Ναρκωτικά

Σίσα: η Κοκαΐνη των Φτωχών

Kοινοποίηση

NEWS

ΤΟ ΝΑΡΚΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

το σισα καταστρεφει τισ ζωεσ των αστεγων τησ αθηνασ

By Alex Miller


Συνάντηση με έναν αναρχικό στα Εξάρχεια. Photos by Henry Langston.

Videos by VICE

Ενώ στεκόμουν στο αρχηγείο της ελληνικής αστυνομίας, παίρνοντας μια συνέντευξη από τον διευθυντή της Υπηρεσίας ΔίωξηςΝαρκωτικών, συνειδητοποίησα ότι είχα στην τσέπη μου ένα σακουλάκι χημικά τροποποιημένης κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης. Το είχα αγοράσει το προηγούμενο βράδυ από έναν Έλληνα άστεγο και είχα ξεχάσει να το πετάξω. Μετά τη συνέντευξη, βγήκα έξω για να καπνίσω ένα τσιγάρο – και τότε ήταν που κάποιοι αστυνομικοί παρατήρησαν το τηλεοπτικό συνεργείο που είχα φέρει μαζί μου, το οποίο κινηματογραφούσε από απόσταση.

Μερικά λεπτά αργότερα, οι αστυνομικοί μας έσυραν σε ένα κρατητήριο – το μικρό πακετάκι με τα ναρκωτικά βρισκόταν ακόμα επάνω μου. Έκαναν μερικά τηλεφωνήματα, μας κοίταξαν καλά και τελικά μας αποφυλάκισαν απρόθυμα, ευτυχώς χωρίς να με ψάξουν ποτέ. Στο δρόμο μου προς την έξοδο, πέταξα το σακουλάκι στον πρώτο κάδο που πέρασα.

Αρκετά αστυνομικά τμήματα έχουν δεχτεί επιθέσεις με μολότοφ τους περασμένους μήνες, έτσι οι αστυνομικοί έχουν λόγο να είναι νευρικοί, ειδικά όταν αντιλαμβάνονται ότι τους κινηματογραφούν. Κατά το πρώτο μας απόγευμα στην Αθήνα, μια άλλη ομάδα αστυνομικών μας πλησίασε και αφού εντόπισε το συνεργείο μας λίγο πιο κάτω, ζήτησε να δει τα χαρτιά μας. Έσβησε τα πλάνα μας και μας κράτησε για μερικές ώρες εκεί, μέχρι που καταφέραμε να φέρουμε τα διαβατήριά μας στο τμήμα. Η Ελλάδα είναι ένα παρανοϊκό μέρος αυτή τη στιγμή. Η αστυνομία, οι φασίστες, οι αναρχικοί, οι έμποροι και οι χρήστες ναρκωτικών – αγωνίζονται όλοι να κερδίσουν την τοπική υπεροχή και κανένας δεν εμπιστεύεται κανέναν.

Το βράδυ προτού μας συλλάβουν (σχεδόν) στο αρχηγείο της αστυνομίας, με πλησίασε μια ομάδα αστέγων, ένας από τους οποίους κάπνιζε κάτι που μύριζε απαίσια, μέσα από κάτι που έμοιαζε με πίπα μεθαδόνης φτιαγμένη από έναν παλιό λαμπτήρα. Αν και δεν μιλάω Ελληνικά, κατάφερα να του δώσω να καταλάβει ότι ήθελα να αγοράσω λίγο από το ναρκωτικό που είναι κοινώς γνωστό ως σίσα. Ο άστεγος απομακρύνθηκε με το πεντάευρο μου και μετά, ένας γέρος με άρπαξε από το μπράτσο και φώναξε: «Όχι, όχι μην το πάρεις! Πολύ κακό!» Δεν είχα σκοπό να το καπνίσω, αλλά ήμουν πολύ περίεργος για το διαβόητο νέο ναρκωτικό της Ελλάδας.

