Η αδρεναλίνη είναι σαν ναρκωτικό που κυλά στις φλέβες. Από ένα σημείο και μετά γίνεται απαραίτητη. Κερκίδες, καπνογόνα, σημαίες, συνθήματα υπό τον ήχο των τυμπάνων. Ταχυπαλμία, έξαψη, ιδρώτας. Μια αίσθηση που δεν μπορεί να αντικατασταθεί. «Κανείς που βρίσκεται έξω από αυτό, δεν θα μπορέσει να καταλάβει», λένε εκείνοι που ασχολιούνται βαθύτερα με τον χουλιγκανισμό. Είναι κάτι που ξεκινά από την αγάπη για την ομάδα, μετατρέπεται σε πάθος και δεν μπορεί να καταλαγιάσει. Όλοι θυμούνται τον εαυτό τους στα πέταλα από μικρή ηλικία, μαζί με τους πατεράδες τους να παρακολουθούν αγώνες, να πανηγυρίζουν σε κάθε γκολ, να χοροπηδούν μέσα σε αυτή την έκρηξη συναισθημάτων. Και στη συνέχεια, σύνδεσμος, παρέες, εκδρομές, σκηνικά.
Από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, ο χουλιγκανισμός έχει αλλάξει ρότα. Δεν είναι απλά συναντήσεις και ξύλο. Είναι μαχαίρια, ναυτικές φωτοβολίδες, ρόπαλα, αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί και καπνογόνα. Ο οπαδισμός ήταν πιο ρομαντικός, πιο αδιάφθορος και πιο ειλικρινής. Πλέον έχει χαθεί ο αυθορμητισμός, η γνήσια κουλτούρα του, το μέταλλο που είχε καλλιεργηθεί. Και πολλές φορές υπάρχουν θύματα αυτού του τυφλού μίσους, όπως συνέβη στη Θεσσαλονίκη με τον Άλκη. Παλιότερα, στις οπαδικές συμπλοκές τηρούνταν κάποιοι «άγραφοι» κανόνες. Όμως, ραντεβού δεν υπάρχουν τόσο συχνά. Τα ραντεβού είναι άτυπα και γίνονται μέσω του αιφνιδιασμού των αντίπαλων οπαδών.
Videos by VICE
Ο οπαδικός χάρτης δεν μπορεί εύκολα να σκιαγραφηθεί, αφού τα πέταλα είναι σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας. Μπορεί σε ορισμένες θύρες να επικρατούν ακροδεξιά στοιχεία και σε άλλες αντιφασιστικά. Όμως, πάντοτε, οι όποιες συγκρούσεις μπορεί να προκληθούν εξαιτίας των διαφορετικών πολιτικών απόψεων, τελικά παραμερίζονται κάτω από την ομπρέλα της ομάδας. Η σύμπλευση είναι κοινή. Η πολιτική στάση των χούλιγκαν δεν καθορίζεται από τα συμφέροντα των ιδιοκτητών της ομάδας -τουλάχιστον στο υγιές κομμάτι του οπαδισμού- ωστόσο, αυτό είναι κάτι που διαφέρει από ομάδα σε ομάδα.
Δεν θα μπορούσαμε εύκολα να προσδιορίσουμε το «προφίλ» και την κουλτούρα των χούλιγκαν, αφού οι απαντήσεις ήταν αντικρουόμενες. Ορισμένοι ανέφεραν πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο «προφίλ», καθώς η ποικιλομορφία στιλ και συμπεριφορών που υπάρχει στον κοινωνικό ιστό, αποτυπώνεται και στα πέταλα. Μιλώντας από κοινωνική σκοπιά, κάποιοι τόνισαν πως επειδή έξω υπάρχει διάχυτη οικονομική και επαγγελματική βία, ανεργία και εξαθλίωση, οι νέοι θέλουν κάπως να ξεσπάσουν και να εκφραστούν, αναζητώντας την αδρεναλίνη μέσα από τον χουλιγκανισμό. Τα τελευταία γεγονότα -με τη δολοφονία του Άλκη και τη δίκη που είναι σε εξέλιξη, καθώς και τα διάφορα σκηνικά που συμβαίνουν μεταξύ οπαδών- έφεραν από μόνα τους στην επιφάνεια την ανάγκη να αναλυθεί το φαινόμενο σε βάθος χρόνου.
Το VICE επικοινώνησε με χούλιγκαν των πέντε μεγάλων ομάδων -Ολυμπιακός, ΠΑΟ, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Άρης- οι οποίοι μίλησαν για τις συμπλοκές, τα σκηνικά, την εμπειρία τους, το προφίλ και την κουλτούρα τους, το σημείο καμπής που μπήκαν στο «παιχνίδι» τα μαχαίρια, τις αλλαγές του χουλιγκανισμού από το ’80 μέχρι σήμερα αλλά και για την αμφιλεγόμενη σχέση οπαδισμού-πολιτικής.
Δες εδώ τι λένε για τον χουλιγκανισμό στη Θεσσαλονίκη, οπαδοί των ΠΑΟΚ και Άρη.
Ολυμπιακός
«Πας στο πέσιμο και δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω»
Ο Κ. ήταν χούλιγκαν του Ολυμπιακού και μέλος συνδέσμου από τα 14 του έως σήμερα, που είναι 46 χρονών. Όπως αναφέρει στο VICE, «εμένα με πήγαινε ο πατέρας μου στο γήπεδο, στο παλιό Καραϊσκάκη, από όταν ήμουν μικρό παιδάκι. Και έτσι έβλεπα τους οργανωμένους και κόλλησα με την ομάδα, με τον κόσμο, με την ατμόσφαιρα. Εδώ είμαστε όλοι Περαιώτες, όλο μου το σόι είναι Ολυμπιακοί. Και κάπως έτσι μπήκα στον χώρο».
