Διασκέδαση

Όταν το Σεμνότυφο Hollywood Υποκλίθηκε στη «Βία και το Σεξ»

Kοινοποίηση

Φωτογραφίες: imdb.com

Από τα γεννοφάσκια της το 1929, η Ακαδημία Κινηματογράφου και Επιστημών, φημίζονταν για τις politically correct επιλογές της (all American αξίες σε συνδυασμό με θέαμα και λαμπερούς πρωταγωνιστές), τόσο στις υποψηφιότητες, όσο κυρίως στο που θα δώσει το βραβείο της Καλύτερης Ταινίας: από το σούπερ επικό προσωπικό στοίχημα του οραματιστή David O. Selznick, Όσα Παίρνει ο Άνεμος (1939) και το πλέον παρδαλό μιούζικαλ στην ιστορία του κινηματογράφου διά χειρός Vicente Minnelli, An American in Paris (1951), μέχρι την ταινία-χλαμύδα ορόσημο Ben-Hur (1959) του William Wyler και τα γλυκανάλατα My Fair Lady (1964) του George Cukor και The Sound of Music (1965) του Robert Wise, τα βραβεία ήταν πάντα λίγο-πολύ αναμενόμενα.

Ίσως ν’ ακούγονται παλιομοδίτικα όλα αυτά, ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι από τότε που δημιουργήθηκε η Κινηματογραφική Βιομηχανία που ακούει στο όνομα Hollywood, αυτού του είδους οι ταινίες ήταν το κατεστημένο ή αλλιώς, το mainstream της εποχής. Τα μεγάλα στούντιο (Warner Bros, Columbia, 20th Century Fox, Paramount), στόχευαν στη μεγαλύτερη δυνατή προσέλκυση του κοινού στις αίθουσες, δημιουργώντας ταινίες που θα καταλάβαινε ακόμη κι ένα παιδί. Γι’ αυτό και τα παραπάνω δείγματα είναι φιλμ ευκολοδιάβαστα, ως επί το πλείστον ευχάριστα να παρακολουθείς και κυρίως, με happy ending για τους ήρωες.

Videos by VICE

Όλα αυτά, όμως, μέχρι τις αρχές το ’60. Τι έγινε τότε; Αυτό που έγινε, είναι πως η κοινωνία άρχισε να σιγοβράζει: από την μία το Βιετνάμ, το Κίνημα για τα Δικαιώματα των Αφροαμερικανών, η κόντρα ΗΠΑ-ΕΣΣΔ στο απόγειο της, κι από την άλλη ο Dylan, η Beatlemania, κυρίως, όμως, ο κωλοπαιδισμός των Stones, έδειχναν μετά βεβαιότητας ότι οι νεολαίοι ζητούσαν κάτι άλλο πέρα από ψυχαγωγία κι ευκολοχώνευτα νοήματα – κι ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να μην αποτελεί κομμάτι αυτής της αλλαγής.

Όπως ήταν φυσικό, τα στούντιο δεν έμειναν με τα χέρια δεμένα. Όπως έγινε με την έλευση του ήχου, αργότερα του χρώματος και μετέπειτα του cinemascope, έτσι και τώρα είδαν έγκαιρα τα σημάδια των καιρών και αποφάσισαν να το ρισκάρουν. Το 1967, η πεντάδα των Όσκαρ με τις υποψήφιες για την Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς, περιλαμβάνει τίτλους όπως το επαναστατικό, The Graduate (του προσφάτως εκλιπόντα Mike Nichols), την ανατρεπτική κωμωδία -έγχρωμος ζητά λευκή σε γάμο- Guess Who’s Coming to Dinner (του βετεράνου Stanley Kramer) και το αντιρατσιστικό δράμα μυστηρίου, In the Heat of the Night του Norman Jewison (Jesus Christ Superstar, …And Justice for All) – οι δύο τελευταίες με τον πρώτο αφροαμερικανό νικητή βραβείου Όσκαρ 3 χρόνια πριν, Sidney Poitier.

