Στη Λεωφόρο Μεσογείων, κοντά στον σταθμό του μετρό «Νομισματοκοπείο», είναι σταθμευμένο ένα περιπολικό. Τριγύρω βρίσκονται, σε μόνιμη βάση πλέον, δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ) μετά την είδηση για τον πυροβολισμό και τον σοβαρό τραυματισμό του 16χρονου ρομ, Κώστα Φραγκούλη από αστυνομικό, επειδή έφυγε από ένα πρατήριο χωρίς να πληρώσει τα 20 ευρώ της βενζίνης που είχε βάλει λίγο νωρίτερα.
Η ενέργεια του αστυνομικού, ο οποίος βρίσκεται σε κατ΄οίκον περιορισμό, δημιούργησε ένα κύμα ξεσηκωμού στις κοινότητες των ρομά σε πολλούς καταυλισμούς της χώρας. Τις τελευταίες ημέρες η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη, καθώς, μόλις έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του 18χρονου Νίκου Σαμπάνη από αστυνομικό στο Πέραμα, οι ρομά αισθάνονται πως βρίσκονται στο στόχαστρο δολοφονικών επιθέσεων, που έχουν στον πυρήνα τους ένα άσβεστο ρατσιστικό μίσος.
Videos by VICE
Προσπερνάμε τους αστυνομικούς και διασχίζουμε έναν στενό δρόμο, ο οποίος οδηγεί στον καταυλισμό του Νομισματοκοπείου, στον οποίο σήμερα διαμένουν 220-240 κάτοικοι. Στα αριστερά, υπάρχει μία έκταση με σκουπίδια και παλιοσίδερα. Λίγα μέτρα πιο δίπλα, αντικρίζουμε ορισμένα παιδιά που κάνουν ποδήλατο και παίζουν σε παρέες, τσαλαβουτώντας στους λασπωμένους χωματόδρομους. Ο πρόεδρος του καταυλισμού κάθεται σε μία λευκή πλαστική καρέκλα και καθαρίζει με προσεκτικές κινήσεις τα λουλούδια που πουλάει καθημερινά εδώ και πολλά χρόνια, σε πάγκο που διατηρεί στην ευρύτερη περιοχή. Φαίνεται κατάκοπος και τα χέρια του είναι σκληρά, με βαθιές χαρακιές.
Παρατηρώ τον χώρο τριγύρω. Οι περισσότερες παράγκες είναι τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη, πλαισιώνοντας τον δρόμο που περνά ενδιάμεσα, ενώ όσες είναι στο βάθος του καταυλισμού, που σκεπάζεται από μεγάλες ποσότητες λάσπης, είναι ατάκτως τοποθετημένες εδώ και εκεί. Οι τοίχοι τους είναι φτιαγμένοι από μεγάλα κομμάτια ξύλων. Το ίδιο και οι σκεπές, οι οποίες είναι καλυμμένες με νάιλον, προκειμένου να ανακόπτουν κάπως το νερό της βροχής. Σε αντίθεση με άλλους καταυλισμούς, υπάρχει ηλεκτροδότηση και πολλές παράγκες είναι στολισμένες με πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, δημιουργώντας την απόλυτη αντίθεση.
Ο γενικός γραμματέας του καταυλισμού, Νίκος Κατσαρής, καταφθάνει και κάθεται απέναντί μας σε ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι. Τον ρωτάμε ποια ήταν η πρώτη, αυθόρμητη αντίδραση της κοινότητας, όταν κυκλοφόρησε η είδηση για τον πυροβολισμό του 16χρονου. Ο ίδιος, όπως είπε, το έμαθε από μία ανάρτηση στο Facebook. Ένα περίεργο κράμα οργής, θυμού και φόβου. Αυτά είναι τα συναισθήματα που επικρατούν, ιδίως στα παιδιά ρομ που ανήκουν στην GenZ. Άλλωστε, τα νεότερα παιδιά ήταν εκείνα που αυθόρμητα ξεσηκώθηκαν και επιχείρησαν να κάνουν διαμαρτυρία στα άτυπα σύνορα του καταυλισμού, που φτάνουν μέχρι τη Λεωφόρο Μεσογείων. Για δύο μέρες επικρατούσε ένταση, με πέτρες, φωτιές σε κάδους και λάστιχα, και χημικά. Οι γηραιότεροι προσπαθούσαν μάταια να συγκρατήσουν αυτό το σφοδρό και ασυγκράτητο νεανικό ξέσπασμα οργής. Όλοι τους ζητούν δικαιοσύνη.
