Γύρω στις 3 το πρωί, με το στομάχι ευχαριστημένο από το «βρόμικο» στην παρακάτω γωνία και τη διάθεση χαρούμενη και ικανοποιημένη από την ισορροπία αλκοόλ και αυτοσυγκράτησης, η πόλη κατευθύνεται προς το μικρό μαγαζί της οδού Σούτσου, στον αριθμό 11. Ο μπάρμαν με τα καθαρά μάτια και το ευγενικό χαμόγελο είναι στη θέση του. Γεμίζει τα ποτήρια των πελατών του με τα ποτά της αρεσκείας τους και τα αυτιά τους με μουσικές που θα κάνουν το σώμα τους να αφεθεί και να χαλαρώσει στον ρυθμό και τη νοσταλγία του κομματιού. Ο Luis Alberto Valerio Lemes ο οποίος, πράγματι, με αυτό το όνομα-σιδηρόδρομο θα μπορούσε να είναι ήρωας κάποιας box office τηλεοπτικής σειράς της θρυλικής εποχής των 90s, είναι αυτός ο μπάρμαν. Και ήρθε στην Ελλάδα πριν 18 χρόνια, με υποτροφία στη Θεολογική Σχολή.
«Συμπτωματικά, συνέπεσε ο ερχομός μου με τα χρόνια της κρίσης στην Αργεντινή, όμως εγώ δεν ήρθα εξαιτίας αυτής. Ήρθα γιατί είχα μια γιαγιά Ελληνίδα και επειδή μπορούσα με αυτόν τον τρόπο να συνεχίσω τις σπουδές μου». Στην πατρίδα του έχει τελειώσει τη Φιλοσοφική Σχολή. «Ήταν απαραίτητο να το κάνω, μιας και στην καθολική εκκλησία σου επιβάλλουν να μορφωθείς για να ακολουθήσεις το δρόμο της καλογερικής». Και ναι, σε αυτό το σημείο από την έξω μεριά της μπάρας, ακούστηκε ένα δυνατό «Της ποιας;».
Videos by VICE
Fast Rewind στην αρχή της ιστορίας: «Στα 18 μου, μπήκα στο μοναστήρι. Βγήκα από εκεί εννιά χρόνια αργότερα, στα 27. Ακόμα μου λένε “έχασες τόσα χρόνια από τη ζωή σου”. Δεν τα θεωρώ χαμένα αυτά τα χρόνια όμως, αλλά κερδισμένα. Εκεί μέσα μεγάλωσα σαν άνθρωπος. Με τις ίδιες ανησυχίες που μπήκα, με τις ίδιες ανησυχίες βγήκα. Απλώς ήμουν μικρός όταν το έκανα και δεν πρόλαβα να μάθω πολλά πράγματα της καθημερινότητας. Δεν ήξερα πώς είναι να δουλεύεις για να πληρώσεις το νοίκι σου, για παράδειγμα. Δεν ήξερα πόσο κοστίζει ένα κιλό ψωμί. Δεν είχα κάνει ποτέ μια σοβαρή σχέση». Βγήκε για να ζήσει αυτές τις εμπειρίες. «Πίστευα ότι για να είμαι ολοκληρωμένος ως άνθρωπος, θα έπρεπε να τα μάθω και αυτά».
Από τους γονείς του έλαβε -όπως το είπε- «κλασική εκπαίδευση». Πήγαινε σε ένα κολλέγιο όπου τα αρχαία και τα λατινικά ήταν υποχρεωτικό μάθημα. Δεν θα λέγαμε ότι η οικογένειά του ήταν τρομερά θρήσκα, αλλά ήταν αρκετά ώστε να τον στηρίξει σε αυτήν του την επιλογή.
Ο Luis δεν υπήρξε ποτέ του φανατικός με τη θρησκεία. «Δεν είμαι άνθρωπος των άκρων. Μου κάνει καλό να πιστεύω. Σέβομαι όμως τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν. Η πίστη είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου». Όταν αποφάσισε να φύγει από το μοναστήρι, κανείς δεν τον εμπόδισε. Τουλάχιστον, όχι εμφανώς. «Μου είπαν απλώς ότι θα μπορούσα να γίνω ένας πολύ καλός ιερομόναχος ή ιεραπόστολος».
Μέσα σε όλα αυτά ή μάλλον πριν από όλα αυτά, ο Luis έκανε σεμινάρια για να μάθει τα κόλπα της μπάρας. «Μια από τις αδερφές μου όταν ήμουν στο Λύκειο, άνοιξε ένα καφέ μπαρ σε μια πόλη της Παραγουάης και εγώ ξεκίνησα να τη βοηθάω για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι. Κάποια στιγμή, μου πρότεινε αφού δουλεύω μαζί της να πάω να μάθω σωστά τη δουλειά. Έτσι και πήγα». Μετά έφυγε για να μπει στο μοναστήρι.