Ο περισσότερος λόγος, όμως, έγινε για το βιαιότερο φιλμ στην μέχρι τότε ιστορία του Hollywood, το Bonnie and Clyde του Arthur Penn (που αρχικά ήταν να σκηνοθετήσει ο Francois Truffaut). Γιατί είναι τόσο σημαντική αυτή η ταινία; Για τον λόγο πως άνοιξε τον δρόμο για την καταιγίδα του New Hollywood (Rosemary’s Baby, Easy Rider, The Wild Bunch κ.α.) που είχε ως αποτέλεσμα το σπάσιμο των ταμπού της βίας και του σεξ, αλλά και την ανάδειξη «ελεύθερων» δημιουργών όπως οι Coppola, Scorsese και Spielberg. Μια περίοδος που παρήγαγε αριστουργήματα –προσωπικά θεωρώ την δεκαετία του ’70 την πλέον επιδραστική για τον τρόπο που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τον κινηματογράφο– και διήρκεσε ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν η ελευθερία-αλαζονεία- μεγαλομανία του Cimino και του Coppola, ανάγκασε σε χρεοκοπία την United Artists και την American Zoetrope αντίστοιχα… Για όλη αυτή την γενιά, υπάρχει το υπέροχο ντοκιμαντέρ του 2003, Easy Riders, Raging Bulls: How the Sex, Drugs and Rock ‘N’ Roll Generation Saved Hollywood.

Πίσω στα Όσκαρ: αν και το βραβείο της 40ης απονομής πήγε τελικά στο In the Heat of the Night, ο αντίκτυπος που είχε στη νεολαία και στην κουλτούρα της Αμερικής η ιστορία του καταραμένου ζεύγους των φυγάδων Clyde Barrow και Bonnie Parker –απόρροια και της θετικότατης κριτικής που ασκήθηκε από τους νεαρούς τότε Roger Ebert και Pauline Kael– ήταν αρκετός, όχι μόνο για τα στούντιο, αλλά και για την Ακαδημία να μπει σε πιο μοντέρνα μονοπάτια.

Τρία χρόνια αργότερα η Liz Taylor -με μαύρισμα κρεολής και αβυσσαλέο ντεκολτέ- ανακοινώνει στην 42η Απονομή των Βραβείων Όσκαρ, τις υποψήφιες Καλύτερες Ταινίες: Midnight Cowboy, Anne of the Thousand Days, Butch Cassidy and the Sundance Kid, Hello, Dolly! και Ζ. Οι πιθανότητες είναι με το μιούζικαλ εποχής του Gene Kelly και πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του αμερικάνικου κοινού, Barbra Streisand, όπως και με το ιστορικό δράμα του Charles Jarrott (δε ντρέπομαι να πω ότι δεν έχω δει καμιά ταινία του) με πρωταγωνιστή τον Richard Burton. Λιγότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το εξαιρετικό μεταμοντέρνο γουέστερν του George Roy Hill και ακόμη λιγότερες το ξενόγλωσσο, ακραία πολιτικό φιλμ του Γαβρά.

Εκείνο όμως που δείχνει να ‘χει μπει στην πεντάδα κατά λάθος, δεν είναι άλλο από το Αυστηρώς Ακατάλληλο -σύμφωνα με την πιστοποίηση του νεοσύστατου τότε Αμερικάνικου Οργανισμού Αξιολόγησης Ταινιών-, αντεργκράουντ φιλμ του John Schlesinger. Κάποιες από τις θεματικές της ταινίας είναι η περιθωριοποίηση, η ομοφυλοφιλία, οι ζιγκολό και το νταβατζηλίκι – σαν να κλέβεις εκκλησία, δηλαδή.