Σηκωνόμαστε και προχωράμε αργά στο βάθος, όπου οι παράγκες πυκνώνουν. Έχει αρχίσει να πέφτει το φως της μέρας και γίνεται αισθητή μια μυρωδιά καμένου. Ανάμεσα στα παιδιά που στέκονται κυκλικά και κάνουν πάσες με μία μπάλα ποδοσφαίρου, βρίσκεται ο Παναγιώτης, που είναι 22 ετών. «Φοβάμαι, γιατί αν πεθάνει το παιδί που πυροβόλησαν, η κατάσταση με την αστυνομία θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο. Όλα τα ρομά από τους κοντινούς καταυλισμούς θα μαζευτούμε, θα συντονιστούμε παρέα και θα ξεσηκωθούμε. Θα βγούμε στους δρόμους, θα πάμε στη Βουλή να κάνουμε διαδήλωση», λέει.
«Γενικά, όταν βλέπω αστυνομία φοβάμαι. Υπάρχει τεράστιος ρατσισμός εναντίον μας και στοχεύουν όσους ανήκουμε στην κοινότητα των ρομ. Είχαμε δύο περιστατικά -πέρυσι και φέτος- και νομίζω πλέον ότι συμβαίνει επίτηδες. Τις προηγούμενες ημέρες είχαμε βγει στη Μεσογείων για να διαμαρτυρηθούμε για το παιδί που πυροβόλησαν και ήρθαν τα ΟΠΚΕ και μας απείλησαν. Μετά παίξαμε ξύλο. Δεν μας άφηναν να βγούμε στον δρόμο για να μην κλείσει η κυκλοφορία και όταν δεν τους ακούσαμε, μας έριξαν χημικά».
Λίγο πιο πέρα βρίσκεται μία παράγκα, η οποία είναι γεμάτη με φωτάκια. Στην αυλή στέκονται δύο νέες γυναίκες. Η Γιώτα, η οποία είναι μόλις 21 ετών, κρατάει στην αγκαλιά το παιδί της, τυλιγμένο με μια φλις κουβέρτα. Έχει πιασμένα τα μαλλιά σε κότσο και φοράει κατάμαυρα ρούχα. Δίπλα της βρίσκεται η 15χρονη αδερφή της, η οποία στηρίζεται στον ξύλινο φράχτη. Τις πλησιάζουμε. «Μπορεί να μην το γνωρίζαμε το παιδί, αλλά είναι η δική μας φυλή και πονάμε ο ένας για τον άλλον. Είμαι θυμωμένη και φοβισμένη ταυτόχρονα. Υπάρχουν ρατσιστές. Δεν έπρεπε ο αστυνομικός να τον πυροβολήσει. Ας του έσκαγε μία στο λάστιχο, να πέσει πάνω σε μια μάντρα. Ας τον ακολουθούσε μέχρι το σπίτι του, ας τον συλλάμβανε, ας τον πήγαινε μέσα. Και θα μίλαγε η δικαιοσύνη. Είναι κρίμα γιατί θα αφαιρέσει μια ζωή ενός 16χρονου παιδιού για 20 ευρώ. Δεν δικαιολογείται να αφαιρείς μια ζωή χωρίς λόγο.
