To Ρεμπέτικο των Vinylio και τα Μπλουζ της Μαστούρας

«Όλα έγιναν στο Chat Pitre. Η ζύμωση, που λέμε», απαντούν και οι τρεις με μια φωνή. Το με μία φωνή, σχετικό είναι δηλαδή, αφού ο Γιάννης μιλάει Ελληνικά, ο Ρενό Γαλλικά και η Μαρία μπερδεύει πάντα και τα δύο. Αλλά αυτός ο παράδοξος συγχρονισμός είναι που κατάφερε να κατακτήσει τα εναλλακτικά μουσικά στέκια των Βρυξελλών. Με κοιτάζουν συνωμοτικά.

Έξω κάνει κρύο, μέσα έχει κόσμο πολύ, η ατμόσφαιρα σχεδόν ασφυκτική. Είναι Τετάρτη ή Πέμπτη αλλά στο μπαρ “Le Chat Pitre” δεν πάνε οι συνηθισμένοι Βρυξελλιώτες. Το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που κοιτάνε όσοι περνούν απ’έξω. Κοντοστέκονται, σκουπίζουν τα θολωμένα τζάμια, χαμογελούν και σιγά σιγά αποχωρούν, πιθανότατα σκεπτόμενοι «μπα, άστο άλλη φορά. Έχουμε και δουλειά αύριο. Άσε που φαίνονται περίεργα αυτά τα όργανα. Καμιά σέχτα, ανατολικής προέλευσης θα έχει γιορτή».

Videos by VICE

Σέχτα; Ναι, θα μπορούσε να το πει κανείς αυτό. Άλλωστε το όνομα του εν λόγω μπαρ κάνει ένα λογοπαίγνιο και αν ενώσεις τις λέξεις (που κανονικά σημαίνουν «ο αλανιάρης γάτος»), έχεις το «chapitre»που κάνει αναφορά στις τακτικές ομήγυρεις μιας αδελφότητας. Όσο για το «γιορτή ανατολικής προέλευσης», μπουζούκι, μπαγλαμάς, φωνές βγαλμένες από το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη, αλλά το -εξστασιασμένο- κοινό σχεδόν αμιγώς Βέλγικο!

Στις Βρυξέλλες. Εκεί που συνυπάρχουν περισσότερες από 180 εθνικότητες, εκεί που οι λεγόμενοι «ευρωκράτες» έχουν φτιάξει τη δική τους «φούσκα» και οι νότιοι γαλλόφωνοι Βέλγοι εκνευρίζουν τους Ολλανδόφωνους με την τεμπελιά και την ασύδοτη μπυροποσία τους. Εκεί που οι Έλληνες συνεχίζουν να «φτιάχνουν κυκλώματα» (με την κακή έννοια) και «ιστορία οι παρέες» κατά προτροπή του Νόνιου. Εκεί, λοιπόν, γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια –και κάνει θραύση- ένα ρεμπέτικο σχήμα, αποτελούμενο από το Γιάννη, το Θεσσαλονικιό μπουζούκι, τη Μαρία, μια τρίτης γενιάς Ελληνοβελγίδα -που στις πρώτες νότες που θα τραγουδήσει σε μεταφέρει σε Πειραιώτικο τεκέ του ’20- και το Ρενό, ένα Βέλγο κιθαρίστα με πορεία στην τζαζ/βαλκανική/τσιγγάνικη μουσική.

Οι «Vinylio Rebetiko Blues» είναι μοναδικοί στο είδος τους. Δεν ανήκουν ούτε στην κατηγόρια των ελληνικών συγκροτημάτων που θα γυρίσουν τις μπουάτ της Ευρώπης για να προσελκύσουν τους Έλληνες μετανάστες ούτε στα φοιτητοπαρεάκια που μετά από καμιά δεκαριά μπύρες θα βγάλουν και ένα όργανο να κάνουν «φάση». Κατάφεραν να μεταδώσουν στο -όντως φιλοπερίεργο και δεκτικό- κοινό των Βρυξελλών το μικρόβιο του αυθεντικού ρεμπέτικου με όλα του τα «συμπτώματα».