Τον ρωτάω τι είναι αυτό που ωθεί τους οπαδούς να οργανωθούν περαιτέρω και να μπουν σε συνδέσμους. «Μέλη στους συνδέσμους γίνονται οι πιτσιρικάδες που είναι νεοφερμένοι στην ομάδα, επειδή μπορούν να μπουν και τσάμπα μέσα, μπορούν να πάρουν κι ένα χαρτζιλίκι. Ο πρωταρχικός λόγος είναι αναμφισβήτητα η αγάπη για την ομάδα. Οι πιτσιρικάδες μπαίνουν για τη μαγκιά και τη φιγούρα. Υπάρχουν κι άλλοι που θέλουν να κάνουν ένα τσιγαράκι και να το παίξουν αλάνια. Μετά ορισμένοι το συνεχίζουν και παραμένουν, άλλοι αποχωρούν», εξηγεί ο Κ.
Αναφερόμενος στα «ραντεβού», λέει πως είναι άτυπα. Δηλαδή, πάντα ξέρουν πού είναι οι άλλοι και πηγαίνουν να κάνουν πέσιμο. Στα δικά του χρόνια υπήρχε βέβαια και το κανονισμένο ραντεβού. «Έπαιζε τηλεφωνάκι και πηγαίναμε και τους βρίσκαμε. Συνήθως, όμως, γινόταν πέσιμο. Το κανονισμένο ήταν σπάνιο, για να δείξουμε τη δυναμική κάθε ομάδας και κάθε οπαδού». Ένα άλλο πλαίσιο που έχει αλλάξει, είναι το πώς γίνεται ο τσακωμός. «Παλιά, στα δικά μου τα χρόνια, παλεύαμε με τα χέρια μας μόνο. Τώρα που δεν ασχολούμαι πλέον, παίζουν σιδηρογροθιές, ρόπαλα, στιλέτα, καπνογόνα, κράνη, ναυτικές, μπιστολάκια, πολλά, πολλά. Δηλαδή πας στο πέσιμο και δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω».
«Πλέον δεν φορούν διακριτικά της ομάδας»
«Τώρα έχει κοπεί το διακριτικό της ομάδας, όλοι φοράνε μαύρα κράνη, μαύρες μπλούζες, μαύρα μπουφάν, full-face. Παλιά υπήρχαν τα διακριτικά, φοράγαμε τις μπλούζες με το σήμα της ομάδας. Εγώ θα διακρίνω κάποιον χούλιγκαν. Κάποιος που δεν έχει σχέση με τον οπαδισμό, δύσκολα θα τον διακρίνει», αναφέρει ο K. Όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, συμπεριφορικά δεν υπάρχει κάποια ταύτιση, καθώς θεωρεί πως πάντα εξαρτάται από το κάθε παιδί. Αν θα θέλει να το κάνει και αν θα θέλει να μπει στον χώρο αυτό. «Ο χουλιγκανισμός υπήρχε πάρα πολλά χρόνια. Η Αγγλία ήταν νούμερο ένα και ακόμα υφίσταται ο χουλιγκανισμός, αλλά πλέον εκφράζεται έξω στις παμπ, όχι στα γήπεδα. Εγώ μπήκα, το είδα, μεγάλωσα και σταμάτησα. Άλλοι συνεχίζουν, ακόμα και όταν φτάνουν στην ηλικία μου ή και μεγαλύτεροι. Εξαρτάται καθαρά από τον άνθρωπο». Η κουλτούρα των χούλιγκαν είναι συνυφασμένη και με τα ναρκωτικά. «Στο γήπεδο παίζει ναρκωτικό και ιδιαίτερα στους οργανωμένους. Γιατί φτιάχνονται, τραγουδάνε πιο πολύ, χοροπηδάνε όλοι μαζί, είναι άλλη φάση».
«Πρέπει να πηγαίνεις με τη ρότα τους»
Η σχέση του αρχηγού της θύρας με τον ιδιοκτήτη της ομάδας ήταν ανέκαθεν ασαφής. «Για να τα πούμε τα πράγματα ωμά, υπάρχουν χούλιγκαν που τους ξέρουν οι ομάδες. Στη δική μου εποχή, όταν σε συλλάμβαναν, έτρωγες ό,τι ποινή έτρωγες, αλλά έπρεπε να τα βγάλεις πέρα μόνος σου. Εμένα, για παράδειγμα, δύο φορές που με είχαν πιάσει, πλήρωσα την εγγύηση και αφέθηκα ελεύθερος», λέει ο Κ. Έτσι και ο εκάστοτε οργανωτής της θύρας. «Είναι ένα άτομο που γνωρίζουν όλοι. Αυτός ξέρει όλη την εξέδρα, καθορίζει το τι θα κάνουμε. Και μιλάει με πολλούς μέσα στην ομάδα. Πάντα πρέπει να πηγαίνει όμως με τη ρότα της ομάδας».
«Οι πολιτικές διαφορές σκεπάζονται από την ομάδα»
Όπως λέει ο Κ., παλιά δεν υπήρχε στις θύρες τόσο έντονα το φασιστικό στοιχείο. Τώρα υπάρχει σε όλες τις ομάδες, όχι μόνο στον Ολυμπιακό. Αλλά πλέον έχουν μπει διαφορετικά άτομα μέσα στην εξέδρα και στους οργανωμένους, τα οποία προέρχονται από πολλούς χώρους, ακόμα και φασιστικούς. Παλιότερα, στη δική του γενιά, πήγαιναν στο γήπεδο με τις παρέες τους, με τα παιδιά από τον σύνδεσμο και με τους φίλους από τη γειτονιά. «Ναι μεν μπορεί να πλακωνόμασταν με κάποιον, να πετάγαμε κάν μπουκάλι, αλλά γνωριζόμασταν σχεδόν όλοι. Τώρα πας στο γήπεδο και δεν ξέρεις ποιος κάθεται δίπλα σου. Μπορεί να έχει τύχει να πλακωθούν οπαδοί μεταξύ τους για διάφορους λόγους, αλλά ποτέ για τα πολιτικά. Απλώς οι πολιτικές τους διαφορές σκεπάζονται από την ομάδα. Πάνω απ’ όλα είναι η ομάδα. Δεν τους ενδιαφέρει τι είναι ο καθένας. Άλλοι μπορεί να θεωρούν πως αν είναι η ΝΔ στην εξουσία, θα το πάρει το πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός. Εγώ προσωπικά δεν το βλέπω έτσι. Είναι όλο κάτω από την ομάδα».
