Οι Έλληνες DJ του ADD Festival Συστήνονται – Μέρος 1ο

Kοινοποίηση

Πέρα απ’ τα λαμπερά διεθνή ονόματα που περιμένουμε να ακούσουμε στις 2 Ιουνίου στην Πειραιώς 260, υπάρχει και μια ομάδα εγχώριων παραγωγών και DJ που θα πλαισιώσουν τους διάσημους συνοδοιπόρους τους και μέσω αυτών, το ADD φιλοδοξεί να δώσει μια εικόνα της κατάστασης που βρίσκεται σήμερα η χορευτική σκηνή της πόλης. Είναι αλήθεια πως απ’ το 2013 και μετά, αυτό το κομμάτι της ηλεκτρονικής σκηνής έχει «σκληρύνει» αισθητά, με την πλειοψηφία των εγχώριων παραγωγών να ορκίζεται στο techno (με τη house να ακολουθεί, κυρίως σε χώρους, χωρίς το concept του dancefloor). Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, επίσης, πως αυτό το γεγονός βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πορεία της οικονομικής κρίσης στη χώρα, αλλά είναι μάλλον περισσότερα απόρροια της επικράτησης αυτού του ήχου παγκοσμίως, με αφετηρία φυσικά όσα συμβαίνουν στο Βερολίνο και στους χώρους γύρω απ’ το club Berghain. Πέρα όμως απ’ την κατεύθυνση που μπορεί να παρατηρεί ένας εξωτερικός παρατηρητής, αυτό που μάλλον έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως μετά από αρκετά χρόνια, σχηματοποιείται ένας πυρήνας ανθρώπων με διάθεση να συνεργαστεί, να πειραματιστεί και να παρουσιάσει μια πιο ολοκληρωμένη άποψη γύρω απ’ τη χορευτική μουσική.

Με αφορμή λοιπόν τη συνεύρεσή τους στα stage του ADD, κάποιοι απ’τους ντόπιους συμμετέχοντες στο φεστιβάλ, μας συστήνονται και σχολιάζουν τη μουσική πραγματικότητα της πόλης σήμερα, εστιάζοντας στην εύλογη ερώτηση αν είναι καιρός πια να μιλάμε, έστω και διστακτικά, για την ύπαρξη μιας κάπως πιο συγκεκριμένης μουσικής σκηνής.

Videos by VICE

Stiko

Αφετηρία με τον βενιαμίν της ομάδας, τον Stiko, ο οποίος είναι μάλλον και ο μοναδικός απ’ το line up που βρίσκεται τόσο μακριά απ’ την αμιγώς χορευτική μουσική. Ξεκίνησε την πιο επαγγελματική ενασχόλησή του με την ηλεκτρονική μουσική πριν από τρία χρόνια περίπου με κύρια αναφορά τη σκηνή του Μπρίστολ των 90s αλλά και όσα ενώνουν εκείνη την εποχή με την ματιά που έχουν σήμερα καλλιτέχνες όπως ο Nicolas Jaar, o Four Tet και ο Bonobo (η μεγάλη του αγάπη), γι’ αυτό και είναι αυτονόητο πως ανυπομονεί να σταθεί δίπλα στο μυθικό ντουέτο των Kruder & Dorfmeister. «Εκτός απ’αυτούς πάντως, οφείλω αρκετά στον δάσκαλό μου Nikolas Gale, ο οποίος μου πρόσφερε αρκετά στοιχεία που σιγά-σιγά βγαίνουν στην επιφάνεια καθώς και ορισμένοι (πλέον) φίλοι μου που τους χαρακτηρίζω ως τη χρυσή φουρνιά του beatmaking της χώρας: Mononome, Kill Emil, Billa Qause». Όσον αφορά τη ματιά του γύρω απ’ τα τεκταινόμενα της ηλεκτρονικής μουσικής στη χώρα ακούγεται συγκρατημένα αισιόδοξος. «Το τοπίο είναι ακόμα λίγο θολό. Υπάρχουν πυρήνες και προσπάθειες αλλά καλώς ή κακώς όλα αυτά περιστρέφονται κατά πλειοψηφία γύρω από τον house και techno ήχο. Αν κάτι λείπει είναι οι μεγάλες διοργανώσεις, όπως το ADD, που προφανώς δίνουν αέρα και όραμα στη σκηνή αλλά και η εγχώρια ανάπτυξη τόσο των record label όσο και των manager που καλώς ή κακώς είναι εκείνοι που μπορούν να μετατρέψουν την όρεξη και την δυναμική σε αξιοπιστία και έργο».

