Με αφορμή τη συνεύρεσή τους στα stage του ADD, κάποιοι απ’ τους ντόπιους συμμετέχοντες στο φεστιβάλ, μας συστήνονται και σχολιάζουν τη μουσική πραγματικότητα της πόλης σήμερα, εστιάζοντας στην εύλογη ερώτηση αν είναι καιρός πια να μιλάμε, έστω και διστακτικά, για την ύπαρξη μιας κάπως πιο συγκεκριμένης μουσικής σκηνής.
Analogue
Η ομάδα Analogue, δηλαδή οι a.metz, Mr. M και Jerm, ξεκίνησε την επαγγελματική της ενασχόληση με το DJing στις αρχές του 2000. Όσοι έχουν παρευρεθεί σε κάποια απ’ τις βραδιές που διοργανώνουν, θα ξέρουν ότι όλα περιστρέφονται γύρω απ’ το techno και τα παρακλάδια του, γι’ αυτό και δεν προκαλεί έκπληξη πως ανυπομονούν να δουν στο ADD τους Luke Slater, Speedy J και Terence Fixmer. Ως κύριες πηγές έμπνευσης αναφέρουν τους Jeff Mills, Ben Sims, Dave Clarke αλλά και τον εξαιρετικό παραγωγό απ’ το Σικάγο, DJ Rush. Αν και παρατηρούν κι αυτοί πως η ηλεκτρονική σκηνή στην πόλη είναι πια ευδιάκριτη, πιστεύουν ότι παραμένει ακόμα συρρικνωμένη μιας και ο κόσμος έχει συνηθίσει σε άλλους τρόπους διασκέδασης. «Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Στη “χρυσή εποχή” του clubbing, μέσα των 90s μέχρι και το 2004, η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα πάρτι, είτε ήταν σε club, αποθήκες ή σε κάποιο εξωτερικό DIY χώρο, ήταν πιο αγνή και ενθουσιώδης σε όλα τα επίπεδα. Ίσως επειδή ήταν και η αρχή κάτι καινούριου. Ύστερα πέρασε μια αρκετά “σκοτεινή” περίοδο και τώρα σιγά-σιγά ζει μία αναγέννηση αλλά σίγουρα με διαφορετικό ύφος και φιλοσοφία. Πιστεύουμε ότι η κουλτούρα της ηλεκτρονικής μουσικής πρέπει να υποστηριχτεί κι από την πολιτεία αλλά και να σταματήσει να θεωρείται σαν υποκουλτούρα από πολλούς. Η Αθήνα έχει σίγουρα τις υποδομές για να φιλοξενήσει νέες ιδέες επάνω σε αυτό το κομμάτι, αλλά δυστυχώς φαίνεται πως έχουμε αρκετό δρόμο μέχρι να αρχίσουν να υποστηρίζουν οι εκάστοτε Αρχές κάτι τέτοιο».
Videos by VICE
Anestie Gomez
Ο πολύ δραστήριος Anestie Gomez αγόρασε τα πρώτα του πικάπ το 2001 και χαρακτηρίζει την μουσική που του αρέσει να παίζει ως «techno και house με ιδιαίτερους ρυθμούς και minimal αισθητική, με το υπνωτικό και looped στοιχείο να είναι εμφανή». Μεγάλωσε ακούγοντας ψυχεδελικό και hard ροκ της δεκαετίας του ’70 και στην πορεία πέρασε στα 80’s και στο μέταλ των 90’s. Απ’τα εγχώρια ονόματα ξεχωρίζει το ντουέτο των Kreon και Lemos που τον ενέπνευσαν να αρχίσει να γράφει κι αυτός μουσική πριν από δέκα χρόνια περίπου, όπως και ο Lee Burton. Δεν πιστεύει πως υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ακριβώς σκηνή, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που καταλαβαίνουμε αντίστοιχες προσπάθειες σε πόλεις όπως το Βουκουρέστι και το Βερολίνο, αλλά σίγουρα υπάρχει κοινό που το ενδιαφέρει ο ηλεκτρονικός ήχος. «Από το 2011 που έχω γυρίσει ξανά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα, έχει υπάρξει μια σχετική κάμψη, η οποία σίγουρα έχει να κάνει και με την οικονομική κρίση αλλά, κακά τα ψέματα, η Αθήνα δεν ήταν ποτέ clubbing capital. Ίσως να συνέβαινε κάτι τέτοιο πριν το 2000 με τα μεγάλα rave party αλλά δεν ήμουν παρών για να μπορώ να επιβεβαιώσω κάτι τέτοιο. Είναι σχεδόν σίγουρο πως ο λόγος που δεν αναπτύσσεται σωστά μια οποιαδήποτε σκηνή στην Ελλάδα έχει να κάνει κυρίως με το πόσο δημοφιλής είναι η ελληνική μουσική στους νέους. Επίσης δεν θεωρείται κουλ κατά την άποψή μου το clubbing πλέον, οπότε είναι δύσκολο για την νεολαία που την ενδιαφέρει αποκλειστικά να κάνει “κουλ” πράγματα να ασχοληθεί με έναν πιο underground ηλεκτρονικό ήχο και να δημιουργηθεί σκηνή».