«Το ’91 στην Τούμπα φοβήθηκα για τη ζωή μου»
Κατά την περίοδο της ενασχόλησής του με αυτό, ο Κ. έχει ζήσει πολλά. Εκδρομές, επεισόδια, τραυματισμούς. «Η πιο δύσκολη στιγμή που έχω αντιμετωπίσει και είχα φοβηθεί πραγματικά ήταν στη Θεσσαλονίκη, το ’91. Είχαμε πάει στην Τούμπα πολλοί Ολυμπιακοί, θυμάμαι είχαμε κερδίσει κιόλας. Εκεί φοβήθηκα για τη ζωή μου, γιατί στο τέλος του αγώνα μπήκαμε μέσα στο γήπεδο εμείς, μπήκανε μέσα οι οπαδοί του ΠΑΟΚ και είχε γίνει μία τρελή σύρραξη. Βγήκαμε μετά έξω από το γήπεδο και τα πούλμαν μας δεν είχαν τζάμια, δεν είχαν ρόδες και αναρωτιόμασταν πως θα γυρίσουμε στον Πειραιά. Φαντάσου, έπεφτε ξύλο οπαδών και αστυνομικών μαζί. Από μπουκάλια, από καρέκλες. Ήταν τελείως ανεξέλεγκτο».
Παράλληλα, ένα ακόμη σκηνικό που του έχει αποτυπωθεί στο μυαλό ήταν αυτό που συνέβη στη Νέα Φιλαδέλφεια, στα τέλη της δεκαετίας του ’80. «Πάντα όταν πηγαίναμε στη Φιλαδέλφεια, περνούσαμε από το λεγόμενο δασάκι, ένα σημείο στο οποίο δεν είχε φώτα και έπεφτε τρελό ξυλίκι. Εκεί είχα φάει πολύ ξύλο. Εκεί πόνεσα. Θυμάμαι πως εκέινη τη μέρα έβρεχε και είχα πέσει κάτω και δεν προλάβανε οι φίλοι μου να έρθουν να με μαζέψουν. Είχαν έρθει από πάνω μου τρεις ΑΕΚτζήδες και με βαράγανε. Είχα καλύψει το πρόσωπό μου με το μπουφάν μου. Για δέκα ημέρες δε μπορούσα να ακουμπήσω την πλάτη μου πίσω, πόναγα σε όλο μου το σώμα. Ευτυχώς που είχα φάει μόνο ξύλο. Αλλά όπως σου είπα, στα χρόνια μας δεν έπαιζαν τόσο μαχαιριές. Και ευτυχώς δεν είχε τύχει να τραυματιστώ πολύ. Μόνο να φάω γκλομπιά από ΜΑΤατζήδες. Για έναν μήνα η πλάτη μου ήταν μαύρη από το ξύλο», λέει ο Κ.
Επιπλέον, όπως αφηγείται, «παλιά, το 1990-1992, φύγαμε πολλοί Ολυμπιακοί να κάνουμε πέσιμο στο Παγκράτι, στον σύνδεσμο του Παναθηναϊκού. Όταν φτάσαμε εκεί με μηχανάκια, κράνη και full-face, ανεβήκαμε πάνω, που βρίσκονταν γύρω στους 25-30 Παναθηναϊκούς. Κάψαμε όλο τον σύνδεσμο. Όταν λέμε τον κάψαμε, τον κάναμε γης μαδιάμ. Φάγανε πάρα πολύ ξύλο. Και εγώ έδωσα πολύ ξύλο. Ε, μετά τους ψειρίσαμε όλα τα υπάρχοντά τους και φύγαμε. Εκείνη τη μέρα ήταν η πρώτη φορά που με έπιασε η αστυνομία και με πήγε στο τμήμα.
»Η δεύτερη φορά ήταν όταν είχε πρωτοφτιαχτεί το Καραϊσκάκη, το 2004-2005. Τότε πλακωθήκαμε με τους ΜΑΤάδες, γιατί ερχόταν η αποστολή του παναθηναϊκού και θέλαμε να τους κάνουμε πέσιμο στο πούλμαν. Έτσι, την ώρα που ερχόταν το πούλμαν, πήγαμε να πετάξουμε πέτρες και φωτοβολίδες για να φοβηθούν, να μπουν μέσα και να χάσουν. Και ξεκίνησε σύρραξη με τους αστυνομικούς, κάηκαν αμάξια και μηχανάκια. Εκεί πάλι με συνέλαβαν γιατί δεν πρόλαβα να φύγω, έφαγα γκλομπιές στην πλάτη, έπεσα κάτω και με πιάσαν. Έφαγα την τιμωρία μου, έδωσα λεφτά και βγήκα».
Όμως, «τίποτα από αυτά δεν με έκανε να θέλω να κόψω. Την επόμενη Κυριακή ήμουν πάλι στο γήπεδο, γιατί αγαπούσα την ομάδα. Εγώ δεν πήγαινα κάθε Κυριακή για να τσακωθώ. Πήγαινα για τις εκδρομές, για να τραγουδήσω, να έρθω σε αντιπαράθεση με τους άλλους οπαδούς – που δεν υπάρχει πλέον. Αλλά τύχαινε και να πέσει ξύλο πολλές φορές».