«Αμα κλείσουν οι τεκέδες Πειραιά Κρεμμυδαρού»

«Είχα ακούσει για τη Μαρία και το Γιάννη. Ότι παίζουν εδώ και κει στην πόλη. Έμαθα το ρεμπέτικο από τον πατέρα μου που είχε κάποτε μια κοπέλα Ελληνίδα. Έψαχνα καιρό να τους πετύχω», λέει ο Ρενό. Συναντήθηκαν τελικά σε ένα ελληνικό εστιατόριο κάπου στην Grand Placeκαι «τζαμάραν» κανά δυο φορές πριν ξεκινήσουν να συνεργάζονται και επίσημα. «Μας έφερε στο Chat Pitre ένα βράδυ να παίξουμε», λέει ο Γιάννης. «Ο Ρενό έπαιζε swing. Εγώ στην αρχή σκέφτηκα ‘τι να τους παίξω εδώ; θα με φάνε’. Παίξαμε λίγο Χιώτη λοιπόν, που ‘swingάρει’».

Η Μαρία δεν είχε ακούσματα από εκείνη την εποχή, του ’20 και του ‘30. Μεγάλωσε σε μια τυπική οικογένεια μεταναστών που ο Καζατζίδης και η Γλυκερία συνόδευαν τα κυριακάτικα τραπέζια. Ανακάλυψε τον Τσιτσάνη και το Μάρκο από μια κασέτα που της έδωσε η πρώτη της αγάπη, λέει, στα 20. Ταυτίστηκε με τη Ρόζα που τολμούσε να πηγαίνει στους ανδροκρατούμενους τεκέδες. «Όταν ήμουν μικρή, ήμουν το μοναδικό κορίτσι που άκουγε hip hop και underground. Παρέα έκανα μόνο με αγόρια. Όταν άκουσα στην κασέτα τα live του Τσιτσάνη και του Μάρκου αισθάνθηκα κάτι διαφορετικό, παρ’όλο που δεν είχα αναφορές. Άρχισα να τραγουδάω και η μητέρα μου δεν καταλάβαινε τι κάνω. ‘Ούτε η μάνα μου, παιδί μου, δεν τ’ ακούει αυτά!’». Το ετερογενές τρίο έδεσε λοιπόν. Μπήκαν στο ρεμπέτικο. Το βαρύ. Το αυθεντικό.

«Γεια σου Μάρκο μου Καρούζο -γειά σου Ρούκουνα Κεπούρα»

«Είχαμε αλλάξει πέντε κιθαρίστες μέχρι να βρούμε το Ρενό. Όλοι Έλληνες. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με τίποτα. Συνεννοηθήκαμε λοιπόν με το Βέλγο. Το μόνο που μας δυσκόλεψε ήταν να μάθει ο Ρενό να μην κάνει η κιθάρα του ‘τσαφ’ αλλά ‘γκρανγκ’», λέει -πολύ χαρακτηριστικά- ο Γιάννης.

Και καλά το ‘γκρανγκ’ και το ‘τσαφ’. Είναι μουσικός ο άνθρωπος θα το καταλάβει, αργά ή γρήγορα. Και Ελληνικά μιλάει. Αλλά, «ζούλα»; «Καλαμπαλίκι»; «Ματσαράγκα»; Τί να εξηγήσεις και τί να καταλάβει!

«Δεν υπάρχει μία, μοναδική αλήθεια στη μουσική. Σίγουρα ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά το ρεμπέτικο. Σημαντικό για μένα είναι η δύναμη που σου δίνει ως κιθαρίστα ο ακουστικός ήχος. Είναι ευτυχία που συνοδεύω τα παιδιά. Άλλωστε το ρεμπέτικο είναι και τρόπος ζωής», κλείνει το μάτι, ο κατά τα άλλα ήρεμος Ρενό. Ήτοι, ατέλειωτες νύχτες, το αλκοόλ να ρέει άφθονο, μεθυσμένα σώματα να τραμπαλίζουν από τραπέζι σε καρέκλα και τούμπαλιν, φωνές, παραγγελιές, φασαρίες. Πώς λέμε δηλαδή κονσέρτο τζαζ; E, καμμία σχέση!

