Στη διαδρομή προς τις φυλακές Κορυδαλλού, η αμηχανία που επικρατεί στο αυτοκίνητο είναι διάχυτη. Ο Anser οδηγεί σχεδόν αμίλητος, ενώ ο Eversor, που κάθεται στη θέση του συνοδηγού, λέει ιστορίες για να διώξει κάπως το άγχος. Φτάνουμε έξω από την κεντρική είσοδο των φυλακών, όπου υπάρχει έντονη κινητικότητα. Δεκάδες άνθρωποι στέκονται κάτω από τον καυτό ήλιο, περιμένοντας να εισέλθουν στον χώρο για το καθιερωμένο επισκεπτήριο, ενώ ο ήχος από τις σειρήνες των περιπολικών που περνούν κάθε λίγο, σπάει την ασήκωτη σιωπή. Ο Tiny Jackal καταφθάνει μετά από μερικά λεπτά και μας χαιρετά. Ένα λευκό βανάκι με τον εξοπλισμό για το live, σταματά μπροστά ακριβώς. Όλοι σπεύδουν για να κουβαλήσουν τα ηχοσυστήματα.
Η διευθύντρια του σχολείου των φυλακών έρχεται να μας υποδεχτεί και μας οδηγεί στην είσοδο. Ανοίγει τη βαριά σιδερένια πόρτα και βρισκόμαστε στον προθάλαμο, όπου περνάμε από τον πρώτο έλεγχο. Αφήνουμε κινητά και ταυτότητες στον δεσμοφύλακα και από εκεί κατευθυνόμαστε σε έναν αυλιακό χώρο. Εισερχόμαστε σε ένα άλλο κτίριο, περνάμε από δεύτερο έλεγχο και μόλις ανοίγει η πόρτα, απλώνεται μπροστά μια μεγάλη έκταση πρασίνου, με ένα καφέ και ένα γηπεδάκι ποδοσφαίρου, που δεν θυμίζει σε τίποτα σωφρονιστικό ίδρυμα. Είναι ένας χώρος στον οποίο δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στους κρατουμένους, εκτός και αν είναι προγραμματισμένη κάποια εκδήλωση. «Υπάρχει περιορισμός στα κομμάτια που θα πούμε;» ρωτάει ο Anser τη διευθύντρια του σχολείου, με την ίδια να απαντά ευθέως ότι «δεν υπάρχει λογοκρισία, όμως απαγορεύεται ρατσιστικός, σεξιστικός και εθνικο-φασιστικός στίχος».
Videos by VICE
Μας κατευθύνει προς τα σχολεία των φυλακών, στο κτίριο που δεσπόζει στο βάθος. Μπαίνουμε μέσα και περνάμε από έναν μακρόστενο διάδρομο, ο οποίος ανακόπτεται από αμέτρητες σιδερένιες πόρτες. Στο τέλος του, υπάρχει μια σκάλα. Την ανεβαίνουμε και φτάνουμε στον χώρο των σχολείων. Στους τοίχους είναι κορνιζαρισμένες μερικές από τις ζωγραφιές που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Κάθομαι και τις παρατηρώ. Κάποιες είναι ασπρόμαυρες. Αισθάνεσαι ότι από μέσα τους αναβλύζει αυτό το κενό και ότι η απουσία χρώματος αναδεικνύει τον άχαρο τρόπο που κυλά η ζωή πίσω από τα σίδερα που περιορίζουν τις υπάρξεις.
Η διευθύντρια μάς εξηγεί ότι στον Κορυδαλλό λειτουργεί δημοτικό, γυμνάσιο και ΙΕΚ και στη συνέχεια, ανοίγει μία από τις πόρτες στα αριστερά και αντικρίζουμε μια βιβλιοθήκη ασφυκτικά γεμάτη και γραφεία, πάνω στα οποία είναι ατάκτως τοποθετημένες εφημερίδες και διάφορα χαρτιά. Βγαίνουμε ξανά στον διάδρομο, όπου στέκονται τρεις κρατούμενοι που έχουν σχηματίσει ένα πηγαδάκι. Ο Αντώνης, ο Χριστόφορος και ο Εμπλιέρ συστήνονται χαμογελαστοί και μας σφίγγουν το χέρι. Όλοι τους φοιτούν στο ΙΕΚ των φυλακών, γραφιστική και σκίτσο. Μας ξεναγούν στο δωμάτιο με τους υπολογιστές, στο οποίο γίνονται μερικά από τα εργαστήρια. Φαίνεται πως διψούν για επικοινωνία και εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία να συνομιλούν με επισκέπτες των φυλακών, γιατί αισθάνονται ότι είναι ξανά έξω από αυτό το στενό πλαίσιο. «Το σχολείο με βοηθά να ξεφεύγω και να απομακρύνομαι για λίγες ώρες από τις πτέρυγες, όπου το περιβάλλον είναι πιο σκληρό», λέει ο Αντώνης. «Περιμένουμε πώς και πώς εκδηλώσεις σαν τη σημερινή, νιώθουμε ότι είμαστε ξανά ελεύθεροι».