Το 2012, ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος, διευθυντής του ΚΕΘΕΑ, ενός χρηματοδοτούμενου από την κυβέρνηση οργανισμού απεξάρτησης, έγραψε μια ερευνητική μελέτη με τίτλο: «Η Οικονομική Κρίση στην Ελλάδα: Ρίσκα και Προκλήσεις για την Πολιτική και τη Στρατηγική Κατά των Ναρκωτικών», για το περιοδικό Drugs and Alcohol Τoday. Σε αυτή τη μελέτη περιγράφει λεπτομερώς τους τρόπους με τους οποίους η οικονομική καταστροφή στην Ελλάδα έχει εκτοξεύσει τη χρήση των ναρκωτικών στη χώρα, υποστηρίζοντας ότι τα «ποσοστά της κατανάλωσης ναρκωτικών και αλκοόλ… όπως επίσης και τα σχετικά προβήματα στην πνευματική υγεία πρόκειται να αυξηθούν, όσο συνεχίζεται η οικονομική ύφεση.» Στην ουσία η μελέτη παραθέτει στοιχεία για το προφανές: Η αστάθεια που έρχεται ως αποτέλεσμα της διαδεδομένης και αυξανόμενης εθνικής πενίας, οδηγεί στην απελπισία, τα προβήματα υγείας και την προσπάθεια για αυτοΐαση μέσα από τα ναρκωτικά του δρόμου.

«Τα τελευταία δύο χρόνια, οι χρήστες ναρκωτικών έχουν γίνει περισσότερο αυτοκαταστροφικοί,» έγραψε ο Χαράλαμπος. «Ειδικά στην περιοχή των Αθηνών, όπου τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης είναι πιο εμφανή.» Σύμφωνα με τον ίδιο, τότε ήταν που εμφανίστηκε στην αγορά το σίσα.

Το βασικό συστατικό του σίσα είναι η μεθαμφεταμίνη. Οι τοξικομανείς αναφέρουν ότι η σύστασή του μπορεί να περιέχει ακόμα και υγρό μπαταριών, λάδι μηχανής, σαμπουάν και μαγειρικό αλάτι. «Δεν υπάρχουν όμως επίσημα δεδομένα πάνω σε αυτό,» μου είπε ο Χαράλαμπος. «Το Γενικό Χημείο του Κράτους δεν έχει συγκεντρώσει αρκετά δείγματα ακόμα, ώστε να καταλήξει σε συμπεράσματα.»

Ό, τι και αν περιέχει όμως, το σίσα είναι με πολλούς τρόπους η επιτομή των ναρκωτικών της κρίσης. Η πλειοψηφία των χρηστών του είναι φτωχοί, συνήθως άστεγοι κάτοικοι πόλεων που παραπαίουν από τις ψυχολογικές και σωματικές επιπτώσεις μιας χώρας εγκλωβισμένης στην απόλυτη οικονομική κατάρρευση. Σε μια χώρα τόσο φτωχή που οι μεσοαστικές οικογένειες έφαγαν το Χριστουγενιάτικο δέιπνο τους σε σπίτια χωρίς θέρμανση, ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν τη γαλοπούλα, οι συνήθειες πολλών χρηστών έχουν γίνει μη-βιώσιμες. Τοξικομανείς που δεν μπορούν πια να πάρουν σμακ, κρακ και μεθαδόνη, έχουν στραφεί στο σίσα, που κοστίζει μόλις δύο ευρώ η δόση.

Όπως με τα περισσότερα φτηνά ναρκωτικά, το σίσα έχει αρκετές δυσάρεστες παρενέργειες, όπως «αυπνίες, παραισθήσεις, καρδιακές προσβολές και επιθετικότητα,» σύμφωνα με τον Χαράλαμπο. «Συχνά συγκρίνεται με την κοκαΐνη,» είπε, αν και επιδρά γρηγορότερα, ενώ οι παρενέργειες του διαρκούν περισσότερο από της κόκας. «Είναι το ναρκωτικό του δρόμου, κατασκευασμένο σε εργαστήρια μέσα σε σπίτια.»

