Οι Fer De Lance είναι από τα hip-hop συγκροτήματα που θα ανέβουν στο stage με τόση ενέργεια που, ακόμη κι αν κάποιος δεν τους γνωρίζει, σίγουρα μετά το live θα ψάξει να τους τσεκάρει. Ο Δημήτρης, ο Άλεξ και ο Dj Moya συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται, δημιουργώντας αυτό το μίγμα που σε κάθε του εμφάνιση παρασύρει σαν χείμαρρος το κοινό. Έχει τύχει να τους συναντήσω σε πολλά live και πάντα η επίγευση είναι ίδια. Σκάνε σαν buffalo soldiers, με ένταση και ανατριχίλα.
Όταν μπει κανείς σε διαδικασία να τους γκουγκλάρει, το μόνο που υπάρχει σαν πληροφορία είναι η μουσική τους, καθώς επιλέγουν να μη δίνουν συχνά συνεντεύξεις. Οι στίχοι τους μιλάνε για όλα εκείνα που πρεσβεύουν και εκπροσωπούν, οπότε τα λόγια περισσεύουν.
Videos by VICE
Κάπου μέσα στα στενά της Ηλιούπολης βρίσκεται το studio που έχουμε δώσει ως σημείο συνάντησης. Η πόρτα ανοίγει, ο Δημήτρης και ο Άλεξ μας υποδέχονται. Καθόμαστε απέναντι και ξεκινάμε να συζητάμε για το ραπ, τη γειτονιά τους, την πορεία τους, τις παθογένειες της σκηνής, την τραπ, τον κοινωνικοπολιτικό στίχο, τις προσωπικές τους φυλακές και τα επόμενα βήματά τους.
Η ιστορία τους με τη μουσική ξεκινά από παλιά, όταν ήταν ακόμα έφηβοι. Μεγάλωσαν κι οι δύο στην Ηλιούπολη, μια γειτονιά στην οποία τότε δεν υπήρχε έντονα το ραπ στοιχείο, όμως κάπως οι δρόμοι τους ενώθηκαν και οδηγήθηκαν σε αυτό. «Εάν δεν ήμουν στην Ηλιούπολη, μπορεί να μην έκανα μουσική», εξηγεί ο Άλεξ. «Το πρώτο μου κουπλέ το έγραψα στην πέμπτη δημοτικού. Τότε δεν υπήρχε σαν ήχος στ’ αυτιά μου ελληνικό hip-hop. Σε κάποια φάση άκουσα Razastarr και ένιωσα ότι ανακάλυψα τη Γη. Εκείνη την εποχή πηγαίναμε κάθε βράδυ στην πλατεία και ξέραμε ότι θα βρούμε άλλα 30 άτομα.
»Μια φορά που χώναμε κουπλέ στη σειρά, ήρθε και με έπιασε ο Άυλος από τους Ψυχόδραμα που ήταν τυχαία εκεί. Τότε ήμουν 17 χρονών. Με είχε ρωτήσει ποιος μου φτιάχνει τα beats και πού ηχογραφώ. Του είπα ότι γράφω μόνο στο τετράδιό μου. Μου έδωσε το κινητό του, βρεθήκαμε, μου έφτιαξε το πρώτο beat, ηχογράφησα και ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα που κρατά ακόμα. Είχε διαμορφώσει δική του σχολή στα beats, ήταν ο δάσκαλός μου, με πήρε από κοντά, μου έδειξε πως να κάνω rec, τα πάντα».
«Η γειτονιά μας έπαιξε σίγουρα ρόλο στη μουσική μας κουλτούρα. Και η δική μου ιστορία είναι παρόμοια, αφού γνώρισα τον Άυλο όταν ήμουν 15 και μου έδωσε το πρώτο cd που είχε κομμάτια από Ψυχόδραμα, που δεν υπήρχαν πουθενά εκείνη την περίοδο. Το άκουσα και αποφάσισα ότι θέλω να κάνω αυτήν τη μουσική. Ήταν ό,τι πιο αλητεία και ταυτόχρονα ό,τι πιο σοβαρό υπήρχε τότε, είχε τεράστια επιρροή πάνω μου», αναφέρει ο Δημήτρης.