«Στη Θύρα 7 δεν μπορείς να πας με την κοπέλα σου»
«Οι διαφορές του χουλιγκανισμού από το ’80 μέχρι σήμερα είναι τεράστιες. Τεράστιες. Τότε δεν φοβόσουν μη σκοτωθείς. Τότε λέγαμε θα φάμε μια μπουνιά, θα δώσουμε και εμείς άλλη μία και θα πάμε σπίτια μας. Τώρα φοβάσαι. Αναρωτιέσαι αν θα γυρίσεις πίσω. Στα πεσίματα και στα ραντεβού δεν πας εύκολα. Το 80% μέσα στους συνδέσμους είναι πιτσιρικάδες με μαχαίρια», εξηγεί ο Κ. Όπως λέει, έχει δύο καλούς φίλους που είχε τύχει να μπουν φυλακή – ο ένας για δύο χρόνια και ο δεύτερος για μερικούς μήνες.
«Εγώ πάω με τον γιο μου που είναι δέκα χρονών στο γήπεδο και τον βάζω στη Θύρα 7. Πάω για να τραγουδήσω και να φωνάξω, γιατί την αγαπάω την ομάδα και είμαι άρρωστος». Ακόμα και σήμερα, πηγαίνει στον σύνδεσμο για να πιει καφέ και να δει μπάλα με τους φίλους του. Και παίρνει παρέα τον γιο του, τον οποίο ξέρουν όλοι πλέον. Όμως, η ενασχόλησή του περιορίζεται εκεί. Παιχνίδι και μετά σπίτι. «Θέλω να σου πω πως εγώ δεν έμπλεξα επειδή ήμουν -και καλά- από κακή οικογένεια. Αλλά ζούσα για την Κυριακή, για να πάω να δω τον Ολυμπιακό. Όπου και αν έπαιζε. Θεσσαλονίκη, Πύργο, Ξάνθη… Με τα λεφτά που έχω χαλάσει για τις εκδρομές, θα είχα αγοράσει σπίτι. Και στο εξωτερικό έχω πάει πολλές εκδρομές. Μέχρι που παντρεύτηκα. Πήρα και τη γυναίκα μου κάποιες φορές στη Θύρα 7 και της άρεσε. Αλλά της λέω “ώπα, το είδες, φτάνει”. Γιατί εκεί μέσα εάν υπάρξει ένας που θα της πει κάτι, θα πλακωθώ εγώ. Εκεί δεν μπορείς να πας με την κοπέλα σου».
Ο ίδιος πιστεύει πως η απαγόρευση των μετακινήσεων των φιλοξενούμενων οπαδών που είχε καθιερωθεί, συνέβαλε ασυζητητί στην έξαρση της εξωγηπεδικής βίας. «Έχουμε γίνει Αγγλία. Απλά στην Αγγλία υπάρχουν νόμοι και είναι σοβαρό κράτος. Εγώ έχω πάει τρεις φορές στην Αγγλία με τον Ολυμπιακό. Εκεί μπορεί με τον αντίπαλο οπαδό να σε χωρίζει μια ταινία, αλλά δεν μπορείς να τον αγγίξεις. Εδώ δεν γίνεται αυτό. Αν είσαι έτσι εδώ, χωρίς αποστάσεις μεταξύ των οπαδών, θα υπάρξουν νεκροί. Η βία έχει μεταφερθεί έξω από το γήπεδο. Για παράδειγμα, αυτό που έγινε με τον Άλκη με στεναχώρησε. Γιατί αυτό ήταν μια καθαρή δολοφονία. Δώσ’ του μια κλοτσιά, μια μπουνιά, μια φάπα. Είσαι Άρης και εγώ Ολυμπιακός. Τι θα γίνει; Θα με σκοτώσεις; Πού ξέρεις αν έχω παιδιά και οικογένεια πίσω μου;».
Παναθηναϊκός
«Ψάχναμε την αδρεναλίνη, δεν θέλαμε να ζούμε μια νερόβραστη καθημερινότητα»
O Α. ήταν μέλος συνδέσμου και χούλιγκαν Παναθηναϊκού για 21 χρόνια. Από το 1996 -όταν ήταν 16 χρονών- μέχρι το 2017. Και ο Μ. για 15 χρόνια, το διάστημα 2002-2017.
Τους ρωτάω τι είναι αυτό που ωθεί τους οπαδούς να γίνουν μέλη συνδέσμων. Όπως λέει ο Α. πήγαινε με τον πατέρα του στο γήπεδο, καθόταν σε μία κερκίδα και παρατηρούσε τους οργανωμένους που φώναζαν, με τύμπανα και καπνογόνα. Αυτή η βαβούρα τού έκανε κλικ. «Όταν είσαι 14 χρονών και πας στον σύνδεσμο, θέλεις να μπεις σε μία ομάδα για να είσαι “κάποιος”. Στη γενιά μου είτε θα ήσουν σε ομάδα, είτε στο ΚΚΕ. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Και είναι διαφορετικό για εμάς που προερχόμαστε από λαϊκές γειτονιές».
Παρόμοια είναι και η ιστορία του Μ. ο οποίος θυμάται τον εαυτό του, από πέντε χρονών στο γήπεδο με τον πατέρα του. Όντας έφηβος, έτυχε να περάσει από τον σύνδεσμο που είχε ανοίξει πρόσφατα στην περιοχή του και απλά ανέβηκε να γραφτεί για να μπει στη φάση, να είναι στη Θύρα 13. «Πηγαίναμε στον σύνδεσμο γιατί εκεί ήταν τα αλάνια της περιοχής και πουλάγαμε μούρη στο σχολείο. Όταν ήμασταν 16, μας ενδιέφερε η μαγκιά. Κάποιοι μπορεί να ήρθαν για να αποκτήσουν άκρες, να κάνουν άλλες δραστηριότητες ή επειδή είχαν ακούσει πως εκεί είναι πιο free τα πράγματα. Αλλά γενικά ψάχνεις και την αδρεναλίνη, είναι σαν ναρκωτικό. Τότε ήμουν παθιασμένος με τα πάντα. Ένας άνθρωπος που δεν θέλει να ζει μια μέτρια, νερόβραστη καθημερινότητα, θα πάει σε ομάδες ή σε πολιτικές νεολαίες». Και «εκεί έκανα τους καλύτερούς μου φίλους. Δεν μπορούσα να συζητήσω με άλλους για πεσίματα, ούτε θα με καταλάβαιναν όταν πήγαινα εκδρομή στη Βουλγαρία για γυναικείο βόλεϊ, ή αν τσακωνόμουν και κυκλοφορούσα με μαυρισμένο μάτι. Ζήσαμε δικαστήρια, εκδρομές, μαλακίες μαζί, δεθήκαμε. Κανένας από αυτούς που είναι εκτός δεν θα μπορεί να το καταλάβει, το θεωρούν ηλιθιότητα».
