Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.
Το 1857 ένα Βρετανικό δικαστήριο απεφάνθη μέσω της υπόθεσης R v Closs πως ένας πίνακας ζωγραφικής δεν μπορούσε να πλαστογραφηθεί και ως αποτέλεσμα δεν καταδίκασε τον κατηγορούμενο Thomas Closs, ο οποίος έχοντας γράψει το όνομα του καλλιτέχνη πάνω σε μια κακή αντιγραφή ενός έργου του, προσπάθησε να το πουλήσει ως αυθεντική δουλειά. Τα μόνα πράγματα που μπορούσαν να πλαστογραφηθούν σύμφωνα με το δικαστήριο ήταν τα έγγραφα – και οι πίνακες ζωγραφικής δεν είναι έγγραφα.
Videos by VICE
Η Αυστραλία έχει μια παρόμοια λίστα νομικών δεδικασμένων με αυτήν της Μεγάλης Βρετανίας, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η απόφαση, ξεκίνησε μια μακρά και περήφανη παράδοση η οποία επέτρεψε σε απατεώνες της τέχνης να μην τιμωρούνται στην Αυστραλία. Αυτό πλέον μπορεί να αλλάξει, ανάλογα με την έκβαση της υπόθεσης, η οποία βρίσκει τον έμπορο τέχνης (στην Μελβούρνη) Peter Stanley Grant, να κατηγορείται για την πλαστογράφηση έργων τα οποία πούλησε ως αυθεντικές δουλειές του Brett Whiteley, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Αλλά ας αφήσουμε τον Peter για λίγο.
Αυτή την στιγμή που μιλάμε το να πλαστογραφείς έναν πίνακα είναι απόλυτα νόμιμο. Το ίδιο ισχύει και για την δημιουργία νέων έργων τέχνης, τα οποία αντιγράφουν το ιδιαίτερο στυλ παλαιών καλλιτεχνών.
Η Δρ Pamela James του Πανεπιστημίου του δυτικού Σύδνεϋ, είναι καθηγήτρια τέχνης, η οποία ειδικεύεται στο έγκλημα στον χώρο της τέχνης στην Αυστραλία. Λειτουργεί επίσης και ως σύμβουλος της NSW Police, σε θέματα που αφορούν την πλαστογραφία και την κλοπή στον τομέα της τέχνης. Σύμφωνα με εκείνη, το μόνο που χρειάζεσαι για να βγάλεις ένα καλό εισόδημα από την πλαστή τέχνη είναι ένα μικρό ίχνος ταλέντου και μια πολύ «χαλαρή» αίσθηση ηθικής. «Δεν είναι δύσκολο», σημειώνει. «Αν είσαι έξυπνος, δεν πας να πλαστογραφήσεις πολύ γνωστούς καλλιτέχνες. Ξεκινάς πιο χαμηλά. Όταν πουλάς κάτι που κοστίζει 100.000 δολάρια ο κόσμος είναι πιο προσεκτικός».
Αν όμως κάποιος θέλει να πλαστογραφήσει γνωστούς καλλιτέχνες, τότε η Pamela λέει πως το παν είναι διανομή. Κάποιοι πλαστογράφοι είναι ευχαριστημένοι με το να πουλάνε τους πίνακές τους από το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου τους σε vintage αγορές, αλλά το πραγματικό χρήμα βρίσκεται όταν πλέον συνεργαστούν με έναν έμπορο τέχνης, ο οποίος μπορεί να συνδέσει τον πλαστογράφο με εκατοντάδες γκαλερί.
Στις χειρότερες περιπτώσεις, οι έμποροι τέχνης λειτουργούν σαν ενεχυροδανειστές, απλά με λιγότερους κανόνες. Εκείνοι που βρίσκονται στην βασική αγορά τέχνης συνήθως συνδιαλέγονται με ζωντανούς καλλιτέχνες, ενώ στο δευτερεύον κύκλωμα τέχνης αγοράζονται και πωλούνται έργα καλλιτεχνών που έχουν πεθάνει. Σε αυτούς πρέπει να απευθυνθεί κάποιος που έχει την φανταστική ιστορία σχετικά με την θεία του που ζούσε μόνη και πέθανε έχοντας στην κατοχή της ένα αριστούργημα.
Κάποιοι, όπως ο πλέον ντροπιασμένος έμπορος τέχνης του Σύδνεϋ Robert Close, μπορεί και να την πιστέψουν. Οι περισσότεροι όμως, θα ζητήσουν κάποιες αποδείξεις. Αυτό συνειδητοποίησε ο Άγγλος πλαστογράφος John Drewe στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν και συνεργάστηκε με τον καλλιτέχνη John Myatt για να δημιουργήσει μια σειρά από πλαστογραφίες. Στην συνέχεια ο Drew πλαστογράφησε τα έγγραφα, έτσι ώστε τα έργα να εμφανίζονται ως αυθεντικά και τα τοποθέτησε σε αρχεία, περιμένοντας να ανακαλυφθούν από ερευνητές. Τα «έργα» του Myatt πουλήθηκαν σε μερικούς από τους μεγαλύτερους οίκους δημοπρασιών στον κόσμο και πολύ τον θεωρούν τον πιο επιτυχημένο πλαστογράφο τέχνης του 20ου αιώνα.
