Πριν από λίγο καιρό, συνάντησα στην πλατεία Εξαρχείων τον Hussein, έναν 28χρονο πρόσφυγα από τη Συρία. Δεν ήταν εγκλωβισμένος εδώ. Δεν περίμενε με αγωνία μια αργοπορημένη απάντηση για ένα αίτημα μετεγκατάστασης. Δεν μετρούσε βασανιστικά τις μέρες. Επέστρεφε και ήταν πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Περνούσε από τις καταλήψεις φιλοξενίας προσφύγων και σκορπούσε γενναιόδωρα χαμόγελα. Είχε πάει στην Ολλανδία με τη διαδικασία του relocation, είχε εγκατασταθεί εκεί και αφού τακτοποιήθηκε, μάζεψε κάποια χρήματα και ήρθε λίγες μέρες στην Ελλάδα, για να δει τους φίλους του. Τους ανθρώπους, δηλαδή, που γνώρισε στην Ελλάδα και σε οκτώ μήνες δέθηκε μαζί τους με συναισθήματα που δεν ξεφτίζουν στον χρόνο.
Τα τελευταία χρόνια της πρωτόγνωρης προσφυγικής κρίσης, βιώσαμε πολλές ιστορίες θεσμικού και καθημερινού ρατσισμού στη χώρα μας. Από τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης στα camp, τα κλουβιά, τις στοιβαγμένες ζωές στα κρατητήρια των Αστυνομικών Τμημάτων, τις απελάσεις στην αποκαλούμενη «ασφαλή τρίτη χώρα» Τουρκία, μέχρι τις πολεμικές ιαχές των χρυσαυγιτών, τις επιθέσεις τραμπούκων σε προσφυγικούς καταυλισμούς, τις μισαλλόδοξες διαμαρτυρίες γονέων για την ένταξη των παιδιών προσφύγων στα σχολεία, την άρνηση ξενοδόχων να μισθώσουν τα καταλύματά τους για τη στέγαση προσφύγων. Όλα αυτά έγιναν και μαύρισαν λίγο ακόμη τον ορίζοντά μας.
Videos by VICE
Διαβάστε ακόμη: Στo Hotel Paradise στη Σάμο Συνυπάρχουν Πρόσφυγες, Αστυνομικοί και Τουρίστες σε μια Ουτοπία
Παράλληλα όμως και ενάντια σ’ αυτά, εξελίσσεται η υπέροχη ιστορία της αλληλεγγύης, που η αξία της δεν έχει ακόμη καταγραφεί. Είναι οι χιλιάδες άνθρωποι που χωρίς καμία ιδιοτέλεια και κανένα συμφέρον έτρεξαν να βοηθήσουν στα νησιά, στην Ειδομένη, στο λιμάνι του Πειραιά και με τη δράση τους απάλυναν λίγο την απόγνωση που δημιουργεί η καταστατική αδιαφορία. Είναι οι πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών, γιατρών και δικηγόρων που συγκροτήθηκαν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των προσφύγων. Είναι, επίσης, οι καταλήψεις φιλοξενίας προσφύγων που εδώ και δύο χρόνια έχουν μετατρέψει ερειπωμένα κτίρια σε πολυεθνικά εργαστήρια αυτοδιαχείρισης και συνύπαρξης.
Ο Hussein, λοιπόν, έζησε αυτήν την εμπειρία και την κουβαλάει μαζί του στην Ολλανδία ως δυνατότητα επανεκκίνησης της ζωής που έχει συνθλιβεί από τον πόλεμο και τον εκτοπισμό. Μέρες τώρα έλεγε ότι ήθελε να γράψει ένα γράμμα και να μιλήσει για όλα αυτά. Αυτό είναι το γράμμα του. Θα μπορούσε να διαβαστεί ως η υποκειμενική διήγηση ενός πρόσφυγα. Στην πραγματικότητα, είναι πολλά περισσότερα. Είναι η συμπύκνωση του δράματος των προσφύγων και της δύναμης της αλληλεγγύης. Είναι μια καθαρή ματιά πάνω στα Εξάρχεια και τις καταλήψεις ενός ανθρώπου που τα έζησε και δεν τα είδε στα δελτία ειδήσεων. Είναι μαζί και ένα σχόλιο για το πώς οι ζωές μας αποκτούν ξανά νόημα, όταν βρίσκουν τη θέση τους στο βλέμμα των άλλων.
Το όνομα μου είναι Hussein al-Zribi, είμαι ένας «κανονικός» άνθρωπος 28 χρονών από το Χαλέπι της Συρίας, όχι πολύ διαφορετικός από εσάς. Η ζωή μου στη Συρία κάποτε έμοιαζε με τη ζωή οποιουδήποτε νέου. Σπούδαζα και δούλευα παράλληλα, επειδή προέρχομαι από μια φτωχή οικογένεια. Ονειρευόμουν και έψαχνα τη θέση μου στον κόσμο. Έχω έξι αδέρφια. Αυτή είναι μια διαφορά. Για παράδειγμα, οι οικογένειες στη Συρία έκαναν πιο πολλά παιδιά σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές.
