Ο ήλιος είχε δύσει την ώρα που η αεροσυνοδός έπιασε από το χέρι την Ιωάννα Γαβρίλου και την οδήγησε στο πιλοτήριο του αεροπλάνου. Έξω το σκοτάδι ήταν πηχτό, όμως το πιλοτήριο ήταν γεμάτο πολύχρωμα λαμπάκια. Η Ιωάννα ήταν έξι χρονών και ένιωθε μαγεμένη από την πρωτόγνωρη εικόνα. Αυτό ήταν το πρώτο της ταξίδι με αεροπλάνο. Ήταν μεγάλο και μοναχικό, αφού ταξίδευε ως ασυνόδευτο ανήλικο από την Αυστραλία, όπου έμενε με την οικογένειά της, στην Ελλάδα. Ήταν, όμως, καθοριστικό. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα θα έμπαινε σε αεροπλάνο της Saυdia, αυτήν τη φορά με την ιδιότητα της αεροσυνοδού.
Η Μάγδα Καστάνη ταξίδεψε με αεροπλάνο σε μεγαλύτερη ηλικία, όμως ο ενθουσιασμός της έμοιαζε με αυτόν ενός παιδιού. Παρατηρούσε με θαυμασμό τις αεροσυνοδούς του πληρώματος: ήταν περιποιημένες, γεμάτες αυτοπεποίθηση και είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο. Στην ηλικία των 18 και κρυφά από τους γονείς της, η Μάγδα έκανε αίτηση σε διάφορες αεροπορικές εταιρείες για τη θέση της αεροσυνοδού. Τελικά, προσελήφθη σε μία αμερικάνικη charter με βάση το Κάιρο. Στους γονείς της είπε ότι φεύγει για μία εκπαίδευση και ότι θα γυρίσει σύντομα. Τους είπε την αλήθεια μετά, από γράμματα. Ο πατέρας της ήταν ναυτικός και δεν ήθελε να λείπει και δεύτερο μέλος της οικογένειας σε ταξίδια. Σύντομα η βάση της μεταφέρθηκε στην Τζέντα, στη Σαουδική Αραβία και λίγο αργότερα η Μάγδα έγινε μέλος του πληρώματος της Saudia.
Videos by VICE
Η Αθηνά Δραγώνα μπήκε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο στην ηλικία των 17. Πετούσε από την Ελλάδα στην Αμερική, όπου θα έμενε για τα επόμενα 11 χρόνια της ζωής της. Την είχε συνεπάρει το ταξίδι, σκεφτόταν πόσο τυχερό ήταν το προσωπικό που μπορούσε να ταξιδεύει διαρκώς. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, άκουσε ότι μία αμερικανική αεροπορική εταιρεία έκανε προσλήψεις αεροσυνοδών. Ήταν η ίδια εταιρεία που είχε προσλάβει και τη Μάγδα. Πήρε τη δουλειά, όμως η βάση ήταν στην Τζέντα.
«Μικρά κορίτσια ήμασταν, δεν μας ένοιαζε»
Και οι τρεις έζησαν και δούλεψαν για μερικά χρόνια στη Σαουδική Αραβία, σε ένα πλαίσιο που οι ίδιες περιγράφουν ως «περιοριστικό». Έμεναν σε ένα compound, ένα συγκρότημα διαμερισμάτων με περιποιημένα δωμάτια, εστιατόριο και πισίνες. Ωστόσο, ένας τοίχος τριών μέτρων, ένας φύλακας και ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο περιόριζαν τη μετακίνηση των γυναικών. Οι αεροσυνοδοί υπέγραφαν όταν έμπαιναν και όταν έβγαιναν από τις κατοικίες. Δεν μπορούσαν να επιστρέψουν μετά τις 12 το βράδυ, ούτε να κυκλοφορήσουν με κάποιον άνδρα, αν δεν ήταν συγγενής ή σύζυγός τους.