»Δεν υπάρχουν λόγια γι’ αυτό το παιδί, δεν ξέρω τι να πω για το δράμα που περνάει αυτήν τη στιγμή η οικογένειά του. Δεν μπορώ να φανταστώ την αγωνία της μάνας για το αν θα ζήσει το παιδί της. Δεν υπάρχουν λόγια», λέει η Γιώτα. «Είμαι μάνα κι έχω ένα παιδί. Φοβάμαι για εκείνο, γιατί όταν μεγαλώσει και ξεκινήσει να βγαίνει έξω από τη γειτονιά και να κυκλοφορεί, θα σκέφτομαι μη του συμβεί κάτι κακό. Φοβάμαι, ακόμα και τώρα, να πάω κάπου μαζί με το παιδί μου, παρόλο που είναι μικρό. Είναι όλοι επιθετικοί εναντίον μας. Όπου και να πηγαίνουμε, ζούμε αυτόν τον ρατσισμό. Παντού. Στον δρόμο που περπατάμε μας κοιτάνε με μίσος, έχει τύχει να μου φερθούν ρατσιστικά και αστυνομικοί και πολίτες. Με έχουν απορρίψει πολλές φορές. Και σε δουλειές. Είναι όλοι έτοιμοι να μας φάνε. Μας φέρονται άσχημα και υποτιμητικά».
Διακρίνουμε ότι τα παιδιά που μας μιλούν, φοβούνται να φωτογραφηθούν, τρέμουν μήπως στιγματιστούν και στοχοποιηθούν από την αστυνομία. Δεν μιλούν εύκολα, υπάρχει μια γενικότερη καχυποψία προς τα μίντια, καθώς μονίμως τους παρουσιάζουν με τον μανδύα της παραβατικότητας, τους συνδέουν άρρηκτα με την ανομία, τσουβαλιάζουν όλες τις κοινότητες και όλους τους ανθρώπους τους, τους συμπεριφέρονται σαν να είναι εγκληματίες. Ο 21χρονος Γιώργος δεν μας κοιτάζει όταν μας μιλά, όλες του οι κινήσεις χαρακτηρίζονται από μία συστολή. «Με νευριάζει υπερβολικά αυτό που γίνεται. Νιώθω οργή. Δεν αισθάνομαι φόβο. Πριν σηκώσει το πιστόλι και ρίξει, ο αστυνομικός θα έπρεπε να το σκεφτεί πρώτα και να μπει στη θέση της οικογένειας του παιδιού. Είναι ρατσιστές όλοι. Δεν μας πάνε επειδή είμαστε ρομά. Όταν μας βλέπουν, αυτόματα όλοι είναι πιο επιθετικοί».
Μια παρέα, γύρω στα δέκα κορίτσια, στέκονται απέναντί μας και με μια φωνή λένε το σύνθημα «Δεν ήταν η βενζίνη, δεν ήταν τα λεφτά, οι μπάτσοι πυροβόλησαν γιατί ήτανε ρομά». Απομακρυνόμαστε από εκείνο το σημείο και μας καλούν να πάμε σε μία από τις παράγκες. Μπαίνουμε στον χώρο και αισθανόμαστε ένα κύμα ζέστης, σχεδόν αφόρητης, που εκπέμπεται από μία σιδερένια σόμπα, η οποία είναι τοποθετημένη στη μέση της παράγκας και συνδέεται με έναν σωλήνα που τρυπάει το ταβάνι, για να φεύγει έξω ο καπνός. Το έδαφος είναι τσιμεντένιο και καλυμμένο με χαλιά και φλοκάτες. Στα αριστερά της εισόδου, υπάρχουν κάτι ράφια με μικροπράγματα και ακριβώς από πάνω, μια φωτογραφία από τον γάμο του ιδιοκτήτη της παράγκας.
