Υπήρχε ένα σημείο στη συζήτηση με τον Σιαμάκ Ετεμάντι που γελάσαμε και οι δύο πολύ, όταν μου είπε ότι στον στρατό στρατό τον φωνάζαν Μάκη απ’ το Σιαμάκης. «Ήταν τέλειο, είχε πάρα πολλή πλάκα». Ο ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτης πήγε στρατό και στην Ελλάδα – όταν στα 35 του πήρε την ελληνική υπηκοότητα και θυμάται ότι ήταν μια τρομερή εμπειρία, πολύ ενδιαφέρουσα και κινηματογραφικά, αφού έζησε μήνες με ανθρώπους που δεν θα συναναστρεφόταν ποτέ κανονικά.
«Ήμουν στο στρατόπεδο, όταν βγήκε η ταινία «300» και έδιναν άδεια σε πολλούς να πάνε να τη δουν. Ήμασταν όλοι μαζεμένοι έξω και μας μάλωνε ο λοχαγός για κάτι που είχε συμβεί. ‘’Πηγαίντε να δείτε τους ‘’300’’, να δείτε πώς ήταν οι πρόγονοί σας’’, μας έλεγε. Και μετά βλέπει και μένα και μου λέει ‘’δεν πειράζει παιδί μου, πήγαινε κι εσύ’’. Θεωρούσε ότι εγώ επειδή είμαι Πέρσης, ανήκω στη χαμένη πλευρά. Όλα αυτά τα έβλεπα πάρα πολύ γλυκά και όταν έφυγα είχα πολύ καλές αναμνήσεις».
Videos by VICE
Το τετράδιο του Σιαμάκ με πολλές σημειωμένες ιδέες, που περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία να γίνουν πρότζεκτ εμπλουτίστηκε και στον στρατό λοιπόν. Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ‘’Pari’’, που βγήκε στις αίθουσες το 2020, πρωταγωνιστεί μια γυναίκα από το Ιράν που για πρώτη φορά στη ζωή της βλέπει ποια είναι πραγματικά.
«Το ‘’Pari’’ αφορά την ελευθερία αλλά και το τίμημα που πληρώνεις για να είσαι ελεύθερος». Η ταινία, ένα από τα ντεμπούτα στη μεγάλη φόρμα που έκανε μια εκπληκτική πορεία στα διεθνή φεστιβάλ με πολλές υποψηφιότητες και βραβεία, νοηματοδοτείται τώρα (και) αλλιώς, στη σκιά των διαδηλώσεων που πρωτοστατούν οι Ιρανές γυναίκες, διεκδικώντας την ελευθερία τους.
Η ταινία διαδραματίζεται κυρίως στις περιοχές γύρω από την Ομόνοια και τα Εξάρχεια, γειτονιά στην οποία ο Σιαμάκ έχει ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Η Pari της ταινίας έρχεται απ’ το Ιράν με τον σύζυγό της για να δουν τον γιο τους που ζει εδώ, αλλά εκείνος έχει εξαφανιστεί. Η Αθήνα πρωταγωνιστεί στην ταινία, καθώς η Pari περιπλανάται σε σκοτεινούς δρόμους, αναζητώντας τον γιο της, με φόντο τις συγκρούσεις των αναρχικών με την αστυνομία και τα στέκια των μεταναστών.
«Είναι μια ταινία για την ελευθερία, αλλά και την ταυτότητα. Τελικά, τι είμαστε; Αν φύγεις από τη χώρα σου και δεν μιλάς πια τη γλώσσα σου, πόσο είσαι εσύ; Αυτή προφανώς είναι και η δική μου εμπειρία ζωής, αλλά και πολλών άλλων στον σύγχρονο κόσμο. Αλλάζουμε πολύ συχνά τους τόπους της ζωής μας».