«Δεν γίνονταν ραντεβού»
Τα λεγόμενα «ραντεβού» μπορεί να είναι ένας όρος που έχει επικρατήσει, ωστόσο δεν υφίστανται με την έννοια που νομίζει η κοινή γνώμη. «Δεν υπήρχαν ραντεβού, όπως θεωρεί ο κόσμος. Την εποχή 90’s και 00’s, πριν το γήπεδο μαζευόμασταν π.χ. 300 μηχανάκια στο Πεδίο του Άρεως και αν παίζαμε με Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ, ξέραμε ότι εκείνοι θα βρεθούν στο Γαλάτσι. Έτσι ανεβαίναμε μέσα από τα στενά της Κυψέλης για να μη μας δουν και πέφταμε ακριβώς πάνω τους. Και γινόταν σκηνικό. Αυτό ήταν το ραντεβού. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα και προσωπικές σχέσεις», εξηγεί ο Α.
«Επίσης ήξεραν πως το Περιστέρι έχει πολλούς Παναθηναϊκούς και εμείς αντίστοιχα πως το Παγκράτι έχει πολλούς Ολυμπιακούς. Δεν πηγαίναμε στις περιοχές του άλλου. Μια φορά έτυχε να περάσει το πούλμαν μας μέσα από τη Νέα Φιλαδέλφια -πλέον αυτό δεν γίνεται ποτέ- και πετύχαμε δύο ΑΕΚτζήδες. Κατέβηκαν δύο άτομα από το πούλμαν και τσακώθηκαν. Σήμερα θα πέρναγαν από πάνω τους 50 άτομα. Έχω πιάσει τρεις οπαδικές εποχές. Στην αρχή, υπήρχαν συγκρούσεις στους δρόμους και οι γειτονιές ήταν τεταμένες όλη την εβδομάδα του ντέρμπι. Δεν πηγαίναμε 30 μηχανάκια σε άλλες περιοχές για να ισοπεδώσουμε όποιον βρούμε», προσθέτει.
«Παλιά υπήρχαν κάποιοι άγραφοι κανόνες. Δεν γινόταν να την πέσουν δέκα άτομα σε ένα. Όταν είχε γίνει τέτοιο σκηνικό, οι πιο μεγάλοι του club έκραζαν τους πιτσιρικάδες που το έκαναν. Διότι σε έλεγαν φλώρο, όχι μάγκα. Μετά που μπήκαν στη φάση τα μαχαίρια, τους ένοιαζε περισσότερο να είναι ο άλλος ξάπλα», τονίζει ο Μ. Ένα πράγμα που έχει αλλάξει από τα 90’s μέχρι σήμερα, είναι πως τότε υπερτερούσε η περιοχή από την ομάδα και τα club ήταν τοπικιστικά. «Δεν είχαμε κόντρα με τους άλλους οπαδούς της περιοχής που πηγαίναμε στα ίδια σχολεία και αράζαμε στα ίδια μέρη. Είχε μεγαλύτερη αξία να τσακωθούμε με Κορυδαλλιώτη ή Κολωνιώτη Ολυμπιακό», προσθέτει ο ίδιος.
«Στα 00’s οι χούλιγκαν ξεκίνησαν να κουβαλούν μαχαίρι»
«Το οπαδικό κίνημα στην Ελλάδα άλλαξε τελείως στις αρχές των 00’s. Εμείς ήμασταν καβλωμένοι, κάναμε εκδρομές και βλέπαμε πως οι Ολυμπιακοί ξεκίνησαν και κυκλοφορούσαν με μαχαίρια», λέει ο Α. «Ξέραμε πως αν μας πετύχουν θα φάμε μαχαιριές. Μας γνώριζαν, οπότε είχαμε τον νου μας γιατί αν μας πετύχαιναν, θα μας μαχαίρωναν τόσο ώστε να ακουστεί ότι κάνουν κουμάντο στην περιοχή. Και έτσι, το ένα έφερε το άλλο. Μετά γίνονταν επιθέσεις σε σπίτια και δουλειές».
«Εμείς ήμασταν στη (δυνατή) δεκάδα του club και δεν είχαμε πιάσει ποτέ μαχαίρι. Όμως, τότε είχε ξεφύγει η φάση με τα μαχαίρια. Θυμάμαι παιδιά στην παρέα μας να έχουν φάει μαχαιριές ή να τους έχουν κάψει αμάξια, αλλά ποτέ δεν είπαν “πάμε για αντίποινα”, για να μη χαθεί η μπάλα», αναφέρει ο Μ.
Το 2005 ήταν καθοριστική ημερομηνία. Μέχρι τότε, η συντριπτική πλεοψηφία της Θύρας 13 δεν κουβαλούσε μαχαίρια, ενώ οι Ολυμπιακοί είχαν πάντα. «Εκείνη τη χρονιά παίζαμε βόλεϊ με την τοπική ομάδα του Παγκρατίου και μας είχαν στήσει ενέδρα οι Ολυμπιακοί, που είχαν φέρει μαζί 20 Ρώσους χούλιγκαν της ΤΣΣΚΑ Μόσχας – και καλά σαν “αδελφοποίηση” για να μας την πέσουν. Τότε οι Παναθηναϊκοί, έπιασαν και μαχαίρωσαν πολύ κόσμο. Έτσι καταλάβαμε πως περάσαμε σε αυτή την εποχή. Το 2006 έγινε ένα παρόμοιο σκηνικό που οι Ολυμπιακοί έχασαν στον δρόμο. Τότε βγήκε μια γενιά Παναθηναϊκών, 18 με 21 ετών, που είχαν όλοι μαχαίρια», λέει ο Α.