Πάνω στη σόμπα έχουν βάλει ένα τηγάνι και καίνε βούτυρο, ενώ κάθε λίγο την ανοίγουν και τοποθετούν μέσα κομμάτια από ξύλο για να φουντώσει η φωτιά. Στα δεξιά είναι η κουζίνα, ενώ στο βάθος αριστερά βρίσκονται τρία ξύλινα κρεβάτια. Ακριβώς πάνω από την άτυπη κρεβατοκάμαρα, μία από τις τάβλες έχει φουσκώσει, καθώς το νερό της βροχής την διαπερνά, με αποτέλεσμα να δημιουργεί υγρασία. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι με ροζ χρώμα και ο ένας είναι από πάνω μέχρι κάτω γεμάτος με χριστιανικές εικόνες, διαφόρων μεγεθών. Μέσα στο σπίτι, βρίσκεται η Παναγιώτα, 17 ετών, η οποία κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά από τη σόμπα. «Υπάρχει πολύς ρατσισμός εναντίον μας. Φυσικά και φοβάμαι. Αυτό θα σου πουν όλοι, γιατί σε όλους μας έχει συμβεί έστω ένα περιστατικό. Ήξεραν ότι το παιδί ήταν ρομά, οπότε νομίζω πως δεν είναι τυχαίο αυτό που γίνεται. Όταν ο αδερφός μου παίρνει το αμάξι και βγαίνει έξω από τον καταυλισμό, πάντα φοβάμαι μην τον σταματήσουν ή τον κυνηγήσουν αστυνομικοί», λέει.
Ο αδερφός της, ο Γιάννης -21 ετών- στηρίζεται στον πάγκο της κουζίνας. Τον ρωτάμε πώς αισθάνεται με τα περιστατικά πυροβολισμών ρομ. «Με αυτό που έγινε στη Θεσσαλονίκη, φοβάμαι όταν συναντώ αστυνομικούς. Πολλές φορές, βλέπουν ότι είμαι τσιγγάνος, με ακολουθούν επιτόπου και μου κάνουν ρατσιστικές επιθέσεις. Αν τους επιτεθώ κι εγώ λεκτικά, υπάρχει κίνδυνος να με τραβήξουν στο Τμήμα. Μάλλον το παιδί είναι εγκεφαλικά νεκρό. Αν ανακοινωθεί ότι πέθανε, εμείς θα βγούμε στον δρόμο. Θα κάνουμε διαδηλώσεις, θα κάνουμε τα πάντα για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Δεν γίνεται να έχουμε κάθε φορά δολοφονικές επιθέσεις και να μην αντιδρούμε. Πουθενά δεν βρίσκουμε δικαιοσύνη έτσι όπως είναι το ελληνικό σύστημα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους ρομά, ισχύει και για τους Έλληνες. Εμείς πάντως θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, δεν θα το αφήσουμε έτσι. Και εδώ είχαν εξεγερθεί τα μικρά παιδιά όταν μάθαμε τι συνέβη, γιατί όλοι φοβούνται για τη σωματική τους ακεραιότητα. Μονίμως είμαστε στο στόχαστρο γιατί βάσει των στερεοτύπων οι τσιγγάνοι κλέβουν, έχουν δικαστήρια, είναι επικίνδυνοι. Και όταν μας βλέπουν θέλουν να μας πάνε μέσα, ακόμα και χωρίς να έχουμε δώσει δικαίωμα», εξηγεί ο ίδιος.
Άλλωστε, είχε πέσει κι εκείνος θύμα ρατσιστικής επίθεσης. «Θα σου πω ένα περιστατικό. Είχα πάει βόλτα με κάτι φίλους μου, στην Πλατεία Χαλανδρίου. Όταν έφυγα για να γυρίσω σπίτι, με πήραν από πίσω σε όλη τη διαδρομή και με σταμάτησαν κοντά στον καταυλισμό, μπροστά από μία καφετέρια. Χωρίς να μου κάνουν σινιάλο, έρχεται από πίσω μου η Άμεση Δράση και στα αριστερά μου τα ΟΠΚΕ, με ένα μεγάλο τζιπ. Κατεβαίνουν λοιπόν οι αστυνομικοί χωρίς καμία προειδοποίηση και με προστάζουν να βγω από το αμάξι μου. Με είχαν στήσει στη γωνία του δρόμου, με τα όπλα τους να με σημαδεύουν, μου είπαν να παραμείνω ακίνητος και μου έκαναν σωματικό έλεγχο παντού – ακόμη και σε σημεία που δεν έπρεπε. Μετά μπήκαν στο αμάξι μου, το έκαναν φύλλο και φτερό και προφανώς δεν βρήκαν τίποτα. Μου ζήτησαν όλα τα έγγραφα – δίπλωμα, τέλη κυκλοφορίας, τα πάντα. Τα έβγαλα και τους τα έδωσα.