Ο Σιαμάκ Ετεμάντι έψαχνε μια καινούρια πατρίδα, την οποία βρήκε στην Ελλάδα, όταν ήρθε σε ηλικία 22 ετών. Σπούδασε κινηματογράφο στη «Μεγάλη του Γένους Σχολή» όπως αποκαλεί χαριτολογώντας τη Σχολή Σταυράκου, πέρασε από διάφορες δουλειές – από λάντζα σε μαγαζιά των Εξαρχείων μέχρι βοηθός σκηνοθέτη – και χωρίς όνειρα περί επιστροφής στη γενέτειρά του – έχτισε την προσωπική και καλλιτεχνική του ζωή εδώ.
Παρ’ όλο που έχει μια περίεργη σχέση με τις συνεντεύξεις, γιατί πιστεύει ότι δεν έχει νόημα ο δημιουργός να εξηγεί τις προθέσεις του, αφού ο θεατής μέσα στην ταινία θα βρει ό,τι χρειάζεται, χωρίς να ενδιαφέρεται για μηνύματα, κάναμε μια μεγάλη βόλτα στη γειτονιά του από το Μουσείο μέχρι τον Λόφο του Στρέφη και μετά κάτσαμε να συζητήσουμε για τις δύο πατρίδες του, τα Εξάρχεια, το ντοκιμαντέρ για τον έρωτα και την αναπηρία που γυρίζει αυτή την περίοδο και αυτή την ορμή ζωής που προσπαθεί πάντα να κρατάει ζωντανή.
Η Αθήνα είναι λες και πρωταγωνιστεί στο ‘’Pari’’. Όταν ήρθες στην Ελλάδα, ποια ήταν η πρώτη εικόνα που συνάντησες από την πόλη;
Μιλάμε για 27 χρόνια πριν. Μου έκανε εντύπωση πόσο έμοιαζε η Ελλάδα με το Ιράν. Προέρχομαι από μια οικογένεια της μεσαίας τάξης του Ιράν, όχι ιδιαίτερα παραδοσιακή που σημαίνει ότι οι εμπειρίες μου ήταν κοντά σ’ αυτό που είδα στην Ελλάδα. Μου έκανε εντύπωση πόσο εύκολα μπορούσα να επικοινωνήσω με τους Έλληνες, γιατί έχουμε τον ίδιο κώδικα – και στο χιούμορ.
«Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω το σινεμά που θέλω στο Ιράν, εξαιτίας της λογοκρισίας.»
Φυσικά, στο Ιράν ήταν αλλιώς τα πράγματα. Ειδικά στον δημόσιο χώρο, έπρεπε η συμπεριφορά σου και το ντύσιμό σου να είναι συγκεκριμένα. Στην Αθήνα είχα φτάσει τέλος καλοκαιριού και ήταν μια άλλη ιστορία. Αμέσως, πήγα και σε ένα νησί. Αισθάνθηκα μια τρομερή αίσθηση ελευθερίας.
Αυτός ήταν και ο λόγος που έφυγα από το Ιράν. Δεν ήταν οικονομικοί οι λόγοι, δεν ήμουν πρόσφυγας. Ήξερα ότι θέλω να κάνω σινεμά και ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω το σινεμά που θέλω στο Ιράν, εξαιτίας της λογοκρισίας. Έψαχνα να βρω μια καινούρια πατρίδα, ένα σπίτι. Κατέληξε αυτό το σπίτι να είναι η Ελλάδα. Ήταν η χώρα που με κέρδισε γιατί αισθανόμουν οικεία, την καταλάβαινα πιο καλά.
Έφυγα 22 χρονών, ζω περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα, παρά στο Ιράν. Εδώ σπούδασα κινηματογράφο, εδώ δούλεψα στο σινεμά, δεν ξέρω πώς είναι να είσαι κινηματογραφιστής στο Ιράν. Αυτό που ακούω από φίλους μου κινηματογραφιστές είναι ότι ουσιαστικά υπάρχει λογοκρισία σε όλα τα επίπεδα, γιατί το έχεις στο μυαλό σου κι εσύ ο ίδιος όταν γράφεις. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τους Ιρανούς να κάνουν αριστουργήματα, αλλά αυτή θα ήταν μια άλλη διαδρομή από τη δική μου. Εγώ επέλεξα να κάνω κάτι άλλο. Δεν ήθελα να αυτολογοκριθώ.
