Μουσική

Σας Παρακαλούμε, Όχι Άλλα Άρθρα για Χίψτερ

Kοινοποίηση

Με αφορμή κάποια άρθρα/οδηγούς που διαβάσαμε την προηγούμενη εβδομάδα αποφασίσαμε να γράψουμε δυο λόγια σχετικά με την άτοπη, χρονικά, “χιψτερο-υστερία” που έχει πιάσει πολλούς τελευταία. Τους λόγους δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε ακριβώς όπως ούτε και την ύπαρξη άρθρων περί χιψτερισμού εν έτη 2014! Ολόκληροι οδηγοί πόλης για ένα θέμα το οποίο είχε αρχίσει ήδη να κουράζει από το 2010. 

Σίγουρα είναι ένας καλός τρόπος να προσελκύσεις την οπλισμένη με κακεντρεχή σχόλια μάζα που διψάει για να αποδείξει πόσο “το κρατάει αληθινό” μέσω κακόβουλων και υποτιμητικών διαδικτυακών χαρακτηρισμών απέναντι σε κάτι το οποίο δεν μπορούν καλά-καλά και οι ίδιοι να ορίσουν με σιγουριά. Δεν είναι τυχαίο πως πολλές φορές κάτω από σχετικά άρθρα, γενικής θεματολογίας αλλά πάντα με κέντρο την υποτιθέμενη χίψτερ κουλτούρα, βλέπεις σχόλια που μοιάζουν να στοχεύουν σε συγκεκριμένα άτομα. Urban κακίες ενός μικρόκοσμου ο οποίος δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν άλλο πέρα από 2-3 παρέες ψευτο-μποέμ πλουσιόπαιδων του κέντρου.

Videos by VICE

Άρθρα – αχταρμάς που διαβάζοντας τα δεν καταλαβαίνεις αν είναι ύμνοι ή ύβρεις της υποτιθέμενης “φάσης”. Στεγνά και αποστειρωμένα, πρόχειρα και αποστασιοποιημένα από ξεκάθαρες θέσεις αλλά και από κάθε σοβαρή προσέγγιση. Οι “γραφιάδες των like” φάσκουν και αντιφάσκουν μέσα σε τρεις γραμμές σαν να μην έχουν το κουράγιο να στηρίξουν την άποψη τους, σαν να λένε “άστους να βγάλουν άκρη μόνοι τους, ο τίτλος του άρθρου είναι πιασάρικος και έχει τη λέξη χίψτερ, αυτό μου φτάνει”. Λίγο μούσι, λίγο τατού, ένας μορφονιός να κάνει longboard στο ηλιοβασίλεμα ή μια παρέα από κοπέλες με στεφάνια από λουλούδια στα μαλλιά για κεντρική φωτογραφία και τα νούμερα θα είναι, το λιγότερο, ικανοποιητικά.  Όχι, επειδή γουστάρει κανείς την χίψτερ κουλτούρα αλλά επειδή είναι ο τέλειος “σάκος του μποξ”, ένας ανεμόμυλος για τους σύγχρονούς Δον Κιχώτες.

Εν κατακλείδι, κατά την ταπεινή μας άποψη, που με κάθε δικαίωμα την γράφουμε στο ημερολόγιο μας, η λέξη χίψτερ δεν σημαίνει ουσιαστικά κάτι συγκεκριμένο. Είναι απλώς ένας ακόμη υποτιμητικός όρος κοινής χρήσης. Οι Ελληνάρες βρήκαν μια νέα λέξη για να κοροϊδέψουν αυτό που δεν μπορούν να εξηγήσουν, οι ψευτοδιανοούμενοι της σειράς έφτιαξαν μια κατηγορία ανθρώπων στην οποία συγκαταλέγουν ο ένας τον άλλον και ο lifestyle τύπος ανακάλυψε έναν ακόμη τρόπο να μετατρέψει την κατινιά και τον μισανθρωπισμό σε νούμερα και διαφήμιση.

Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχωρίσει πλέον έναν “κλαρινογαμπρό” από έναν “χίψτερ”; Μια δεύτερη αλήθεια, πόσοι σημερινοί “κλαρινογαμπροί” κορόιδευαν το 2007 τα στενά παντελόνια, τα τατού και δεν άφηναν ούτε ίχνος τρίχας πάνω τους; Ρόδα είναι και γυρίζει λοιπόν… 

Στην μέση όλης αυτής της παράνοιας φυσικά είναι οι καλλιτέχνες. Οι αιμοδότες του σύγχρονου πολιτισμού, μεγαλωμένοι υπό τον φόβο του ξεκατινιάσματος και του αποκλεισμού. Δυστυχώς, ειδικά για τους Έλληνες καλλιτέχνες, είναι πολύ δύσκολο να περάσουν στην αντίπερα όχθη και να ορθώσουν ανάστημα κάνοντας αυτό που πραγματικά σκέφτονται και να φωνάξουν τις ιδέες τους. Αναφέρουμε συγκεκριμένα τον Έλληνα καλλιτέχνη διότι, είτε έχει μεγαλώσει σε ένα καθαρά αστικό και φιλότεχνο περιβάλλον, είτε “στον δρόμο”, δεν μπορεί να ξεφύγει από το εθνικό μας άθλημα. Αυτό του κουτσομπολιού και του μικροαστισμού ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. 

Εμείς λοιπόν θα συνεχίσουμε την βόλτα μας στην όμορφη Θεσσαλονίκη από όπου και γράφουμε σήμερα παρέα με αληθινούς φίλους που δεν τους ενδιαφέρουν οι ταμπέλες και αγαπάμε ο ένας τον άλλον για αυτό που είναι και για αυτό που έχει να μας πει στα “ίσια” και όχι, πίσω από ένα nickname. Στη τελική oi πράξεις και τα έργα μας χαρακτηρίζουν αυτό που είμαστε και αυτό που έχουμε να δώσουμε. Όχι, τα ρούχα και τα μαλλιά μας.  

Πριν φύγουμε όμως, θα θέλαμε (για να πούμε και κάτι θετικό!) να μοιραστούμε μαζί σας κάτι που κατά τύχη “ξεθάψαμε” πριν λίγες μέρες! 
 

Ο λόγος για τους Primitive Radio Gods οι οποίοι μας επισκέπτονται από τα βάθη της δεκαετίας του ’90 στα μέσα της οποίας απήλαυσαν τα 15 λεπτά δημοσιότητας που τους άρμοζαν με το μοναδικό τους hit “Standing Outside A Broken Phone Booth With Money In My Hand”. Ένα καταπληκτικό pop τραγούδι που στιχουργικά φλερτάρει με τον μηδενισμό και την ματαιότητα της ύπαρξης ενώ μουσικά κινείται γύρω από ένα old school beat, την ήρεμη φωνή του Chris O’ Connor και το sample από το “How blue can you get” του B.B. King το οποίο χρησιμοποιείται σε γενναίες δόσεις μέσα στο κομμάτι. 

Το όμορφο με το τραγούδι αυτό είναι πως ενώ είχε γίνει hit, πολλοί λίγοι το θυμούνται πραγματικά! Ένας καλά κρυμμένος θησαυρός από μια μπάντα “φάντασμα” και αυτή είναι η μαγεία του! 

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter Facebook και Instagram.