Σπούδασα Νομική. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ακριβώς επιθυμία μου. Όμως ήταν ένα πτυχίο που θα μου επέτρεπε να βρω μια καλή δουλειά και να στηρίξω την οικογένειά μου. Οι κοινωνίες πάντα εμπνέονται από τις ιδέες της ελευθερίας και της ευημερίας. Έτσι κι εμείς επιδιώκαμε ένα καλύτερο μέλλον στη Συρία. Όταν, όμως, η ένταση κλιμακώθηκε, διάφορες ομάδες οπλίστηκαν και οι μεγάλες δυνάμεις ξεκίνησαν να παρεμβαίνουν στη χώρα – τότε συνειδητοποίησα ότι μπαίναμε στον αιματηρό κύκλο του εμφύλιου πολέμου. Στη Συρία συνυπήρχαν πολλές εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες – σιίτες, σουνίτες, χριστιανοί, Κούρδοι, Αρμένιοι. Ο πόλεμος έμελλε να καταπιεί σχέσεις και ανθρώπους μαζί.
«Βλέπεις αυτό το κόκκινο φως; Εκεί είναι η Ελλάδα. Αν θες να φτάσετε στην Ελλάδα, οδήγησε τη βάρκα μέχρι εκεί», μου είπε και σηκώθηκε και έφυγε.
Τα προβλήματα δεν άργησαν να χτυπήσουν και τη δική μου πόρτα. Η μητέρα μου πάντα φοβόταν για μένα. Έλεγε ότι οι απόψεις μου περί ελευθερίας θα με έβαζαν σε μπελάδες. Ενώ δούλευα σε μια μικρή πόλη στη βόρεια επαρχία, στο Χαλέπι, ένα γκρουπ τζιχαντιστών από το Μέτωπο Αλ Νούσρα με απήγαγε και με φυλάκισε για έξι μήνες. Με έβαλαν σ’ ένα μπουντρούμι τον Μάρτη και απελευθερώθηκα στις 28 Αυγούστου. Όλο αυτό το διάστημα υπέμεινα προσβολές και ξυλοδαρμούς, αλλά αυτό που με πείραξε περισσότερο είναι ότι ζούσα στο σκοτάδι. Δεν είδα τον ήλιο ούτε για μια στιγμή.
Μετά από αυτά τα γεγονότα, δεν άντεχα άλλο. Αποφάσισα να πάω στην Τουρκία και να βρω δουλειά. Ξεκίνησα να περάσω τα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Αυτό ήταν ένα αληθινά δύσκολο εγχείρημα, επειδή το να διασχίσεις τα σύνορα σήμαινε να περπατήσεις ώρες ατελείωτες βουνά και πεδιάδες. Ταξίδευα με μια παρέα συμπατριωτών μου. Σε μερικά σημεία της διαδρομής, κουβαλούσα στην πλάτη μου ένα μωρό, για να ξεκουράσω λίγο τη μητέρα του. Οι Τούρκοι συνοριοφύλακες, όταν μας εντόπισαν, ξεκίνησαν να πυροβολούν αδιακρίτως. Δεν τους ένοιαζε που είχαμε μαζί μας παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένους. Το να μιλήσω βέβαια για την Τουρκία και όλα όσα πέρασα εκεί, είναι ένα γράμμα από μόνο του, οπότε θα περιοριστώ σ’ αυτά που σημάδεψαν πιο έντονα τη μνήμη μου.
«Κοίτα αυτοί οι άνθρωποι, ενώ έχουν οικονομική κρίση και στερούνται οι ίδιοι πολλά πράγματα, νοιάζονται για μας και μας φροντίζουν», έλεγα από μέσα μου και αναθαρρούσα.
Πήγαμε στην πόλη Μερσίν με τον αδερφό μου. Για τρεις μέρες κοιμόμασταν στον δρόμο, επειδή δεν είχαμε λεφτά να νοικιάσουμε σπίτι. Μετά, πιάσαμε δουλειά σ’ ένα χωράφι με λεμόνια και πορτοκάλια. Εκεί μας έδωσαν ένα πρόχειρο κατάλυμα να κοιμόμαστε και μας πλήρωναν 150 ευρώ τον μήνα, για 16 ώρες δουλειά τη μέρα. Υποφέραμε πολύ στην Τουρκία. Πήγαμε στη Σμύρνη, για να βρούμε τρόπο να φύγουμε. Κανονίσαμε μ’ έναν διακινητή. Στις 21 Φεβρουαρίου του 2016, στις τέσσερις τα ξημερώματα, πήγαμε στο σημείο που μας είχε υποδείξει, για να μπούμε στη βάρκα. Μας είχε πει ότι θα ήμασταν 32 άτομα, αλλά τελικά ήμασταν 64. Μας έβαλε στο φουσκωτό. «Βλέπεις αυτό το κόκκινο φως; Εκεί είναι η Ελλάδα. Αν θες να φτάσετε στην Ελλάδα, οδήγησε τη βάρκα μέχρι εκεί», μου είπε και σηκώθηκε και έφυγε. Αυτός ο καριόλης μάς παράτησε και εγώ δεν είχα καμία ιδέα πώς να κυβερνήσω σκάφος. Έκανα ό,τι μπορούσα, ώσπου κάποια στιγμή στη μέση της θάλασσας, μας εντόπισε το ελληνικό Λιμενικό και μας οδήγησε στις ακτές της Λέσβου.
