Όταν Ήμουν Μικρή η Μαμά μου μού Έμαθε να Κλέβω για να Επιβιώσουμε

Shoplifting – illustration of a young girl and her mum pushing a stroller in an Aldi parking lot with thought bubbles picturing items they want, including snacks, makeup and diapers.
Kοινοποίηση

Ως παιδιά, θέλουμε να μιμούμαστε τους γονείς μας. Μάλιστα, αυτή είναι σχεδόν η βασική αναπτυξιακή στρατηγική για ανθρώπους και πολλά ζώα. Μέχρι να φτάσουμε στην εφηβεία, οι οικογένειές μας είναι ο μόνος κόσμος που γνωρίζουμε. Μέσω αυτών χτίζουμε την προσωπική και κοινωνική μας ταυτότητα, και εσωτερικεύουμε συστήματα κανόνων και αξιών.

Αλλά δεν έχουν όλοι την πολυτέλεια να μεγαλώνουν σε ασφαλές περιβάλλον. Κρίσεις ψυχικής υγείας, τραύματα από γενιά σε γενιά, φτώχεια, περιθωριοποίηση, αδράνεια της κυβέρνησης – πολλοί παράγοντες επηρεάζουν αρνητικά τον τρόπο που εξελισσόμαστε ως παιδιά και που μεγαλώνουμε τα δικά μας.

Videos by VICE

Αυτή ήταν η περίπτωση της Sandrine*, 55 ετών. Ως νεαρή μητέρα χρειάστηκε να κλέβει για να τα βγάλει πέρα, σε ηλικίες μεταξύ 25 και 30 ετών. Σε μικρή ηλικία, η κόρη της Léa* –που είναι τώρα 30– αντέγραψε τη συμπεριφορά της, αλλά έκλεβε πράγματα μόνο γιατί τα ήθελε.

Αρχικά, η Sandrine αιφνιδιάστηκε από την κλοπή της Léa: Την επέπληξε και προσπάθησε να της δώσει ένα μάθημα. Αλλά τελικά, συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει στις κλοπές της, κάτι που έπρεπε να κάνει για να μπορέσει να παρέχει τροφή και ένδυση στη Léa και τη νεογέννητη αδερφή της.

Σήμερα, οι δύο γυναίκες είναι κοινωνικοί λειτουργοί. Από τότε που γνώρισε τον τωρινό σύζυγό της, η Léa σταμάτησε να κλέβει – αλλά η μαμά της εξακολουθεί να το κάνει. Και οι δύο λένε ότι συναντούν τακτικά ανθρώπους που κλέβουν τα καταστήματα για να επιβιώσουν – μια συνεχής υπενθύμιση της καθημερινής βαρβαρότητας. Ήρθαν σε επαφή με το VICE μέσω Instagram αφού διάβασαν ένα άλλο άρθρο σχετικά με τις κλοπές καταστημάτων.

VICE: Γιατί ξεκίνησες να κλέβεις; Sandrine: Ήταν απαραίτητο σε δύσκολες στιγμές στη ζωή μας. Μου φαινόταν άδικο που άλλοι άνθρωποι ζούσαν αξιοπρεπώς ενώ εγώ δεν μπορούσα να αγοράσω καν τα απολύτως απαραίτητα για τα παιδιά μου. Προσπάθησα να κατευνάσω τις ενοχές μου κλέβοντας από μεγαλύτερα καταστήματα. Σκεφτόμουν «Αυτοί είναι ασφαλισμένοι, θα ανακτήσουν τις απώλειές τους εύκολα». Αλλά τελικά, έγινε σχεδόν σαν παιχνίδι.

Θυμάστε το πρώτο πράγμα που κλέψατε ποτέ; Léa: Όταν ήμουν πολύ μικρή, έκλεψα ένα τσαντάκι μακιγιάζ που μου άρεσε από ένα μαγαζί και η μαμά μου με μάλωσε. Με τρομοκράτησε και με έβαλε να το επιστρέψω. Απείλησε να καλέσει την αστυνομία μπροστά τους – αυτό μου δημιούργησε τραύμα.

Αλλά δεν ήταν η τελευταία φορά. Léa: Χρειάστηκε χρόνος για να καταλάβει η μαμά μου ότι συνειδητοποιούσα πως η κλοπή ήταν κάτι κακό, ότι δεν ήταν παιχνίδι. Επειτα, όταν γεννήθηκε η αδερφή μου -όταν ήμουν εννιά- χρειάστηκε να κλέψουμε ξανά, οπότε η μαμά μου κατέληξε να με εμπλέξει και εμένα.