Το σημείο καμπής
Και φτάνει το 2007. Εκείνη τη χρονιά, ο 22χρονος οπαδός του ΠΑΟ, Μιχάλης Φιλόπουλος, μαχαιρώνεται μέχρι θανάτου στην Παιανία. «Η δολοφονία του Φιλόπουλου με στιγμάτισε. Το περιστατικό αυτό ήταν η ταφόπλακα του οπαδισμού στην Ελλάδα. Αυτό που είχαμε ζήσει με κερκίδες, σημαίες, πολύχρωμα πανό, πολιτικά μηνύματα, είχε τελειώσει. Μέχρι τότε πήγαινα σε όλα τα σκηνικά, αλλά τα ξημερώματα εκείνης της μέρας αποφάσισα να μην πάω ξανά. Πηγαίνοντας για δουλειά, στο αμάξι, άκουσα για έναν νεκρό οπαδό. Ήμουν σίγουρος ότι είναι δικό μας παιδί και έτυχε να είναι απ’ το δικό μας club, είχαμε προσωπικές σχέσεις, μιλάγαμε, καθόμασταν δίπλα στην κερκίδα, στον σύνδεσμο. Από τότε με όλη την παρέα μου κόψαμε γιατί είδαμε πώς θα πήγαινε η φάση», επισημαίνει ο Α. «Απ’ ό,τι μου είπαν, εκείνη τη μέρα, οι Ολυμπιακοί είχαν αγοράσει σωσίβια και cd που φόραγαν μέσα από τα μπουφάν, έτσι ώστε να μην πέσουν αν φάνε πέτρες ή μαχαιριές. Μου έλεγε ένας φίλος πως βάραγε έναν από αυτούς και έπεφταν κομμάτια cd μέσα από το μπουφάν».
Ένα χρόνο μετά το 2008, ένας 24χρονος φίλαθλος του Ολυμπιακού που έβλεπε αγώνα σε μια καφετέρια, πέφτει νεκρός από μαχαιριές που δέχθηκε στο θώρακα, στη μέση ενός επαρχιακού δρόμου στην Αρτέμιδα, από Παναθηναϊκούς. «Το οπαδικό στην Ελλάδα είχε πεθάνει. Δεν έπρεπε να σε πιάσει κάποιος στα χέρια του. Τότε, στη Θύρα 13 αριθμούσαμε 5.500 εγγεγραμμένα μέλη. Βγαίναμε στον δρόμο και είχαμε πολιτικές προεκτάσεις», λέει ο Α.
«Χόντρυνε η κατάσταση τότε. Όταν έσκαγαν στα club τσόγλανοι που κουβαλούσαν μαχαίρι, τους αγκάλιαζε το club, γιατί αυτά έκαναν οι αντίπαλοι και έπρεπε να ανταπεξέλθουν. Οπότε αυτοί που ήταν πλατειακοί, έπαιζαν ξύλο, έβγαζαν εύκολα μαχαίρια, τους φοβόντουσαν οι άλλοι, τους ανέβαζαν ψυχολογικά οι δικοί μας και τους έπαιρναν μαζί στα σκηνικά, αποκτούσαν σεβασμό. Εάν ερχόταν κάνα φλωράκι τον κρατούσαν στο σαλόνι για καμία μπίρα. Οι υγιείς δεν άντεχαν άλλο, ορισμένοι είχαν παιδιά, δουλειές, δεν μπορούσαν να τρώνε μαχαιριές καθημερινά. Οι πιο πολλοί κόψανε και έμειναν οι μαχαιροβγάλτες. Και μετά, δύσκολα έμπαινε υγιής κόσμος για να καθαρίσει αυτό», αναφέρει ο Μ. «Δεν μπορούν να καταλάβουν πως αυτό που κάνουν μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο. Πάνω στην αδρεναλίνη, στον φόβο πως σε ένα δευτερόλεπτο μπορεί να τους δέσουν ή να σκάσουν οι αντίπαλοι, μαχαιρώνουν όπου βρουν, κυρίως στα πόδια ή στον κώλο. Και λένε ότι στον κώλο είναι “αναμνηστική” επειδή θα τους θυμούνται όταν δεν θα μπορούν να κάτσουν ή να περπατήσουν για μια βδομάδα».
«Δεν γίνεται πλέον να δω αγώνα σε σύνδεσμο, ξέροντας ότι ο διπλανός μου κουβαλά μαχαίρι ή να φοβάμαι πως όταν φύγω μπορεί να με περιμένουν στη μηχανή να με μαχαιρώσουν», αναφέρει ο Α. Όπως λέει ο ίδιος «οι σύνδεσμοι με τα χρόνια απέκτησαν προσωπικές σχέσεις με ΠΑΕ. Σκέφτονταν “τόσα έχω κάνει για την ομάδα, έχω τόσα δικαστήρια” ή “είμαι άνεργος γιατί τόσα χρόνια ασχολούμαι με τη Θύρα 13”. Ένιωθαν ότι τους χρωστάει η φάση».
Το προφίλ του χούλιγκαν
«Το χειρότερο είναι πως είναι πολύ ΟΚ το όπλο και η φυλακή. Η φυλακή είναι σαν παράσημο, όσοι βγαίνουν έξω είναι “βασιλιάδες”. Εμφανισιακά φορούν Lonsdale, North face, ό,τι είναι πυγμαχικό. Παλιά το χουλιγκανίστικο ήταν το ροκ, το μεταλλάδικο. Κονκάρδες, μπουφάν fly, Μartens, σκισμένα τζιν», λέει ο Μ.