Σαν μπλουζάκι σε φορώ και δεν σ’ αλλάζω: «Όταν πρωτοβγήκε ο αντικαπνιστικός νόμος, όλα τα μαγαζιά της Αθήνας έκαναν ένα πάρτι διαμαρτυρίας στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Για εκείνη την ημέρα φτιάξαμε, ως MG, μερικά μπλουζάκια όπως αυτό που φοράω τώρα με ένα γυναικείο χέρι που καπνίζει. Οι γυναίκες έχουν μια φινέτσα όταν καπνίζουν, ρε παιδί μου».
Μια και πιάσαμε τον αντικαπνιστικό νόμο, «κάποια στιγμή έπρεπε να γίνει» θα πει. «Στην πατρίδα μου σταμάτησαν να καπνίζουν μέσα στα μαγαζιά και να σέβονται τον νόμο πριν από 20 χρόνια». Μετά θα αφήσει την απόσταση που μόλις πήρε από το θέμα και θα χαμογελάσει: «Οι νόμοι είναι για να εξυπηρετούν τους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι τους νόμους, γι’ αυτό ίσως θα έπρεπε να υπάρχει ένα παραθυράκι, κάτι».
Last barman standing: «Πρέπει να είμαι ο μοναδικός μπάρμαν στην Αθήνα που δεν έχει τατουάζ, δεν κάνει κόλπα με τα μπουκάλια και δεν φτιάχνει περίεργες συνταγές για κοκτέιλ», είπε και σήκωσε τα μανίκια του.
Δούλεψε σε ένα μαγαζί με δημοπρασίες για αντίκες, σε καφετέριες, σε οικοδομές, έχει κάνει ιδιαίτερα μαθήματα ισπανικών. «Για πρακτικούς λόγους, κάποια στιγμή σκέφτηκα τι είναι αυτό που κάνω καλά, τότε μου ήρθε στο μυαλό η μπάρα. Δεν επέλεξα τη νύχτα. Η νύχτα επέλεξε εμένα. Στο πίσω μέρος του μυαλού μας σίγουρα κρύβεται αυτό το “θα τελειώσω τη σχολή μου και θα βρω μια πρωινή δουλειά ή θα ανοίξω ένα μαγαζί ή θα διδάξω” γιατί εγώ καθηγητής είμαι. Στην Ελλάδα, όμως, ως αλλοδαπός δεν μπορώ να το κάνω γιατί δεν έχω προτεραιότητα. Δεν θα μπορούσα όμως και να μπω σε μια τέτοια ρουτίνα καθημερινότητας».
VICE Video: Μια Κουβανική Οικογένεια στην Αθήνα Μιλάει για την Επανάσταση, 60 Χρόνια Μετά
Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.
Η στάση που έγινε στάθμευση στο MG: «Κάποια στιγμή είχα ξεμείνει από δουλειά, πήγα σε ένα μαγαζί στην Πανόρμου που ζητούσε άτομο για την μπάρα. Το παιδί εκεί είχε μόλις καλύψει τη θέση και έτσι μου πρότεινε το MG που έψαχναν και αυτοί. Ξεκίνησα για ένα εξάμηνο – όχι παραπάνω, γιατί φοβόμουν λίγο το ωράριο. 13 χρόνια μετά, είμαι ακόμα εδώ». Ανοίγει μάλλον ασυναίσθητα την μπλούζα του και μου δείχνει τα γράμματα του μαγαζιού.
«Κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσω», μου λέει κοιτώντας με στα μάτια. «Όλοι μου λένε “γιατί δεν ανοίγεις το δικό σου μπαρ;” και εγώ απαντώ ότι το να είσαι καλός μπάρμαν δεν σημαίνει ότι είσαι και καλός επιχειρηματίας. Α, ξέχασα να σου πω ότι παίζω και καλή μουσική. Γενικά, δεν ντρέπομαι να πω τα καλά μου. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τα καλά στοιχεία πάνω μας».
Ένα σοβαρό ατύχημα: Ο Luis πριν λίγο καιρό είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα. «Με βάρεσε ένα αμάξι ενώ περπατούσα και με διέλυσε. Είναι γεμάτο λαμαρίνες το κορμί μου. Τώρα, επιστρέφω σιγά-σιγά στην μπάρα και στα decks. Προς το παρόν, κάνω τέσσερα νυχτοκάματα».
Παλαιότερα έκανε πέντε ή έξι. Και το ωράριό του είναι από τις εννιά το βράδυ μέχρι τις επτά, οκτώ, εννέα, δέκα το πρωί. «Μου αρέσει πολύ η δουλειά μου. Τη λατρεύω. Οτιδήποτε και αν έχω, μόλις μπω στο μαγαζί, είναι σαν να μένουν όλα απ’ έξω», θα πει χαμογελαστός.
Crazy, stupid people: «Οι άνθρωποι έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Πιστεύουν ότι το να έχεις λεφτά, σε κάνει αυτομάτως πλούσιο. Μπερδεύουν τον έρωτα με την αγάπη και τη διασκέδαση με τα ναρκωτικά. Είναι τεράστια λάθη όλα αυτά, διότι χάνουμε την ουσία των πραγμάτων και δίνοντας σημασία στα ανούσια, χάνουμε τα ωραία».