«The winner is Midnight Cowboy» ακούστηκε όμως λίγο μετά από τα υπέροχα χείλη της Liz, και τότε το στοιχειωτικό μουσικό θέμα του John Barry (James Bond Theme) συνόδευσε τον παραγωγό της ταινίας Jerome Hellman (Coming Home) ο οποίος παραλαμβάνοντας το χρυσό αγαλματίδιο ευχαρίστησε λιτά κι απέριττα εκ μέρους όσων συμμετείχαν στην ταινία το στούντιο της United Artists για την εμπιστοσύνη.

Τι σήμαινε στ’ αλήθεια όμως ο όρος Rated X το 1969 όταν και προβλήθηκε για πρώτη φορά ο Καουμπόης του Μεσονυχτίου; Αυτό που συνέβη είναι πως τον καιρό εκείνο το γράμμα Χ χρησιμοποιούνταν κατά κόρον για να περιγράψει τις ταινίες β’ διαλογής που περιείχαν hardcore σεξουαλικές σκηνές, κάτι που γρήγορα συνδέθηκε αποκλειστικά με το πορνό. Εξαιτίας αυτού του στίγματος, πολλές αίθουσες αρνήθηκαν να παίξουν τον Καουμπόη ενώ πολλές εφημερίδες και περιοδικά αρνήθηκαν να τον διαφημίσουν στις σελίδες τους. Σκεφτείτε: να κάνεις μια ταινία που στοιχίζει 24 εκατομμύρια δολάρια (με την σημερινή ισοτιμία) και να παίξει λόγω σεμνοτυφίας, ξέρω γω, σε 30 αίθουσες στις ΗΠΑ… ταφόπλακα.

Κι όμως, η ταινία τα κατάφερε: όχι μόνο κέρδισε το σημαντικότερο Βραβείο της βραδιάς, αλλά κέρδισε επίσης Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Waldo Salt (Serpico, Coming Home), ενώ υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ Α’ Ανδρικού (και οι δύο πρωταγωνιστές, Jon Voight και Hoffman), Β’ Γυναικείου (Sarah Miles) και Μοντάζ.

Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που κέρδιζε Όσκαρ μία ταινία με την ρετσινιά του Χ. Δύο χρόνια μετά, το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Stanley Kubrick θα ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Διασκευασμένου Σεναρίου (και οι τρεις για τον Kubrick) και Μοντάζ, ενώ το 1974, το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι, θα ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Σκηνοθεσίας (Bernardo Bertolucci) και Α’ Ανδρικού Ρόλου (Marlon Brando). Και οι δύο ταινίες έφυγαν με άδεια χέρια.

Κλείνοντας το θέμα Rated X, επιτρέψτε μου να παραθέσω κάποιους απ’ τους λόγους του MPAA, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό το Midnight Cowboy ως Αυστηρώς Ακατάλληλη (αυτούσια, αφού με την μετάφραση χάνεται το υποδόριο χιούμορ) και τα συμπεράσματα δικά σας:

Γυμνό και Σεξ

– Ο πρωταγωνιστής της ταινίας ζει από την πορνεία και αρνείται συνέχεια ότι είναι γκέι.

– Τουλάχιστον δύο από τους βασικούς χαρακτήρες της ταινίες έχουν αφίσες με γυμνές γυναίκες στα δωμάτιά τους.

– Υπάρχει ένας διάλογος για τις ιερόδουλες.

Αίμα και Βία

– Ένας άνθρωπος είναι άρρωστος και βήχει όλη την ώρα. Μετά πεθαίνει με τα μάτια ανοιχτά.

Βρισίδια

– Τουλάχιστον μια φορά ακούγεται η λέξη «fuck», ενώ ακούγονται πολύ συχνά οι λέξεις «πούστης», «κόλαση» και «άντε στο διάολο».

Αλκοόλ, Κάπνισμα και Ναρκωτικά

– Ένας γέρος άνδρας πίνει μπύρα από ένα μπουκάλι, ενώ ένα αγόρι και η γιαγιά του κάθονται ευτυχισμένοι δίπλα του.

