Η μαμά μου, πριν από μερικά χρόνια, διαγνώστηκε ότι πάσχει από λέμφωμα, που τώρα βρίσκεται σε ύφεση. Ήταν μια φρικτή περίοδος την οποία η οικογένειά μου δεν θα ήθελε να επαναληφθεί ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Όμως, κατά έναν περίεργο τρόπο, εκείνη την περίοδο υπήρχαν και μερικές -ελάχιστες- στιγμές χαράς.
Η πρώτη ξεκαρδιστική στιγμή ήρθε όταν η μαμά νοσηλευόταν στο νοσοκομείο επειδή είχε εξαιρετικά χαμηλό αιματοκρίτη και της έκαναν επείγουσα μετάγγιση πριν ο γιατρός της να διαγνώσει από τι πάσχει. Μια επιπλοκή στα αυτιά της, που γέμισαν υγρό, της προκάλεσαν μερική κώφωση, οπότε ο γιατρός έπρεπε να φωνάζει πραγματικά δυνατά για να τον καταλάβει κατά τις επισκέψεις του. «ΦΟΒΑΜΑΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΚΑΡΚΙΝΟ» της μούγκρισε. «ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ ΕΙΔΟΣ! ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΙΔΟΣ ΝΑ ΕΧΕΙΣ». Ήταν γελοίο.
Videos by VICE
Έπειτα έκανε χημειοθεραπεία. Μετά από μια σειρά θεραπειών, τα μαλλιά της μαμάς άρχισαν να πέφτουν τούφες μέχρι που απέμεινε ένα μόνο κομμάτι στο πίσω μέρος του κεφαλιού και ήταν μακρύ σαν χάρακας. Έμοιαζε με τον κικ μπόξερ Tong-Po. Η μαμά έβαλε εμένα και τις αδερφές μου να μετατρέψουμε τα εναπομείναντα μαλλιά σε αυτοσχέδιο περουκίνι, τραβώντας τα πάνω από το πολύ φαλακρό κεφάλι της και «στήνοντάς το» πάνω από το χωρίς φρύδια μέτωπό της. Εξείχε κάτω από το μαντήλι της, σαν μια περίεργη ταραντούλα, αλλά κανένας μας δεν είχε το κουράγιο να της το πει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπό της όταν μας ρώτησε εάν φαινόταν ΟΚ. Είπαμε ψέματα. Και γελάσαμε. Δεν είχε σημασία. Ένιωσε καλύτερα.
Αργότερα, η μικρότερη αδερφή μου έπεισε την μαμά να την αφήσει να κουρέψει τις τρίχες που είχαν απομείνει με ένα ψαλίδι κουζίνας. Ήταν μια στιγμή που μας τάραξε όλους και η οποία ακόμα στοιχειώνει την αδερφή μου. Έως αυτό το σημείο, τα μάτια της μαμάς είχαν γίνει σαν ενός μικρού παιδιού: λαμπερά, νευρικά, έψαχναν για ασφάλεια και διαβεβαίωση. Η αδερφή μου έγινε ο γονιός της, ανακουφίζοντας την με ευγενικές κουβέντες και ετοιμάζοντας της ότι ήθελε να φάει, καθαρίζοντας το πρόσωπό της ενώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και ακούγοντάς την να μιλάει για τον Θεό, το νόημα της ζωής και την διαύγεια σκέψης την οποία επιβάλλει ο καρκίνος στους απρόθυμους οικοδεσπότες του. Στη συνέχεια η μαμά θα την ρωτούσε εάν τα χέρια της φαίνονταν χοντρά, θα ζητούσε βουτήματα βουτύρου και θα κατέληγε να την παίρνει ο ύπνος στη μέση της πρότασης ξεφυσώντας παγιδευμένο, άρρωστο αέρα καθώς λαγοκοιμόταν.
Ο ηλικιωμένος μπαμπάς μου αρνούνταν να πιστέψει ότι η μαμά μου μπορούσε να έχει καρκίνο και έζησε σε μια ομίχλη άρνησης. Σταμάτησε να φοράει καλά πουκάμισα, και υιοθέτησε πιο άνετα t-shirts με σλόγκαν στο στέρνο. Η μαμά μου ήταν πολύ κουρασμένη για να τον βοηθήσει να ψωνίσει ρούχα, οπότε μια μέρα εμφανίστηκε στο τζαμί στην προσευχή φορώντας ένα t-shirt που είχε αγοράσει μόνος του και έγραφε «μια μπύρα παρακαλώ». Δεν είχε καμία απολύτως ιδέα τι σήμαινε, όπως και το άλλο που αγόρασε και έδειχνε μια ειδυλλιακή εικόνα της ολλανδικής επαρχίας και τη λέξη «ανεμογεννήτρια». Μετατράπηκε λίγο πολύ σε μικρό παιδί που του έδωσαν την ελευθερία να επιλέξει για πρώτη φορά τι θα φορέσει για να πάει στο προνήπιο και γρήγορα φόρεσε ένα λαμπυρίζων μπικίνι, ένα ζευγάρι γαλότσες σε βατραχοσχέδιο και ένα καπέλο με μαλλιά ράστα.
