Υπάρχει μία ελληνική λέξη που μάλλον βάζει δύσκολα στους ξένους. Είναι η λέξη φιλότιμο. Πρόσφατα, ο Γερμανός συγγραφέας Andreas Deffner είχε μία περίεργη εμπειρία με αυτήν τη λέξη. Όταν παραθέριζε στο Τολό της Πελοποννήσου, είπε σε μία Ελληνίδα γιαγιά ότι αισθανόταν «έτσι κι έτσι». Εκείνη του έβαλε να φάει κοτόσουπα, μέσα στο κατακαλόκαιρο. Την ώρα που εκείνος ιδρωμένος από την πολλή ζέστη άδειαζε το πιάτο του, η γιαγιά και η κόρη της τον κοίταζαν επίμονα. Όταν εκείνος ρώτησε παραξενεμένος «τι έκανα;», του εξήγησαν ότι η υπερβολική προσοχή δεν οφειλόταν σε κάποιο λάθος του, αλλά στο ότι το ελληνικό «φιλότιμο» τους επέβαλε να του προσφέρουν σούπα, αφού αισθανόταν «έτσι κι έτσι» και άρα μάλλον ήταν άρρωστος.
Στο ρεπορτάζ του BBC -όπου παρουσιάστηκε η γνωριμία του Γερμανού συγγραφέα με αυτήν την αλλόκοτη λέξη- διαβάσαμε ότι η λέξη «φιλότιμο» δεν απαντάται σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και είναι δύσκολο για κάποιον να καταλάβει την ακριβή έννοιά του. Μιλήσαμε λοιπόν με τον γλωσσολόγο και καθηγητή στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ Ιωάννη Καζάζη, για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει, ώστε να το εξηγούμε στους ξένους που έρχονται στην Ελλάδα.
Videos by VICE
«Φιλότιμος είναι αυτός που κάνει το καλό, αδιαφορώντας αν ο άλλος θα ανταποκριθεί σε ένα δούναι και λαβείν, σε μία συναλλαγή»
Η λέξη φιλότιμο έχει μακρά ιστορία. Εμφανίζεται ως φιλοτιμία ήδη από τον Χρυσό Αιώνα της Αθήνας. Το δημοκρατικό πολίτευμα και η ευρεία συμμετοχή των πολιτών στα κοινά φαίνεται πως επηρεάζει την έννοια της φιλοτιμίας, που «εκείνη την εποχή σημαίνει την αγάπη για τις τιμές και τη δόξα», λέει ο κ. Καζάζης. «Το ρήμα “φιλοτιμούμαι” γίνεται συνώνυμο του να είσαι φιλόδοξος, του να επιζητάς την αναγνώριση των συμπολιτών σου».
Στο πλαίσιο της αθηναϊκής κοινωνίας, που αγαπά κάθε τι δημόσιο και αποστρέφεται την ιδιώτευση, οι τιμές και η δόξα δεν μπορούν παρά να αφορούν τη δημόσια σφαίρα και την πολιτική. «Φιλότιμος είναι ο έμπορος που σε περίοδο σιτοδείας προσφέρει σιτάρι. Για να τον τιμήσει, ο δήμος αναγράφει το όνομά του σε μία δημόσια λίθινη στήλη, ώστε όλοι να τον αναγνωρίσουν», λέει ο κ. Καζάζης. Φιλότιμος είναι και ο Περικλής, που ως ευκατάστατος Αθηναίος πολίτης χρηματοδοτεί το έργο Πέρσαι του τραγικού ποιητή Αισχύλου στα Διονύσια. Όσοι κάνουν τέτοιου είδους χορηγίες -και μάλιστα κερδίζουν στους αγώνες, όπως έγινε με τον Περικλή- επιδιώκουν μέσω της προσφοράς τους τη δημόσια προβολή και τη δόξα του δήμου. «Λόγω του ότι η προσφορά προϊόντων ή υπηρεσιών προς την πόλη απαιτεί κατά κανόνα οικονομική ευρωστία, στην αρχαιότητα η φιλοτιμία γίνεται μία διαδεδομένη αρετή των ανώτερων οικονομικά τάξεων», συμπληρώνει ο κ. Καζάζης.
VICE Video: Μέρες και Νύχτες ενός Ξένου Ανταποκριτή στην Αθήνα της Κρίσης
Όμως εκείνη την εποχή η λέξη φιλοτιμία έχει και αρνητική σημασία. Εκτός από τον Δημοσθένη και άλλους επιφανείς πολίτες που βοήθησαν την πόλη τους, φιλότιμος είναι και ο Κλέων, ένας πολιτικός που ομολογουμένως έβλαψε την Αθήνα και έμεινε γνωστός στην Ιστορία για την καλή σχέση που διατηρούσε με τον λαϊκισμό. «Ο Κλέων ήταν φιλότιμος, επειδή αγαπούσε τις τιμές. Αυτό που τον διαφοροποιεί είναι ότι εκείνος δεν τις άξιζε, επειδή δεν έκανε αγαθά έργα. Αντίθετα, προσπαθούσε να τις αποκτήσει με κάθε τίμημα, ακόμη και με τον λαϊκισμό», λέει ο καθηγητής.