Το σίσα είναι το τελευταίο σκοτεινό παράδειγμα μιας παγκόσμιας τάσης προς τα μαζικής παραγωγής συνθετικά ναρκωτικά, από το οπιούχο krokodil που τρώει το δέρμα στη Σιβηρία, μέχρι την πρόσφατη ενθουσιώδη μαστούρα με πειραγμένα φάρμακα κατά του AIDS στη Νότιο Αφρική, και την τρέλα με τα άλατα μπάνιου που ξέσπασε στην Αμερική και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτά τα ναρκωτικά είναι φτηνές, DIY λύσεις για μαστούρα, έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στην χτυπημένη από την κρίση Αθήνα, το σίσα βρήκε τον φυσικό του βιότοπο.

Η οδός Καποδιστρίου είναι ένας μακρύς δρόμος στο κέντρο της Αθήνας, όπου συγκεντρώνονται χρήστες σίσα.

Την ημέρα που φτάσαμε στην Αθήνα, πλησιάσαμε έναν άντρα ενώ περπατούσαμε στα Εξάρχεια, μια ζώνη που παραδοσιακά, έχει υπάρξει άντρο αναρχικών και τώρα είναι γνωστή για την υψηλή συγκέντρωση τοξικομανών. Ο άντρας αυτός κοίταγε τον ουρανό, φωνάζοντας. Νόμισα ότι ούρλιαζε στον Θεό, αλλά απ’ ό, τι φαίνεται, απλά φώναζε για ένα χαλασμένο φανάρι της τροχαίας. Τα αυτοκίνητα περνούσαν από δίπλα του, οι οδηγοί δεν του έδιναν την ευκαιρία να ζητιανέψει στο παράθυρό τους. Ήταν απαρηγόρητος, φλέρταρε μεταξύ οργής και δακρύων, αλλά αφού του αγόρασα ένα χυμό πορτοκάλι ηρέμησε, μου είπε πως τον λένε Κωνσταντίνο και αποκάλυψε τα πάντα για το σίσα.

«Είναι η κοκαΐνη των φτωχών, αναφώνησε. Είπε ότι ήξερε κάποιους που κάπνιζαν πολύ και έχασαν τα άκρα τους. «Αν το καπνίσεις για έξι μήνες, θα πεθάνεις,» είπε. Υποστήριξε ότι δεν ήταν χρήστης, αλλά την επόμενη ημέρα τον ξαναπέτυχα και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω, στριμώχτηκε πίσω από ένα αυτοκίνητο και κάπνισε μια πίπα γεμάτη σίσα. Ήταν απόγευμα.

Το σίσα έχει γίνει κάτι σαν αστικός μύθος στην Αθήνα. Όλοι γνωρίζουν την ύπαρξή του, κανείς όμως δεν ξέρει τι ακριβώς είναι. Οι μόνοι που έχουν πραγματική κατανόηση του τι είναι, είναι οι χρήστες, η αστυνομία που τους συλλαμβάνει και οι έμποροι που τροφοδοτούν την επιδημία. Η υπόλοιπη χώρα είναι πολύ απασχολημένη, προσπαθώντας να αγνοήσει το ποσοστό του 50 τοις εκατό που έχει αγγίξει η ανεργία των νέων, την άνοδο των άκρων της δεξιάς και της αριστεράς, το -σε μεγάλο βαθμό- ανεπαρκές νομικό σύστημα, ένα πολιτικό σύστημα που περιορίζεται στην πώληση των νησιών και τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μέτρα λιτότητας (τα οποία μπορεί να δουλεύουν ή και όχι). Έτσι, οι αναφορές στο σίσα στα ελληνικά Μέσα είναι σπάνιες.