»Κοίταξαν το δίπλωμα και με ρώτησαν με απορία πώς γίνεται να έχω δίπλωμα. Γιατί να μην έχω; Επειδή είμαι ρομά; Και ξαφνικά ένας από αυτούς, άρχισε να με βρίζει. “Γύφτο, πως πήρες δίπλωμα; Πού το βρήκες; Μήπως είναι πλαστό;”». Επειδή δεν βρήκαν τίποτα στο αμάξι, είπαν μεταξύ τους ότι θα με γράψουν επειδή δεν φορούσα ζώνη, ενώ εγώ φορούσα. Ήθελαν οπωσδήποτε να με γράψουν για κάτι. Έτρεμα ότι θα μου έριχναν αν γινόταν το παραμικρό. Είχα μείνει στήλη άλατος, φοβόμουν για τη σωματική μου ακεραιότητα. Πάντα ψάχνουν κάποια δικαιολογία και θέλουν να μας τιμωρούν. Βγάζουν πάνω μας το μίσος και τον ρατσισμό τους».
Όταν βγαίνουμε από την παράγκα, έχει πια βραδιάσει για τα καλά και τα λαμπιόνια φωτίζουν ακόμη περισσότερο μέσα στο σκοτάδι. Περπατάμε και χωνόμαστε σε ένα δρομάκι που οδηγεί σε μία αλάνα. Ένας πατέρας που έχει το παιδί του αγκαλιά, στέκεται μπροστά από έναν τεράστιο όγκο από ξερόκλαδα και τριγύρω βρίσκονται μερικά ακόμη παιδιά. Έχουν ανάψει φωτιά και βάζουν μέσα διάφορα αντικείμενα για να φουντώσει. Οι σπίθες ξεπετάγονται δεξιά και αριστερά, και τα παιδιά τις κοιτούν αποσβολωμένα. Μας μιλούν για τα επεισόδια με τους αστυνομικούς που έγιναν τις προηγούμενες μέρες. Ένα από αυτά, φεύγει τρέχοντας και χάνεται στο σκοτάδι. Μετά από δευτερόλεπτα, επιστρέφει κρατώντας στο χέρι ένα από τα χημικά που τους έριξαν οι αστυνομικές δυνάμεις. Τα αποχαιρετάμε και απομακρυνόμαστε.
Αποπνικτική η ατμόσφαιρα, μέσα σε αποπνικτικούς καταυλισμούς. Ζωές ασήμαντες για μερικούς. Ο ρατσισμός φυτρώνει ανάμεσά τους, στις γειτονιές που αναπνέουν, στο δρόμο. Η οργή τους είναι διάχυτη, αφού κάθε μέρα που περνά, φοβούνται μήπως είναι οι επόμενοι που θα φάνε μία ακόμα σφαίρα από αστυνομικό. Δεν εμπιστεύονται κανέναν, νιώθουν απροστάτευτοι, είναι αποδέκτες του μίσους τους.
Ακολουθήστε την Άντυ στο Instagram.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
Ο Ψυχίατρος που Δουλεύει στη Μεγαλύτερη Φυλακή της Νότιας Ασίας
Γιατί Αποκαλούμε «Μαϊμού» τις Απομιμήσεις Γνωστών Προϊόντων;