Τα Εξάρχεια ήταν η πρώτη σου γειτονιά;
Έμεινα για ένα μικρό διάστημα στον Άγιο Παντελεήμονα και μετά στα Εξάρχεια από το 1999. Ζω πάνω από 20 χρόνια στη γειτονιά, στο ίδιο σπίτι. Είμαι περισσότερο Εξαρχειώτης, παρά Ιρανός, γιατί εδώ έχω ζήσει τις περισσότερες εμπειρίες μου.
Έχεις δει τα Εξάρχεια το τελευταίο διάστημα να αλλάζουν;
Τα Εξάρχεια συνεχώς αλλάζουν. Από το 1995 που συχνάζω εδώ πριν μετακομίσω, έχω ζήσει όλες τις αλλαγές της γειτονιάς. Και πάντα υπάρχει αυτός ο φόβος ότι στα Εξάρχεια θα γίνει gentrification (σ.σ. εξευγενισμός). Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι αυτή η γειτονιά θα έχει πάντα τη δυναμική που έχει σήμερα.
«Τα Εξάρχεια δεν κινδυνεύουν από τίποτα.»
Είναι οι άνθρωποι που ζουν εδώ, οι άνθρωποι που συχνάζουν εδώ που δίνουν τον χαρακτήρα της περιοχής – δεν είναι μόνο τα μαγαζιά. Τα Εξάρχεια δεν κινδυνεύουν από τίποτα. Είτε γίνει το μετρό, είτε όχι, είτε αλλάξει ο λόφος του Στρέφη, είτε όχι. Υπάρχει μια δυναμική από κάτω που κρατάει τη γειτονιά ζωντανή. Δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος μετάλλαξης των Εξαρχείων.
«Δεν είμαι γεννημένος στην Ελλάδα, αλλά με έχει υιοθετήσει.»
Αυτό που αγαπάω εγώ και αυτό που θεωρώ ομορφιά της γειτονιάς θα είναι πάντα εκεί: οι άνθρωποί της και μια ορμή για ζωή. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι, καλλιτέχνες, μετανάστες, αστυνομία, τοξικοεξαρτημένοι, ναρκέμποροι, αναρχικοί, οι μόνιμοι κάτοικοι που πολλοί είναι και συντηρητικοί κι έχουν κάθε δικαίωμα να είναι, όλο αυτό το μίγμα. Δεν το ωραιοποιώ, έχει και ασχήμια μέσα του. Δεν έχω μια εξιδανικευμένη εικόνα για τη γειτονιά, αλλά είμαι ένας τραγικά αισιόδοξος άνθρωπος.
Έχεις ζήσεις ρατσισμό στην Ελλάδα;
Ποτέ δεν έχω νιώσει ρατσισμό εδώ. Η σκληρή πραγματικότητα του μετανάστη είναι ότι παίρνει μια απόφαση να αφήσει την πατρίδα του και να πάει σε μια καινούρια πατρίδα. Αυτός είναι ένας συνεχής αγώνας να ανήκεις. Δεν έφυγα κι έμεινα με το ένα πόδι στο Ιράν, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα γυρίσω πίσω. Είπα «εδώ είμαι, εδώ θα δώσω τον αγώνα, αν και δεν θα είναι εύκολο». Αυτό με βοήθησε να βρω αποδοχή, να βρω φίλους, να αισθανθώ ότι ανήκω εδώ.
Η μεταφορά που χρησιμοποιώ εγώ είναι του θετού παιδιού, δεν είσαι γεννημένος στην οικογένεια, αλλά σε έχουν υιοθετήσει. Κι αυτό το πράγμα έχει μια συνεχή προσπάθεια που για μένα έχει και μεγαλύτερη αξία, γιατί αν τα καταφέρεις, η αγάπη και η σύνδεση θα είναι ακόμα πιο ουσιαστική γιατί θα το έχεις χτίσει εσύ μαζί με τον άλλον. Και με τη γλώσσα υπάρχει μια συνεχής προσπάθεια, γιατί ήρθα 22 χρονών στην Ελλάδα. Είναι μια σχέση ζωντανή.