Ήταν αστείο. Πραγματικά, αληθινά αστεία. Αλλά και απεγνωσμένα λυπηρό επίσης. Γνωρίζαμε ότι βαθιά μέσα του, ο κακόμοιρος είχε σταματήσει να ενδιαφέρεται για τα ρούχα όταν συνειδητοποίησε πως η γυναίκα την οποία προσπαθούσε να εντυπωσιάσει τα τελευταία 40 χρόνια ίσως να μην υπάρχει για πολύ για να συνεχίσει να κάνει το ίδιο.
Όταν ήρθε ο πρώτος χειμώνας, η μαμά έπρεπε να φορέσει ένα σκουφί κάτω από την κουκούλα του παλτού της ώστε να κρατήσει το άτριχο κεφάλι της ζεστό. Περπατούσε στους δρόμους του Bradford σαν εξαντλημένος νταής, φορώντας shalwar kameez (παραδοσιακή φορεσιά στην Ινδία). Ο μπαμπάς την έβγαζε βόλτα με το αυτοκίνητο, σταματούσε έξω από έναν ασιατικό φούρνο και της αγόραζε να φάει ένα ζεστό ινδικό πιτάκι. Ήταν το μόνο πράγμα που ήθελε να φάει, οπότε τα έπαιρνε και καθόταν μαζί της να τα φάνε. Μασουλώντας τα ζεστά φρεσκοψημένα πιτάκια μιλούσαν για όλα εκτός από τον καρκίνο. Όλο αυτό το διάστημα, ο συνταξιούχος πατέρας μου θα φορούσε ένα επίπεδο καπέλο, γυαλιά κι ένα t-shirt σε XL με τη φωτογραφία του Αλ Πατσίνο και ένα όπλο τυπωμένο στην μπροστινή πλευρά. Δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το πόσο απίστευτα παράξενοι φαίνονταν κι αυτό το έκανε τόσο όμορφο.
Μετά ήρθε στη ζωή μας η Edna, η γυναίκα με την οποία η μαμά μου μοιραζόταν το δωμάτιο του νοσοκομείου και που έβαζε το σωλήνα του οξυγόνου στα οπίσθιά της. Παραληρούσε συνεχώς και δεν είχε ποτέ επισκέπτες. Η νοσοκόμα ερχόταν κάθε λίγες ώρες για να βρει τον σωλήνα και έλεγε «Αχ, Edna! Που είναι ο σωλήνας; Είναι πάλι στον κώλο σου;». Θα θυμάμαι πάντα την Edna επειδή έκανε την μαμά μου να γελάει, έστω και χωρίς να το θέλει και την τρυφερότητα που έδειχναν οι νοσοκόμες. Το χιούμορ, η όρεξη για φροντίδα και η τρυφερότητα φαινόταν σα να μην στέρευαν ποτέ.
Ο καρκίνος είναι μια άγρια ασθένεια που άπαξ και εμφανιστεί δεν λέει να τα παρατήσει. Σε κάθε γωνία του αγώνα, προσπαθεί να σου κάνει κωλοδάχτυλο, λέγοντας «Στον κώλο σου! Δεν τέλειωσα ακόμα μαζί μπάσταρδε». Όμως ο τρόπος που οι πάσχοντες και οι επιζώντες χειρίζονται τη θεραπεία τους είναι μια απόδειξη για το σθένος του ανθρώπινου πνεύματος. Ο καρκίνος, μια μέρα, θα πάψει να κερδίζει. Όμως πρέπει να ταιριάξεις το πείσμα του με το χιούμορ και τις βλακιούλες, όποτε μπορείς και με οποιονδήποτε μπορείς. Ακόμα κι αν η ελπίδα είναι αμυδρή, ακόμα κι αν αισθάνεσαι ένοχος που κάνεις κάτι τέτοιο. Γιατί εάν δεν γελάς, θα κλαις γοερά. Πίστεψέ με, είναι ένας από τους λίγους τρόπους με τους οποίους μπορείς να αντέξεις την κατάσταση.
Περισσότερα από το VICE
-
Screenshot: Team Ninja -
Brian A. Jackson/Getty Images -
(Photo by Edward Berthelot/GC Images) -
Science Photo Library / Getty Images