«Το πρώτο μου CD ήταν Eminem. Αργότερα ξεκίνησα να ακούω γαλλικό ραπ, NTM, Shurik’n. Μου άρεσε που ήταν πιο σκοτεινό, γούσταρα τις παραγωγές με βιολιά και πιάνο που αποπνέουν μια μελαγχολία. Ήταν η πρωτοτυπία του γαλλικού hip-hop, προσπαθούσε να δώσει ένα συναισθηματισμό, ένα feeling, τον πόνο μέσα σε αυτές τις μελωδίες και τη σκοτεινιά. Και από ελληνικό ραπ άκουγα – ΖΝ, Άλφα Γάμα, Terror X Crew, FFC», λέει ο Άλεξ. «Βέβαια από μικρός είχα στο σπίτι αντιγραφικό και ό,τι έπεφτε στα χέρια μου σε CD το αντέγραφα. Η πρώτη μου σχέση με ηχοληψία και παραγωγή, ήταν γύρω στα 14. Προσπαθούσα να φτιάξω κάτι δικό μου, έπαιρνα beat instrumental από CD και τα ράπαρα. Μετά βρήκα ένα φίλο ηχολήπτη που μου έδειξε μερικά βασικά πράγματα και το εξέλιξα μόνος, χωρίς να διαβάσω ή να πάω σε κάποια σχολή», προσθέτει ο ίδιος. «Τότε υπήρχαν κάποια δισκάδικα. Θυμάμαι να αγοράζω ένα των NEBMA και ένα CD που είχε το “P.I.M.P” του 50cent. Και ως πιτσιρικάς είχα κάψει το “Modus Vivendi” από 070Shake», προσθέτει.
Οι δυο τους γνωρίζονταν λόγω γειτονιάς και συναντήθηκαν απρόσμενα, όταν ο Άλεξ είχε πάει να κάνει back σε ένα live του Δημήτρη. Έτσι ήρθαν πιο κοντά. Ο Δημήτρης πήγε Λαμία για σπουδές, ενώ ο Άλεξ δούλευε κομμάτια με τον Άυλο και τον Αλλοπρόσαλο, τα οποία δεν βγήκαν ποτέ. «Μπορεί να φαίνεται κομπλεξικό, αλλά δεν ήθελα να βγω στη φόρα από feat, ήθελα να το καταφέρω μόνος μου», παραδέχεται ο Άλεξ. «Λεγόμουν Σκιά ενός ανθρώπου τότε. Κάποια στιγμή βγάλαμε το “Κανείς και Τίποτα” – ένα collab με Άυλο, Νεκρό Παλμό και Προπάτωρ, το οποίο χτύπησε 150.000 views, που τότε ήταν big thing. Σε κάποια φάση με άκουσε ο Δημήτρης, μου έδωσε respect και αρχίσαμε να έχουμε στενότερη επαφή. Πήγα στη Λαμία να τον βρω, τότε έμενε με το crew, την παρέα των ΒηταΠεις, που ήταν Γαλατσιώτες. Όταν επέστρεψε, εγώ δούλευα σε ένα καφενείο. Ήρθε και πίναμε ρακές, οινόμελα και αρχίσαμε να ραπάρουμε. Ένα μεσημέρι ήμασταν σπίτι του, βάλαμε μια λούπα από το Ίντερνετ, χώναμε κουπλέ και μετά από δύο ώρες πήγαμε στο studio για ηχογράφηση. Ήταν το πρώτο μας κομμάτι το 2012», λέει ο Άλεξ. «Και βγήκε μετά από ενάμιση χρόνο, το καλοκαίρι του 2014», προσθέτει ο Δημήτρης. «Τότε δεν σκοπεύαμε να κάνουμε συγκρότημα, δεν είχαμε καν όνομα, ενώ είχαμε ήδη τρία-τέσσερα κομμάτια έτοιμα φιξαρισμένα για τα οποία είχαμε φάει ώρες ατελείωτες στο studio. Μετά καταλάβαμε ότι θέλουμε να το κάνουμε πιο σοβαρά», συμπληρώνει.