Κ.atou
Η Κατερίνα Μόρτζου ξεκίνησε να συλλέγει βινύλια ηλεκτρονικής μουσικής ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια κάτι που βλέπει ως «την εξέλιξη της αγάπης για την μουσική που είχα από μικρό παιδί, όταν χάλαγα το χαρτζιλίκι μου για να αγοράσω κασέτες και cd». Τη μουσική που προτιμά την χαρακτηρίζει πολύ απλά «χορευτική μουσική» ενώ επιρροές αναγνωρίζει στις σκηνές του Σικάγο, του Ντιτρόιτ και της Φρανκφούρτης. Από τα εγχώρια ονόματα ξεχωρίζει απ’τους παλαιότερους την Λένα Πλάτωνος και τον Βαγγέλη Κατσούλη ενώ απ’ τη νεότερη γενιά τους Lemos, Kreon, Ekkohaus και τον Πάνο Αλεξιάδη. Πιστεύει πως πάντα υπήρχε διαμορφωμένη μια σκηνή ηλεκτρονικής μουσικής απλά τώρα υπάρχουν περισσότερες επιλογές σε καθημερινή βάση αφού ανταποκρίνεται σε μια πόλη 5.000.000 κατοίκων.
Invisible People
Οι William Blake και Billy Bartok είναι παιδικοί φίλοι και ξεκίνησαν παρέα να πηγαίνουν στο ίδιο ωδείο όταν ήταν ακόμα μαθητές του δημοτικού. Η έκρηξη της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα τους πέτυχε στην εφηβεία και έκτοτε συνεχίζουν την ενασχόλησή τους με αυτή. Αν και τους καθόρισε το punk «έμπλεξαν» με την ηλεκτρονική μουσική αρχικά μέσω των φημισμένων Global Underground συλλογών και στην πορεία με τις κυκλοφορίες σε ετικέτες όπως Ultimae Records, Spiral Trax και Iboga Records. Απ’την εγχώρια παραγωγή «περισσότερο μας έχουν επηρεάσει οι παραδοσιακές μουσικές της χώρας και Έλληνες καλλιτέχνες από άλλα μουσικά ρεύματα παρά της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής. Μπορούμε να πούμε πως μοιραζόμαστε ένα κοινό τόπο και εμπειρίες με τους Hill of Vision και Ode». Οι ίδιοι δεν βλέπουν πως υπάρχει ηλεκτρονική σκηνή στην πόλη. «Το ότι υπάρχουν προσπάθειες και ομάδες που κάνουν events και έρχονται καλλιτέχνες στην Αθήνα σίγουρα είναι σημαντικό αλλά δεν φτάνει από μόνο του στο να δημιουργήσει σκηνή αντάξια των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών κέντρων. Δεν αρκούν μόνο τα πάρτι. Χρειάζεται να υπάρχει μια ενεργή κοινότητα που να μοιράζεται κοινό τόπο, σκέψεις, ανησυχίες, ανάγκη για έκφραση και δημιουργία και το κυριότερο: την πρόσβαση στα μέσα και τους χώρους. Δισκογραφικές, μαγαζιά με βινύλιο, synths, studio, γενικά μια ζωντανή κατάσταση. Στην Ελλάδα της κρίσης όλα αυτά μοιάζουν σαν ένα ακριβό χόμπι και δεν έχουν γίνει ακόμη μέρος της κουλτούρας μας».
Kείμενο: Γιώργος Μιχαλόπουλος
Περισσότερα από την Absolut, εδώ.