«Μάθαμε για το σίσα από μια έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Πρόληψη των Ασθενειών, το Νοέμβριο,» δήλωσε η Δανάη Βέργου, συντάκτρια για θέματα υγείας στην Εφημερίδα των Συντακτών. Το σίσα αποτελούσε μυστήριο γι’ αυτήν. Είχε ακούσει τις φήμες, αλλά «δεν υπάρχει μεγάλη έρευνα από τις Ελληνικές αρχές ή το Υπουργείο Υγείας. Απλά ακούγεται επικίνδυνο.»

Στους δρόμους, όμως, ο κόσμος γνώριζε τα πάντα γι’ αυτό. Στην οδό Καποδιστρίου, ένα από τα πιο δημοφιλή σημεία για τους τοξικομανείς στην Αθήνα, συνάντησα τον Κώστα, τον Στάθη και τον Παναγιώτη – χρόνια άστεγους τοξικομανείς, οι οποίοι προσπαθούν να απεξαρτηθούν από το σίσα, χωρίς μεγάλη επιτυχία.

«Υπάρχουν τρεις τρόποι που μπορείτε να πάρετε σίσα», είπε ο Στάθης, ο οποίος είναι στα 40 του. «Με ένα σωλήνα, με μια σύριγγα ή με ένα κομμάτι αλουμίνιο – έχω δει επίσης ανθρώπους να το σνιφάρουν. Αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι αν το κάνετε (με) ένεση, δεν έχετε πολύ χρόνο για να ζήσετε». Καταστρέφει όλα τα ζωτικά όργανα από το εσωτερικό.» Τον ρώτησα αν ήξερε κάποιον που είχε πεθάνει από το σίσα.»

«Πολλούς,» δήλωσε ο Στάθης. «Ξέρω πάρα πολλούς. Σε μερικούς, σάπισαν τα σπλάχνα… Μπορεί να σας κάνει να αρρωστήσετε με διάφορους τρόπους, θα μπορούσε να χτυπήσει το συκώτι σας, την καρδιά σας, τα νεφρά… οπουδήποτε.»

Μια σακούλα σίσα που αγοράσαμε για $6.50. Υποψιαζόμαστε ότι μας εξαπατάτησαν.

Και οι τρεις τους περιέγραψαν με σκοτεινό τρόπο το σίσα. «Όταν το πήρα για πρώτη φορά, φρίκαρα,» είπε ο Παναγιώτης «Δεν μου άρεσε. Μου προκάλεσε υπερένταση. Δεν ένιωσα καθόλου καλά.»

«Σε λιώνει,» είπε ο Κώστας, «Άλλους τους χτυπά στο νευρικό σύστημα. Δημιουργεί πληγές στο σώμα οι οποίες δεν θεραπεύονται, δεν κλείνουν ποτέ. Ξεκινάνε σαν σπυρί και μετά αντί να γιατρεύονται, μεγαλώνουν. Ακόμα και το πρόσωπο του χρήστη γεμίζει τρύπες.»

«Βλέπεις 50χρονους και 60χρονους να είναι εθισμένοι στο σίσα. Άντρες, γυναίκες, όπου και αν κοιτάξεις, σίσα,» πρόσθεσε νωθρά ο Παναγιώτης. «Σε όλη την Αθήνα: σε στενά, σε πλατείες, να κανίζουν όλη μέρα και να ψάχνουν περισσότερο σίσα. Δεν ακούς καν για την ηρωΐνη πια ή για χόρτο ή για χάπια. Αυτό συμβαίνει γιατί το σίσα είναι φτηνό ναρκωτικό… Για μένα το σίσα θα καταστρέψει την Ελλάδα.»

