Όποτε με ρωτάνε διάφοροι να αναφέρω τα χειρότερα εγκλήματα του εικοστού αιώνα, βγαίνουν οι συνήθεις ύποπτοι: Οι Ναζί, τα Σταλινικά πογκρόμ, οι Khmer Rouge, οι διάφοροι Αφρικανοί δικτάτορες και οι χούντες της Λατινικής Αμερικής. Όλα είναι δυνατά χαρτιά βέβαια, αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό που ψάχνουμε.
Διότι το ξεκάθαρα μεγαλύτερο έγκλημα του εικοστού αιώνα, είναι δίχως άλλη συζήτηση το ενάμιση αστέρι στα πέντε που απέδωσε το Virgin Film Guide στο αριστούργημα του αδερφών Κοέν, το αμίμητο The Big Lebowski. Μόνο τέσσερις -ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΔΙΑΟΛΕ- πήραν ποτέ χαμηλότερη βαθμολογία. Ήταν τα Pokemon: the First Movie, Babe: Pig in the City, Attack of the Killer Tomatoes και το The Outlaw του Howard Hughes.
Videos by VICE
«Πως αλλάζουν οι καιροί» έγραφε ο ανώνυμος κριτικός. «Δύο χρόνια μετά το Fargo, η ταινία που σίγουρα αποτελεί την καλύτερη στιγμή των αδερφών Κοέν, επανέρχονται με την χειρότερη δουλειά τους».
Αυτό που διέφυγε από τον κριτικό του Virgin Film Guide, είναι πως το σενάριο της ταινίας -όπως άλλωστε συμβαίνει και στην ζωή μας- έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Σημασία έχει το ταξίδι.
Η ιστορία ξεκινάει όταν ο πρωταγωνιστής μας, ένας χαρούμενος άνεργος stoner και δεινός ερασιτέχνης παίκτης του bowling, ο Jeff Lebowski (Jeff Bridges) aka The Dude (ή El Duderino) βλέπει κάτι μπράβους που ψάχνουν τα χρωστούμενα του αφεντικού τους να κατουράνε το αγαπημένο του χάλι, εισβάλοντας στο σπίτι του. Οι μπράβοι έχουν βέβαια βρει τον λάθος Lebowski.
Ψάχνοντας αποζημίωση για το χαλί του από τον συνονόματό του που προκάλεσε την όλη ιστορία, μπλέκεται σε μια υπόθεση απαγωγής και λύτρων για την γυναίκα του άλλου Lebowski, την πόρνο σταρ Bunny (Tara Reid), που ενδέχεται να έχει πέσει θύμα απαγωγής από κάτι τεκνοκέφαλους Γερμανούς. Ή από αυτούς που του κατούρησαν το χαλί.
Ο κάπως ευέξαπτος κολλητός φίλος του Dude, ο βετεράνος του Βιετνάμ και bowling-ικός του σύντροφος Walter Sobchak (John Goodman), σκαρφίζεται ένα σχέδιο ώστε να κρατήσουν τα λύτρα, αναγκάζοντας το δίδυμο να εντοπίσει την Bunny, τα λεφτά και το αυτοκίνητο.
Ο κριτικός μας, αυτός ο άχρηστος, δεν κατανοεί ή δεν εντοπίζει το χιούμορ σε αυτό το κάτι-σαν-αστυνομικό-κάτι-σαν-χιουμοριστικό stoner έπος απορρίπτοντας αυτήν την αναφορά της ταινίας στο The Big Sleep του Raymond Chandler ως «το μοναδικό αστείο της ταινίας».
Όμως η κωμικότητα του Lebowski ξεχειλίζει από κάθε τέλεια στιγμή που βγάζει αυτό το αψεγάδιαστο σενάριο. Σπάνια ένας δημιουργός έχει καταφέρει να απεικονίσει τους χαρακτήρες (οι οποίοι είναι τρεις αν μετρήσει κανείς τον άμοιρο Donny που ενσαρκώνει ο Steve Buscemi) του τόσο ολοκληρωτικά μέσω τόσο ανόητα παράλογων διαλόγων.
