Λίγα χιλιόμετρα από την πόλη Νάντη, στα βορειοδυτικά της Γαλλίας, υπάρχει ένας ζωολογικός κήπος που προσελκύει εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες τον χρόνο. Σήμερα λέγεται Planète Sauvage (Άγριος Πλανήτης) και φιλοξενεί κατά βάση ζώα της σαβάνας. Αλλά πριν από 30 χρόνια, ήταν κάτι άλλο.
Το 1994, δύο χρόνια μετά τα μεγάλα του εγκαίνια, το πάρκο που τότε ήταν γνωστό ως Safari Africain (Αφρικανικό Σαφάρι) ξεκίνησε μια συνεργασία με τη γαλλική μάρκα μπισκότων St. Michel. Πριν από μερικά χρόνια η εταιρεία είχε βγάλει ένα καινούργιο προϊόν για να ξεχωρίσει – ένα σοκολατένιο μπισκότο που λεγόταν Bamboula. Η μασκότ του –ένα μαύρο παιδί που λεγόταν επίσης Bamboula, ζούσε στο φανταστικό σύμπαν της Bambouland– έγινε σύντομα πολύ δημοφιλές στα παιδιά. Έγινε χαρακτήρας κόμικ και δημοφιλής εικόνα σε μπρελόκ, μινιατούρες και περιοδικά.
Videos by VICE
Η επιτυχία αυτή οδήγησε τη St. Michel να απευθυνθεί στο Safari Africain. Αρχικά, η ιδέα ήταν να αφιερώσει ένα κομμάτι του πάρκο στον Bamboula και τον κόσμο του. Αλλά ο διευθυντής του πάρκου, Dany Laurent, αποφάσισε να πάει τα πράγματα ένα βήμα παρακάτω και να δημιουργήσει ένα ολόκληρο χωριό μες στο πάρκο, με δρόμους, καλύβες και ανθρώπους.
Η συγκλονιστική ιστορία του πώς δημιουργήθηκε αυτό το ρατσιστικό πρότζεκτ στη Γαλλία του ‘90 είναι το θέμα ενός ντοκιμαντέρ με τίτλο Le village de Bamboula (Το χωριό του Bamboula) των Yoann de Montgrand και François Tchernia, που γυρίζεται για τον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό France 3 Pays de la Loire.
Πεπεισμένος για τη λαμπρή ιδέα του, ο ιδιοκτήτης του πάρκου πήγε στην Ακτή του Ελεφαντοστού στη Δυτική Αφρική, παλιά γαλλική αποικία. Όσο ήταν εκεί γνώρισε κάποιους ντόπιους καλλιτέχνες που περιλάμβαναν ηθοποιούς, χορευτές και μουσικούς και έκανε συμφωνία με τον μάνατζέρ τους, τον Salif Coulibaly, υπογράφοντας για έξι μήνες στο πάρκο.
Είκοσι-πέντε κάτοικοι της Ακτής Ελεφαντοστού, ανάμεσά τους παιδιά, προσλήφθηκαν και στάλθηκαν στη Γαλλία για να διασκεδάσουν τους επισκέπτες του πάρκου, ξεναγώντας τους σε μια εξαιρετικά δραματοποιημένη εκδοχής της Αφρικής. «Αυτό το σαφάρι είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα για τους επισκέπτες που θέλουν να γνωρίσουν την εξωτική άγρια ζωή», είπε στους δημοσιογράφους ο χαμογελαστός Laurent, τη μέρα των εγκαινίων του χωριού, στις 14 Απριλίου του 1994. «Στον σημερινό γεμάτο άγχος κόσμο μας, όλοι χρειαζόμαστε μια ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας».
Οι ηθοποιοί από την Ακτή Ελεφαντοστού αναγκάστηκαν να χτίσουν μόνοι τους τις καλύβες τους από πηλό, με στέγες από άχυρα στο χωριό του Bamboula, αλλά αυτά τα σπίτια δεν ήταν μόνο για ντεκόρ – έμεναν εκεί και κοιμούνταν σε στρώματα στο έδαφος. Φυσικά δεν ήταν φτιαγμένα για το βροχερό κλίμα της Νάντης.
Σε εικόνες αρχείου που τραβήχτηκαν μετά τα εγκαίνια, οι επισκέπτες τρέχουν να δουν από κοντά τους λεγόμενους χωρικούς. Με κάμερες και φωτογραφικές στο χέρι τρέχουν μπροστά από λιοντάρια και καμηλοπαρδάλεις προς το χωριό του Bamboula και τους κατοίκους του, απτόητοι. «Μην κουνιέσαι!» φωνάζει ένας επισκέπτης σε έναν χωρικό ενώ ποζάρει. Άλλοι γλυκοκοιτάζουν τις χορεύτριες που είναι αναγκασμένες να χορεύουν γυμνόστηθες ακόμα και με κακοκαιρία.
Αυτές οι σκηνές που παρουσιάζονται στο ντοκιμαντέρ φέρνουν στο νου αναμνήσεις ρατσιστικών ζωολογικών κήπων με ανθρώπους όπου οι Αφρικανοί παρουσιάζονταν ως θέαμα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι καλλιτέχνες από την Ακτή του Ελεφαντοστού έπρεπε να κάνουν έξι τριαντάλεπτες παραστάσεις τη μέρα, επτά μέρες την εβδομάδα, με διαλείμματα λίγων λεπτών, για να πάρουν το ένα τέταρτο του κατώτατου μισθού της Γαλλίας της εποχής. Οι περισσότεροι ζούσαν στις καλύβες τους και δεν βγήκαν ποτέ από το πάρκο.