Αργότερα, το τρίο μας πήγε στο OffClub, ένα κέντρο (ημέρας) για τους εξαρτημένους από το σίσα, όπου οι υπάλληλοι μας παρέδωσαν κόμικς τύπου zine, για τους κινδύνους του ναρκωτικού. Το κέντρο βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην πλατεία Εξαρχείων, η οποία βρίθει από καφετέριες, μπαρ, συμμορίες, έφηβους, μετανάστες και διάφορα άλλα στοιχεία της κοινωνίας. Κοντά στην πλατεία βρίσκεται το τεράστιο κτίριο που στεγάζει το Πολυτεχνείο, ένα από τα πιο έγκριτα πανεπιστήμια στην Ελλάδα, όπου το 1973 ο στρατός έστειλε άρματα μάχης για να διαλύσει μια αντικυβερνητική διαδήλωση, με αποτέλεσμα 24 θανάτους. Η αστυνομία δεν περιπολεί ιδιαίτερα στην περιοχή. Αντίθετα, μένουν στις κλούβες τους γύρω από την πλατεία και καπνίζουν, με τα υποπολυβόλα να κρέμονται από τους ώμους τους. Κάποιοι αναρχικοί που γνώρισα, υποστηρίζουν μια θεωρία συνωμοσίας ότι οι ίδιοι οι αστυνομικοί είναι πίσω από την εισροή του σίσα στη γειτονιά.

Σε ένα κοντινό μπαρ, συναντήσαμε έναν περιβόητο νεαρό αναρχικό τον οποίο θα αποκαλούμε Alcander. Το 2008, κατά τη διάρκεια ταραχών μεταξύ αστυνομίας και αναρχικών, φέρεται να είχε κατασκευάσει βόμβες μολότοφ τις οποίες μοίραζε μαζικά. Πριν από δύο χρόνια, ο Alcander είχε παρατηρήσει ότι οι άστεγοι τοξικομανείς άρχισαν να ενεργούν διαφορετικά. Αργότερα, μια ομάδα ανθρώπων που, όπως ισχυρίστηκε, ήταν χρήστες, τον χτύπησαν άγρια. Είπε ότι ο ίδιος κατηγορεί ευθέως το σίσα για την απρόκλητη επιθετικότητα τους και ο τρόπος που μίλησε για το φάρμακο, το έκανε να ακούγεται δαιμονικό. «Πώς μπορώ να ξέρω αν κάποιος είναι χρήστης σίσα; Είναι εύκολο – είναι ανισόρροπος και ασταθής, όπως ένας ψυχοπαθής. Θα ‘χει τρελά μάτια, θα μιλάει μόνος τους και θα είναι πολύ επιθετικός. Νομίζω ότι το σίσα είναι το χειρότερο ναρκωτικό στον κόσμο.»

Τον ρώτησα τον λόγο που πιστεύει ότι οι τοπικοί αστυνομικοί βρίσκονται πίσω από τη διανομή του δυνητικά θανατηφόρου ναρκωτικού. «Κάποιοι [χρήστες] ήρθαν σε μας και είπαν ότι η αστυνομία τους είπε να πάνε στα Εξάρχεια. Είπαν: ‘Δεν μπορούμε να κάνουμε χρήση οπουδήποτε αλλού, μας διώχνουν από όλες τις άλλες περιοχές, όλα τα υπόλοιπα τετράγωνα. Είπαν να πάμε στα Εξάρχεια.’»

«Δηλαδή πιστεύεις ότι είναι πολιτικό το θέμα;» Ρώτησα.

«Ναι, όλο αυτό το κοινωνικό κίνημα έχει αρχίσει να ανεβαίνει και θέλουν να έχουν μια δικαιολογία για να επέμβουν ως σωτήρες των κατοίκων… Το έχουν κάνει στο παρελθόν, όπως πριν από δύο δεκαετίες, με την ηρωίνη…»

Οι Έλληνες αναρχικοί έχουν ήδη αρχίσει να αντεπιτίθενται κατά της επιδημίας σίσα, συντονίζοντας επιθέσεις προς τους εμπόρους και τους χρήστες σε μια προσπάθεια να καθαρίσουν τις γειτονιές τους. «Θέλουμε τα παιδιά να παίζουν στην πλατεία Εξαρχείων και να μην χρειάζεται να ανησυχούν για τη διακίνηση ναρκωτικών», δήλωσε ο Alcander. Ο στόχος τους, όμως, δεν φαίνεται πως θα επιτευχθεί σύντομα. Οι χρήστες είναι διάσπαρτοι σε όλη την πόλη και κατά πάσα πιθανότητα, σε άλλα μέρη της χώρας. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας, έμποροι σίσα εμφανίζονταν από το πουθενά για να πουλήσουν το εμπόρευμά τους, αφού μας έδιωχναν απότομα.