«Όταν όμως γυρνάμε πίσω εδώ, τα πάντα μας υπενθυμίζουν που είμαστε», προσθέτει με τη σειρά του ο Εμπλιέρ και μου δείχνει μια ανοιχτή πόρτα, που οδηγεί σε ένα μικρό γηπεδάκι μπάσκετ, όλο σκεπασμένο με συρματοπλέγματα.
Φεύγουμε από εκεί και πηγαίνουμε στον χώρο όπου θα στηθεί ο εξοπλισμός για το live. Στο γηπεδάκι του ποδοσφαίρου, ακριβώς μπροστά από το ένα τέρμα, βάζουν ένα πλαστικό τραπέζι για να τοποθετηθούν οι κονσόλες, ενώ δεξιά και αριστερά του, ακουμπούν τα ηχεία. Ο Αντρέας είναι κρατούμενος και βρίσκεται μαζί μας καθ’ όλη τη διάρκεια του στησίματος. «Τον Αnser τον ξέρω, μου αρέσει πολύ σαν καλλιτέχνης, έχω δει όλα του τα βίντεο-κλιπ. Αφηγείται ιστορίες, περνάει πράγματα στον κόσμο, είναι καθαρός ράπερ», λέει με έναν ενθουσιασμό που προδίδει την ανυπομονησία του να ξεκινήσει η συναυλία. Ο Eversor παίρνει θέση μπροστά από τις κονσόλες και το soundcheck ξεκινά. Ρυθμίζει τον ήχο και αυξομειώνει την ένταση των μικροφώνων, την ώρα που ο Anser προβάρει τα κομμάτια.
Σιγά–σιγά, οι κρατούμενοι που φοιτούν στα σχολεία των φυλακών ξεχύνονται στο προαύλιο και συγκεντρώνονται κυρίως στις άκρες περιμετρικά από το άτυπο stage που έχει δημιουργηθεί, στα μέρη που είναι σκιερά. Ο ένας δίνει στον άλλον πλαστικές καρέκλες, που τις τοποθετούν στη σειρά και τραπέζια για να ακουμπούν τους καφέδες τους. Διακρίνω μια ποικιλομορφία ανθρώπων από κάθε γωνιά του πλανήτη. Μια πολυπολιτισμικότητα από ανθρώπους αραβικής, αφρικανικής, πακιστανικής, αλβανικής και ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι βιώνουν τη σκληρότητα του εγκλεισμού, σαν ένας πληθυσμός ξεχασμένος, εντελώς αποκομμένος από την υπόλοιπη κοινωνία. Περιμένουν υπομονετικά να ακούσουν μουσική και να ταξιδέψουν νοητά στα μέρη εκείνα που δεν υπάρχουν συρματοπλέγματα.
Ο Anser παίρνει το μικρόφωνο. «Ευχαριστούμε το σχολείο των φυλακών που μας κάλεσε σήμερα εδώ, είναι τιμή μας», αναφωνεί και τον υποδέχονται με χειροκροτήματα. Ακολουθούν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και στη συνέχεια οι πρώτες ρίμες ηχούν και η μουσική σκεπάζει τα πάντα. Όσο εκείνος τραγουδά, ορισμένοι κουνούν το κεφάλι ρυθμικά, άλλοι στέκουν αντελώς ακίνητοι και σιωπηλοί. Όλα τα βλέμματα είναι καρφωμένα πάνω του. Κοιτάζω γύρω μου, παρατηρώντας τις εκφράσεις τους. Πρόσωπα χαμογελαστά, πρόσωπα ικανοποιημένα με ένα ελαφρύ μειδίαμα, πρόσωπα προβληματισμένα, στεναχωρημένα, πρόσωπα από τα οποία ξεχειλίζει μια απροσδιόριστη μελαγχολία. Τα κομμάτια κυλούν και μιλούν για βιώματα, εμπειρίες, εξαρτήσεις, συναισθήματα, προσωπικές ήττες και ματαιώσεις. Κάθε ένα από αυτά, αντικατοπτρίζει τις υπάρξεις που βρίσκονται εκεί, αφού ταυτίζονται και αναβιώνουν όλα εκείνα τα ενδόμυχα, κρυμμένα σημεία του εαυτού τους και αισθάνονται πως παίρνουν βαθιές ανάσες ελευθερίας με τους στίχους να χαράσσονται μέσα τους. «Το επόμενο κομμάτι είναι η ιστορία μιας μητέρας που ο γιος της εκτίει την ποινή του στις φυλακές Αυλώνα», λέει ο Anser και η λέξη «λευτεριά» ακούγεται συντονισμένα από το πλήθος και δονεί μέσα μας. Υπάρχει μια έντονη συναισθηματική φόρτιση που αποτυπώνεται στα μάτια τους. Κάποια είναι υγρά, ενώ άλλα έχουν μια δόση νοσταλγίας και κοιτούν απλανή το κενό. «Γουστάρετε; Περνάτε καλά;» ρωτούσε ο Anser, με εκείνους να απαντούν καταφατικά. «Κάποιος σας περιμένει εκεί έξω, εύχομαι να γυρίσετε γρήγορα στα σπίτια σας και τις οικογένειές σας».
