Θα μπορούμε εύλογα να πει κανείς, ότι στη χώρα του τουρισμού, των airbnb και του gentrification, οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών είναι πιο «εξαρτημένες» απ’ ό,τι θα έπρεπε. Όχι απαραίτητα από επιλογή, πολλές φορές κι από ανάγκη. Όλοι έχουμε κάποιον φίλο ή γνωστό από τον κοινωνικό μας περίγυρο που έχει πατήσει τα 30, ή ακόμα και τα 40 και εξακολουθεί να ζει στο πατρικό του σπίτι, μαζί με τους γονείς του. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, ή αλλιώς, μια παγκόσμια «πρωτοτυπία» για τη χώρα μας, καθώς, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού, οι γονείς «σπρώχνουν» τα παιδιά τους από το σπίτι, από τη στιγμή που ενηλικιώνονται. Προφανώς αυτό είναι ένα προνόμιο των δυτικών χωρών που δεν μαστίζονται τόσο έντονα από νεανική ανεργία, ακρίβεια, «απλησίαστα» ενοίκια.
Οι παράγοντες της στέγης και της εργασιακής αποκατάστασης, μπορεί να είναι κάποιοι αποτρεπτικοί παράγοντας που βάζουν ένα ακόμα φρένο ως προς την απόφαση του «απογαλακτισμού» από το πατρικό σπίτι. Οπότε εκ των πραγμάτων μιλάμε για δύο καταστάσεις ασύγκριτες. Σε μία τέτοια συνθήκη, ίσως είναι σκοπιμότερο να «κοιτάξουμε» μέσα από τη σκοπιά των ανθρώπων που συμβιώνουν -για τους δικούς του λόγους ο καθένας- με τους γονείς τους και έχουν ξεπεράσει τα 40. Πώς ορίζουν την έννοια του προσωπικού χώρου, εάν αυτή υπάρχει και πώς είναι διαμορφωμένη η πραγματικότητα χωρίς πλήρη ελευθερία.
Videos by VICE
Ο Δήμος Α. είναι 46 χρονών και μοιράστηκε στο VICE την ιστορία του για το πώς περνά η καθημερινότητά του στο πατρικό του σπίτι:
Η δική μου συμβίωση με τους γονείς, ήταν κάτι που προέκυψε ως φυσική ανάγκη. Όταν ήμουν μικρότερος, είχα πάει στρατό και μετά επέστρεψα πίσω στο πατρικό μου, καθώς δεν είχα λεφτά, ούτε είχαμε κάποιο άλλο σπίτι έτσι ώστε να μείνω μόνος. Τότε δεν ήταν τόσο «ενοχοποιημένο» το να μένεις με γονείς, είχαμε και μία διαφορετική αντίληψη της οικογένειας στο κεφάλι μας. Δεν είχα δώσει Πανελλαδικές γιατί δεν υπήρχε κάποιο αντικείμενο που με ενθουσίαζε τότε. Ο πατέρας μου με έπαιρνε να δουλέψω μαζί του στην οικοδομή, καθώς ήταν εργοδηγός και βόλευε να μένω στο σπίτι γιατί πηγαινοερχόμασταν μαζί. Κάποια στιγμή, στα 32 μου παντρεύτηκα και έφυγα από το πατρικό μου, για να μετακομίσω σε μία αρκετά κοντινή περιοχή. Τότε έκανα και το πρώτο μου παιδί. Ο χωρισμός δεν άργησε να έρθει, οπότε, μετά από μία τριετία γύρισα πάλι πίσω στο σπίτι των γονιών μου, άνεργος τότε, καθώς η οικοδομή εκείνο το διάστημα ήταν σε ελεύθερη πτώση και δεν αναλαμβάναμε δουλειές.