Όταν τους λέω ότι ποτέ δεν έχω ζήσει ρατσισμό, κάποιοι μου απαντούν «αα, εσύ μένεις Εξάρχεια, τα Εξάρχεια δεν είναι Ελλάδα». Έχουν κάποιο δίκιο, όμως για μένα και τα Εξάρχεια είναι η Ελλάδα. Είναι μια μικρογραφία της χώρας. Και στα Εξάρχεια τα βρίσκεις όλα. Έχω ταξιδέψει και πολύ στην Ελλάδα λόγω δουλειάς, έχω γυρίσει τα χωριά.
Μετά την ταινία, υπήρχαν αυτοί που σε κατηγόρησαν ότι παρουσίασες την Αθήνα πιο απειλητική, με έναν τρόπο που υποστήριζαν ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις που εγώ τις βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες. Δεν το σκεφτόμουν καθόλου όταν έκανα την ταινία ότι έδειχνα την Αθήνα αρνητικά. Η απεικόνιση της πόλης που αρκετοί θεώρησαν ότι ήταν το πιο ωραίο στοιχείο της ταινίας, δεν άρεσε σε κάποιους. Είπαν ότι δείχνουμε την Αθήνα σκοτεινή και βρόμικη.
Αυτό μου έδειξε ότι η ταινία κάτι πέτυχε. Εγώ μένω στην Αθήνα, την αγαπάω πάρα πολύ. Ο βασικός στόχος ήταν όλα να δείχνουν κινηματογραφικά ωραία, να έχει η εικόνα μια ένταση και μια ατμόσφαιρα. Θεωρώ ότι η Αθήνα ως μια ευρωπαϊκή μητρόπολη είναι πολλά πράγματα, δεν είναι ένα πράγμα. Από την Ακρόπολη και τη θάλασσα μέχρι τα στενά των Εξαρχείων – που εγώ τα θεωρώ επίσης υπέροχα – και τα γκρεμισμένα νεοκλασικά στο κέντρο της πόλης. Η ατμόσφαιρα της ταινίας μάς οδηγούσε να διαλέξουμε τοποθεσίες γυρισμάτων, που να εξυπηρετούν την ιστορία, η οποία ήταν μια κλασική κάθοδος στον σκοτεινό κόσμο, στον Άδη πριν την αναγέννηση. Είναι μια σκοτεινή περιπέτεια.
Πρέπει να επιμένεις στη σκέψη σου, ακόμα κι αν μερικά στοιχεία της δουλειάς σου πολώνουν τους ανθρώπους, όχι για να προκαλείς, αλλά γιατί αν πετύχεις κάτι, έτσι κι αλλιώς θα δημιουργηθούν συζητήσεις. Θα ήμουν καχύποπτος αν όλοι μου έλεγαν «ααα, τι ωραία». Θα θεωρούσα ότι αυτό που έφτιαξα είναι κάτι αρκετά ουδέτερο και ακίνδυνο κι ότι χαϊδεύω τα αυτιά των ανθρώπων. Η τέχνη που εμένα με συγκινεί ποτέ δεν ήταν εκεί. Ως δημιουργός πρέπει πάντα να σπρώχνεις τον εαυτό σου πέρα από τα ασφαλή μονοπάτια, χωρίς όμως πρόκληση για την πρόκληση.
Η κεντρική ηρωίδα της ταινίας σου, που έδωσε και το όνομά της στον τίτλο, λέγεται Pari, όπως και η μητέρα σου.
Ναι, η ταινία είχε αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία και έμμεσα και άμεσα. Η Pari είναι η πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους και συνήθως οι πρώτες ταινίες είναι πιο προσωπικές απ’ τις επόμενες. Η ηρωίδα έχει στοιχεία της μητέρας μου· αυτή η λαχτάρα της για ελευθερία, η επιθυμία για μια άλλη ζωή ήταν εκεί πάντα.
Μοιραζόσουν κι εσύ την ίδια επιθυμία; Είχες από μικρός το όνειρο να φύγεις απ’ το Ιράν;
Ναι, από πάντα. Το είχα πάρει από τη μητέρα μου αυτό. Ήθελα πάντα να ζήσω αλλιώς.
