Κείμενο, Φωτογραφίες: Τζένη Τσιροπούλου
Στην Ελ Μετλίν, τη «Μυτιλήνη» της Τυνησίας, με οδήγησε η περιέργεια, ο μύθος του πειρατή Μπαρμπαρόσα από τη Λέσβο και ένα ταξί οκτώ ατόμων, τυπικό τυνησιακό μέσο μεταφοράς. Οι ντόπιοι που κατοικούν σε αυτήν τη βορειοανατολική γωνιά της χώρας της βόρειας Αφρικής εξιστορούν στα εγγόνια τους μύθους που χάνονται στα βάθη των αιώνων για τους «Γκρεκίγια», τους Έλληνες απογόνους του αιμοσταγούς θαλασσοπόρου Μπαρμπαρόσα.
Videos by VICE
Απέχοντας από την πρωτεύουσα Τύνιδα μόλις 60 χιλιόμετρα και λιγότερο από 100 ναυτικά μίλια από το εγγύτερο ευρωπαϊκό έδαφος (το ιταλικό νησάκι Παντελερία), η Μετλίν αγναντεύει «αφ’ υψηλού» τη Μεσόγειο, «διχασμένη» ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα. Κυριακή μεσημεράκι και το κάλεσμα του ιμάμη από το Μεγάλο Τζαμί της πόλης μπερδεύεται με τις φωνές των μικροεμπόρων που διαλαλούν την πραμάτεια τους στη λαϊκή και με το βούισμα των αντρών που νωχελικά πίνουν καφέ και καπνίζουν ναργιλέ στα καφενεία.
Ο δήμαρχος της Ελ Μετλίν, Mehrez Ben Said, με περιμένει και με περίσσια προθυμία με ξεναγεί συνοδεία του ζεστού μεσογειακού ήλιου, ξετυλίγοντας τον μίτο της ιστορίας του τόπου. Η Ελ Μετλίν, όπως και η Τυνησία, κατακτήθηκε από Φοίνικες, Ρωμαίους, Άραβες, Οθωμανούς, Γάλλους και η ιστορία της βρίθει συρράξεων αλλά και προσμείξεων πολιτισμών. Σήμερα, απομεινάρια όπως το φοινικικό νεκροταφείο και τα ρωμαϊκά ερείπια κατά μήκος της ακτής επιβεβαιώνουν τα γεγονότα και τρέφουν τους θρύλους. «Εδώ παλιά υπήρχαν σπηλιές όπου κρύβονταν οι Ρωμαίοι όταν οι πειρατές κούρσευαν. Υπήρχε ένα σινιάλο φωτιάς και όσοι δεν πολεμούσαν κουβαλούσαν ό,τι μπορούσαν μέσα στις σπηλιές», μου εξιστορούν αργότερα οι γηραιότεροι της Μετλίν. «Οι Άραβες εγκατέλειψαν την παράκτια κτισμένη ρωμαϊκή πόλη –Beneventum (καλός άνεμος), όπως την ονόμαζαν οι Ρωμαίοι– και ανέβηκαν εδώ που είμαστε τώρα. Εξισλάμισαν τους κατοίκους που ήταν εβραίοι, χριστιανοί, άθεοι». Τα ανδαλουσιανά σπίτια και ονόματα στη Μετλίν μαρτυρούν και την εγκατάσταση των εκδιωγμένων από την Ισπανία μουσουλμάνων της Ανδαλουσίας.
Ο Αντώνης Χαλδαίος, υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ, ερευνά την ιστορία των Ελλήνων της Αφρικής και της Λέσβου επί οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μιλήσαμε πριν από το ταξίδι μου στη Μετλίν για να μάθω περισσότερα.
«Είναι κοινό μυστικό ότι Έλληνες ήρθαν από τη Μίντιλι, όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί τη Λέσβο, στην Ελ Μετλίν. Το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, οι Ισπανοί προσπαθούν να πάρουν στην κυριαρχία τους πολλές περιοχές της βόρειας Αφρικής. Ως αντίδραση η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία ανήκαν, στέλνει δυνάμεις να αντιμετωπίσουν τον ισπανικό στόλο. Κάποιες από τις δυνάμεις αυτές ήταν πειρατικές και έτσι καταφτάνει και ο Μπαρμπαρόσα στη Μετλίν. Ο Μπαρμπαρόσα αργότερα, λόγω των επιτυχιών του, γίνεται ναύαρχος του επίσημου οθωμανικού στόλου. Οι πειρατές που είχαν ανέλθει στην ιεραρχία στελέχωναν τα καράβια τους με συμπατριώτες τους, άντρες της εμπιστοσύνης τους. Ο Μπαρμπαρόσα καταγόταν από τη Λέσβο και οι ναυτικοί του το ίδιο. Όταν εκείνος πέθανε, αυτοί στέριωσαν στην πόλη, τη νέα τους “Μυτιλήνη”, την οποία και ονόμασαν Μετλίν. Τα σχετικά αρχεία είναι δυσεύρετα, αλλά Τούρκοι και Τυνήσιοι ιστορικοί συμφωνούν στην καταγωγή της Μετλίν. Άλλωστε το όνομά της δεν έχει αραβικές ρίζες και δεν εμφανίζεται πουθενά ως Μετλίν πριν από την άφιξη του Μπαρμπαρόσα. Βασιζόμαστε αρκετά στις προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων της περιοχής, αλλά οι θρύλοι μας δείχνουν συχνά τον δρόμο για την ιστορική έρευνα», μου εξηγεί.
