Το βιβλίο Time and Remains of Palestine του Βρετανού φωτογράφου James Morris, που εκδόθηκε από τον οίκο Kehrer Verlag, προσφέρει μια συνταρακτική ματιά στα συχνά σχεδόν αόρατα μνημεία της Nakba (Νάκμπα/ «Καταστροφή»): τα ερείπια, τις πόλεις-φαντάσματα και τους ασφαλτοστρωμένους παλαιστινιακούς οικισμούς που σβήστηκαν από τον χάρτη στον παλαιστινιακό πόλεμο του 1948.
Ωστόσο, παρά το ιδιαιτέρως φορτισμένο πολιτικό θέμα του βιβλίου, αποτελεί ένα όμορφο, μυστηριώδες και αισθητά διακριτικό για το παρελθόν της Παλαιστίνης και το επισφαλές παρόν της Δυτικής Όχθης. Σχετικά με το έργο, είχα μια συζήτηση με τον James.
Videos by VICE
VICE: Καταρχάς, πώς βλέπεις τον εαυτό σου από την άποψη της φωτογραφίας;
James Morris: Οι ορισμοί είναι πάντα δύσκολοι γιατί σε κάνουν να νιώθεις περιοριστικά και συνήθως τους λένε άλλοι άνθρωποι. Ωστόσο, υποθέτω ότι είμαι φωτογράφος που το ενδιαφέρον του κεντρίζεται με όλους τους τρόπους από τα στοιχεία της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και με την παρουσία του τοπίου. Την επίδραση του ανθρώπου και τις στιβάδες της ιστορίας που είναι προφανείς, εκεί. Ακολουθώ νήματα που συνδέουν τόπους και ανθρώπους, παρελθόν και παρόν.
Πώς το Time and Remains of Palestine ταιριάζει στη φωτογραφική προσέγγιση σου και την προηγούμενη δουλειά σου;
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εφαπτόμενο σ’ αυτό γιατί σχετίζεται συγκεκριμένα με τη σύγκρουση, την οποία δεν έχω δουλέψει άμεσα ποτέ πριν. Ωστόσο, νιώθω ότι είναι μια λογική επέκταση της πρακτικής μου. Η ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση είναι παρούσα όλη μου τη ζωή και δεν υπάρχουν σημάδια ότι θα περιοριστεί, οπότε είναι μια σταθερά στο ψυχικό μου τοπίο. Αυτός είναι ο λόγος που με τράβηξε να κοιτάξω το πραγματικό τοπίο. Αυτό που διαπίστωσα -ξεκινώντας από την πρώτη μέρα μάλιστα- ήταν κάτι που δεν περίμενα ή δεν είχα σκεφτεί: η απουσία αρχιτεκτονικής, ένα κατεδαφισμένο τοπίο και μια καλυμμένη ιστορία. Έτσι, ακολουθώντας αυτή τη συγκεκριμένη γραμμή έρευνας, όπως με όλα τα πρότζεκτ, υπάρχει τόσο συνέχεια όσο και παραλλαγή.
Πώς περιγράφεις αυτό το πρότζεκτ; Πάντα πιστεύω ότι είναι ενδιαφέρον να ρωτήσω, ειδικά σε μια περίπτωση σαν κι αυτή όπου κατά καιρούς τεκμηριώνεις μια απουσία παρά «ένα πράγμα».
Σκέφτομαι ότι με το πρότζεκτ εξερευνώ εν μέρει τόσο τι συνέβη στην Παλαιστίνη το 1948 όσο και που βρίσκεται σήμερα, κοιτώντας μέσα από αυτό το πολύ ιδιαίτερο «αλλαγμένο από τον άνθρωπο» τοπίο. Ακολουθεί μια ιστορική πορεία που συνδέει το παρελθόν και το παρόν, αρχίζοντας, στο πρώτο μέρος, με τη διερεύνηση της σημερινής ιστορικής παλαιστινιακής παρουσίας στο μεγαλύτερο μέρος του Ισραήλ, καταγράφοντας τους τόπους περίπου 400 χωριών και πολλών πόλεων που ερημώθηκαν και στις περισσότερες περιπτώσεις ισοπεδώθηκαν ως συνέπεια του πολέμου του 1948 και κατοπινών συγκρούσεων.