Η επιστροφή στο σπίτι, υπό αυτή την έννοια, ήταν μία λύτρωση, καθώς με την πρώην μου κάθε μέρα είχαμε πολύ μεγάλους και έντονους τσακωμούς, οι οποίοι κόντευαν να με φέρουν σε μία κατάσταση τρέλας. Όταν γύρισα, είχα στο μυαλό μου πως το καλύτερο θα ήταν να μείνω για ένα μικρό διάστημα μέχρι να βρω την επόμενη δουλειά. Σε αυτά τα χρόνια, αποφάσισα να ανοίξω τη δική μου επιχείρηση εστίασης, παίρνοντας ένα μικρό δάνειο. Ουσιαστικά ήθελα να καταφέρω να πετύχω σε αυτό τουλάχιστον, ώστε να έχω επιτέλους μια οικονομική ανεξαρτησία. Η επιχείρηση δεν είχε τα έσοδα που προσδοκούσα, με αποτέλεσμα να μπαίνω μέσα πολλούς μήνες, οπότε το λουκέτο ήταν μονόδρομος. Από εκεί και πέρα, δανειζόμουν και λεφτά από τη σύνταξη των γονιών μου για να αποπληρώσω εντελώς το δάνειο, οπότε το να φύγω από το σπίτι, ήταν σχεδόν αδύνατο. Η προσωρινή διαμονή τελικά έγινε μόνιμη και εγκαταστάθηκα εκεί, όπου και ζω μέχρι σήμερα.
Το κομμάτι της συμβίωσης με τους γονείς ήταν ανέκαθεν πολύ δύσκολο και μου προκαλούσε πάρα πολλά νεύρα. Όλη τη μέρα είμαι τσιτωμένος, χωρίς να μου φταίει κάτι απαραίτητα και χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο συμβάν το οποίο θα με αναστατώσει. Είμαστε σε ένα σπίτι 95 τετραγωνικών, οπότε, ναι μεν υπάρχει μία άπλα, ωστόσο, το γεγονός ότι πρέπει να συμβιώνω με δύο τόσο μεγαλύτερους ανθρώπους -ο πατέρας μου είναι 75 και η μητέρα μου 72-, σίγουρα δημιουργεί εντάσεις. Μπορεί να τσακωνόμαστε για απλά, ανούσια, καθημερινά πράγματα, όπως είναι η ακαταστασία. Πολλές φορές νιώθω πως είμαι παιδάκι που το μαλώνουν οι γονείς του γιατί άφησε το μπουφάν πεταμένο στον καναπέ ή έχει ακατάστατο το δωμάτιό του. Μπορεί να μου την πουν επειδή βάζω πολλά πλυντήρια και να με κριτικάρουν αν αφήσω λίγη παραπάνω ώρα ανοιχτό τον θερμοσίφωνα, επειδή καίω πολύ ρεύμα. Με φορτώνουν με διάφορες δουλειές, από το να πεταχτώ εγώ στο σουπερμάρκετ για τα ψώνια που θέλουν, μέχρι να τους πάω σε γιατρούς και να πάω να παίρνω τις εξετάσεις τους. Μπορεί να τα έκανα ακόμα και να μην έμενα στο ίδιο σπίτι, ωστόσο επειδή είμαστε μαζί όλη μέρα, τα έχω πάρει όλα πάνω μου. Η μητέρα μου μπαίνει σε διαδικασία να μαγειρεύει καθημερινά για όλους και εξακολουθεί να μου κάνει παρατήρηση όταν θα παραγγείλω φαγητό απ’ έξω επειδή σπαταλάω τα λεφτά μου. Προσπαθώ να βάζω όρια σε κάποια πράγματα, αλλά δεν είναι πάντα εφικτό. Είναι σχεδόν αδύνατο να αλλάξεις όταν έχεις περάσει κάποια ηλικία.