Έντονες Σκηνές

– Η ταινία είναι καταθλιπτική.

Για την ιστορία, η ταινία κρίθηκε και πάλι τον επόμενο χρόνο από την MPAA με R -που σημαίνει ότι τα παιδιά κάτω των 17 ετών μπορούν να την παρακολουθήσουν αρκεί να συνοδεύονται από ενήλικα- χωρίς όμως ν’ αφαιρεθεί ή ν’ αλλάξει κάτι. Αυτό της επέτρεψε να προβληθεί κανονικά (έστω και με δύο χρόνια καθυστέρηση), να βρει το μεγάλο κοινό που της αναλογούσε και να κάνει μία δεύτερη καριέρα στις αίθουσες και μετέπειτα στην τηλεόραση.

Για την ταινία την ίδια δεν θα πω πολλά – όσοι την έχουν δει γνωρίζουν κι όσοι δεν την έχουν δει θα καταλάβουν όταν την παρακολουθήσουν. Θα πω μόνο ότι είναι η μοναδική ταινία που βλέπω και ξαναβλέπω και με κάνει να αισθάνομαι τόσο έντονα ένα πλάκωμα στο στήθος. «Ό, τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο», που λέει και το άσμα, και στην περίπτωση του Joe Buck που εγκαταλείπει την λάντζα και τον σκονισμένο Νότο κι έρχεται στη Νέα Υόρκη για να γίνει ζιγκολό, ταιριάζει γάντι. Αντί να πληρώνεται για σεξ, πληρώνει με την αθωότητα του, μέχρι που τον παίρνει από το χέρι ο φθισικός αλήτης Ratso Rizzo και ως ο νταβατζής του πλέον, τον καθοδηγεί στην πιο βαθιά φιλία που ‘χει δει ανθρώπου μάτι στην μεγάλη οθόνη.

Ο βρετανός John Schlesinger (Darling, Marathon Man) είναι ιδανικός, μιας κι αυτή η σπουδαία ταινία για τη Νέα Υόρκη είναι το «Μεγάλο Μήλο» ιδωμένο από την σκοπιά ενός παρείσακτου: λαμπερό, τρομακτικό, βρόμικο, συναρπαστικό, παράξενο. Ένα λυρικό δοκίμιο για την μοναξιά της μεγαλούπολης, για την αξία της συντροφικότητας και τα χαμένα όνειρα. Μια μικρή ιστορία που εξελίσσεται σε έπος κι ένα φινάλε που σου χαρακώνει την καρδιά για πάντα –μοναδική περίπτωση ταινίας που μου δημιούργησε τα ίδια συναισθήματα, η περσινή κάτοχος Βραβείου Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, Τέλεια Ομορφιά του Paolo Sorrentino.

Bonus Κανονάκι

Το τραγούδι, Everybody’s Talkin’, που συνοδεύει τους τίτλους αρχής είναι γραμμένο κι ερμηνευμένο από τον Harry Nilsson (One Is the Loneliest Number και Without you). Αρχικά, είχε συμφωνήσει ο Bob Dylan να γράψει το τραγούδι των τίτλων, δεν πρόλαβε όμως την ημερομηνία εξόδου της ταινίας. Ποιο ήταν το εν λόγω κομμάτι; Lay Lady Lay.

Σε μια σκηνή της ταινίας, ο Ratso κι ο Joe διαφωνούν έντονα για το τι σημαίνει να είσαι cowboy. Όταν ο Ratso λέει ότι, «Οι καουμπόηδες είναι αδερφές!» ο Joe απαντά: «Ο Τζον Γουέιν είναι καουμπόης! Αποκαλείς τον Τζον Γουέιν αδερφή;». Όλως παραδόξως, εκείνη την χρονιά και οι δύο πρωταγωνιστές έχασαν το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου από τον Τζον Γουέιν (True Grit).

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.