Αξιοσημείωτο από τα στοιχεία που μου παραθέτει ο Αντ. Χαλδαίος βρίσκω και το ότι «οι κάτοικοι της Λέσβου ήταν πρωτοπόροι στη μετανάστευση προς όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου από πολύ νωρίς, γεγονός που οφειλόταν σε οικονομικούς και κοινωνικοπολιτικούς λόγους. Μέχρι το 1912 αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οπότε πολλοί Έλληνες εγκατέλειπαν το νησί για να αποφύγουν τη στράτευση. Άλλωστε ήταν πολύ εύκολο οι κάτοικοι του νησιού να πάρουν το καράβι για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον γιατί η Λέσβος ήταν πάνω στους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν τη Μαύρη Θάλασσα και άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, την Τύνιδα και το Αλγέρι. Ως μετανάστες ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, είχαν παντοπωλεία και στο Μαρόκο, χαρακτηριστικά, πολλοί ήταν ιδιοκτήτες κινηματογράφων».
Πίσω στο επίνειο της Ελ Μετλίν, το οποίο το ονομάζουν Σκάλα, όπως ονομάζουν τα επίνεια στη Λέσβο, νέοι «αγκυροβολημένοι» εδώ κι εκεί ακούν μουσική ή ψαρεύουν. «Σίγουρα δεν μας αρέσουν οι τζιχαντιστές», γελάει ο δήμαρχος καθώς σκοντάφτουμε συνεχώς σε άδεια μπουκάλια αλκοόλ. Στη Μετλίν των 10.000 κατοίκων, η πλειονότητα ζούσε παραδοσιακά από την καλλιέργεια της γης και το ψάρεμα. Ελαιόδεντρα, αμπέλια, αμυγδαλιές αλλά και το πρώτο εργοστάσιο τόνου της Τυνησίας, που χτίστηκε το 1881 για να βομβαρδιστεί τελικά στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, δούλευαν τα χέρια των ντόπιων. Η πόλη δεν «εμπορευματοποιήθηκε» ποτέ μέσω του τουρισμού αλλά παραμένει πόλος έλξης των Τυνήσιων για μια χαλαρωτική απόδραση. «Η γυναίκα του δικτάτορα Ben Ali ήθελε να πάρει γη στο καλύτερο σημείο και να χτίσει ξενοδοχειακές μονάδες αλλά η επανάσταση του 2011 ανέτρεψε ριζικά τα σχέδιά τους», θυμάται ο δήμαρχος από τις μέρες προτού πυροδοτηθεί η Αραβική Άνοιξη στην Τυνησία.
«Όλοι ονειρεύονται να διασχίσουν αυτό το κομμάτι θάλασσας και να βρεθούν στην άλλη όχθη της Μεσογείου», μου λέει ο δήμαρχος για τη νεολαία όσο κοντοστεκόμαστε στην ακτή. Η λέξη harga, που σημαίνει «καίω», είναι μια λέξη που προφέρεται συνεχώς από τα χείλη των Τυνήσιων. «Καίω» τα σύνορα, καίω τα χαρτιά μου, όπως και να προέκυψε, συμβολίζει το ταξίδι χωρίς χαρτιά προς το «ευρωπαϊκό όνειρο». «Να, από εδώ φεύγουν. Παίρνουν τη βάρκα ένα βράδυ και όπου τους βγάλει. Θα τους συλλάβει η ακτοφυλακή, θα φτάσουν στην Ευρώπη, θα πνιγούν; Κανείς δεν ξέρει. Αρκεί να φύγουν, ελπίζοντας να βρουν κάτι καλύτερο», συνεχίζει ο δήμαρχος τείνοντας το χέρι στο άγνωστο.
Η μετανάστευση είναι οικογενειακή υπόθεση, μιας και η οικογένεια συχνά θα θυσιαστεί πουλώντας τα τιμαλφή της ή ακόμα κι ένα μικρό οικόπεδο προκειμένου να συγκεντρώσουν τα κόμιστρα για το επικίνδυνο αλλά και ελπιδοφόρο ταξίδι του παιδιού τους. Σε πρόσφατο δημοσίευμα του Τύπου περιγράφουν τους νέους σαν «boat people», που αψηφώντας κύματα και νόμους αναζητούν το δικό τους Ελντοράντο. «Μοιάζει σχεδόν σαν να έχει περάσει στο DNA μας. Δεν είναι άλλωστε αυτοί οι ίδιοι νέοι απόγονοι του περιβόητου πειρατή Μπαρμπαρόσα που μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή τον 16ο αιώνα;» διαβάζω. Με τα νούμερα αυτών που ταξιδεύουν χωρίς χαρτιά να έχουν εκτοξευτεί αμέσως μετά την επανάσταση του 2011, όπως μου είπε ο υπεύθυνος του Τυνησιακού Forum Οικονομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, μόνο για τη χρονιά 2011-12 εκτιμάται ότι 1.500 Τυνήσιοι εξαφανίστηκαν στη θάλασσα.