Κάπως έτσι πήραν υπόσταση ως Fer De Lance, που σημαίνει «αιχμή του δόρατος» στα γαλλικά. Ήθελαν ένα όνομα που να ηχεί ωραία και ταυτόχρονα να αναδεικνύει τις επιρροές από το γαλλικό ραπ. «Θέλαμε ένα όνομα εύηχο και τελικά βρήκαμε το πιο δύσκολο. Δεν είναι catchy» λέει ο Άλεξ περιπαικτικά. Η δική τους πραγματικότητα, οι δυσκολίες, οι προβληματισμοί και τα συναισθήματά τους, αυτά που βιώνουν και τους καταπιέζουν, είναι εκείνα που τους δίνουν πηγαία έμπνευση για να μιλήσουν μέσα από το στίχο τους.
VICE: Πόσο εύκολο είναι να ζήσει κάποιος από το hip-hop στην Ελλάδα; Θα θέλατε να είναι αυτή η βασική σας δουλειά;
Δημήτρης: Υπάρχουν κάποια συγκροτήματα που ζουν για μια περίοδο από το ραπ, αλλά αν το σταματήσουν θα πρέπει να κάνουν άλλη δουλειά. Και ακόμη λιγότερα -ένα 20% από όσους έχουν εδραιωθεί- που μπορεί να ζήσουν για άλλα 30 χρόνια. Προσωπικά ζω από την ηχοληψία τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Άλεξ: Ζεις ή θα ζήσεις; Έχει τεράστια διαφορά. Πιστεύω ότι θα γίνει η βασική μου δουλειά. Θα φανεί στην πορεία, από το υλικό που ετοιμάζω και θα ακούσετε σύντομα. Είναι η πρώτη φορά που θαυμάζω κάτι που έχω δημιουργήσει. Γενικά είμαι πολύ σκληρός κριτής του εαυτού μου.
Τι δουλειές έχετε κάνει;
Άλεξ: Εγώ δουλεύω στην εστίαση, είμαι barista σε μαγαζί στη Νέα Σμύρνη. Για οκτώ μήνες ήμουν εναερίτης μηχανικός σε γερανούς, σε ένα εργοστάσιο αλουμινίου στη Χαλκίδα. Καθημερινά ξυπνούσα 4.30 το πρωί, 5.20 έφευγε το πούλμαν από την Πλατεία Βάθης και γυρνούσα σπίτι μου στην Ηλιούπολη στις 10.30 το βράδυ. Είχα λεφτά και τα καλύτερα ένσημα, αλλά δεν είχα τίποτα άλλο. Έχω δουλέψει σε οικοδομή, ως μαρμαράς, ως βενζινάς, ως πωλητής σε ένα μαγαζί στην Πλάκα.
Δημήτρης: Εγώ ξεκίνησα να δουλεύω στα 14 στην ταβέρνα της νονάς μου και έχω δουλέψει ως σερβιτόρος σε πολλά μαγαζιά. Και ταξιτζής.
«Ζούμε σε κελιά χωρίς κάγκελα», λέτε σε έναν στίχο σας. Ποιες είναι οι δικές σας προσωπικές φυλακές και πώς απεγκλωβίζεστε;
Άλεξ: Η φυλακή αλλάζει συνεχώς αλλά υπάρχουν στιγμές pure, γνήσιας ελευθερίας. Εμένα η δική μου φυλακή ήταν τα ναρκωτικά. Έφυγα από αυτή με τη βοήθεια ανθρώπων που είχα κοντά μου και με αγωγή από ψυχίατρο. Βγαίνοντας συνειδητοποίησα ότι η φυλακή μου ήταν οι άνθρωποι, όχι οι ουσίες. Δένεσαι μαζί τους με πάρα πολλούς τρόπους, τους συνδέεις με μέρη, με συνήθειες, με εκφράσεις, με τα πάντα. Άρα, για μένα ο άνθρωπος είναι ο μεγαλύτερος εθισμός.
