Φωτογραφία: Flickr: Klearchos Kapoutsis
Εν έτει 2014, 193 χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση η οποία οδήγησε στη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, το ζήτημα των επιρροών τις οποίες άφησε πίσω της η Τουρκοκρατία εξακολουθεί να απασχολεί ιστορικούς, πολιτικούς και κοινωνιολόγους. Πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι μιλούν για μια κουλτούρα η οποία παρέμεινε «ραγιαδική», παρά την απελευθέρωση, προκαλώντας πολύ συχνά αντιδράσεις από όσους είναι της άποψης ότι η Επανάσταση έφερε την Ελλάδα οριστικά στη Δύση.
Videos by VICE
Σε επίπεδο πολιτισμού, ηθών και εθίμων, αρκετά κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας εξακολουθούν να συναντώνται και σήμερα – σε μεγάλο βαθμό στον τομέα της γλώσσας, όπου στη σύγχρονη ελληνική βλέπει κανείς πολλές τουρκικές/ τουρκογενείς εκφράσεις και λέξεις (όλοι γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε εκφράσεις σαν το «ταμάμ», κατεβάζουμε ενίοτε «σιχτίρια», ενώ οι Βορειοελλαδίτες έχουμε φυσικά και το «ντεμέκ» – το οποίο, στις περιστάσεις όπου χρησιμοποιείται, είναι πολύ πιο εκφραστικό και «μεστό» από το αντίστοιχο «δήθεν», κατά την ταπεινή μου άποψη). Επίσης, είναι ευρέως γνωστή η άποψη περί «ανατολίτικων» αντιλήψεων στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι σήμερα. Σε χιουμοριστικό ή και πιο σοβαρό επίπεδο, η φράση «ο τάδε είναι λίγο ανατολίτης σε αυτά μωρέ», δεν είναι κάτι το οποίο ακούει κανείς πολύ σπάνια. Το αν βέβαια αυτό λέγεται με θετική ή αρνητική χροιά είναι κάτι το οποίο εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες, και φυσικά τα άτομα.
Ωστόσο, μέσα στους τέσσερις αιώνες που μεσολάβησαν μεταξύ της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης και της έναρξης της Επανάστασης, είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς ποια ήταν η «αντίθετη» ροή: το αν και πόσο επηρέασε το υπόδουλο ελληνικό στοιχείο τους Οθωμανούς. Αν και έχω κατά καιρούς κάνει διάφορες συζητήσεις πάνω σε αυτό το θέμα, ποτέ δεν θυμάμαι κάποιον εκ των συνομιλητών να εκφέρει μία τεκμηριωμένη άποψη – για την ακρίβεια, τις περισσότερες φορές που αρχίζαμε να μιλάμε για πολιτιστική αλληλεπίδραση μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, η κουβέντα αναλωνόταν γρήγορα σε σχόλια και πλάκες περί «γιαουρτλού», «σουτζούκ λουκούμ», «τσαμπουκά» και ούτω καθεξής.
Με την ευκαιρία της επετείου της 25ης Μαρτίου, τηλεφώνησα στον Θάνο Βερέμη, καθηγητή του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Πολιτική Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, για να μάθω περισσότερα. Ο κ. Βερέμης είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό τα τελευταία χρόνια για τη συμμετοχή του, με την ιδιότητα του ιστορικού συμβούλου, στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ «1821», καθώς και στο «Μάχες των Ελλήνων».
Φωτογραφία: Flickr: Surreal Name Given
Σύμφωνα με τον κ. Βερέμη, μεγάλη επιρροή ασκήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το Βυζάντιο, σε τομείς όπως η οργάνωση του κράτους, αλλά και σε πολλές ονομασίες – όπως τονίζει, οι επιρροές του Βυζαντίου ήταν πάρα πολλές. Ωστόσο, στη συνέχεια οι επιρροές ήταν μικρότερες: «οι δύο κοινότητες χωρίζονταν από τη θρησκεία, και αυτό δεν επέτρεπε την κυκλοφορία ιδεών και συνηθειών, υπήρχε ένα “εμπάργκο” θρησκευτικό. Αλλά παρόλα αυτά βλέπει κανείς πολλές φορές φορές στοιχεία θρησκευτικά να περνούν στο Ισλάμ – ένα παράδειγμα είναι οι μπεκτασήδες, ένα τάγμα δερβίσηδων, οι οποίοι μάλιστα υπήρχαν σε μεγάλο αριθμό στην Αλβανία. Αυτοί βάφτιζαν τα παιδιά τους, είχαν τη σημαία του Αγίου Γεωργίου, πολλά στοιχεία του Χριστιανισμού πέρασαν στις συνήθειές τους. Αυτό καθιστά πιο εύκολο και τον εξισλαμισμό, γιατί αν πας σε ένα χριστιανικό χωριό και τους πεις για παράδειγμα ότι και εμείς βαφτίζουμε και έχουμε διάφορες παρόμοιες συνήθειες, το δέχονται πιο εύκολα».