«Δε μ’ενοχλεί που ο κόσμος διασκεδάζει ‘δυνατά’. Αρκεί να σέβεται τους μουσικούς. Να μην ακούγεται περισσότερο η φασαρία από τη μουσική. Να μοιραζόμαστε όλοι την ίδια στιγμή», λέει ο Ρενό με μειλίχιο ύφος. «Μας το ‘χε πει ο Γιάννης εξαρχής: Εσείς θα τους κάνετε να τουμπεκίσουν», λέει η Μαρία σε άπταιστα «ρεμπετικά». «Ή σηκώνεται ο Ρενό και λέει δυο κουβέντες!», χαριτολογεί ο Γιάννη. «Αυτό που σίγουρα είναι δύσκολο να αποδεχτούν, τόσο ο Ρενό όσο και η Μαρία, είναι οι ώρες της δουλειάς. Τα ξενύχτια. Εγώ θέλω δυο-τρεις ώρες να ζεσταθώ. Και να ζεσταθεί και ο κόσμος. Να φύγει το στρες, να έχουμε καλύτερη επικοινωνία. Και δεν είναι ψέμα ότι πάντα το “after time” είναι το πιο συναρπαστικό», λέει ο Γιάννης στα αγγλικά κοιτώντας με ένταση το Ρενό, προσπαθώντας να του αποσπάσει ένα νεύμα «έχεις δίκιο». Όμως, εκείνος προτιμά να παίζει «λιγότερο και καλύτερα». Η Μαρία σιγοντάρει: «Δε μου αρέσει ούτε μένα η υπερβολή».

«Δική μου είναι η Ελλάς και στην κατάντια της γελάς»

Ο Γιάννης έφυγε πρώτη φορά από την Ελλάδα το 1999. «Πήγα στη Γερμανία. Δούλεψα σε ό,τι δουλειά μπορείς να φανταστείς. Έβγαλα πέντε φράγκα και επέστρεψα γρήγορα στην Ελλάδα, ένα χρόνο μετά. Για να συνειδητοποιήσω ότι όσο μεγαλώνω τόσο μικρότερο μισθό θα παίρνω. Έφυγα λοιπόν για το Βέλγιο πιο συνειδητοποιημένος, με την πίκρα ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της», λέει και συνεχίζει: «Η Ελλάδα δεν είναι ιδέα να σου λείπει. Δε μου κάνει η ελληνική κοινωνία όπως είναι αυτή τη στιγμή. Είμαι γεμάτος».

Ευτυχώς που τα λέει στα ελληνικά και ο Ρενό λίγα καταλαβαίνει. Για κείνον η Ελλάδα είναι μια χώρα που σε κάνει «να ονειρεύεσαι». Η Μαρία, πάλι, την ονειρεύτηκε πολλάκις αλλά το όνειρο απείχε παρασάγγας από την πραγματικότητα. «Δύο φορές εγκατέλειψα το Βέλγιο για να πάω στην Ελλάδα. Κάθε φορά ήταν ‘για πάντα’. Αλλά ήμουν αθώα. Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Ένιωθα μάλλον περισσότερο Βελγίδα. Ή Ευρωπαία. Όπως εδώ νιώθω περισσότερο Ελληνίδα».

«Σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ»

Με φορέα τους «Vinylio»το ρεμπέτικο βγαίνει από τα σύνορα, αναγνωρίζεται ως «το ελληνικό μπλουζ». Ακουμπάει ευρωπαϊκές κιθάρες και «πειράζεται» από βέλγικα βιολιά. Ο δε Γιάννης έμαθε πια να παίζει φρίσμπι, ο Ρενό να ξενυχτάει με ουίσκι και η Μαρία ότι τελικά υπάρχουν Ελληνοβελγικά σύνορα.  

Thank for your puchase!
You have successfully purchased.