Το δεύτερο μέρος αντανακλά την έννοια της μελλοντικής Παλαιστίνης που προέκυψε από τις Ειρηνευτικές Συμφωνίες του Όσλο αλλά απέτυχε να υλοποιηθεί σε οποιαδήποτε ουσιαστική μορφή. Τεκμηριώνει τη δομή της κατοχής και της σύγκρουσης στον λαβύρινθο της Δυτικής Όχθης, μιας γης διαχωρισμένης σε ζώνες πολλαπλών και περίπλοκων «περιοχών», χωρισμένων με τοίχους και φράχτες, σημεία ελέγχου και οδοφράγματα και περιορισμένων σε έκταση από οικισμούς. Αντί να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση στο σύνολό της, αναφέρεται στη σμίκρυνση της Παλαιστίνης.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο διακριτά μέρη. Το πρώτο έχει να κάνει με τη Νάκμπα, την «καταστροφή» που είναι μεγάλο κομμάτι της παλαιστινιακής ταυτότητας και ιστορίας. Πώς άρχισε αυτό το κομμάτι του πρότζεκτ;
Το πρώτο μέρος προήλθε από μια βόλτα σ’ ένα πευκοδάσος στην αρχή της πρώτης μου επίσκεψης στο Ισραήλ, όταν σκόνταψα πάνω σε κάποια ανεξήγητα ερείπια μερικών φαινομενικά αρχαίων δομών. Το 2004, ανεγέρθηκε μια πλάκα από το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο που ανακήρυξε το σημείο «όαση», «έναν χώρο αναψυχής, έναν τόπο νερού, ελπίδας, ειρήνης, οράματος». Αργότερα εκείνη την ημέρα, βρήκα online μια ταινία που αφορούσε μια πρόσφατη επίσκεψη Ισραηλο-παλαιστίνιων στην ίδια τοποθεσία. Ηλικιωμένοι άνδρες θυμούνται ότι όταν ήταν παιδιά, αυτά τα ερείπια ήταν το χωριό τους. Έγιναν εσωτερικοί πρόσφυγες λόγω του πολέμου του 1948, στη διάρκεια αυτού που ονομάζουν δική τους Νάκμπα, το χωριό τους ισοπεδώθηκε, τους αρνήθηκαν το δικαίωμα της επιστροφής, ένα σχεδιασμένο δάσος εισαγόμενων πεύκων έγινε το πέπλο του πρώην κόσμου τους.
Αυτό που ήταν εντυπωσιακά εμφανές ήταν το τεράστιο χάσμα μεταξύ αυτών των δύο αντιλήψεων ενός τόπου. Παρόλο που γνώριζα την έννοια της Νάκμπα, το να βρεθώ σ’ ένα τέτοιο μέρος και έπειτα να καταλάβω αυτή την ιστορία, ήταν μια ισχυρή εισαγωγή στην πραγματικότητα της – αν και ο όρος αφορά ειδικά την ήττα και τη σημαντική μείωση που πληθυσμού της Παλαιστίνης το 1948, η έννοια της «καταστροφής» είναι που ακόμα ηχεί δυνατά.
Ό,τι αφορά στην έρευνα, υποθέτω ότι χρειάστηκε αρκετή, καθώς αυτές οι τοποθεσίες μόλις που έχουν πινακίδες. Ποια ήταν η διαδικασία εκεί;
Όπως λες, οι περιοχές των κατεστραμμένων χωριών πολύ σπάνια έχουν πινακίδες και πολλά είναι εντελώς ισοπεδωμένα ή χτισμένα από πάνω. Ακόμα και οι διεθνείς οδηγοί που απευθύνονται στους ξένους τουρίστες, που θα μπορούσαν κάλλιστα να βρουν ενδιαφέρουσα αυτή την ιστορία, τα αγνοούν σχεδόν εντελώς. Μετά από την πρώτη μου επίσκεψη, άρχισα έρευνα κοιτώντας κυρίως στη δουλειά των επονομαζόμενων Νέων Ισραηλινών Ιστορικών που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980 και άρχισαν να αμφισβητούν τις πιο βολικές και αποδεκτές ιστορίες που διδάσκονταν.