Το χωριό του Bamboula σύντομα έγινε στόχος αντιρατσιστικών οργανώσεων και σωματίων, που ένωσαν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν την ομάδα Non à la réserve humaine (Όχι στον Ζωολογικό των Ανθρώπων) και να αποκηρύξουν τις φρικτές συνθήκες που ζούσαν οι ηθοποιοί. Πέρα από την εξωφρενική πληρωμή, στην ουσία τους ανάγκαζαν να δουλεύουν καθώς τους είχαν πάρει τα διαβατήριά τους με την πρόφαση ότι μπορεί να τα έχαναν. Αν κάποιος αρρώσταινε έστελναν τους κτηνιάτρους του ζωολογικού – όχι γιατρούς. Επιπλέον τα παιδιά δεν λάμβαναν κανενός είδους εκπαίδευση.
Σοκαρισμένοι από την αδιαφορία του κοινού για το θέμα, η ομάδα No to the Human Zoo απείλησε το πάρκο με νομικές ενέργειες. Έγινε επιθεώρηση εργασίας στον ζωολογικό κήπο, αλλά πολύ λίγα πράγματα άλλαξαν. Κάποια στιγμή ένας δάσκαλος προσφέρθηκε να διδάξει βασικά μαθηματικά και γαλλικά στα παιδιά του χωριού και το πάρκο έκανε κάποιες προσπάθειες να συμμορφωθεί με τους εργατικούς νόμους, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Στο μεταξύ, μαύροι από όλη τη Γαλλία άρχισαν να καταγγέλλουν ότι τους αποκαλούν Bamboula σε ρατσιστικές συγκεντρώσεις – όνομα που από μόνο του συνδέεται με μακρά ιστορία ρατσισμού. Αν και πρωτοκαταγράφηκε στην Aϊτή το 1700 και αρχικά αναφερόταν σε ένα αφρικανικό μουσικό όργανο και τον χορό που γινόταν στον ρυθμό του, αργότερα χρησιμοποιούνταν ως προσβολή από τους Γάλλους για τους Μαύρους κατά την αποικιοκρατία – και επανήλθε με τη μορφή εκφοβισμού και χαριτωμένων καρτούν.
Χάρη στην πίεση των ακτιβιστών, οι ηθοποιοί από την Ακτή του Ελεφαντοστού πήραν τελικά τα χαρτιά τους. Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Οι καλλιτέχνες κατηγόρησαν των μάνατζέρ τους, Salif Coulibaly ότι πήρε τα διαβατήριά τους ξανά και αρνιόταν να τους πληρώσει, και ισχυρίστηκαν ότι είχε κλεμμένα αντικείμενα στο δωμάτιό του, το μόνο με κλειδαριά. Στο ντοκιμαντέρ πολλές γυναίκες επίσης τον κατηγόρησαν ότι τις εξανάγκασε σε σεξουαλική συνεύρεση. Σε μια συνέντευξη αρχείου ο Coulibaly αρνείται ότι υπήρχαν προβλήματα στο πάρκο.
Προς τα τέλη του 1994, η ομάδα No to the Human Zoo πήγε στα δικαστήρια. Για να τραβήξουν την προσοχή σε αυτό που συνέβαινε αποφάσισαν να ανοίξουν ξανά προσωρινά μια έκθεση για το ευρωπαϊκό δουλεμπόριο που είχε πραγματοποιηθεί μεταξύ 1992 και Φεβρουαρίου 1994 στη Νάντη και κάλεσαν τον Τύπο. Το γεγονός είχε σημαντική επίδραση και ξαφνικά τα μίντια άρχισαν να ενδιαφέρονται για το χωριό του Bamboula.
Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1994 ένας ειδικός που ορίστηκε από το δικαστήριο πήγε στο πάρκο για να καταγράψει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συντελούνταν στο χωριό του Bamboula. Ήταν πολύ αργά, όμως. Δυο μέρες νωρίτερα, ο διευθυντής του πάρκου είχε διώξει την ομάδα από το πάρκο και τη χώρα, δίνοντάς τους μόνο ένα μικρό μέρος των χρημάτων τους.
Παρά την αναχώρηση των καλλιτεχνών, το δικαστήριο μπόρεσε να συλλέξει αρκετές αποδείξεις παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να διώξει το πάρκο και τον διευθυντή του. Ο Dany Laurent αναγκάστηκε να πληρώσει ένα συμβολικό ποσό 1 φράγκου (0,15 ευρώ) ζημίες στις οργανώσεις που κατέθεσαν την αγωγή και 4.000 φράγκα (850 σημερινά ευρώ) αποζημίωση για νομικά έξοδα. Το πάρκο δεν έκλεισε αλλά το χωριό του Bamboula κατεδαφίστηκε. Ο Laurent πέθανε μετά από ατύχημα στην πισίνα του το 2014.
Η νομική υπόθεση ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του μπισκότου Bamboula. Η εταιρεία αποφάσισε ότι προτιμούσε να αποφύγει συσχετισμούς με τον πρώην συνεργάτη της – δεν ήταν καλό για τη δουλειά.
Όσο για τους καλλιτέχνες από την Ακτή του Ελεφαντοστού, κάποιοι επέλεξαν να επιστρέψουν στη Γαλλία λίγα χρόνια αργότερα για να συμμετάσχουν σε φεστιβάλ και συναυλίες. Αυτή τη φορά τουλάχιστον το ταλέντο τους αναγνωρίστηκε.
Περισσότερα από το VICE
Το Ψυχικό Τραύμα του Πολέμου Μέσα από τα Μάτια Ενός Έλληνα Φωτορεπόρτερ
Το «Στην Υγειά μας, ρε Παιδιά» Δεν Ήταν μια Εύκολη Δουλειά για τον Σπύρο Παπαδόπουλο