Έζησες και την Ιρανική Επανάσταση του 1979 ως παιδί.
Ναι. Η εμπειρία της εφηβείας μου καταγράφεται στο ‘’Persepolis’’ (σ.σ. animation ταινία για μια έφηβη που μεγαλώνει στο Ιράν, μετά την Ιρανική Επανάσταση) – ο τρόπος που μεγαλώναμε, η μουσική που ακούγαμε: Μάικλ Τζάκσον, Μαντόνα, Depeche Mode και όλες οι εκείνες οι μουσικές στις οποίες είχαμε πρόσβαση, αλλά ήταν παράνομες. Στην κοινωνική σου συμπεριφορά, κάνεις πολλά, αλλά όχι επίσημα.
Όταν βγαίνεις έξω με το αμάξι σου, η μουσική που ακούς είναι αυτή που θα ακούσεις και στην Ελλάδα, απλώς δεν θα την ακούσεις στο ιρανικό ραδιόφωνο. Βλέποντας τους Ιρανούς που φτάνουν τώρα εδώ, δεν έχουν διαφορά από τους δυτικούς – ο τρόπος που μιλάνε, που φέρονται, που ντύνονται. Σ’ αυτό έχει παίξει μεγάλο ρόλο και το ίντερνετ.
Η Pari που στην ταινία διεκδικούσε ένα μεγαλύτερο χώρο για τον εαυτό της μοιάζει με τις γυναίκες του Ιράν σήμερα που διεκδικούν με τεράστια τόλμη τα δικαώματά τους.
Χαίρομαι που το λες αυτό. Το σινεμά που κάνω εγώ ποτέ δεν ήταν καθαρό πολιτικό. Δεν λέω ότι οι ταινίες δεν πρέπει να είναι πολιτικές – έχουν υπάρξει αριστουργήματα – όμως, εγώ ποτέ δεν ήθελα να κάνω μόνο αυτό. Πιστεύω ότι μιλώντας ειλικρινά και σε βάθος – όσο σου επιτρέπει η εμπειρία σου και η τέχνη σου – αγγίζεις όλα αυτά τα θέματα. Στο ‘’Pari’’ όντως η πρωταγωνίστριά μου είναι μια γυναίκα. Η καταπίεση και ο περιορισμός που αντιμετωπίζει στη ζωή της όμως δεν προέρχονται μόνο από εξωτερικούς παράγοντες. Το βασικότερο ζήτημα στη δική της πορεία για την ελευθερία είναι η δική της απόφαση και τόλμη.
Πώς βλέπεις τον αγώνα που δίνουν οι γυναίκες στο Ιράν;
Παρακολουθώ τα γεγονότα από απόσταση. Η μητέρα μου ζει στο Ιράν, εγώ έχω φύγει πολλά χρόνια. Όπως συμβαίνει με όλους τους Ιρανούς που ζουν στο εξωτερικό, έτσι και σε μένα υπάρχει πάντα κάτι μέσα μου που είναι συνδεδεμένο με τη χώρα που γεννήθηκα, ειδικά με τα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Όσο περισσότερο μπορώ, προσπαθώ να ενημερώνομαι και να παρακολουθώ τι συμβαίνει.
Αυτό που με ικανοποιεί ιδιαίτερα είναι ότι επιτέλους υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από όλο τον κόσμο για τα γεγονότα στο Ιράν. Επιτέλους, ακούγεται προς τα έξω το τι συμβαίνει εκεί. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να παραμείνει έτσι. Πρέπει να υπάρχει ένα φως πάνω από το Ιράν, να βλέπει η διεθνής κοινότητα τι συμβαίνει και να αντιδράει. Ό,τι γίνεται στο Ιράν μάς αφορά όλους άμεσα. Πέρα από τη γενναιότητα και τη τόλμη των Ιρανών, βρίσκω πολύ σημαντικό και το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας.
«Είναι πραγματικά ξεχωριστό ότι οι Ιρανές βγήκαν τόσο μπροστά και παρέσυραν και όλη την κοινωνία μαζί τους.»