«Αν το πιάσουμε κοινωνικά, είναι παιδιά που -επειδή έξω υπάρχει βία οικονομική και επαγγελματική- έχουν θυμό. Και σε συνδυασμό με τις πορείες όπου δεν γίνονται τόσα επεισόδια πια, αυτή η ενέργεια κάπως πρέπει να εκφραστεί, ο κόσμος θέλει να ξεσπάσει. Αν κάποιος μένει σε σπίτι 30 τ.μ. με τη μάνα του, δεν έχει λεφτά, δουλεύει ντελίβερι, θέλει να ανεβάσει την αδρεναλίνη του, ξεσπά εκεί», προσθέτει. Σε ό,τι αφορά τη σχέση τους με τα ναρκωτικά, «στα 90’s κυριαρχούσε η πρέζα. Σήμερα κοκαΐνη, MDMA και “μαύρο”».
«Εγώ αν χαρακτήριζα το προφίλ του χούλιγκαν με μία λέξη, θα έλεγα πως είναι μια κουλτούρα που περιλαμβάνει ναρκωτικά, μαχαίρια και το κούρεμα του φασίστα. Κάποτε θα ντρεπόμασταν να βγούμε έτσι έξω», λέει ο Α.
Πολιτική στάση ή no politica;
«Σε όλη την ιστορία μας ήμασταν χίλια κομμάτια, οπότε στη Θύρα 13 δεν επηρεαζόμασταν από τα συμφέροντα των ιδιοκτητών. «Κανονικά πρέπει να ασκεί κριτική ο αρχηγός της θύρας, όχι να είναι σε σύμπλευση. Στον ΠΑΟ επειδή πάντα υπήρχαν χίλιες απόψεις, κανένας παράγοντας δεν δέθηκε με τη Θύρα 13 και ανέκαθεν υπήρχαν συγκρούσεις», αναφέρει ο Α.
Τι υπερισχύει όμως στη Θύρα 13; «Για ένα διάστημα στα 90’s, υπήρχε πολύ δυνατό ακροδεξιό κομμάτι. Μπορεί σε κάποιο ματς να έβλεπες στοχάδια στην κερκίδα, αλλά δεν εκφραζόταν με άλλο τρόπο. Σήμερα υπερισχύει το αντιφασιστικό κομμάτι, όμως ποτέ οι οπαδοί δεν ήταν χωρισμένοι στις κερκίδες. Στις μέρες Φύσσα ήταν τεταμένη η ατμόσφαιρα στο γήπεδο. Ακόμα και σήμερα, αυτοί που είναι στα φασιστικά κομμάτια είναι σεκιούριτι σε θύρες, δεν έχουν υπόβαθρο. Εγώ θυμάμαι πως η Θύρα 13 το 2011 είχε 3.000 άτομα στην πορεία για τον Γρηγορόπουλο. Αυτό άφησε μια παρακαταθήκη. Πλέον δεν υπάρχει στους συνδέσμους πολιτική ταυτότητα. Είναι λίγοι αυτοί που ασχολούνται πλέον και δεν τους νοιάζει αυτή η φάση», λέει ο Α.
«Είχε τύχει να μου στήσουν ενέδρα»
«Θυμάμαι έντονα τη στιγμή που μου έστησαν ενέδρα. Ήμουν για καφέ με μια παρέα και όταν βγήκα έξω μόνος μου για να φύγω, με περίμεναν δέκα άτομα που είχαν πτυσσόμενο γκλομπ και άρχισαν να με χτυπάνε σε διάφορα σημεία του σώματός μου. Είχα καταλήξει στο νοσοκομείο. Έχω βρεθεί σε αρκετά σκηνικά αλλά ποτέ δεν μπήκα στη λούπα να το κάνω προσωπικό και να πηγαίνω σε σπίτια», λέει ο Α.
Τι έχει αλλάξει στον χουλιγκανισμό από τα 80’s μέχρι σήμερα
«Πλέον είναι συμμορίτικο, παλιά ήταν οπαδικό. Και έγινε συμμορίτικο γιατί δεν χρειάζονται τα club. Ξέρουν όλοι πού είναι οι αντίπαλοι, πού δουλεύουν, πού μένουν και πάνε να την πέσουν εκεί», λέει ο Μ. «Δεν έχει κόσμο πλέον το οπαδικό κίνημα. Είναι ελάχιστοι. Και γι’ αυτό οι σύνδεσμοι ανοίγουν μόνο για δύο ώρες, ορισμένες φορές την εβδομάδα. Επειδή φοβούνται πέσιμο, ανοίγουν ένα ένα τα club και μαζεύονται όλοι εκεί», λέει ο Α.
ΑΕΚ
«Όλοι ξεκινούν από την αγάπη για την ομάδα»
Ο Ν. είναι 24 ετών, μέλος της ΑΕΚ-Original 21 και ασχολείται με τον χουλιγκανισμό τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια. Όλα ξεκίνησαν από όταν πήγαινε γήπεδο ως πιτσιρικάς και άρχισε να κάνει παρέα με συνομίληκους και μεγαλύτερους από τη γειτονιά του, οι οποίοι πήγαιναν επίσης γήπεδο. Ο Ν. ήταν από τα άτομα που ασχολήθηκε πιο βαθιά με τον οπαδικό χώρο.
«Αρχικά όλοι οι οπαδοί που πάνε σε club, ξεκίνησαν να πηγαίνουν λόγω αγάπης προς την ομάδα. Όμως, ο καθένας το βλέπει διαφορετικά στην πορεία, γιατί, για να ενταχτείς πρέπει να είσαι και δυναμικός χαρακτήρας. Έπειτα για τους νεότερους παίζουν ρόλο και τα πρότυπα από τους μεγαλύτερους που τους κοιτάζουν και θέλουν να τους μιμηθούν. Παράλληλα, είναι και η παραβατική κουλτούρα που παίζει, όπως η σύγκρουση με την αστυνομία, η χρήση ουσιών κ.ά.», αναφέρει ο Ν. στο VICE.