Απεγκλωβίζομαι με φίλους, με μουσική, με εργασιοθεραπεία. Δεν μπορώ να μη δουλεύω, θέλω να έχω κάτι να με γειώνει, να πατάω στη γη. Ακόμα και αν βγάλω λεφτά από τη μουσική δεν θα σταματήσω να δουλεύω, απλά θα κόψω μεροκάματα για να έχω περισσότερο χρόνο στο studio.
Δημήτρης: Σε κάθε περίοδο η προσωπική μου φυλακή αλλάζει, δεν είναι πάντοτε ίδια. Πας από κελί σε κελί. Αυτά που με απεγκλωβίζουν είναι η μουσική και ο σκύλος μου.
Ποια είναι τα συστατικά στοιχεία που σας δένουν σαν δίδυμο και ποια είναι εκείνα που σας κάνουν να αλληλοσυμπληρώνεστε;
Δημήτρης: Αρχικά ήμασταν φίλοι, που είναι πολύ σημαντικό. Έχουμε μοιραστεί πολλά, ξέρουμε ο ένας τον άλλον. Με το που βγαίνουμε στο stage έχουμε δουλέψει τόσο μαζί, που ακόμα και χωρίς πρόβα βγαίνει αβίαστα. Έχουμε κοινά ενδιαφέροντα και κοινά πιστεύω, αλλά έχουμε περάσει κι εμείς τις κρίσεις μας.
Άλεξ: Ήταν η χημεία που είχαμε εξ’ αρχής. Προφανώς έχουμε περάσει κρίσεις, όπως όσοι έχουν καθημερινή τριβή. Επί έξι-επτά χρόνια ήμασταν μαζί για άπειρες ώρες καθημερινά, ξέρει τα πάντα για μένα. Είδε όλα μου τα σκατά, έφαγε όλη μου τη «μαυρίλα».
Κάθε φορά που ανεβαίνετε στο stage, ένα από τα στοιχεία που σας κάνει να ξεχωρίζετε είναι η εκρηκτική ενέργεια που βγάζετε. Νιώθετε ανάλογη ενέργεια κι από το κοινό; Ποια είναι τα συναισθήματά σας εκείνη τη στιγμή;
Άλεξ: Το live performance έχει να κάνει με τον τρόπο που βλέπουμε τη μουσική, τόσο ξεχωριστά όσο και σαν δίδυμο. Υπάρχει διαφορετικότητα, αλλά έχουμε κοινό δρόμο όταν ανεβαίνουμε στη σκηνή. Εξάλλου δεν γίναμε γνωστοί από τα κομμάτια. Ήμασταν απλά ο Μήτσος και ο Άλεξ που είχαμε ένα κούτελο στη γειτονιά και ο κόσμος μάς σεβόταν πριν κάνουμε μουσική.
Όταν φτιάξαμε το συγκρότημα και μαθεύτηκε, μας καλούσαν σε πολλά live του χώρου. Οπότε έχουμε ζήσει άπειρα live που δεν ακούγαμε ούτε χειροκρότημα, αλλά πάντα δίναμε το 1000%, είτε παίζαμε για 10 άτομα, είτε για 500. Μπορεί να μη βλέπαμε καν το κοινό, να ραπάραμε με κλειστά μάτια ή κοιτώντας το απέραντο. Ήταν η κάβλα μας να βγούμε να παίξουμε. Μετά από τόσες πρόβες, όταν βγαίνεις live, δεν σκέφτεσαι τίποτα, βγαίνει πηγαία.