Δεν θυμάμαι κάποιο άλλο τέτοιο κίνημα που να έχει ξεκινήσει απ’ τις γυναίκες. Είναι ζήτημα αξιών και ηθικής. Μια μεγάλη μερίδα της ιρανικής μεσαίας τάξης είναι πολύ κοντά στην κουλτούρα και τον τρόπο ζωής της Ελλάδας. Δεν είναι ότι ξαφνικά οι άνθρωποι βρήκαν την τόλμη, πρόκειται για μια συνθήκη που φτιάχτηκε από πολλά γεγονότα και στο τέλος πήραν την απόφαση να δράσουν. Έτσι έρχονται οι αλλαγές. Τα γεγονότα του Ιράν σημαίνουν πολλά για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην εποχή μας – όχι μόνο στο Ιράν, αλλά και στην Ελλάδα.
Πιστεύεις ότι οι γυναίκες στο Ιράν θα καταφέρουν να έχουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο ελευθερίας;
Ήδη έχουν και θα έχουν, ναι. Η κατάσταση δεν θα παραμείνει ίδια. Όλοι ευχόμαστε να μην υπάρξει ακόμα πιο μεγάλο κόστος σε ζωές. Είναι αληθινά ξεχωριστό το ότι βγήκαν τόσο μπροστά και παρέσυραν και όλη την κοινωνία μαζί τους.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγες στο Ιράν;
Πριν κάποια χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι όταν πηγαίνω στην Τεχεράνη, βλέπω μια πόλη που δεν την γνωρίζω πια. Ζω στην Ελλάδα πάρα πολλά χρόνια.
Πάνω σε τι δουλεύεις αυτή τη στιγμή;
Ετοιμάζω ένα ντοκιμαντέρ για τον έρωτα και την αναπηρία. Είναι ένα θέμα που με κέρδισε. Γνώρισα ένα τρομερό παιδί, τον Άρη Κατσούλη, πριν από δύο χρόνια, όταν εκείνος ήταν ακόμα φοιτητής. Κάποια στιγμή μου είπε ότι θέλει να κάνει μια έρευνα για τα στερεότυπα που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία σχετικά με την ερωτική ζωή των αναπήρων. Και μαζί αποφασίσαμε να το γυρίσουμε και να το κάνουμε ταινία.
Μέσα από τον Άρη, έχω γνωρίσει πολύ κόσμο. Αυτή η κοινότητα είναι πολύ μεγάλη και δυστυχώς στην Ελλάδα σχεδόν αόρατη. Η προσβασιμότητα είναι τόσο δύσκολη που δεν τους βλέπουμε. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μειονότητα, η οποία είναι και πάρα πολύ δυναμική. Το 15% της κοινωνίας έχει κάποια μορφή αναπηρίας. Ο καθένας μας, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να γίνει ανάπηρος.
«Ετοιμάζουμε ένα ντοκιμαντέρ για τον έρωτα και την αναπηρία. Ο έρωτας είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε για την ισότητα, διότι βλέποντας ερωτικά τον άλλον, υπάρχει η απόλυτη ισότητα.»
Όμως, ζουν έναν τρομερό αποκλεισμό. Είναι αυτονόητο ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν και επιθυμίες και ανάγκη για ερωτική ζωή. Σκεφτήκαμε ότι ο έρωτας είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε για την ισότητα, διότι βλέποντας ερωτικά τον άλλον, υπάρχει η απόλυτη ισότητα. Είμαστε ίσοι, δεν σε βλέπω με συμπάθεια ή σε λυπάμαι, όταν σε βλέπω ερωτικά.
Κάνω ταινίες για να μάθω πράγματα κι εγώ. Για μένα, ο έρωτας με την ευρεία έννοια – να έχεις μια ερωτική διάθεση στη ζωή σου και να βλέπεις τα πράγματα με μία ορμή – είναι στο κέντρο της ζωής, Σκέφτομαι ότι σε αυτή την ταινία θα ήθελα να μάθω τι είναι ο έρωτας, τι ερωτευόμαστε, τι θεωρούμε όμορφο. Επίσης, αν ένα σώμα είναι διαφορετικό απ’ αυτό που θεωρούμε όμορφο, μπορεί να το βρούμε επιθυμητό;
Φαντάζομαι θα τα έχεις συζητήσει αυτά τα θέματα με πολλούς ανθρώπους και με αναπηρία και χωρίς στο πλαίσιο της έρευνας και των γυρισμάτων.