Με την παρακμή του αρχαίου κόσμου και τη διάδοση του χριστιανισμού, η έννοια του φιλότιμου αλλάζει προς το χριστιανικότερο, χάνει δηλαδή την κοινωνική της διάσταση και γίνεται ιδιωτική υπόθεση. «Το φιλότιμο σημαίνει πια τη γενναιοδωρία, δηλαδή το να προσφέρεις με αφθονία και μεγαλοψυχία», λέει ο κ. Καζάζης. Η έννοια φαίνεται να μοιάζει με τη σημερινή σημασία, καθώς «το φιλότιμο στα νέα ελληνικά ενέχει την έννοια της απλοχεριάς. Φιλότιμος είναι και αυτός που κερνά, ο κιμπάρης».
Όμως, στα νέα ελληνικά, η λέξη έχει αποκτήσει μία βαθύτερη σημασία. Φιλότιμος δεν είναι μόνο ο ανοιχτοχέρης, είναι και ο άνθρωπος που «έχει ως στοιχείο του χαρακτήρα του μία ευαισθησία για την προσωπική του τιμή και αξιοπρέπεια», λέει ο κ. Καζάζης. Σε αντίθεση μάλιστα με την αρχαιότητα, όπου η τιμή ήταν κυρίως πολιτική, «ο νεοέλληνας είναι φιλότιμος, όχι όταν αναγνωρίζεται κοινωνικά, αλλά όταν έχει την προθυμία και την ευσυνειδησία να προσφέρει, χωρίς να περιμένει κάτι ως αντάλλαγμα. Πλέον, φιλότιμος είναι αυτός που κάνει το καλό, αδιαφορώντας αν ο άλλος άνθρωπος θα ανταποκριθεί σε ένα δούναι και λαβείν, σε μία συναλλαγή». Με άλλα λόγια, ο αρχαίος ήταν φιλότιμος, όταν έκανε ένα καλό προς ανταπόδοση. Ο νεοέλληνας το κάνει χωρίς να περιμένει τίποτα.
«Το φιλότιμο στα νέα ελληνικά ενέχει την έννοια της απλοχεριάς. Φιλότιμος είναι και αυτός που κερνά, ο κιμπάρης»
«Η νεοελληνική εκδοχή του φιλότιμου συνδέεται με την αρετή της αγωνιστικότητας, η οποία σύμφωνα με ιστορικούς αποτελεί τη διαχρονικότερη αρετή στην ελληνική ιστορία», λέει ο κ. Καζάζης και εξηγεί ότι «και οι δύο αρετές έχουν την έννοια του καθήκοντος, αφού μία ηθική αρχή σε προτρέπει να προσφέρεις, ακόμη και όταν οι πιθανότητες να μην κερδίσεις τίποτα είναι πολλές. Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, ο Παλαιολόγος στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Αθανάσιος Διάκος στην Αλαμάνα. Όλοι έδειξαν αγωνιστικότητα, παρότι γνώριζαν ότι κατά πάσα πιθανότητα θα ηττηθούν. Η έννοια της αγωνιστικότητας κινείται παράλληλα με τη σημερινή έννοια του φιλότιμου. Σήμερα, και εμείς δεν κάνουμε κάτι από φιλότιμο για να κερδίσουμε κάτι, αλλά επειδή, όπως στην αγωνιστικότητα, μας το επιβάλλει η εσωτερική μας ευσυνειδησία, ένας εσωτερικός ηθικός κανόνας. Όσα κι αν μπορούμε να σύρουμε για τους Έλληνες, πρέπει να παραδεχθούμε ότι αυτή η συγκινητική αρετή απαιτεί δύναμη ψυχής και μας χαρακτηρίζει διαχρονικά και με αυτοσυνειδησία».
Τελικά, η έννοια του φιλότιμου ίσως κρύβεται στις δύο στροφές του «Μεγάλου Όχι» του Καβάφη. Όπως λέει ο κ. Καζάζης, «φιλότιμος είναι αυτός που λέει το καβαφικό όχι, που ακολουθεί δηλαδή τις αρχές του μπροστά σε ένα δύσκολο δίλημμα και δεν το μετανιώνει, αν και ξέρει ότι δεν θα κερδίσει τίποτα. Αν τον ρωτούσαν, πάλι θα ξαναέλεγε, που λέει και ο ποιητής».
Περισσότερα από το VICE
Τι Έκανα τη Βραδιά Πριν Από τις Πανελλαδικές