Είμαστε τελείως διαφορετικοί, αλλά και παρόμοιοι ταυτόχρονα. Δένω με τον Μήτσο και αυτός δένει με μένα. Εγώ είμαι περισσότερο showman, ο Μήτσος είναι πιο καλός στο μικρόφωνο, έχει πνευμόνι και επικοινωνία με τον κόσμο. Αν πω εγώ στο κοινό να χειροκροτήσει, θα χειροκροτήσουν οι μισοί, αν το πει ο Μήτσος θα χειροκροτήσουν όλοι.
Δημήτρης: Εγώ είμαι σε μία περίοδο της ζωής μου που μόνο όταν παίζω live τα ξεχνάω όλα. Απελευθερώνομαι 100%, δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο, ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Δεν υπάρχει άλλη στιγμή στη ζωή μου που να μπορώ να το κάνω αυτό. Εκεί ζω κανονικά.
Στα live υπάρχουν μεγάλες ηλικιακές αποκλίσεις – από παιδιά γυμνασίου μέχρι ανθρώπους άνω των 40. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το σημείο ταύτισης ατόμων με χάσμα γενεών στη ραπ;
Δημήτρης: Το ραπ μιλάει σε όλες τις ηλικίες και αυτό είναι πολύ καλό. Κάθε στίχο θα τον καταλάβω αλλιώς σε κάθε ηλικία. Επίσης το κλίμα στα live είναι πολύ καλό και οι γονείς των παιδιών θα έπρεπε να είναι ήσυχοι. Είναι οι πιο ασφαλείς συναυλίες, δεν παίζει πολύ αλκοόλ, ούτε πολλά ναρκωτικά και φασαρίες. Το χειρότερο είναι να λυποθυμήσει κάποιος αν έχει πολύ κόσμο. Το hip hop σαν κουλτούρα δεν έχει ηρωΐνες ή κόκες, που έχουν άλλα είδη μουσικής, όπως η psychedelic, που το κοινό «κουμπώνεται». Δίνει περισσότερες αξίες και ιδανικά στα παιδιά μέσω του στίχου του.
Ο εαυτός σας όταν ήσασταν πιτσιρικάδες θα ήταν περήφανος γι’ αυτό που είστε σήμερα;
Άλεξ: Αν μπορούσε ο οκτάχρονος εαυτός μου να μου πει κάτι τώρα, θα έλεγε «είσαι πολύ ηλίθιος αγόρι μου». Αλλά θα χαιρόταν που το παλεύω σαν σκύλος.
Δημήτρης: Επαναστάτης και ποδοσφαιριστής ήθελα να γίνω όταν ήμουν μικρός, αλλά δεν τα κατάφερα. Προσπαθώ με τη μουσική. Πέρα από την πλάκα, ήθελα να το ζήσω αυτό. Να γνωρίσω τους ανθρώπους που άκουγα και θαύμαζα ως πιτσιρικάς, να κάνω παρέα μαζί τους, να τους απομυθοποιήσω. Έκανα φιλίες, σχέσεις, παρέες μέσα από τη μουσική. Είναι μια νέα ζωή, μια επιλογή που στηρίζω και προχωράω με αυτήν. Σίγουρα κάποια όνειρα τα έχουμε πετύχει, κάποια άλλα όχι. Το σημαντικότερο είναι ότι προσπαθούμε και ότι κάνουμε μουσική πρώτα για την πάρτη μας και μετά για όλους τους υπόλοιπους.