Επίσης, όσο χρονών κι αν είσαι, πάντα οι γονείς θα παρεμβαίνουν σε ό,τι και αν κάνεις. Θα σε ρωτάνε πού πας, με ποιον θα είσαι και τι ώρα θα γυρίσεις. Σε αυτή την ηλικία δεν το κάνουν για να σε περιορίσουν προφανώς, το κάνουν από ενδιαφέρον, αλλά είναι πολύ άσχημο κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι να δίνω αναφορά. Ακόμα και όταν μιλήσω στο τηλέφωνο, θα με ρωτήσουν με ποιον μιλούσα. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας είμαι κλεισμένος στο δωμάτιό μου, προσπαθώ να έχω λίγο χώρο και χρόνο για εμένα. Ωστόσο οι θόρυβοι στο σπίτι, οι δυνατές φωνές των γονιών μου -επειδή δεν ακούνε καλά- και οι ανοιχτές τηλεοράσεις που είναι από το πρωί μέχρι το βράδυ στη διαπασών, προφανώς μου δημιουργούν πέρα από τα νεύρα και πονοκέφαλο. Επειδή είναι μεγάλοι άνθρωποι, κοιμούνται και ξυπνάνε υπερβολικά νωρίς. Οπότε το βράδυ θα μου κάνουν παρατήρηση όταν κάνω λίγη φασαρία, ενώ τα πρωινά, γύρω στις 6.00-6.30 που θα σηκωθούν εκείνοι, ξυπνάω γιατί κάνουν φασαρία χωρίς να το καταλαβαίνουν. Είναι ένας φαύλος κύκλος.
Όσο μεγαλώνω, νιώθω πως αυτό το περιβάλλον μου κάνει πολύ κακό ψυχολογικά, όμως δεν έχω κάποια άλλη λύση μέχρι στιγμής, καθώς ζω μόνο με το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ και νιώθω ήδη αρκετά μεγάλος να πιάσω κάποια δουλειά έστω και στην εστίαση, καθώς εκεί προτιμούν μικρότερα ηλικιακά άτομα. Έχω κάνει μερικές προσπάθειες σε διαγωνισμούς στο Δήμο της περιοχής μου και σε διάφορα μαγαζιά -από επιπλάδικα, μέχρι μίνι μάρκετ και φούρνους- ωστόσο δεν έχει υπάρξει θετική εξέλιξη και έτσι σταμάτησα να προσπαθώ.
Πολλές φορές νιώθω μια ματαιότητα, καθώς σίγουρα δεν είναι η ζωή που θα ήθελα να έχω μετά τα 40 μου. Οι γονείς μου ήδη έχουν κάποια προβλήματα υγείας και χρειάζονται τη βοήθειά μου ακόμα και σε βασικές τους ανάγκες. Από τη μία, επειδή είμαι και μοναχοπαίδι, νιώθω τύψεις να τους εγκαταλείψω, από την άλλη είναι σαν να έχω παραιτηθεί από τη ζωή και να βάζω σε δεύτερη μοίρα τον εαυτό μου. Όσο κάθεσαι, τόσο πιο απαθής γίνεσαι και μετά τόσο δυσκολότερο είναι να βγεις από αυτό. Σίγουρα θα άλλαζα πράγματα αν γύριζα το χρόνο πίσω. Αρχικά θα κοιτούσα να σπουδάσω ώστε να βρω μια δουλειά στον τομέα μου και παράλληλα να δουλεύω κάπου, ώστε να βάλω λεφτά στην άκρη και να μείνω μόνος. Αυτή θα ήταν και η συμβουλή που θα έδινα σε κάποιον νεότερο. Η ζωή είναι μικρότερη απ’ όσο νομίζουμε και καθετί προσωρινό, μπορεί πολύ γρήγορα να εξελιχθεί σε κάτι μόνιμο που δεν θα έχει γυρισμό. Το θέμα είναι να μην αφήνουμε το χρόνο να περνά άσκοπα, γιατί κάποια στιγμή θα το μετανιώσουμε.
*Το όνομα έχει αλλαχθεί για λόγους διατήρησης της ανωνυμίας.
- Ακολουθήστε την Άντυ στο instagram.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
Οι Χούλιγκαν της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης
Στα Άδυτα της Jail Time Records: Ένα Μουσικό Label που Ξεκίνησε σε μια Διαβόητη Φυλακή
Ταχυπαλμίες, Μούδιασμα, Πόνος: Οι Κρίσεις Πανικού Είναι Κομμάτι της Ζωής μου