«Όταν πας σε επεισόδια δεν ξέρεις τι θα κουβαλά ο αντίπαλος»
Αναφερόμενος στα ραντεβού, ο Ν. ξεκαθαρίζει πως κανονίζονται από τηλέφωνα ή γίνονται αιφνιδιαστικά. «Για παράδειγμα, όταν οι αντίπαλοι παίζουν κάπου, εμείς πάμε για φασαρία χωρίς να το ξέρουν και τους πιάνουμε στον ύπνο. Ο αριθμός των ατόμων που παίρνουν μέρος στην επίθεση, επίσης παίζει ρόλο. Όσο πιο πολλοί είναι, τόσο περισσότερα πράγματα θα κουβαλά ο καθένας». Όσο για τους κανόνες «δεν υπάρχουν», αναφέρει ο ίδιος. «Μπορεί εσύ να μας με καδρόνι και κράνος, αλλά ο αντίπαλος να σου βγάλει τσεκούρι. Όταν πας εκεί δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις, πας με δική σου ευθύνη».
Η κουλτούρα του χουλιγκανισμού
Ποιο είναι το «προφίλ» του χούλιγκαν; «Δεν ξέρω τι άποψη έχει ο περισσότερος κόσμος για εμάς, αλλά είμαστε καθημερινά παιδιά με δουλειές, που παλεύουμε για ένα μεροκάματο σε μια δύσκολη χώρα για επιβίωση. Εμφανισιακά τα ακριβά ρούχα με τα χρώματα της ομάδας μας αρέσουν, γιατί δεν πέφτουμε στο μάτι της αστυνομίας», εξηγεί. «Τα τατουάζ, τα μηχανάκια η αλήτικη συμπεριφορά, η χρήση ουσιών και το μίσος για την αστυνομία, παίζουν πολύ σε αυτόν τον χώρο. Επίσης, θα έλεγα ότι οι περισσότεροι πηγαίνουν σε λέσχες που κάνουν γυμναστική, ώστε να είναι έτοιμοι για την επομένη μάχη».
Περιγράφοντας την κουλτούρα γύρω από τον χουλιγκανισμό, ο Ν. λέει πως είναι «η ενασχόληση με το γήπεδο της Κυριακές και το πνεύμα ότι είμαστε όλοι μαζί δυνατοί. Αλλά μην ξεχνάς ότι ο καθένας το βλέπει με τη δική του ματιά. Στο ατομικό κομμάτι, θα έλεγα ότι είναι, για παράδειγμα, όταν βλέπεις έναν άλλον οπαδό με μπλούζα της ομάδας του και πας να του την βγάλεις, για να δείξεις την κυριαρχία σου και να δώσεις ένα μήνυμα πως δεν μπορεί να κυκλοφορεί οπού θέλει με αυτήν».
Η πολιτική στάση των χούλιγκαν δεν καθορίζεται πάντα από τα συμφέροντα των ιδιοκτητών της ομάδας, σύμφωνα με τον Ν., καθώς διαφέρουν από οπαδό σε οπαδό και από ομάδα σε ομάδα. Παρόμοια είναι η κατάσταση και σε ό,τι αφορά τη σχέση που έχει ο αρχηγός μιας θύρας με τον μέτοχο της ομάδας. «Εξαρτάται από την περίσταση, από το ποιος κάνει κουμάντο και πως μπορεί να επηρεάσει τους υπόλοιπους. Αλλά αυτό είναι κάτι που αλλάζει ανάλογα με τον σύλλογο».
«Οι ακροδεξιές θύρες προσπαθούν να πάρουν υπόσταση»
Αναφορικά με το θέμα της ακροδεξιάς και πως αυτή συνδέεται με το χουλιγκανισμό, ο Ν. αναφέρει πως «στην βόρεια Ευρώπη υπάρχουν περισσότερες ακροδεξιές θύρες. Στην Ελλάδα οι ακροδεξιές απόψεις στην εξέδρα δεν έχουν μεγάλη υπόσταση στις περισσότερες ομάδες. Αλλά εξακολουθούν να προσπαθούν να πάρουν υπόσταση, γι’ αυτό θέλει δράση τόσο μέσα στο γήπεδο, όσο και έξω από αυτό». Μάλιστα, αναγνωρίζει πως ενίοτε μπορεί να υπάρξουν συμπλοκές μεταξύ οπαδών της ίδιας ομάδας εξαιτίας πολιτικών διαφορών, ωστόσο πάντα καταλαγιάζουν κάτω από το πνεύμα της ομάδας.
Κεφάλαιο «Συμπλοκές»
Κάνοντας αναδρομή στην πιο δύσκολη στιγμή που έχει ζήσει, κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής του με το οπαδικό κίνημα, λέει πως ήταν όταν βρισκόταν μαζί με δύο φίλους του και τους την έπεσαν πολλά άτομα με μαχαίρια, με αποτέλεσμα ένας δικός του να καταλήξει στο νοσοκομείο. Έχει βρεθεί αρκετές φορές σε αιματηρές συμπλοκές, με αντίπαλους οπαδούς και με την αστυνομία. «Υπάρχουν γνωστοί μου που έχουν μπει φυλακή για οπαδικά επεισόδια και για παραβατική συμπεριφορά», παραδέχεται ο Ν. Ωστόσο, όπως αναφέρει, όλα αυτά τα περιστατικά, δεν είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας που τον κάνει να σκέφτεται να κόψει.
Η απαγόρευση των μετακινήσεων των φιλοξενούμενων οπαδών σε άλλα γήπεδα, και η απαγόρευση των εκδρομών «είναι ο κύριος λόγος που έχει αλλάξει το πεδίο σύγκρουσης, καθώς η αστυνομία δεν μπορεί να πάει να ελέγξει τους οπαδούς επειδή ακριβώς δεν θέλει να εκτεθεί σε περίπτωση επεισοδίων. Αλλά ό,τι και να κάνουν εμείς θα τραγουδάμε ακόμα», λέει ο Ν.
Διάβασε εδώ τι λένε χούλιγκαν του ΠΑΟΚ και του Άρη:
Περισσότερα από το VICE
Ψυχολογικό Test: Βλέπεις Αυτήν τη Γάτα να Ανεβαίνει ή να Κατεβαίνει τις Σκάλες;