H πρώτη (και η δεύτερη και η τρίτη) μου γεύση από Lebowski ήταν μια συμφωνική πορεία σεναριακών ανατροπών και αλλόκοτων χαρακτήρων. Η παγερή καλλιτέχνης Maude Lebowski της Julianne Moore, o παιδεραστής και βασιλιάς του bowling Jesus Quintana του John Turturo και ο σοβαρός Brandt του Philip Seymour Hoffmann. Αυτά όμως ήταν μόνο τα προκαταρτικά της σχέσης μου με τον Lebowski.
Αργότερα, όταν το ποπκορν αντικατέστησε το χόρτο, τα γέλια μου έβγαιναν με λιγότερη ορμή, αλλά ήταν πιο ζυγισμένα, καθώς έμαθα να εκτιμώ και να διακρίνω τις κρυμμένες αρετές της ταινίας. Την κοινωνικοπολιτική του σάτιρα, τον αλληγορικό του πλούτο. Και φυσικά δεν ήμουν ο μόνος που εκτίμησα την ταινία, μιας και η φήμη της έφτασε να δημιουργήσει το fan-site www.dudeism.com από το οποίο μπορείς να ανακηρυχθείς ιερέας του Dude-ισμού.
Στην ρίζα της, το Lebowski είναι μια buddy movie, με το yin-yang των Walter και του Dude να δημιουργεί μια συμβιωτική σχέση ηρεμίας και οργής που αντιτίθεται στον κόσμο που προσπαθεί να επέμβει στην ζωή τους. Ο Dude εν τέλει τα βάζει με την ίδια την ιδέα της κοινωνικής επιτυχίας. Συνέχισε να δουλεύεις, συνέχισε να προσπαθείς, όλοι μπορούμε να γίνουμε νικητές! Ο Dude είναι απλά χαρούμενος να μένει έξω από αυτό, να οδηγάει άσκοπα, να παίζει λίγο bowling και που και που να τρώει φλασάκια εξαιτίας του acid. O Lebowski απορρίπτει την ιδέα της κοινωνικής ιεραρχίας και καλά κάνει, γιατί όπως αποδεικνύεται, πίσω από τον μύθο της Αμερικάνικης αξιοκρατικής κλίμακας κρύβεται το ψέμα, η διαφθορά και ο κυνισμός.
Τον καιρό που άρχισα να καταλαβαίνω όλα τα παραπάνω έκανα ένα Master ή ένα PhD -δεν θυμάμαι και πολλά αλήθεια- και βυθιζόμουν στα νερά μιας προσωπικής κρίσης, αφημένος σε ένα μέλλον που έβλεπα να έρχεται αλλά δεν ήθελα.
Όμως ο Lebowski είχε αρχίσει να μου μαθαίνει πώς να το «just take it easy man», να ζω την ζωή απολαμβάνοντας το ταξίδι και όχι να εστιάζω στους στόχους. Όμως αυτά τα στοιχεία δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Οι αιώνιες σχέσεις μου με την ταινία, τo πως απορροφήθηκε στο είναι μου, κλείδωσαν μερικά χρόνια αργότερα.
Τον Ιούλιο του 2006, μερικές εβδομάδες αφού μου κλέψανε το laptop -που περιείχε τις 65000 λέξεις της πτυχιακής μου εργασίας- και τρεις μήνες πριν το deadline που φάνταζε αδύνατο να «πιάσω», βρήκα τον εαυτό μου στην Τουρκία, να πουλάει διαφήμιση σε εταιρείες ακινήτων, μέσω του ιστότοπου ενός καλωδιακού καναλιού. Και αυτό με την σειρά του μέσω του «Mr Sling» (που προφανώς και δεν είναι το πραγματικό του όνομα) ο οποίος μου σέρβιρε μια υπόσχεση και ένα σχέδιο για «να βγάλουμε κάνα λεφτό». Στην χειρότερη μου είπε θα είχα τζάμπα διακοπές.