Είναι η νύχτα επικίνδυνη; «Μόνο άμα θες είναι επικίνδυνη. Για μένα, δεν υπήρξε ποτέ. Με προστάτευε πολλές φορές από κινδύνους», λέει και γυρνάμε στον κόσμο της νύχτας – βλέπε πελάτες. Πώς είναι μέσα στο MG; Το ζουν ή είναι πάνω από ένα κινητό κολλημένοι;
«Οι πελάτες του μαγαζιού χρησιμοποιούν το κινητό τους, αλλά όχι πάρα πολύ. Δεν έχω δει ποτέ όλη την μπάρα γεμάτη κόσμο υπνωτισμένο από μια οθόνη». Ακόμη και όταν θα του συμβεί όμως κάτι τέτοιο, παρατηρώντας τους όντας έξω από την μπάρα σε άλλα μαγαζιά δεν τον ενοχλεί η εικόνα. «Είναι ένα φαινόμενο της εποχής. Το πέρασμα του χρόνου θα μας δείξει αν αυτό είναι καλό ή κακό». Αμέσως μετά ένας φιλοσοφικός, διδακτικός τόνος θα τρυπώσει στη φωνή του. «Οι άνθρωποι πηγαίνουν στα μπαρ για να αποφύγουν το κινητό τους. Γιατί έχουν ανάγκη από αληθινή επικοινωνία».
Alone again: «Έρχονται πολλοί μόνοι τους στο μπαρ. Γυναίκες, άντρες, πιτσιρικάδες, ηλικιωμένοι. Έχουμε μια φοιτήτρια που μένει εδώ κοντά και πολλές φορές έρχεται μόνη της, πίνει την μπίρα της και το σφηνάκι της, λέει τις κουβέντες της και φεύγει έχοντας περάσει ευχάριστα την ώρα της».
Ιστορίες για αγρίους (πελάτες)
Μία: «Πριν τις εκλογές, επειδή έβλεπαν πολιτικούς απ’ έξω, πίστευαν ότι το μαγαζί ήταν εκλογικό κέντρο».
Άλλη μία: «Ένα άλλο βράδυ, μπαίνει ένας τύπος στο μαγαζί που ήταν φίσκα από κόσμο και μου ζητάει κάτι ανταλλακτικά για τα αμάξια MG. Πέσαμε κάτω από τα γέλια».
Και άλλη μία: «Είχαμε κάποτε έναν πελάτη, Κολωνακιώτη, από τους παλιούς, της καλής κοινωνίας. Πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος και λίγο πολυλογάς. Ερχόταν συνέχεια. Ένα βράδυ έρχομαι στο μαγαζί και βρίσκω ένα πακετάκι από χαρτοπετσέτες. Πριν το πετάξω, το ανοίγω και μέσα βρίσκω μια μασέλα. Τη βάζω σε ένα συρτάρι και την αφήνω εκεί. Λίγο αργότερα, βλέπω αυτόν τον κύριο να συζητάει κάτι πολύ σοβαρά με τη σερβιτόρα. Μόλις έφυγε, τη ρωτάω “τι σου είπε” και εκείνη μου λέει “άσε, δεν φαντάζεσαι τι με ρώτησε”, “τι σε ρώτησε;” της λέω, “αν έχουμε βρει καμιά μασέλα”, μου απαντάει. Της λέω “φώναξέ τον γρήγορα, τη βρήκαμε”. Έχουν συμβεί πολλά εδώ μέσα, αλλά όχι κάτι τόσο χοντρό ώστε να βγει από τον έλεγχο».
The way back: «Πρέπει να πάω πίσω στην πατρίδα μου, γιατί σχετικά πρόσφατα πέθαναν και οι δικοί μου, και λόγω του ατυχήματος δεν μπορούσα να ταξιδέψω. Αλλά ταυτόχρονα δεν νιώθω καλά να το κάνω, διότι τώρα πια που δεν υπάρχουν οι γονείς μου, στην πατρίδα μου νιώθω αλλοδαπός. Όπως είμαι και εδώ».
Μια φιλοσοφία: «Η νύχτα σε ωριμάζει. Πολλές φορές, η μοναξιά της ημέρας σου σπάει στη νύχτα. Έχω επιλέξει να είμαι μόνος στη ζωή μου. Το θέμα είναι τι κάνεις όταν δεν είναι επιλογή σου».
Personal Jesus: «Είμαι ανήσυχος. Έκανα γαλλικά, χορεύω τάνγκο, με την παρτενέρ μου πηγαίνουμε σε διαγωνισμούς, ήμουν εθελοντής στους πρόσφυγες. Έκλεβα και κλέβω χρόνο από τον ύπνο μου για να τα κάνω όλα αυτά αλλά άντεξα». Και αντέχει.
Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.
Περισσότερα από το VICE
Ο Mikeius Πιστεύει Ότι Από το Ελληνικό YouTube Λείπει η Καφρίλα
O Xρόνιος Πόνος Βελτίωσε τη Σεξουαλική μου Ζωή
«Το Μισό μου Πρόσωπο Ήταν Διαλυμένο» – Πώς Επιβίωσα Από τα Βασανιστήρια σε μια Φυλακή του Εκουαδόρ