Λίγο αργότερα, βρίσκομαι στο τοπικό ραδιόφωνο, στο οποίο εργάζονται εθελοντικά φοιτητές. Ο Ahmed, 24 χρονών, άνεργος με μεταπτυχιακό στο IT Management, μου λέει σε άπταιστα γαλλικά και αγγλικά ότι «το μεγαλύτερο αγκάθι είναι η ανεργία, εντεινόμενη από την ολιγωρία των κυβερνήσεων και τη ριζωμένη διαφθορά». Με το ποσοστό στους νέους να φτάνει το 40%, τους άνεργους πτυχιούχους να εξεγείρονται εκ νέου και τις απόπειρες αυτοκτονίας να πληθαίνουν, κανένας από τη ραδιοφωνική ομάδα δεν διαφωνεί. Μόλις τα μικρόφωνα σωπαίνουν, η παρέα χαλαρώνει στο μοναδικό καφέ για άντρες και γυναίκες.
Όπως απ’ άκρη σ’ άκρη στην Τυνησία, στη Μετλίν κυριαρχεί το γαλανόλευκο χρώμα. Οι κάτοικοι αγαπάνε τη γη τους αλλά το πρόβλημα της έλλειψης πόρων της τοπικής αρχής για έργα υποδομής και αξιοποίησης εγκαταλελειμμένων χώρων δυσχεραίνει την κοινότητα. Καθώς κάνω βόλτα παρατηρώ την πολεοδομική και αισθητική «αναρχία», καθώς και το χαρακτηριστικό χρώμα των γυμνών τούβλων να επιβάλλεται γύρω μου. Όροφοι ανεγείρονται για τα παιδιά που θα μείνουν πάνω από τους γονείς μόλις παντρευτούν. Σε μία από τις οικοδομές συναντώ τον Tarek που κάνει διάλειμμα από το μπογιάτισμα. Όταν του λέω ότι είμαι από την Ελλάδα χαμογελάει: «Με έπιασαν χωρίς χαρτιά στον Έβρο και με ‘βαλαν φυλακή. Θυμάμαι πεινούσαμε τόσο πολύ που φάγαμε όλα τα πεπόνια από ένα χωράφι».
Το θέμα της μετανάστευσης αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις συζητήσεις μου με τους ντόπιους. Ο Naceur Guellouz είναι 85 χρονών, τοπογράφος μηχανικός που συγγράφει βιβλία για την ιστορία και τη λαογραφία της Ελ Μετλίν. «Η αρχιτεκτονική ακαταστασία οφείλεται στο ότι πολλοί ντόπιοι φεύγουν να δουλέψουν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και επιστρέφοντας στη Μετλίν χτίζουν τα σπίτια τους με ξενόφερτα στοιχεία», λύνει την απορία μου. «Τα παλιότερα χρόνια υπήρχαν ικανοί τεχνίτες. Στις μέρες μας οι νέοι πάνε στην αστυνομία ή τον στρατό λόγω ανεργίας», λέει. Ενώ μου αφηγείται ιστορίες Μετλινέζων που παντρεύτηκαν Ελληνίδες, μου εξηγεί ότι «στη Μετλίν συναντάμε γαμήλια έθιμα που έχουν ελληνικές ρίζες, καθώς και κεντήματα ελληνικού τύπου. Επίσης, παλιά υπήρχαν σκεύη τυπικά ελληνικά».
Βραδιάζει και οι γυναίκες στο σπίτι μαγειρεύουν χειροποίητα macarouna, σπιτικά ζυμαρικά που δεν τα βρίσκεις αλλού στην Τυνησία και είναι ακριβώς όπως τα χειροποίητα μακαρόνια που θυμάμαι να πλάθουν οι γυναίκες στη Λέσβο. «Μετλίν Τυνησίας, Μετλίν Λέσβου, ένα και το αυτό», γελάνε. Μαζευόμαστε όλοι να φάμε προτού αρχίσει η «ιεροτελεστία» του τσαγιού με χουρμάδες και τουρκικές σειρές.
Προτού αποχαιρετήσω τη Μετλίν χαζεύω για λίγο τη Μεσόγειο ενώ δυο-τρεις άντρες ρίχνουν μια βάρκα στο νερό. Οι απόγονοι του κοκκινογένη Μπαρμπαρόσα ίσως διασχίσουν χερσαία και θαλάσσια σύνορα και ο δρόμος τους τους βγάλει στη Λέσβο, «παράνομους μετανάστες» ταλαιπωρημένους σε κάποιο hotspot, σκέφτομαι.
Περισσότερα από το VICE
Βρήκαν τον Δολοφόνο 18 Χρόνια Μετά
«Επιτροπή Κατοίκων» αλά Χρυσή Αυγή
«Οι Μπάφοι μού “Έκαψαν” το Μυαλό Φίλε»