Όπως και ο Dude όταν αποφάσισε να την δει άτυπος ντεντέκτιβ, έτσι κι εγώ ήμουν τελείως έξω από τα νερά μου, όμως έστω και έτσι έβγαλα 3700 λίρες μέσα σε οκτώ μέρες. Τόσο εγώ όσο και ο Sling, παρά τα διασκεδαστικά μας πάρε δώσε όμως, ζήσαμε μια buddy movie στις ακτές του Αιγαίου. Υπήρχε και υπάρχει μια ατάκα από το Lebowski για κάθε περίσταση. Ένα σαρκαστικό «that’s fucking interesting man» ή ένα «new shit has come to light» όταν ένας πελάτης έδειχνε ενδιαφέρον, ένα «do you have any promising, uh, leads?» όταν ολοκληρώνονταν τα ραντεβού της ημέρας και ένα χορταστικό «our fucking troubles are over» όταν ήμασταν κοντά στο να κλείσουμε μια διαφήμιση 100.000 λιρών, γιατί θα τσεπώναμε 25% προμήθεια.
Ένα από τα πρώτα deal του Sling ήταν με έναν φαφλατά στον χώρο των ακινήτων (πρώην γκαρσόνι), τον Deniz, ο οποίος είχε μπει σε μια συμφωνία να μας πάει από ένα διαμέρισμα της πλάκας από το οποίο ξεκινήσαμε, σε ένα σαφώς μεγαλύτερο ντούπλεξ με τα όλα του. Το πρόβλημα βέβαια ήταν πως δεν λειτουργούσε το πλυντήριο και πως δεν υπέγραφε την επιταγή για να πάρουμε και επίσημα το νέο μας διαμέρισμα. Μετά από έξι μέρες πλυσίματος στο χέρι λοιπόν, έξι μέρες κατά τις οποίες ο Ντενίζ μας έγραφε στα παλαιά του παπούτσια, αποφασίσαμε να κάνουμε έφοδο στο γραφείο του, με τον Sling να μπαίνει σε full-on Walter Sobchak mode και να απειλεί και να βρίζει με πάθος. Σε εκείνο το σημείο ο Ντενίζ πήρε ανάποδες, άρχιζε να φωνάζει ότι ούτε ο πατέρας του δεν του είχε μιλήσει ποτέ έτσι και στη συνέχεια μας πέταξε από το διαμέρισμά μας (που δεν ήταν και ποτέ επίσημα δικό μας), απειλώντας ότι θα μας πήγαινε στην αστυνομία επειδή δεν είχαμε άδειες εργασίες (αλήθεια ήταν). Μας είπε επίσης ότι θα παραπονιόταν στο τηλεοπτικό κανάλι για το οποίο δουλεύαμε, αν και αυτό δεν μας φόβισε και τόσο μιας και δεν είχαμε γνωρίσει από κοντά κανέναν από το εν λόγω κανάλι. Η δουλειά είχε γίνε μέσω τρίτων…
Φύγαμε σιωπηλοί με την ουρά στα σκέλια, τσαντισμένοι που το πάρτι φαινομενικά είχε τελειώσει, καθώς σιγά σιγά παίρναμε γραμμή τι μας είχε κοστίσει η μνημειώδης συμπεριφορά κουραδόμαγκα που είχαμε υιοθετήσει. Μετά από μια μακρά παύση, έριξα στο τραπέζι ένα «I dig the way you do business, Jackie», για να λάβω αναμενόμενη απάντηση. «Fuck it, let’s go bowling». Δεν είχα γελάσει ποτέ τόσο πολύ στην ζωή μου.