Το πιο σημαντικό κείμενο ήταν το 600σέλιδο The Birth of the Palestinian Refugee Problem, του Benny Morris, το οποίο χτενίζει εξαντλητικά τα ισραηλινά στρατιωτικά και κρατικά αρχεία από τον πόλεμο του 1948. Αλλά και τη δουλειά των Meron Benvenisti, Walid Khalidi και άλλων πολυάριθμων πηγών. Όταν επέστρεψα στο Ισραήλ, έψαξα στις περιοχές των χωριών, χρησιμοποιώντας παλιούς χάρτες και το ίντερνετ. Κάποια ήταν εύκολο να τα βρεις, πολλά είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Πάντα ήταν άβολο να συναντώ τα ερείπια ενός χωριού, πιθανώς ένα σωρό από πέτρες μέσα στο δάσος ή έναν μοναχικό μιναρέ στη μέση ενός μοντέρνου ισραηλινού προαστίου, παρόλο που ήδη γνώριζα ένα μέρος της φορτισμένης ιστορίας του και της σημασίας του για την Διασπορά. Πριν να αρχίσω να φωτογραφίζω έναν τόπο θα καθόμουν και θα διάβαζα περισσότερα για την ιστορία του από τα βιβλία που είχα μαζί μου. Οι σημειώσεις που έκαναν μετεξελίχθηκαν σε εκτεταμένες λεζάντες που λειτουργούν ως σύντομη ιστορία για το σημείο κάθε φωτογραφίας στο βιβλίο.
Στο πρώτο μέρος, που αποτελείται από αυτές τις φωτογραφίες των υπολειμμάτων των οικισμών, κάποιες είναι στα ερείπια αλλά για μένα τα πιο περίεργα παραδείγματα, είναι οι χώροι στάθμευσης των αυτοκινήτων ή οι παιδικές χαρές, όπου οι αρχικοί οικισμοί δεν αφαιρέθηκαν απλά, αλλά χτίστηκαν κιόλας από πάνω. Ποια ήταν τα σημεία που βρήκες πιο παράξενο να φωτογραφίσεις;
Πραγματικά είναι πάρα πολλά για να τα πω. Η όλη εμπειρία ήταν έντονη, άβολη και συχνά βαθιά παράξενη. Υπήρχε μια νευρικότητα γιατί δεν ήξερα πώς θα αντιδράσουν οι άνθρωποι σ’ αυτό που έκανα, κάτι που στο τέλος αποδείχθηκε ανεδαφική γιατί τόσοι λίγοι άνθρωποι φαίνονται να γνώριζαν τι ήταν αυτό για το οποίο κοιτούσα. Επίσης, το βάρος της γνώσης που συσσώρευα, η κατανόηση του τι είχε συμβεί εκεί και που είχε καταλήξει ο πληθυσμός. Και έπειτα φυσικά, το ότι γνώριζα τόσα πολλά από την ιστορία των Εβραίων της Ευρώπης που ήρθαν στο Ισραήλ ελπίζοντας να βρουν παρηγοριά από τις αφάνταστες φρίκες τους. Όλο αυτό μαζί, δημιουργούσε μια πολύ φορτισμένη ατμόσφαιρα.
Στο Kafr Bir’im είναι τόσο άβολα γιατί ακόμα σώζεται τόσο μεγάλο μέρος του χωριού – μπορείς να περπατήσεις μέσα στα σοκάκια και να δεις τα σπίτια που έχουν καταρρεύσει και είναι κατάφυτα. Στο Imwas, υπήρχαν τραπέζια για πικνικ μεταξύ των εγκαταλελειμμένων τάφων στο παλιό κοιμητήριο, κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται απίστευτο. Το Ein Houd είναι σήμερα μια συνοικία καλλιτεχνών με όμορφα πέτρινα σπίτια σε ένα από τα λίγα μη γκρεμισμένα παλαιστινιακά χωριά, η ατμόσφαιρα εξωτερικά είναι μποέμικη αλλά κανείς μπορεί να νιώσει μια οσμή ενοχής.
Ένα αξιοσημείωτο πράγμα στο βιβλίο είναι η ακινησία και η γενική απουσία ανθρώπων. Υποθέτω ότι αυτό έγινε από πρόθεση; Είναι σαφές ότι στο πρώτο μέρος προσθέτει στο αίσθημα της εγκατάλειψης, αλλά στο δεύτερο μέρος συνεχίζει να δίνει την αίσθηση του άχαρα άδειου.