Ποια είναι η γνώμη σας για τον τρόπο που είναι διαμορφωμένη η hip-hop σκηνή; Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι παθογένειές της;
Δημήτρης: Εγώ πιστεύω ότι τώρα αρχίζουν και φτιάχνονται σωστές βάσεις στη ραπ σκηνή. Παλιά ο καθένας έκανε αυτό που πίστευε διότι δεν υπήρχε πρόσβαση στη μουσική, ενώ τώρα τα καινούργια παιδιά έχουν τρομερές επιρροές και ερεθίσματα. Ο δρόμος είναι εύκολος για όσους θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά. Ωστόσο θεωρώ λάθος ότι κάποιοι επιλέγουν να πάρουν ένα beat από Youtube ή να δώσουν 100 ευρώ για να το αγοράσουν από παραγωγό, αντί να φτιάξουν ένα crew με beatmaker και Dj. Βολεύονται στην ευκολία και δεν βγαίνει το αποτέλεσμα που πρέπει.
Άλεξ: Παθογένεια στο ραπ υπήρξε από τη γέννησή του, σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι μια μουσική που έχει πολύ κομπλεξισμό και μισογυνισμό. Αν ακούσεις κομμάτια του Biggie και του Tupac, έχουν έντονα αυτά τα στοιχεία. Αλλά ήταν top και τους σέβονται όλοι, από τον underground μέχρι τον trapper. Δηλαδή δεν μπορώ να κρίνω μόνο τους trapper στην Ελλάδα και αυτό το mainstream που πουλάει και το κράζει πολύς κόσμος. Αυτό υπήρχε πάντα.
Βέβαια τώρα είναι διαφορετική η συνθήκη, γιατί υπάρχει έντονα και το political correct.
Άλεξ: Το έχω σκεφτεί. Όμως συνειδητοποίησα ότι η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες που το ραπ δεν έχει γεννηθεί από πρόσφυγες. Στην Αμερική και τη Γαλλία γεννήθηκε από τους πρόσφυγες, δεν ράπαραν οι Γάλλοι ή οι Αμερικάνοι. Και ειδικά η μαύρη κουλτούρα που αγαπώ πολύ, τα πιο φτωχά στρώματα, έχουν ένα κομπλεξισμό και μία ανασφάλεια που βγαίνει προς τα έξω. Επειδή για χρόνια δεν έχουν, όταν αποκτούν θέλουν να το δείξουν. Βλέπεις τεράστια chains, μια υπερβολή και νομίζω ότι έχει βγει και στην κουλτούρα της μουσικής αυτό κι έχει έρθει στην Ελλάδα.
Πολλοί από τους στίχους σας έχουν στον πυρήνα τους την ταξική πάλη, είναι antifa, αντισυστημικοί. Η τέχνη για εσάς οφείλει να εκφράζει πολιτική θέση και να διαπνέεται από την ιδεολογία του καλλιτέχνη;
Άλεξ: Έχουμε κοινωνικοπολιτικά κομμάτια, γράφουμε ό,τι μας επηρεάζει από την κοινωνία που ζούμε. Βέβαια τα τραγούδια που θα βγάλω, ειδικά το EP, εκφράζει καθαρά προσωπικά μου θέματα. Ο καθένας καλό θα ήταν να γράφει για την πραγματικότητά του, για την αλήθεια του. Μπορεί να ζούμε δίπλα και να έχουμε εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες.
Δημήτρης: Δεν οφείλει! Εμείς γράφουμε κοινωνικά για όσα μας προβληματίζουν την περίοδο που τα γράφουμε. Ό,τι ζεις και όσο ζεις, το γράφεις. Όταν κάποιος βγάζει πολλά λεφτά από τη μουσική του, αυτό θα γράψει. Θα ήταν υποκριτικό να γράψει κάτι που δεν έχει βιώσει, εάν έχει εντελώς διαφορετικό lifestyle.
Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι η trap έχει απήχηση σε κοινά που δεν έχουν σημεία ταύτισης με αυτή;
Δημήτρης: Η trap δείχνει την ψευδαίσθηση του τι θα μπορούσες να γίνεις άμα είχες λεφτά. Έχει απήχηση λόγω του promotion. Υπάρχουν trappers που τους ξέρει όλη η Ελλάδα και υπάρχουν trappers, πολύ καλύτεροι, που δεν τους ξέρει κανείς. Είναι marketing και σχετίζεται και με το πώς νίκησε το ραπ τις υπόλοιπες μουσικές στην Ελλάδα. Αυτοί πάνε από μπουζούκια μέχρι επιδείξεις μόδας. Όποιος κυνηγάει τα λεφτά, θα πάει παντού για τα λεφτά. Κάνει τη δουλειά του, δεν πρέπει να τον κρίνεις. Αυτό που πρέπει να κρίνουμε, είναι αυτό που προωθεί το σύστημα. Αυτό το ακούς, θες δεν θες. Σου σκάει διαφήμιση στο κινητό, παντού. Είναι ένα παιχνίδι των ίδιων εταιρειών που υπήρχαν από τα ’90s, των ανθρώπων που κάνουν κουμάντο στη μουσική και έφεραν ένα καινούργιο ρεύμα. Οπότε αυτοί που κάνουν τα χατίρια της μουσικής βιομηχανίας προωθούνται, κάνουν νούμερα, έχουν λεφτά.
Ένας στίχος σας που σας χαρακτηρίζει ως ανθρώπους;
Άλεξ: Ένας στίχος μας που εκφράζει την προσωπικότητά μου είναι πως «ο επιμένων νικά γενικά». Αυτό.
Στα social media παίρνετε θέση;
Δημήτρης: Εγώ χρησιμοποιώ τα social κυρίως για τη μουσική. Αν δεν είχα τη μουσική, μπορεί να μην είχα καν Instagram. Γενικά θεωρώ υποκριτικό το Διαδίκτυο. Δεν σημαίνει ότι είσαι κάτι επειδή το δηλώνεις.
Άλεξ: Ανάλογα, όπως μου κάτσει. Είμαι πίσω στο κομμάτι των social. Προσπαθώ να κρατάω επαφή με τον κόσμο και να κάνω promo στον εαυτό μου. Γενικά δεν μου λέει κάτι αν δω ένα post. Έχει σημασία τι κάνεις στην πραγματική ζωή, αν έχεις δράση, αν κινείσαι μέσα στον χώρο. Να κάνεις πράγματα για την πάρτη σου που μπορεί να μη μάθει ποτέ κανείς.
Τα νούμερα σάς δίνουν κίνητρο για να συνεχίσετε ή σας περνούν αδιάφορα;
Άλεξ: Αν με ένοιαζαν τα νούμερα, δεν θα δούλευα με τόσο πάθος.
Δημήτρης: Τα νούμερα σίγουρα σε χαροποιούν, σου δίνουν ικανοποίηση, κίνητρο και ένα μεροκάματο. Το Spotify πληρώνει καλύτερα απ’ το Youtube, οπότε μπορείς να έχεις έξτρα εισόδημα. Απλά δεν πρέπει τα νούμερα να γίνουν αυτοσκοπός. Πρέπει να κάνεις μουσική γιατί τη γουστάρεις, να ψάχνεσαι, να εξελίσσεσαι και να ακούς συνέχεια καινούργια μουσική, αν θέλεις να γίνεις ράπερ. Τα social είναι κάτι που έχει ενσωματωθεί τα τελευταία χρόνια. Οι μουσικοί παλιά ήταν κάτι τύποι που κλείνονταν στα studio για ώρες και εξαφανίζονταν. Πλέον μπορείς να βρεις όποιον θέλεις.
Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο ακραία καταστολή, φίμωση, βία, προσωπική και επαγγελματική ανελευθερία, παρακολουθήσεις. Ποια είναι η δική σας διέξοδος κόντρα στη δυστοπία που ζούμε;
Δημήτρης: Δυστυχώς, διέξοδος δεν υπάρχει. Είμαστε μέσα σε ένα παιχνίδι. Καλό είναι να μπορείς να βρίσκεις πράγματα στη ζωή σου που σε κάνουν να νιώθεις ελεύθερος, ακόμα και αν καίγεται ο κόσμος. Και αν μπορείς να δίνεις κάτι μέσα από αυτό, ακόμα καλύτερα. Εγώ πιστεύω ότι έχουμε επηρεάσει αρκετό κόσμο να εξελιχθεί το hip-hop, να γίνει πιο τεχνικό, να βάλει μελωδίες. Όταν γράφω κάτι, σκέφτομαι ότι θέλω να επηρεάσει θετικά αυτόν που το ακούει.