Σύμφωνα με τον Alcander, ορισμένες γυναίκες στην περιοχή είχαν βιαστεί από εθισμένους στο σίσα. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να είναι μια φήμη εμπνευσμένη από την ιδέα ότι το σίσα τροφοδοτεί τις σεξουαλικές ορέξεις – μια περιγραφή με την οποία κάποιοι τοξικομανείς συμφωνούν. Ο Κωνσταντίνος είπε ότι αφού καπνίσει σίσα, συνήθως καταλήγει να κάνει άγριο, βίαιο σεξ. Και δεν καυχιόταν. Φαινόταν αναστατωμένος μ’ αυτό.

Ένας χρήστης σίσα καπνίζει την πίπα του στην οδό Καποδιστρίου.

Μέχρι και το 2009, σπάνια έβλεπε κανείς άστεγους στην Αθήνα. Αλλά από τότε, το πρόβλημα των αστέγων στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 25 τοις εκατό, σύμφωνα με τους Έλληνες ακτιβιστές. Σήμερα, μεμια βόλτα με αυτοκίνητο η πόλη μοιάζει με ένα ατέρμονo Skid Row. Η αστυνομία έχει αρχίσει ακόμα και να φορτώνει αστέγους σε φορτηγάκαι να τους οδηγεί έξω από την Αθήνα, στην Αμυγδαλέζα. Πρόκειται για κέντρο κράτησης μεταναστών, που αποτελεί μέρος ενός εγχειρήματος που ονομάστηκε Επιχείρηση Θέτις, προς τιμήν της μητέρας του Αχιλλέα. Η λέξη thetiko προέρχεται από το όνομά της και σημαίνει «θετικό», αλλά στο μυαλό των αστέγων στους οποίους στοχεύει και εκείνων που εργάζονται μαζί τους, (αυτό) δεν είναι τίποτα λιγότερο από φασιστικό.

«Αυτή είναι παράλογη αστυνόμευση,» δήλωσε ο Χαράλαμπος. «Σπρώχνει τους ανθρώπους με προβλήματα στο περιθώριο και προς την εγκληματική συμπεριφορά.» Ενώ βρισκόμασταν στην Ελλάδα, οι άστεγοι που συναντήσαμε ισχυρίστηκαν ότι τουλάχιστον δύο φορές τη μέρα η αστυνομία διεξήγαγε επιχειρήσεις «σκούπα» στο κέντρο της Αθήνας για να μαζέψει τους άστεγους και τους τοξικομανείς.

«Δεν ξέρουμε πού τους πάνε, ούτε τους λόγους για τους οποίους το κάνουν,» δήλωσε μια κοινωνική λειτουργός, ενώ τη συνόδευα στις νυχτερινές περιηγήσεις της στα σημεία όπου συγκεντρώνονταν τοξικομανείς. «Είναι ένα μυστήριο.» Ήταν ντροπαλή. Hταν προφανές τι πίστευε ότι έκανε η αστυνομία: Καθαρίζε τους δρόμους από τους ανεπιθύμητους.

Μερικές μέρες αργότερα, επισκεφθήκαμε την πλατεία Κάνιγγος, όπου συγκεντρώνονται πόρνες, ναρκομανείς και έμποροι ναρκωτικών (οι οποίοι, όπως είχαμε προειδοποιηθεί, συχνά είναι οπλισμένοι). Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη: νωρίτερα την ίδια μέρα, περίπου 20 ένστολοι αστυνομικοί είχαν κυκλώσει τους άστεγους που βρίσκονταν σε όλη την πλατεία και τους φόρτωσαν σε τρία μεγάλα λεωφορεία. Όταν φτάσαμε, αστυνομικοί με πολιτική περιβολή βρίσκονταν ακόμα γύρω από ένα πλήθος από χρηστών σίσα και ηρωΐνης.

