Πως Ένας Διάσημος Παραχαράκτης Μεταμορφώθηκε σε Καλλιτέχνη

Kοινοποίηση

O Arthur J. Williams στα εγκαίνια της έκθεσής του. Όλες οι φωτογραφίες είναι του συντάκτη.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.

Ο Arthur J. Williams Jr. είναι ευρύτερα γνωστός ως ο παραχαράκτης που κατάφερε να πλαστογραφήσει το χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων του 1996, το οποίο μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν αδύνατο να πλαστογραφηθεί. Πράκτορες των Μυστικών Υπηρεσιών κυνήγησαν τον Williams, καθώς εκείνος τύπωσε συνολικά περίπου δέκα εκατομμύρια δολάρια σε πλαστά χαρτονομίσματα, πριν καταλήξει σε μια ομοσπονδιακή φυλακή για έξι χρόνια. Ήταν η τρίτη του φυλάκιση.

Videos by VICE

Τα παραπάνω ίσως ακούγονται ως κομμάτι της βιογραφίας ενός εγκληματία καριέρας, αλλά κατά την διάρκεια της τελευταίας του φυλάκισης, ο Art επαναπροσδιόρισε τον εαυτό του ως καλλιτέχνη. Ως νόμιμο καλλιτέχνη. Μένοντας πιστός σε αυτά που γνώριζε, ο Williams άρχισε να ζωγραφίζει χρήματα, καταλήγοντας μέχρι και στην δημιουργία μιας σειράς από ρούχα. Ο κόσμος της τέχνης δεν άργησε να τον μυριστεί και πλέον, στα τέλη αυτού του μήνα, ετοιμάζεται για τη πρώτη του έκθεση με τίτλο Creative Works Representing the Life of the Master Counterfeiter, που θα λάβει χώρα στην Meg Frazier Gallery του Σικάγο.

Ο Art ξεκίνησε να ζωγραφίζει όντας στον τρίτο χρόνο της τελευταίας του ποινής φυλάκισης. Είχε πάντα μια αγάπη για το design – η οποία σίγουρα τον βοήθησε την περίοδο που ήταν παραχαράκτης – αλλά δεν είχε αγγίξει ποτέ του πινέλο, τουλάχιστον μέχρι που του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μαθήματα ελαιογραφίας μέσα από τα κάγκελα της φυλακής.

«Όταν ξεκίνησα τα μαθήματα, σε έβαζαν να διαλέξεις μια εικόνα και να την ζωγραφίσεις, ενώ μετά μας έδιναν κάτι λουλούδια για να διαλέξουμε», θυμάται ο Art. «Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήμασταν στην φυλακή και μας έβαζαν να ζωγραφίσουμε λουλούδια. Το δοκίμασα, αλλά δεν μπορούσα να εμπνευστώ από τέτοιες εικόνες. Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό».

Ο δάσκαλός του (που ήταν επίσης φυλακισμένος), τον ρώτησε τι πρόβλημα είχε, αλλά όταν ο Art του είπε ότι ήθελε να ζωγραφίσει ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου από το 1896, του είπε ότι ήταν τρελός, τονίζοντας ότι το επίπεδο λεπτομέρειας του χαρτονομίσματος ήταν πολύ υψηλό για έναν αρχάριο.

Ο Art όμως δεν πτοήθηκε.

«Ήταν η πρώτη μου ζωγραφιά. Μου πήρε έναν χρόνο και από εκεί και πέρα απλά συνέχισα. Μετά από αυτό, έκανα το χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων, ενώ όταν έφτασα πλέον στα μισά των μαθημάτων, έκανα και αυτό το πέντε δολαρίων, που ήταν και το καλύτερό μου».

Όταν αποφυλακίστηκε, ο Art δεν ένιωσε την ανάγκη να γίνει επαγγελματίας ζωγράφος, μιας και προσπαθούσε να «τρέξει» τη σειρά ενδυμάτων του. Τότε όμως γνώρισε τον Stanley Wozniak, έναν βετεράνο της club-ικής σκηνής του Σικάγο, ο οποίος έστησε μεταξύ άλλων πασίγνωστων club, το Red Head Piano Bar και το Jilly’s. Ο Wozniak ενδιαφέρθηκε για την δουλειά του Art και χρησιμοποιώντας τις «άκρες» του, βοήθησε τον αποφυλακισμένο παραχαράκτη να αρχίσει να κινείται.

«Με σύστησε στην Meg Frazier», λέει ο Art, «και πριν καλά-καλά το καταλάβω, είχα κανονίσει τη πρώτη μου έκθεση. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πόση δουλειά χρειάζεται να γίνει για να μπορέσεις να παρουσιάσεις έτσι τη δουλειά σου. Το πρώτο μου πρόβλημα είναι πως δεν είχα αρκετά εκθέματα. Τους τελευταίους δύο μήνες, τρέχω να τελειώσω αυτά που χρειάζονται. Κάπως έτσι κατέληξα να δημιουργήσω και το παρκόμετρο». Ο Art μιλά για μια ζωγραφιά ενός παρκόμετρου που εν τέλει ήταν η εικόνα που χρησιμοποιήθηκε στα διαφημιστικά φυλλάδια της έκθεσης.