«Αν δεν ήσουν στο compound πριν τις 12 και είχες μείνει σε κάποιον άνδρα, ήταν λόγος να σε διώξουν από τη Saudia», θυμάται η Μάγδα. Την ίδια τύχη είχαν και οι γυναίκες, παντρεμένες ή ανύπαντρες, που έμεναν έγκυες: «Θεωρούσαν ότι μία γυναίκα πρέπει να κάτσει στο σπίτι να φροντίσει τα παιδιά της και όχι να τρέχει με τα αεροπλάνα. Δεν τους ένοιαζε αν ήσουν ξένη, ούτε σε έπαιρναν ξανά μετά», συμπληρώνει.
Με τον ίδιο τρόπο θυμάται και η Ιωάννα τη ζωή της στη Σαουδική Αραβία. «Ήταν μία χώρα με πολλούς περιορισμούς. Κοριτσάκια εμείς τότε, το μυαλό μας ήταν να γλεντήσουμε, αλλά αυτά τα πράγματα απαγορεύονταν».
Στην Ελλάδα επέστρεφαν στα ρεπό τους. Η Μάγδα μού λέει ότι στην Αθήνα έκανε ό,τι ήθελε. «Έμενα με τους δικούς μου, έκανα τις δουλειές μου, έβγαινα όποτε ήθελα. Όταν όμως πηγαίναμε προς τα κάτω, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Δεν μας ένοιαζε, όμως. Το παίρναμε στην πλάκα. Και στο πλήρωμα είχαμε γίνει όλες φίλες. Μικρά κορίτσια ήμασταν, δεν μας ένοιαζε. Ξέραμε ότι είναι κάτι παροδικό».
Πράγματι, η Μάγδα, η Ιωάννα και η Αθηνά επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά από τρία, δύο και πέντε χρόνια αντίστοιχα. Συναντήθηκαν ξανά στην Ολυμπιακή, όπου και εργάστηκαν για δύο δεκαετίες, μέχρι τη σύνταξή τους.
Πυροσβεστήρας, τσεκ
Όπως μου εξηγούν, η Ολυμπιακή ζητούσε συνήθως αεροσυνοδούς με προϋπηρεσία. Έπρεπε να έχεις τελειώσει Γυμνάσιο ή Λύκειο και να μιλάς με άνεση μία με δύο ξένες γλώσσες. Ειδικά τα αγγλικά, αποτελούσαν τη βασική γλώσσα της εκπαίδευσης. Ζητούσαν, ακόμη, ανθρώπους επικοινωνιακούς, που είχαν τη δεξιότητα να διαπραγματευτούν με ευγενικό τρόπο τις πιο περίεργες απαιτήσεις των επιβατών.
Υπήρχαν, επίσης, συγκεκριμένα standards για το ύψος, το βάρος, και την κατάσταση υγείας, σωματικής και ψυχικής. Η Μάγδα θυμάται με λεπτομέρεια το ψυχολογικό τεστ που είχε συμπληρώσει. Περιελάμβανε 700-800 ερωτήσεις και χρειαζόταν κανείς ώρες για να το ολοκληρώσει. Οι εξετάσεις ήταν γραπτές και οι ερωτήσεις άγγιζαν προσωπικά θέματα, ενώ πολλές από αυτές εμφανίζονταν ξανά και ξανά με διαφορετική διατύπωση.
Μετά την αξιολόγηση από τους γιατρούς, ξεκινούσε η περίοδος της εκπαίδευσης. Διαρκούσε δύο μήνες και αφορούσε στο σέρβις και στα σωστικά. Σύμφωνα με τη Μάγδα, ο ρόλος της αεροσυνοδού στο αεροπλάνο «δεν είναι τόσο να σερβίρει, όσο να μεριμνά για θέματα ασφαλείας. Πρέπει να ξέρεις να δώσεις οξυγόνο σε κάποιον επιβάτη που καταλαβαίνεις ότι δεν είναι καλά. Πρέπει ανά πάσα στιγμή να ξέρεις πού είναι οι πυροσβεστήρες και πώς λειτουργούν. Πρέπει, επίσης, να ξέρεις πώς να βγεις από το αεροπλάνο σε μία κατάσταση ανάγκης, είτε αυτό είναι στη θάλασσα, είτε στην ξηρά». Η εκπαίδευση ολοκληρωνόταν με τις εξετάσεις, τις οποίες οι αεροσυνοδοί έπρεπε να περάσουν προκειμένου να πάρουν το πτυχίο της ιπταμένης.