Cirkle

Ο Cirkle ασχολείται αρκετό καιρό με τη χορευτική μουσική αλλά πιο εντατικά τα τελευταία πέντε χρόνια. Χαρακτηρίζει τον ήχο του minimal και φουτουριστικό, κι αν θα έπρεπε να διαλέξει μια κύρια επιρροή στην πορεία του μέχρι σήμερα, τότε θα εστίαζε στο δεύτερο κύμα του Detroit techno και πιο συγκεκριμένα στον σπουδαίο Jeff Mills (επίσης, ανυπομονεί να ακούσει τον Luke Slater στο ADD) ενώ απ’ τους εγχώριους παραγωγούς ξεχωρίζει το δίδυμο Lemos & Kreon (Γιώργος Λαιμός και Μάρκος Σπανουδάκης αντίστοιχα). Κι αυτός πιστεύει πως έχει σχηματοποιηθεί πια κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί μουσική σκηνή, αν και υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος. «Ένα βασικό πράγμα που λείπει είναι η “ενότητα” μεταξύ promoter, DJ, ομάδων και κλαμπ. Είμαι αισιόδοξος όμως. Το clubbing έχει αλλάξει πολύ, ειδικά αν σκεφτούμε πως παλαιότερα δεν υπήρχαν τα social media που καλώς ή κακώς σχηματίζουν μια κοινή γνώμη. Πριν από αυτά σχεδόν δεν ήξερες τι θα ακούσεις πηγαίνοντας σε ένα club ή έστω άκουγες πρώτα και έκρινες μετά».

Blue Lagoon

Για τον Blue Lagoon μάλλον δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Τον μάθαμε ως ιδρυτικό μέλος της ομάδας του Κορμοράνου αλλά δουλεύει ως DJ απ’ το 1997, με αποτέλεσμα να μην είναι υπερβολή να πει κανείς πως έχει παίξει σχεδόν σε κάθε άκρη της χώρας. Βασικά σημεία αναφοράς για τις μουσικές του επιλογές είναι οι Sonic Youth, o Prince κι οι Daft Punk, για να φτάσουμε στο σήμερα και τους Red Axes που ανυπομονεί να ακούσει στο φεστιβάλ. Η μεγάλη του εμπειρία πίσω απ’ τα decks, τον καθιστά ιδανικό για να μας μεταφέρει τη δικιά του ματιά για όσα συμβαίνουν στο συγκεκριμένο κομμάτι της μουσικής ζωής της πόλης. «Η εντύπωσή μου είναι ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει στην Ελλάδα μεγάλη άνθηση στα είδη της μουσικής που ακούω και με ενδιαφέρουν. Αλλά δεν βρίσκω στοιχεία ενιαίας σκηνής, κάτι που προσωπικά θεωρώ έως και θετικό, από την άποψη ότι μου φαίνεται πως οι “σκηνές” ναι μεν δίνουν μια γενικότερη ώθηση αλλά συνήθως καίγονται και σχετικά γρήγορα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι λείπει, ίσως κάποιο ενιαίο αισθητικό υπόβαθρο και κάποιο ικανό μέγεθος κοινού και τοπικής στήριξης».

Mr. Roussos

Το πρώτο μέρος το κλείνει ο έτερος βετεράνος του εγχώριου line up, ο resident DJ του six d.o.g.s. και του REVOLT!, Mr. Roussos. Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ηλεκτρονική μουσική στην τρυφερή ηλικία των 15 με αφετηρία την έκρηξη του acid house & techno στην Αγγλία στις αρχές των 90s ενώ θεωρεί εξίσου σημαντικές τις κυκλοφορίες που ήρθαν λίγο αργότερα απ’ τον Savvas Ysatis (ίσως ο πιο επιτυχημένος Έλληνας παραγωγός που γνώρισε η χορευτική μουσική της χώρας). Για τον ίδιο είναι ξεκάθαρη πια η ύπαρξη της ηλεκτρονικής σκηνής της πόλης, αποτέλεσμα της ευρύτερης αποδοχής που γνωρίζει η χορευτική μουσική σε όλο τον κόσμο. «Μέσα στην retromania που επικρατεί σε όλο τον πλανήτη, έτσι και το clubbing έχει επιστρέψει στις ρίζες του. Η άνοδος της ηλεκτρονικής μουσικής και κουλτούρας την τελευταία δεκαετία σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αρκετά διακριτή. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να βρίσκεται εκτός από όλο αυτό. Οπότε σαφώς και μπορούμε να μιλάμε για “σκηνή”. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τόσες επιλογές κάθε Σαββατοκύριακο για έναν clubber. Αυτό που λείπει κατά την γνώμη μου, πέρα ελάχιστων εξαιρέσεων, είναι χώροι με σωστά και ποιοτικά ηχοσυστήματα για να αναδεικνύουν τον ηλεκτρονικό ήχο όπως αξίζει να ακουστεί».

Kείμενο: Γιώργος Μιχαλόπουλος

Περισσότερα από την Absolut, εδώ.