Το μικρόφωνο πήρε αμέσως μετά ο Tiny Jackal, λέγοντας κομμάτια για την αγάπη και για μικρές ιστορίες ανθρώπων που η κοινωνία τους βάζει στο περιθώριο, με φόντο τους ψηλούς τοίχους και τις απέραντες εκτάσεις με συρματοπλέγματα. «Είναι χαρά μας που είμαστε εδώ, αλλά ταυτόχρονα έχουμε μεγάλο άγχος. Όλα είναι αφιερωμένα σε εσάς από την καρδιά μας. Μακάρι τα δεσμά που έχετε να σπάσουν σύντομα» λέει ο ίδιος, υψώνοντας τη γροθιά του στον αέρα και όλοι τον υποδέχονται με δυνατά χειροκροτήματα. Από το πλήθος των κρατουμένων ξεπροβάλει ένας φίλος του και ο Tiny Jackal, αφού τον αγκαλιάζει, λέει ένα κομμάτι που είχε γράψει για αυτόν, για να ξεφορτώσει λίγο από το ασήκωτο βάρος του εγκλεισμού. Εκείνος στέκει στο πλάι και τον κοιτά εμφανώς συγκινημένος. Η ατμόσφαιρα έχει γίνει ακόμη πιο βαριά. Μερικοί κρατούμενοι συνωστίζονταν στα μικρά παράθυρα των κελιών τους που είχαν οπτική πρόσβαση στο χώρο της συναυλίας, για να ακούσουν και να απολαύσουν λίγη από τη μουσική. Ο όγκος των ανθρώπων ζητούσε ακόμα περισσότερα κομμάτια, δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η στιγμή. Δεν ήθελε να επιστρέψει ξανά στην ίδια και απαράλλακτη ρουτίνα της φυλακής, να μετρά τις ατελείωτες ημέρες μέχρι τη λευτεριά, μέσα στις άχρωμες, κλειστοφοβικές πτέρυγες. Το live κράτησε μιάμιση ώρα, όμως ο χρόνος έμοιαζε να τρέχει πολύ γρήγορα. Ο Anser και ο Tiny Jackal κατευθύνθηκαν στο πλήθος των κρατουμένων, οι οποίοι τους έδιναν respect, τους αγκάλιαζαν εγκάρδια, έβγαζαν φωτογραφίες μαζί τους.
Μόλις βγήκαμε από το προαύλιο και η σιδερένια πόρτα έκλεισε πίσω μας, δημιουργώντας αυτόν τον αποκρουστικό ήχο, επικρατούσε παγωμάρα. Στο δρόμο της επιστροφής τους ρώτησα πως ένιωσαν με όλο αυτό. «Εμείς γράφουμε τραγούδια για την ελευθερία και τα δεσμά εκ του ασφαλούς. Έτρεμαν τα πόδια μου στο live, ήταν ένα πολύ περίεργο συναίσθημα», αποκρίνεται ο Anser. «Είναι πολύ σχετική η ελευθερία για εμάς που είμαστε έξω και έχει άλλη βαρύτητα για όσους είναι πίσω από τα κάγκελα. Εμείς δεν νιώθουμε ελεύθεροι εξαιτίας όλων αυτών που μας συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας, αλλά ήρθαμε να αντικρίσουμε την πιο απόλυτη έννοια στέρησης της ελευθερίας», λέει με τη σειρά του ο Eversor. Σιωπή. Σαν να είχαν αδειάσει τα πάντα μέσα μας. Οι εικόνες των κρατουμένων που η ζωή τους χάνεται λίγη–λίγη πίσω από κάγκελα και συρματοπλέγματα, ήταν αποκαρδιωτικές. Η ανάγκη τους για ελευθερία ξεχυνόταν σαν ένας ασυγκράτητος χείμαρρος. Ζουν και αναπνέουν για να έρθει αυτή η στιγμή, για να μην περάσουν ξανά σιδερένιες πόρτες, για να μην ξυπνήσουν ξανά με αγνώστους στα μικροσκοπικά κελιά, για να μην επιτρέψουν να χαθούν ασκόπως οι μέρες και τα βράδια τους. Με τη συντροφιά των βιβλίων πασχίζουν να απαλύνουν κάπως τον πόνο από την απουσία των ανθρώπων τους. Γιατί εκεί είναι εντελώς μόνοι. Εκεί δεν μπορούν να ζήσουν, εκεί απλά επιβιώνουν. Πλάθουν με το φαντασιακό τους εκείνα που τους λείπουν. Διότι, όσο και αν στενεύει ο κλοιός, οι σκέψεις τους μπορούν να παραμένουν ελεύθερες.
Περισσότερες φωτογραφίες παρακάτω:
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece
Ακολουθήστε την Άντυ στο instagram.
Περισσότερα από το VICE
«Ήμουν 35 Χρόνια Εθισμένος στην Πρέζα» – Από την Απεξάρτηση στην Εργασιακή Επανένταξη
Πολύχρωμες Φωτογραφίες από το Φετινό Athens Pride
Η Μέρα που Έσπασα τα Νεύρα στην Εισπρακτική που με Πήρε Τηλέφωνο