Πάρα πολύ κοινό φαινόμενο σε συζητήσεις περί επιρροών της Τουρκοκρατίας είναι η αναφορά στις διατροφικές συνήθειες – είναι δύσκολο να μην αναφερθούν λέξεις όπως «μπακλαβάς», «καταΐφι» κλπ. Όμως, κατά τον κ. Βερέμη, υπήρξε και αντίθετη «ροή»: «υπάρχει αρκετή επιρροή στην κουζίνα, στα φαγητά, αλλά και πάλι είναι από την βυζαντινή κουζίνα στην οθωμανική. Η αγάπη για τα ψάρια, για παράδειγμα, και τα ονόματα των ψαριών – πολλά είναι τα ίδια».
«Έφιππος Έλληνας Πολεμιστής»: Πίνακας του Ευγενίου Ντελακρουά- Φωτογραφία: Flickr: Tilemahos Efthimiadis
Ωστόσο, όπως αναφέρει, η θρησκεία αποτέλεσε ένα πολύ έντονο διαχωριστικό σύνορο: «η θρησκευτική φιλοσοφία είναι διαφορετική, είναι δύσκολο εκεί να περάσουν ιδέες αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπως οι σούφι, οι μουσουλμάνοι μυστικιστές, οι οποίοι πλησιάζουν τον Θεό με την προσευχή και τη νηστεία. Και αυτό είναι βυζαντινό στοιχείο» προσθέτει.
Σχετικά με τα περί «ανατολιτών» που αναφέρονται συχνά όσον αφορά σε κάποια στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας, ο κ. Βερέμης εκφράζει την άποψη ότι οι Έλληνες ήταν εξαρχής «ανατολίτες», και το ανατολικό τους αυτό στοιχείο μοιράζεται και με τους άλλους λαούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μουσική: «αν ακούσετε παλιά οθωμανική μουσική, 17ου- 18ου αιώνα, θυμίζει τα δικά μας. Αυτοί οι αμανέδες που τους λέμε υποτιμητικά, μοιάζουν πολύ με τη δική μας αντίληψη της εκκλησιαστικής μουσικής. Όλα αυτά έχουν μια κοινή αφετηρία».
Και οι Φαναριώτες; «Είναι υπάλληλοι και μεταφραστές, διερμηνείς της Υψηλής Πύλης, δεν νομίζω ότι επηρέασαν οι Φαναριώτες ιδιαίτερα τους Οθωμανούς, μάλλον οι Οθωμανοί επηρέασαν τους Φαναριώτες σε πολλά. Αν και βέβαια οι Φαναριώτες ήταν συνήθως μορφωμένοι στη Δύση. Η διαφορά των Ελλήνων από τους Τούρκους έγκειται στο ότι, στην περίπτωση των Τούρκων, όλη τους η κοσμοθεωρία και ο τρόπος ζωής ξεκινούσαν από τα ιερά τους κείμενα, ενώ στους Δυτικούς – και τους Έλληνες – υπήρχε ένας διαχωρισμός μεταξύ κοσμικής και θρησκευτικής φιλοσοφίας, τη στιγμή που στο Ισλάμ όλα αυτά είναι ένα. Αυτό που έλεγε ο Χριστός, “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ”».
Το τελικό μου ερώτημα ήταν εάν τελικά «πήραμε» περισσότερα από όσα «δώσαμε». Ο κ. Βερέμης θεωρεί ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. «Δεν νομίζω. Τι πήραμε; Πήραμε έναν τρόπο ζωής, ο οποίος έχει σχέση με το φαγητό, με κάποια στοιχεία δευτερεύοντα του πολιτισμού μας. Αλλά στα πρωτεύοντα δεν θα έλεγα ότι είχαμε μεγάλη επικοινωνία. Δεν επιτρεπόταν άλλωστε η επικοινωνία, κυρίως από την πλευρά των Οθωμανών και συνεπώς και από την πλευρά των Ελλήνων. Υπήρχαν πολλά διαχωριστικά τείχη, τα οποία δεν μπορούσε να ξεπεράσει κανείς εύκολα. Δεν υπήρχαν μεικτοί γάμοι, με την έννοια ο ένας να είναι χριστιανός και ο άλλος μουσουλμάνος, αυτό ήταν αδιανόητο. Απαγορευόταν με ποινή θανάτου να γίνει ο μουσουλμάνος χριστιανός. Επιτρεπόταν βέβαια – και με μεγάλη χαρά – να γίνει ο χριστιανός ή η χριστιανή μουσουλμάνος ή μουσουλμάνα, αλλά το αντίθετο, με τίποτα».