Ο λοχίας που μας είχε θέσει υπό κράτηση και διέγραψε τα πλάνα μας όταν φτάσαμε στην Αθήνα, βρισκόταν εκεί, έτσι κρύψαμε τις φωτογραφικές μηχανές μας και πλησιάσαμε τους συναδέλφους του. Μας είπαν να κάνουμε τις ερωτήσεις μας στο τοπικό αρχηγείο. Κάπως έτσι κατέληξα να μεταφέρω σίσα τυχαία, μέσα σε ένα ελληνικό αστυνομικό τμήμα, όπου γνώρισα τον Γιώργο Καστάνη, διευθυντή του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Αθήνας. Είπε ότι πιστεύει πως το σίσα προέρχεται από την Αφρική και την Ασία, και παρόλο που ο ίδιος δήλωσε ότι ανησυχούσε όλο και περισσότερο για τη δημοτικότητά του, δεν πίστευε πως το φάρμακο μετέτρεπε τους χρήστες σε βίαιους μανιακούς και βιαστές, κάτι που ταυτίζεται με τις δικές μου εντυπώσεις. Πολύ λίγοι από τους τοξικομανείς που γνώρισα είχαν δείξει σημάδια επιθετικότητας. Όταν ρώτησα τον Γιώργο για την Επιχείρηση Θέτις, μου είπε ότι είχε τεθεί σε ισχύ μόνο μία φορά.

«Όμως, είδα σήμερα πρωί κάτι που έμοιαζε αρκετά με «επιχείρηση σκούπα». Αυτό ήταν η Θέτις;» ρώτησα.

«Όχι. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό,» απάντησε ο Γιώργος, προσθέτοντας ότι αυτοί οι κρατούμενοι οδηγούνται σε αστυνομικά τμήματα, όπου οι αστυνομικοί ελέγχουν για εντάλματα που εκκρεμούν εναντίον τους και ότι τις περισσότερες φορές ήταν ελεύθεροι μετά από μιάμιση ώρα. Όταν τον ρώτησα αν πίστευε ότι προγράμματα όπως η Επιχείρηση Θέτις ήταν χρήσιμα, έδειξε να αισθάνεται άβολα με την ερώτηση και είπε, «Είμαι αστυνομικός – ακολουθώ εντολές»

Την επόμενη μέρα, πριν την επιστροφή στο σπίτι, πέσαμε πάλι πάνω στον Κωνσταντίνο και τον πήγαμε σε έναν φούρνο για να πάρει κάποιο γεύμα. Σταθήκαμε στον ήλιο, τρώγοντας μικρά ντόνατς με μέλι, ενώ ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να εξηγήσει κάτι σε σπαστά Αγγλικά. Περνούσε διαρκώς το δάχτυλό του κατά μήκος του λαιμού του για να γίνει κατανοητός, αλλά εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Ήταν καλό παιδί, γιος μιας πόρνης, που είπε ότι πάντα θα περιβάλλεται από τα ναρκωτικά και ότι η ποιότητα ζωής έχει γίνει ασύγκριτα χειρότερη μετά την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας. Του δώσαμε τις εκτυπώσεις μερικών φωτογραφιών που μας είχε ζητήσει νωρίτερα και έφυγε χαμογελώντας, λέγοντας ότι μας αγαπούσε.

«Ξέρεις τι προσπαθούσε να σου πει πριν;» με ρώτησε ο μεταφραστής μου αργότερα. «Ότι σας αγαπούσε, αλλά αν τον είχατε πλησιάσει μιλώντας στα Αγγλικά εκείνη την ημέρα κάτω από το φανάρι, θα έβαζε τους έμπορους που τον προμηθεύουν με σίσα να σας σκοτώσουν για τις φωτογραφικές μηχανές σας.»