Προσπαθώ να εξερευνήσω όλο το φάσμα των σχέσεων. Υπάρχουν όλων των ειδών τα ζευγάρια. Μπορεί ο ένας να έχει κάποια αναπηρία και ο άλλος όχι. Αυτό που μου κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ότι σε όποιον μιλάω για την ταινία, συνήθως με ρωτάει «και πώς κάνουν σεξ;», «το κάνουν;».
Το αστείο για μένα είναι οι απαντήσεις σ’ όλα αυτά μπορεί να βοηθήσουν όλους τους ανθρώπους να βελτιώσουν την ερωτική τους ζωή. Μπορεί να γνωρίσουμε μια άλλη αντίληψη για το τι είναι έρωτας, τι είναι σεξ και πώς λειτουργούμε – σωματικά, πνευματικά και ψυχολογικά.
Υπάρχουν πάρα πολλοί ανάπηροι άνθρωποι που έχουν μια πολύ πλούσια κοινωνική και ερωτική ζωή. Σε ένα πρώτο επίπεδο, βλέπω τον εαυτό μου και τους άλλους που μόλις είμαστε λίγο άρρωστοι και πονάμε, ακινητοποιούμαστε και δεν έχουμε καλή διάθεση. Πώς λειτουργούν οι άνθρωποι που συνεχώς έχουν αυτή τη δυσκολία, αλλά δημιουργούν και ερωτεύονται; Όλο αυτό το πράγμα είναι πολύ ωραίο.
Η ιστορία όμως δεν είναι για κάποιους άλλους και για μάς. Όλοι είμαστε στο ίδιο καζάνι, όλοι έχουμε την ίδια μοίρα. Γι’ αυτό δεν είναι αυτό που λέμε inspiration ταινία – δεν θα μου άρεσε καθόλου. Δεν μιλάμε για τους άλλους, μιλάμε για τον εαυτό μας.
Δουλεύεις ταυτόχρονα και πάνω σε κάποιο σενάριο μυθοπλασίας;
Ναι. Η ‘’Pari’’ είχε μια πολύ καλή υποδοχή και αυτό μου άνοιξε έναν δρόμο – είναι μια πολύ κλασσική ιστορία αυτή. Το επόμενο πρότζεκτ που έχουμε ξεκινήσει να δουλεύουμε – αν και έκανα μια παύση για τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ – λέγεται «Πάνας», εμπνευσμένο από τον θεό Πάνα. Βρίσκομαι στα πρώτα στάδια γραφής σεναρίου, έχει δρόμο ακόμα. Ο έρωτας είναι πάντα στα θέματα που με απασχολούν.
Τι είναι αυτό που σε αφορά περισσότερο στον έρωτα;
Αυτό που με ενδιέφερε πάντα είναι το πώς κρατάς ζωντανό τον έρωτα μέσα σου, δεν το λέω με τη ρομαντική έννοια. Με αφορά ο έρωτας ως δύναμη ζωής, με ένα μυστικιστικό τρόπο που πάντα εκδηλώνεται στο πρόσωπο του άλλου, αλλά έχει να κάνει πολύ και με τη δική σου διάθεση. Βλέπεις το θείο στο πρόσωπό του άλλου.
Θυμάμαι την ιστορία του μεγάλου ποητή, του Ρουμί, στον οποίο υπάρχει αναφορά και στην ταινία. Ο Ρουμί ήταν θρησκευτικός ηγέτης, που μετά από ένα μεγάλο έρωτα στα 40 του χρόνια έγινε ποιητής. Για μένα αυτή η εσωτερική ζωντάνια και η παρουσία στη ζωή είναι το παν.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
«Στελέχη Είχαν Σεξουαλικές Σχέσεις με Τρόφιμες» – Όσα Έζησα στην Κιβωτό Μαζί με τα Αδέρφια μου