασχοληθεί μέχρι και ο τύπος».
Έπειτα από αυτήν τη συζήτηση, επιβεβαίωσα αυτό που είχα ούτως ή άλλως στο μυαλό μου. Ο νεοπλουτισμός της Γλυφάδας, αλλά και ολόκληρης της χώρας, πεθαίνει αργά και σταθερά, και πολύ δύσκολα θα ανακάμψει. Τουλάχιστον όχι με το πρόσωπο που είχε μέχρι σήμερα, το πρόσωπο δηλαδή του εγωιστή που θεώρησε πως η καλοπέρασή του μπορεί να κρατήσει για πάντα, με τον ίδιο να φυτοζωεί εις βάρος των άλλων. Για τους απλούς κατοίκους της περιοχής, αυτούς που χωρίς να φταίνε ζουν με τη ρετσινιά του νεόπλουτου, δεν θα αλλάξει τίποτα. Ίσως οι -πλέον νεόπτωχοι- γείτονές τους πάρουν ένα μάθημα από αυτούς και καταφέρουν εν τέλει, να ορθοποδήσουν.
Ποιος ξέρει;
Το μόνο σίγουρο είναι πως σε μεγάλο ποσοστό, η Γλυφάδα μαθαίνει σιγά-σιγά να ζει σε μια νέα πραγματικότητα. Την ελληνική.
Περισσότερα από το VICE
Κάποιοι Έλληνες δεν Μπορούν να Αποχωριστούν τον Amstrad και την Bibi-Bo τους
Η Μαριχουάνα ως Αντικαταθλιπτικό
Στη Βραζιλία θα Βρεις Κόκα με το Logo των Ολυμπιακών Αγώνων