Σύμφωνα με την Δρ Pamela James, το μόνο που χρειάζεται κάποιος για να βγάλει λεφτά από την πλαστή τέχνη είναι ένα μικρό ίχνος ταλέντου και μια πολύ «χαλαρή» αίσθηση ηθικής
Μια πιο απλή μέθοδος, η οποία προτιμάται στην Αυστραλία, είναι η τοποθέτηση ενός πλαστού έργου σε έναν μικρό οίκο δημοπρασιών. Αν αγοραστεί, τότε βγάζεις λεφτά. Αν κάποιος αμφισβητήσει την αυθεντικότητά του, τότε απλά δεν πωλείται. Η ομορφιά αυτής της πρακτικής, είναι πως είτε πωληθεί είτε όχι, ο πίνακας εμφανίζεται στον τυπωμένο κατάλογο του οίκου. Μετά από μια μικρή περίοδο σιγής, μπορεί να προωθηθεί σε έναν άλλο οίκο, με την εμφάνισή του στον κατάλογο να σφραγίζει την αυθεντικότητά του.
Προφανώς πολύς κόσμος ξεγελιέται και όταν αυτό συμβαίνει, οι πλαστογράφοι προστατεύονται από μια βιομηχανία που λειτουργεί υπό ένα καθεστώς ομερτά, που θα ζήλευε και η ιταλική μαφία. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις, τα θύματα δεν θέλουν να παραδεχτούν ανοιχτά ότι ξεγελάστηκαν, μιας και έτσι το έργο για το οποίο πλήρωσαν 100.000 δολάρια χάνει κάθε αξία.
Διαβάστε ακόμα: Καταγράφοντας τις Ζωές Τυφλών Ανρθώπων
Τα παραπάνω είναι και οι βασικοί λόγοι που είναι τόσο δύσκολο να αποδείξει κανείς την απάτη στον χώρο της τέχνης, σύμφωνα με τον ειδικό σε αυτόν τον τομέα Ken Polk. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 10% της Αυστραλιανής αγοράς τέχνης, αποτελείται από «προβληματικά» έργα, η αυθεντικότητα των οποίων δεν μπορεί να αποδειχτεί.
Άλλη μια δυσκολία εντοπίζεται και στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος νομικός όρος (πλαστό) χρειάζεται έναν εισαγγελέα, ο οποίος θα μπορέσει να αποδείξει πως το συγκεκριμένο έργο δημιουργήθηκε με σκοπό να ξεγελάσει. «Αυτές οι συνθήκες είναι εξαιρετικά περιοριστικές», σημειώνει ο Polk. «Τις περισσότερες φορές, το άτομο που πουλάει ένα πλαστό έργο απλά δηλώνει πως δεν είχε γνώση και από εκεί και πέρα δεν μπορεί να καταδικαστεί για πλαστογραφία».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο Αυστραλός ερασιτέχνης ζωγράφος και επιπλοποιός William Blundell ομολόγησε στο δικαστήριο πως δημιούργησε τουλάχιστον 162 «innuendos» αντιγράφοντας το στυλ διάσημων καλλιτεχνών και όχι μόνο, αν και αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι γνώριζε πως θα χρησιμοποιούνταν για να διαπραχθεί κάποια απάτη.
Η θέση του πέρασε, μιας και η Germain Curver, η εκκεντρική έμπορος τέχνης η οποία είχε αναθέσει στον Blundell την δουλειά και εν συνεχεία πούλησε τα έργα ως δουλειά γνωστών καλλιτεχνών, αποκομίζοντας ποσοστό κέρδους 2000%, είχε πεθάνει το 1995. Ο Blundell αφέθηκε ελεύθερος.
Οι Libertos, ένα ζευγάρι από ένα προάστιο της Μελβούρνης, δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί, μιας και το 2007 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 3 ετών για την πλαστογράφηση των έργων του Rover Thomas, τα οποία και πούλησαν μέσω ενός σημαντικού οίκου δημοπρασιών, σε μια υπόθεση που θεωρείται ορόσημο για τον χώρο.

O αυθεντικός πίνακας του Brett Whiteley ο οποίος πλαστογραφήθηκε προς όφελος του Peter Gant (H φωτογραφία είναι του χρήστη του Flickr Newtown grafitti)
Η υπόθεσή τους ξεχωρίζει μιας και είναι από τις λίγες που έχει καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση, αν και είναι πολύ πιθανόν να μπει σε αυτό το απόλυτα exclusive club και ο Peter Gant. O Gant κατηγορείται ότι ανέθεσε στον Mohammad Aman Siddique να πλαστογραφήσει τρεις πίνακες του Brett Whitely, τους οποίους και πούλησε, αποκομίζοντας συνολικά 3.6 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Gant βέβαια έχει κάνει ανάλογες πλαστογραφίες και στο παρελθόν, μιας και το 2010 πιάστηκε να πουλάει φτηνές απομιμήσεις των έργων του Robert Dickenson. O γιος του Dickerson, Stephen Nall κυνήγησε τον Nall δικαστικά και μέχρι σήμερα τον απεχθάνεται.
«Ο τύπος είναι κλέφτης, ψεύτης και απατεώνας χειρίστου είδους», λέει ο Nall χαρακτηριστικά. «Η όλη ιστορία είναι θέμα αριθμών. Αν πουλήσει δέκα πλαστογραφίες, η μια θα πληρώσει».
Και γιατί όχι; Μέχρι να αλλάξει ριζικά κάτι, η πλαστογραφία στον χώρο της τέχνης είναι ένα λαμπερό επάγγελμα με υψηλές απολαβές και ένα νομικό πλαίσιο που προστατεύει τους απατεώνες. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα κενό στην αγορά και μια απουσία ηθικής.
Περισσότερα από το VICE
-
Screenshot: SloClap -
The TIE Fighter stand with an Echo Dot in it – Credit: Amazon -
Julian Gunther/Getty Images -
Screenshot: VOID Interactive