«Το παρκόμετρο είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Δεν έχει να κάνει με λεφτά. Δείχνει απλά έναν πιτσιρικά να ακουμπάει σε ένα παρκόμετρο, ήταν το πρώτο έγκλημα που διέπραξα. Μια μέρα γύρισα σπίτι και η μητέρα μου έκλαιγε, γιατί δεν είχε λεφτά για να μας ταΐσει. Βγήκα έξω και άρχισα να χτυπάω τα παρκόμετρα και άκουγα τα νομίσματα που είχαν μέσα τους, οπότε βρήκα έναν τρόπο να τα διαρρήξω. Με τα λεφτά πήγα και αγόρασα τρόφιμα και τα πήγα σπίτι. Ο λόγος που δημιούργησα αυτόν τον πίνακα, ήταν για να αναπαραστήσω αυτήν την ανάμνηση. Ήθελα να εκφράσω την πρώτη στιγμή που μπήκα στο έγκλημα».

Ο Art άρχισε να ασχολείται με την παραχάραξη στα 15 του χρόνια.

«Ένας γερο-Ιταλός με πήρε κοντά του. Έκλεβα αυτοκίνητα τότε, ραδιόφωνα, πουλούσα χόρτο, έξω στον δρόμο. Θεώρησε πως ήμουν πολύ έξυπνος για να κάνω τέτοια και μου έδειξε πώς να πλαστογραφώ χαρτονομίσματα, όπως το εκατοσταδόλαρο του 1985».

Ο Art έπεσε με τα μούτρα στην νέα του δουλειά, αλλά ο δάσκαλός του σύντομα εξαφανίστηκε.

Τα προβλήματα του Art με τον νόμο όμως, όχι.

«Ήμουν στην στενή για μια κλοπή κοσμηματοπωλείου. Δύο χρόνια. Όταν βγήκα, κάποια στιγμή η πρώην γυναίκα μου, μου αγόρασε ένα βιβλίο και το πλήρωσε με ένα καινούργιο εκατοσταδόλαρο. Παρατήρησα ότι το σημάδευαν με ένα ειδικό στυλό για να δουν αν είναι πλαστό ή όχι, αλλά τότε δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν αυτό».

Ο Art, ιντριγκαρισμένος, ξεκίνησε την προσπάθεια πλαστογράφησης του «άτρωτου» χαρτονομίσματος.

«Ήταν μια μακρύτατη διαδικασία, μου πήρε χρόνια να πετύχω την κατάλληλη ποιότητα. Το πρώτο θέμα ήταν η εύρεση του κατάλληλου χαρτιού, γιατί τότε όλοι το μάρκαραν με το ειδικό στυλό. Έπρεπε να βρω το χαρτί που μπορούσε να περάσει το τεστ και αυτό ήταν μια ολόκληρη διαδικασία από μόνη της. Δοκίμασα χαρτιά από όλον τον κόσμο και αφού ξεπέρασα αυτό, άρχισα να πειραματίζομαι με το ολόγραμμα, το watermark το οποίο βρίσκεται μέσα στο χαρτί και το security thread. Φτιάξαμε το δικό μας χαρτί, στο οποίο αποτυπώσαμε το δικό μας watermark και το security thread. Το τελευταίο πράγμα που έπρεπε να λύσουμε ότι το θέμα του ειδικού έγχρωμου μελανιού, κάτι που πλέον χρησιμοποιώ και στους δικούς μου πίνακες. Αυτό ήταν το τελευταίο. Από εκεί ξεκινήσαμε να τυπώνουμε. Χρησιμοποιώ την ίδια τεχνολογία ασφαλείας και στα δικά μου έργα πια, κάτι που τους δίνει μια μοναδικότητα».

Έχοντας μάθει μια παράνομη «τέχνη», ο Art δεν έβλεπε τον λόγο να φύγει από την παρανομία.

«Αυτό που με κράτησε πίσω τόσα χρόνια, ήταν το ότι δεν είχα άλλο σκοπό, πέρα από το να φτιάχνω λεφτά. Τα ξόδευα και μετά έφτιαχνα κι άλλα. Με όλα τα λεφτά που έφτιαξα, θα μπορούσα να έχω κάνει πολλά πράγματα, αλλά τότε δεν είχα κάποιο σεβασμό για αυτά. Κατάλαβα ότι έπρεπε να αλλάξω, ειδικά όταν μπήκε στην φυλακή και ο γιος μου για τα ίδια πράγματα. Ήξερα ότι δεν πήγαινε άλλο. Άρχισα να συγκεντρώνομαι και να ασχολούμαι με αυτά που ήθελα να κάνω όταν βγω, που τότε ήταν τα ρούχα και το γράψιμο. Τότε, δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι η τέχνη θα με βοηθούσε να ζήσω».

Ασχολούμενος όμως πλέον με νόμιμες τέχνες, ο Art ελπίζει να μπορέσει να σταθεί τα πόδια του.

«Τις δύο προηγούμενες φορές που κατέληξα στην φυλακή, σκεπτόμουν πάντα το πώς θα μπορούσα να νικήσω το σύστημα, να φτιάξω τα πλαστά μου χρήματα καλύτερα. Αλλά τότε, δεν σκεπτόμουν τι θα κάνω με τα λεφτά που θα έφτιαχνα. Πλέον έχω ένα πλάνο και στην κορυφή αυτού του πλάνου βρίσκεται η σειρά ρούχων μου. Κάθε μέρα που ξυπνάω, σκέφτομαι πως θα φτάσω σε αυτόν τον στόχο».

«Δεν βιάζομαι καθόλου να γυρίσω στην παλιά μου «δουλειά». Συνεχίζω να παλεύω».

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.