Όπως παρατηρείς, το πρώτο μέρος αφορά την απουσία και αυτή είναι η ατμόσφαιρα που ήθελα στο πρότζεκτ. Αλλά συνολικά, το έργο ασχολείται περισσότερο με τις ιστορικές εξελίξεις παρά με τους ανθρώπους. Ήθελα το τοπίο να αναδείξει τις ιστορίες, κάτι που θεωρώ ότι αποδείχθηκε δυνατόν. Έτσι, εκτός από μερικά παραδείγματα, τα περιστασιακά πρόσωπα που εμφανίζονται δεν είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα ως πρόσωπα – ίσως είναι συμβολικές μορφές.
Η έλλειψη ανθρώπων στο βιβλίο κάνει τον παρατηρητή να νιώθει αόρατος επίσης. Στη διάρκεια του πρότζεκτ, πόσο αλληλεπίδραση υπήρχε με τους κατοίκους, Ισραηλινούς, Παλαιστίνιους ή τις Αρχές;
Στην πραγματικότητα όχι πολύ, όχι σε βάθος. Ένιωσα ότι ήταν σημαντικό να διατηρήσω κάποια απόσταση από εκείνους τους ανθρώπους που επηρεάζονταν από την πολιτική σε καθημερινή βάση, προσπαθώντας να επιτύχω κάποια αντικειμενικότητα. Ήθελα να είναι μια πολύ ιδιαίτερη εξερεύνηση αυτού που βρήκα ή του τι προσπάθησα να ψάξω και να αποφύγω την επίπτωση της ενσωμάτωσης σε οποιαδήποτε κουλτούρα. Έτσι, πέρα από τις καθημερινές επαφές με ανθρώπους στο δρόμο, ήταν μια αρκετά μοναχική εμπειρία. Μόνο μία φορά μου είπαν να μη φωτογραφήσω κάτι, ένα παλιό παλαιστινιακό κτήριο στο Ισραήλ, αλλά ακόμα και τότε όχι πολύ αποφασιστικά.
Με ποιο τρόπο, κοιτάζοντας την τρέχουσα κατάσταση της παλαιστινιακής ζωής, το δεύτερο μέρος έρχεται σε αντίθεση ή δίνει υπόσταση στο πρώτο μέρος;
Απεικονίζοντας τη Δυτική Όχθη, κοιτάω τον τόπο όπου θα πρέπει να βρίσκεται η μελλοντική Παλαιστίνη, σύμφωνα με τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Όσλο, αλλά που απέτυχε να υλοποιηθεί σε οποιαδήποτε ουσιαστική μορφή. Παραμένει εικονικό κράτος υπό την ισραηλινή κυριαρχία. Κάθε μέρος μπορεί να λειτουργήσει ως αυτόνομο τμήμα. Είναι χωρισμένα τόσο στο χρόνο όσο και το χώρο. Η πρόθεση είναι να λειτουργούν ως βιβλιοστάτες της χρονικής περιόδου από την ίδρυση του Ισραήλ, περικλείοντας κάτι από την ιστορία της Παλαιστίνης. Η κατανόηση της ιστορίας στο πρώτο μέρος βοηθάει να κατανοήσουμε πώς έχει εξελιχθεί το τοπίο της σύγχρονης Δυτικής Όχθης. Είναι ίσως σαν δυο μικρά κομμάτια σ’ ένα δύσκολο παζλ, που ενώθηκαν από την ανάγκη να δούμε περισσότερο από την εικόνα.