VICE Video: Headdressing – Εκκεντρικές Κατασκευές για το Κεφάλι
Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.
Βαμμένα νύχια και παπούτσια σερβιρίσματος
«Μας ζητούσαν να είμαστε καθαρές, η στολή να είναι σιδερωμένη, τα νύχια μας πάντα βαμμένα, μακιγιάζ οπωσδήποτε, όχι πολλά κοσμήματα για λόγους ασφαλείας. Το μαλλί, αν ήταν μακρύ, θα έπρεπε να είναι μαζεμένο την ώρα που σερβίραμε. Και έπρεπε να υπάρχει δεύτερη στολή και δεύτερο καλσόν μαζί μας, ακόμη και για ένα εσωτερικό ταξίδι. Μαζί μας έπρεπε να έχουμε το manual και το βιβλίο αναγγελιών, το οποίο είχε όλες τις αναγγελίες σε τέσσερις διαφορετικές γλώσσες, όπως και τα παπούτσια σερβιρίσματος», μου απαντά σχεδόν απνευστί η Ιωάννα όταν τη ρωτάω για τις απαιτήσεις της εταιρείας σχετικά με την περιβολή.
«Θέλαμε να πηγαίνουμε την άλλη μέρα στο αεροδρόμιο κυριλέ»
Ένα από τα δυσκολότερα σημεία της δουλειάς των αεροσυνοδών ήταν τα άστατα ωράρια και, επομένως, ο ύπνος. Η προετοιμασία από μόνη της ήταν μία διαδικασία που απαιτούσε χρόνο και οι αεροσυνοδοί πολλές φορές χρειαζόταν να ξυπνήσουν μες στη νύχτα για να είναι έγκαιρα στο αεροδρόμιο. Οι ίδιες, όπως και οι περισσότερες συναδέλφισσές τους, κατέφευγαν συχνά σε υπνωτικά χάπια για να μπορέσουν να ανταποκριθούν.
«Πολλές φορές αναγκαζόμασταν να πάρουμε κανένα υπνωτικό γιατί, όπως έλεγε και η φίλη μου η Ιωάννα, θέλαμε να πηγαίνουμε την άλλη μέρα στο αεροδρόμιο “κυριλέ”. Έπρεπε να είσαι βαμμένη, χτενισμένη, καθαρή, κολονιαρισμένη, με γυαλισμένα παπούτσια και καλή διάθεση», μου εξηγεί η Μάγδα. Με την Ιωάννα θυμούνται την φορά που είχαν δοκιμάσει ένα υπνωτικό χάπι που κυκλοφορούσε στην ταϊλανδέζικη αγορά και ήταν γνωστό για την ισχυρή του δράση. Στην πορεία συνειδητοποίησαν ότι το φάρμακο αυτό ήταν υπεύθυνο για ένα σωρό αλλόκοτες παρενέργειες. Μία από αυτές ήταν η ακατάσχετη λαιμαργία. Αναφέρουν την περίπτωση μίας συναδέλφισσάς τους που όταν το δοκίμασε, σηκώθηκε από το κρεβάτι, μαγείρεψε, έφαγε και το επόμενο πρωί αναρωτιόταν ποιος της είχε κάνει άνω-κάτω την κουζίνα.
«Για εμάς, ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα»
Το σπίτι στο οποίο έχουμε συναντηθεί για τη συνέντευξη και τη φωτογράφιση ανήκει στην Ιωάννα και είναι γεμάτο με ενθύμια από τα ταξίδια που έκανε ως αεροσυνοδός. Καταλαβαίνω από τη διακόσμηση ότι τα ταξίδια στη Νοτιανατολική Ασία ήταν τα αγαπημένα της.