Τι εννοείς; Léa: Υπήρχαν πολλές τεχνικές που δοκιμάζαμε επιτόπου. Θυμάμαι μια από τις πρώτες φορές – ήμασταν σε ένα κατάστημα ρούχων και χρειαζόμασταν παντελόνια. Πήγα στο δοκιμαστήριο για να δοκιμάσω τρία παντελόνια. Η μαμά μου τα τύλιξε γύρω από το μπράτσο της και μετά φόρεσε το μεγάλο παλτό της για να κρύψει τα πάντα. Μερικές φορές, φορούσα ρούχα κάτω από τα δικά μου στα δοκιμαστήρια. Κρύβαμε ακόμη και ρούχα κάτω από το μωρό στο καρότσι, χωρίς να το προσέξει κανείς.

Sandrine: Λειτουργούσε κάθε φορά. Δεν χρειαζόταν να κάνουμε τίποτα τρομερό – βγαίναμε από το μαγαζί σαν να μην τρέχει τίποτα και αυτό ήταν όλο.

Léa: Είναι λυπηρό που το λέω, αλλά δεν ταιριάζαμε στο «προφίλ» του κλέφτη σε ό,τι αφορά τους σεκιουριτάδες – ήμασταν απλώς μια μαμά, ένα κοριτσάκι και ένα μωρό σε καρότσι. Σκέφτομαι άλλους ανθρώπους που βρίσκονται σε θέση να πρέπει να κλέψουν αλλά δεν μοιάζουν με εμάς και δεν είναι τόσο τυχεροί.

Δηλαδή δεν σας πήγε ποτέ στραβά; Léa: Με έπιασαν μερικές φορές και ήταν πολύ άσχημο. Οι σεκιουριτάδες έπαιζαν τον καλό αστυνομικό, κακό αστυνομικό, μετά ερχόταν η μαμά μου να με πάρει και έπαιζε το ρόλο της εξαγριωμένης μητέρας που δεν μπορεί να πιστέψει ότι η κόρη της έκλεψε.

Sandrine: Το αστείο είναι ότι οι σεκιουριτάδες περιμένουν αυτή τη στάση από τους γονείς. Ήταν πάντα η ίδια ρουτίνα: Στην αρχή το έπαιζα κουλ και μετά οι σεκιουριτάδες με πίεζαν να τη μαλώσω. Έλεγαν πράγματα όπως «Είσαι περήφανη για την κόρη σου αυτή τη στιγμή;» ή «Θα έπρεπε να είσαι πιο αυστηρή μαζί της». Τους άφηνα λοιπόν να μου κάνουν διαλέξεις, μετά θύμωνα ψεύτικα με την κόρη μου, της φώναζα: «Περίμενε μέχρι να φτάσουμε σπίτι!» ή «Περίμενε να το πω στον μπαμπά σου!». Λειτούργησε καλά – τελικά, οι σεκιουριτάδες σχεδόν τη λυπούνταν.

Το έχετε κρατήσει μυστικό; Léa: Δεν είναι κάτι που μπορείς να λες από ‘δω κι από ‘κει. Επίσης, αν και δεν κλέβω πια, η μαμά μου εξακολουθεί να το κάνει.

Sandrine: Στον κύκλο μου, οι περισσότεροι δεν τολμούν να μιλήσουν γι’ αυτό. Έχω φίλους που εργάζονται σε σούπερ μάρκετ και μου λένε ότι αυτά που κλέβουν οι άνθρωποι έχουν αλλάξει. Τα παλιά χρόνια ήταν κυρίως μακιγιάζ, προϊόντα ξυρίσματος, μικρά μπιχλιμπίδια που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά. Ενώ στις μέρες μας, είναι σχεδόν πάντα είδη πρώτης ανάγκης. Αυτό με στεναχωρεί, μου θυμίζει τις φορές που είχα τη μεγαλύτερη ανάγκη.

Léa, όταν ήσουν μικρή, είχες την αίσθηση ότι έκανες κάτι λάθος; Léa: Είναι δύσκολο να θυμηθώ τι σκεφτόμουν, ακριβώς. Όμως ένιωθα να ελέγχομαι από τη μαμά μου, η οποία ήταν συνεχώς από πάνω μου. Δεν ξέρω αν πρόσθετε πίεση ή νομιμοποιούσε αυτό που κάναμε. Είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν το σκεφτόμουν ιδιαίτερα – έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Και ήταν πάντα εν βρασμώ, δεν υπήρχε χρόνος για σκέψη. Μετά πέφτει η αδρεναλίνη σου. Ήξερα ότι δεν κάναμε κάτι καλό, ήξερα ότι δεν μπορούσα να μιλήσω για αυτό στο σχολείο ή με τον μπαμπά μου, ή άλλους ανθρώπους. Ήξερα ότι υπήρχε κάτι μυστικό σε αυτό, κάτι που μπορούσαμε να γνωρίζουμε μόνο η μαμά μου και εγώ. Αλλά δεν το μετάνιωνα – έβλεπα ότι η μαμά μου δυσκολευόταν. Αργότερα, στην εφηβεία μου, έγινε μια χρήσιμη δεξιότητα επειδή υπήρχαν πολλά πράγματα που ήθελα.