Άλεξ: Και έχουμε επηρεάσει ανθρώπους στον τρόπο σκέψης τους, όπως επηρεαστήκαμε από τους παλιότερους. Ο πατέρας μου δούλευε όλη μέρα, η μητέρα μου είναι πολύ απλή γυναίκα και δεν έχει σπουδάσει, οπότε η μουσική μου έδωσε πολλές αξίες και ιδανικά. Όλη η γενιά των Ψυχόδραμα, Razastarr, FFC με έχει διαμορφώσει.
Το καλύτερο live που έχετε δώσει;
Άλεξ: 15 Φεβρουαρίου 2019, η παρουσίαση του δίσκου μας στο An Club. Εκεί ήταν γύρω στα 750 άτομα, αλλά ήταν δικοί μας, ήρθαν να ακούσουν τον Άλεξ, τον Μήτσο και τον Dj Moya. Έχουμε παίξει και με 15.000 κόσμο, αλλά δεν μου λέει κάτι το τεράστιο κοινό. Είναι διαφορετικό το συναίσθημα να ραπάρεις στο κοινό σου.
Ποια είναι τα επόμενά σας βήματα;
Άλεξ: Τον Ιανουάριο θα βγάλω ένα single, τον Φεβρουάριο ένα EP με πέντε κομμάτια με προσωπικά μου θέματα. Αργότερα θα βγάλω ακόμη ένα single, που θα είναι 100% καγκούρικο και θα σε προετοιμάσει για τον δίσκο που θα βγει. Έχω δύο οπτικές μέσα μου: τον πιο σκεπτόμενο και ρομαντικό, και τον κάγκουρα. Γράφουμε κοινωνικοπολιτικά αλλά είμαστε και κάγκουρες. Έχουμε κάνει νταραβέρια, τσαμπουκάδες, κλεψιές. Απλά, τώρα θα στα πω με το δικό μου τρόπο. Έχω εξελιχθεί πολύ. Πλέον θα ακούσετε κάτι άλλο από τον Άλεξ.
Δημήτρης: Εγώ έβγαλα πέρυσι τον δίσκο «Αδρεναλίνη». Τώρα έχω γράψει δύο κομμάτια που θα μπουν σε δίσκους φίλων (ένα για το EP του Άλεξ) και έχουμε ξεκινήσει ένα project με τον Κάτοχο που θα βγει μετά την άνοιξη.
Αν μπορούσατε να βάλετε έναν στίχο ως τίτλο στη σημερινή πραγματικότητα, ποιος θα ήταν αυτός;
Δημήτρης: «Η αγάπη θα μείνει, μην πουληθείς για το χρήμα». Αυτός ο στίχος με εκφράζει και γι’ αυτό παλεύω. Να κρατήσω καθαρές κάποιες αξίες και ιδανικά μέσα σε μία κοινωνία που τα πάντα κινούνται από το χρήμα.
Ακολουθήστε την Άντυ στο Instagram.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
«Σε Όλους μας Έχει Συμβεί Ένα Περιστατικό» – Οι Νέοι Ρομά Αισθάνονται Φόβο και Οργή
Η Μαριάννα Κάνει Podcast για Εγκλήματα που Δεν Υπάρχουν στο Διαδίκτυο
«Δεν θα Ξεχάσω Όταν τα ΜΑΤ Έκαναν Έφοδο στο Κελί μου» – Πώς Έσπασα τη Ρουτίνα της Φυλακής