«Όσα χρήματα και να είχα, δεν θα μπορούσα να είχα κάνει τόσα ταξίδια […] Ευχαριστώ τον Θεό που έκανα αυτήν τη δουλειά. Θεωρώ ότι με βελτίωσε ως άνθρωπο, είδα τα πράγματα πιο ανοιχτά, πιο σφαιρικά», λέει η Μάγδα.
Πράγματι, οι τρεις τους ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο, από τη Β. Αμερική και τον Καναδά μέχρι τη Νότια Αφρική και την Μπανγκόκ. Είδαν παραστάσεις και εκθέσεις σε μερικά από τα μεγαλύτερα θέατρα και μουσεία του κόσμου, όταν ελάχιστοι είχαν την ευκαιρία και τους τους πόρους να το κάνουν.
Αντίστοιχα, η Αθηνά περιγράφει τη δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια ως «ένα ξεκάρφωμα από τα επίγεια». «Αισθανόμουν, όταν προσγειωνόμουν και πήγαινα σπίτι, ότι είχα την ένταση της Νέας Υόρκης, τη μουντάδα και τα εικαστικά του Λονδίνου, τα φοβερά θέατρα που έβλεπα όταν είχα διανυκτέρευση. Το κρατούσα μέσα μου. Τις μυρωδιές από την Ταϊλάνδη, μικρά προϊόντα που έφερνα και μαγείρευα στο σπίτι προσπαθώντας να θυμηθώ όσα είχα φάει εκεί. Απλά πράγματα, ανθρώπινα, τρυφερά».
Ανακαλούν με την ίδια συγκίνηση εικόνες από το αεροπλάνο. «Θυμάμαι ότι ήταν χειμώνας, βράδυ και γυρίζαμε από τον Καναδά. Βλέπαμε το Βόρειο Σέλας από τον αέρα. Ήταν κάτι το φανταστικό», μου λέει η Μάγδα και συνεχίζει: «Μία άλλη φορά πηγαίναμε σε κάποιο ελληνικό νησί. Ήταν καλοκαίρι. Ο ήλιος είχε μόλις δύσει, αλλά εμείς ανεβαίνοντας ξαναβλέπαμε τον ήλιο. Γιατί είχαμε ανέβει ψηλά. Για εμάς ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα».
Ο κόσμος από ψηλά
Τις ρωτάω αν στεναχωρήθηκαν που έκλεισε η Ολυμπιακή. «Εγώ ακόμα βλέπω όνειρα ότι πετάω με τη στολή», μου λέει αυθόρμητα η Μάγδα. Μου εξηγούν ότι ακόμα νιώθουν ασύλληπτη θλίψη που έκλεισε η εταιρεία, μεταξύ άλλων επειδή θεωρούσαν την Ολυμπιακή ως έναν από τους σημαντικότερους πρέσβεις της Ελλάδας στο εξωτερικό. «Δεν θα το ξεπεράσω ποτέ», μου λέει η Ιωάννα.
Έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε που η Μάγδα και η Ιωάννα βγήκαν στη σύνταξη -η Αθηνά είχε βγει λίγο νωρίτερα- κι όμως με το πρώην σωματείο της εταιρείας συναντιούνται ακόμα, μία φορά τον μήνα. Στο σπίτι τους φτάνουν τακτικά περιοδικά με νέα και ενημερώσεις που αφορούν την κοινότητα.
Ταξιδεύουν σπάνια πλέον, εν μέρει επειδή αισθάνονται μία θλίψη. «Μου λείπει πολύ όλο αυτό. Μου λείπει να προετοιμαστώ, να πάω στην πτήση, να δω τον κόσμο από ψηλά», λέει η Μάγδα και τραβάει μία γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο της.
Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.
Περισσότερα από το VICE
H Μέρα που ο Εκδότης της «Απογευματινής» Έπεφτε Νεκρός από το 45άρι της 17Ν
Η Υπόθεση με τα Βανάκια της Πάτρας και το Εμπόριο Αδέσποτων Ζώων στην Ελλάδα
O Skoumas Χορεύει Ακόμα Trance και Επιστρέφει με το Sequel του Θρυλικού Τραγουδιού