Πώς δικαιολογούσατε τη συμπεριφορά σας; Sandrine: Μερικές φορές στο διάλειμμά μου στη δουλειά, άκουγα γυναίκες να μιλούν για τις διακοπές τους, αν ήθελαν να τις παρατείνουν, διαλέγοντας μεταξύ Ελλάδας και Ταϊλάνδης. Είναι βίαιο να ακούς κάτι τέτοιο, όταν παλεύεις να ταΐσεις και να ντύσεις τα παιδιά σου. Το να μεγαλώνεις έτσι είναι βίαιο. Αναρωτιέσαι, «Τι είναι χειρότερο; Η πράξη της κλοπής ή το γεγονός ότι πρέπει να κλέψεις για να τα βγάλεις πέρα;».

Léa: Ήταν σαν να ανακτούμε αυτό που αξίζαμε. Πραγματικά με εξόργιζε να πηγαίνω στο σχολείο και να βλέπω πλουσιόπαιδα να κάνουν φιγούρα – δεν μπορούσα να δεχτώ ότι έπρεπε να αρκούμαι σε λιγότερα. Για εμάς, η κλοπή ήταν μια πράξη «ταξικής υπέρβασης».

Sandrine: Δεν μετανιώνω, γιατί δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έζησα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια – δεν είχα τίποτα, ούτε φαγητό. Τα βράδια κρύωνα. Δεν ήθελα τα παιδιά μου να ζήσουν έτσι. Δεν ήταν ούτε εγωιστικό – το έκανα για την οικογένειά μου.

Ακούγεται δύσκολο. Sandrine: Ο γείτονάς μου είναι εθισμένος: Καπνίζει κρακ, κλέβει από την οικογένεια και τους φίλους του και συχνά τον πιάνουν. Αυτό είναι μια άλλη πραγματικότητα. Όταν πηγαίνω για ψώνια και βλέπω έναν άστεγο αλκοολικό ή κάποιον να κλέβει αλκοόλ, σχεδόν μου έρχεται να τον καλύψω, περιμένοντας στην έξοδο να τους μιλήσω εκεί. Η κλοπή προέρχεται από μια ανάγκη και δεν μπορείς να κρίνεις την ανάγκη. Οι άνθρωποι δεν κλέβουν για ευχαρίστηση – εκτός αν πάσχεις από κλεπτομανία, και σε αυτή την περίπτωση είναι θέμα ψυχικής υγείας.

Léa, πώς νιώθεις που μεγάλωσες έτσι; Léa: Έχω δύο παιδιά τώρα και δεν επιτρέπεται να ξέρουν τι έκανα. Δεν χρειάζεται πια να κλέβω, δεν θέλω να τα μεγαλώσω έτσι. Από την άλλη, τα διδάσκω να κατανοούν όλες αυτές τις συμπεριφορές που η κοινωνία αποδοκιμάζει. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η ζωή δεν είναι άσπρο μαύρο. Η ζωή δεν είναι εύκολη, και συχνά, κάνουμε αυτό που πρέπει από ανάγκη.

Sandrine: Η κοινωνία δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ανθρώπων, τους παραμερίζει – και το πράγμα γίνεται χειρότερο. Είμαι κοινωνική λειτουργός τώρα, βλέπω ότι οι οικογένειες βρίσκονται σε χειρότερη θέση μετά τον COVID-19. Αν μάθαινα ότι αυτοί οι άνθρωποι έκλεβαν κάθε μέρα για να καλύψουν τις ανάγκες τους, θα το καταλάβαινα. Θα τους υποστήριζαν κιόλας. Αλλά και η κοινωνία πρέπει να παίξει τον ρόλο της. Είναι δουλειά της κυβέρνησης να δράσει – όχι των πολιτών. Αν είχα βοήθεια ως ανύπαντρη μητέρα με δύο παιδιά, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Δεν έχω λάβει τίποτα από τον πατέρα της, και η κοινωνία δεν δίνει δεκάρα. Αν το πράγμα συνεχίσει έτσι, νομίζω ότι είναι λογικό να παίρνεις τη δικαιοσύνη στα χέρια σου. Σε μια αποτυχημένη κοινωνία, κάνεις τη δική σου αναδιανομή – εξισορροπείς εκ νέου τα πράγματα όσο καλύτερα μπορείς.

*Τα ονόματα έχουν αλλαχθεί για να αποφευχθούν πιθανές παρενοχλήσεις και νομικές επιπτώσεις.

Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.

Περισσότερα από το VICE

Ο Αγώνας Δρόμου του Παναγιώτη από την Ηρωίνη στον Μαραθώνιο

«Δούλεψα σε Studio με Μεξικανούς Gangster» – Ο Joza Είναι Νομάς Tattoo Artist

Γιατί Αποκαλούμε «Μαϊμού» τις Απομιμήσεις Γνωστών Προϊόντων;

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.