Υπάρχουν φωτογραφίες -για παράδειγμα του Beitar Illit- όπου υπάρχει μια αίσθηση καταπάτησης από νέους ισραηλινούς οικισμούς εκεί που υπάρχουν ήδη παλαιστινιακοί. Υπάρχει η αίσθηση επανάληψης της ιστορίας σ’ αυτούς τους τόπους;
Νομίζω ότι αντί να επαναλαμβάνεται, αποτελεί πιθανώς μια συνέχεια σε εξελιγμένη μορφή. Όταν έφτασα στο Ισραήλ για πρώτη φορά, μου έδωσαν έναν «τουριστικό χάρτη του Ισραήλ» στο γραφείο πληροφοριών του αεροδρομίου. Αυτή η επίσημη εικόνα του Ισραήλ περιλαμβάνει, χωρίς να αναφέρει το όνομά της, ολόκληρη τη Δυτική Όχθη στον ποταμό Ιορδάνη, αλλά δεν κάνει καμία αναφορά στα παλαιστινιακά εδάφη και αντί αυτής χρησιμοποιεί τους όρους Ιουδαία και Σαμάρεια. Δεν έχει σημειωμένο το διαχωριστικό φράγμα ή την πράσινη γραμμή του 1949 και κάνει μόνο μια μικρή αναφορά στις πέντε μεγαλύτερες παλαιστινιακές πόλεις εκτός της Ιερουσαλήμ και καμία στις μικρότερες πόλεις. Σε αντίθεση, είναι καταγεγραμμένος και ο παραμικρός ισραηλινός οικισμός. Όπως μου εξήγησαν «αυτό είναι όλο το Ισραήλ, μπορείτε να πάτε οπουδήποτε». Δεν νομίζω ότι θα ήταν κακό να υποθέσω ότι πολλοί στο Ισραήλ γοητεύονται από την ιδέα του Μεγάλου Ισραήλ και πιθανώς δεν θα λυπούνταν εάν υπήρχαν πολύ λιγότεροι Παλαιστίνιοι σ’ αυτό. Η επέκταση των οικισμών μπορεί σίγουρα να δώσει την εντύπωση μιας συνεχιζόμενης καταπάτησης της βιωσιμότητας ενός παλαιστινιακού κράτους, αλλά εάν υπάρχει ένας σαφώς καθορισμένος στόχος, δεν γνωρίζω.
Το ίδιο το θέμα του βιβλίου φαίνεται να δείχνει προς μια πολιτική κατεύθυνση από την πλευρά σου, αλλά εσύ το βλέπεις ως πολιτικό βιβλίο;
Δεν βλέπω το βιβλίο ως οποιοδήποτε είδος ακτιβιστικού κειμένου, αν και το θέμα είναι φυσικά πολιτικό. Ναι, το έργο ασχολείται σχεδόν εξ ολοκλήρου με το παλαιστινιακό ζήτημα και δεν επιχειρεί να δώσει κάποια πλασματική αίσθηση «ισορροπίας» διερευνώντας μια παράλληλη ισραηλινή ιστορία. Και αυτό μπορεί να εκληφθεί ως πολιτική, αλλά δεν είναι μια ταμπέλα που νιώθω να είναι κατάλληλη. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσω ότι ο ιστορικός Benny Morris, στο έργο του οποίου στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο, προσφάτως είπε ότι το 1948, το Ισραήλ δεν προχώρησε πολύ μακριά και πώς θα έπρεπε να εκδιώξει πολύ περισσότερους Παλαιστίνιους. Έτσι, ο προβληματισμός σχετικά με αυτό το θέμα δεν θα πρέπει να συνεπάγεται κάποιου είδους συγκεκριμένη προκατάληψη. Στόχος του είναι να εκφράσει τι έχει γίνει, να ενθαρρύνει τον θεατή να δει και να σκεφτεί. Αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται μόνο για κομμάτια μιας περίπλοκης εικόνας, δεν διαθέτει τη βεβαιότητα ενός πολιτικού βιβλίου. Πιο σημαντικά, νομίζω είναι τα λόγια του Raja Shehadeh στην εισαγωγή του βιβλίου: «Χωρίς οι άνθρωποι να παραδεχθούν, να δουν πραγματικά, τη Νάκμπα, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία ειρήνη στην περιοχή».
Είναι απαραίτητο, ειδικά στη σύγκρουση, τόσο η ιστορία όσο και το παρόν να επαναδιερευνηθούν στο διηνεκές. Η ελπίδα μου είναι ότι εκείνος που θα επιλέξει αυτό το βιβλίο θα είναι περισσότερο από ικανός να σχηματίσει τις δικές του απόψεις.
Το θέμα δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE UK.
Περισσότερα από το VICE
Για Αυτά τα Παιδιά η Κατάληψη Είναι Κάτι Περισσότερο από Απλή Επιβίωση
Όταν Σταδιακά Καταλαβαίνεις πως το Family Guy Είναι Χάλια
«Προσγειώθηκε Μυστηριώδες Διαστημόπλοιο στον Νέστο»