Όταν έφτασα στη Λέσβο, παγωμένος και φοβισμένος, αναρωτιόμουν αν θα περνύσα και εδώ όσα πέρασα στην Τουρκία. Δεν μπορούσα να φανταστώ τότε ότι στην Ελλάδα θα άνοιγε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή μου. Κάθισα πολύ λίγο στο νησί. Μετά την ταυτοποίηση, πήγα στο λιμάνι του Πειραιά, όπου έμεινα για τρεις μέρες. Εκεί είδα πρώτη φορά Έλληνες πολίτες να μας φέρνουν φαγητό, νερό, ρούχα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση. «Κοίτα αυτοί οι άνθρωποι, ενώ έχουν οικονομική κρίση και στερούνται οι ίδιοι πολλά πράγματα, νοιάζονται για μας και μας φροντίζουν», έλεγα από μέσα μου και αναθαρρούσα.
[VICE Video] Ανήλικοι Πρόσφυγες Πέφτουν Θύματα Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης στο Κέντρο της Αθήνας
Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.
Το μυαλό μου, όμως, ήταν στο πώς θα φύγω. Πήγα στην Ειδομένη. Έμεινα εκεί, μέσα στις λάσπες, περίπου για έναν μήνα. Περίμενα να ανοίξουν να σύνορα και να ταξιδέψω νόμιμα. Τίποτα δεν γινόταν. Αποφάσισα να προσπαθήσω μόνος μου να περάσω τα σύνορα. Ξεκίνησα να περπατάω τα ξημερώματα μέσα από χωράφια και μου πήρε οκτώ ώρες, για να φτάσω στο πρώτο χωριό της ΠΓΔΜ. Ήμουν εξουθενωμένος και ήθελα να βρω λίγο νερό και τροφή. Οι άνθρωποι όμως εκεί ήταν πολύ καχύποπτοι. Φώναξαν αμέσως την Αστυνομία και με γύρισαν πίσω στην Ελλάδα. Αυτήν την ιστορία, αλήθεια σου λέω, κάθε φορά που τη θυμάμαι, με πιάνουν τα κλάματα.
Την πρώτη φορά που πήγα στα Εξάρχεια, ένιωσα όπως ένας έφηβος που ερωτεύεται παράφορα μια κοπέλα.
Είχα χάσει πλέον κάθε ελπίδα. Δεν είχα πάνω μου ούτε ένα ευρώ. Τίποτα απολύτως. Υπήρχαν πούλμαν της Ύπατης Αρμοστείας που επέστρεφαν κόσμο στην Αθήνα. Πήγα μαζί τους. Γύρισα στην πύλη Ε1 του Πειραιά κι έμεινα εκεί για δέκα μέρες. Ένα βράδυ κοιμόμουν έξω στο λιμάνι και άκουσα λυγμούς. Ξύπνησα και είδα μια γυναίκα που μιλούσε ελληνικά κι έκλαιγε. Τη ρώτησα αν ξέρει αγγλικά και έγνεψε το κεφάλι της. «Γιατί κλαις;» τη ρώτησα. «Δεν αντέχω να σας βλέπω να κοιμάστε στο τσιμέντο, στο κρύο. Οι κυβερνήσεις δεν βοηθάνε καθόλου τον κόσμο. Δεν κάνουν τίποτα. Εμείς κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, αλλά δεν φτάνει», απάντησε.
Την ευχαρίστησα για τα λόγια της και της είπα ότι αυτό που χρειαζόμουν ήταν ένα μπάνιο. Είχα πάνω από ένα μήνα να κάνω μπάνιο και εκείνη τη στιγμή ήταν το μοναδικό πράγμα που θα με έκανε ευτυχισμένο. Με πήγε στην πλατεία Εξαρχείων, να γνωρίσω κάποιους αλληλέγγυους. Την πρώτη φορά που πήγα στα Εξάρχεια, ένιωσα όπως ένας έφηβος που ερωτεύεται παράφορα μια κοπέλα. Μου ήταν όλα πολύ οικεία. Στα Εξάρχεια δεν ένιωσα ποτέ ξένος, ήταν σαν να ήμουν στη γειτονιά μου στο Χαλέπι με τους φίλους και την οικογένειά μου.
Έμεινα στην κατάληψη φιλοξενίας προσφύγων στο 5ο Λύκειο για οκτώ μήνες. Εκεί βρήκα στέγη, φαγητό, μπάνιο, ρούχα, ιατρική βοήθεια. Βρήκα ένα μέρος να ανήκω χωρίς προσβολές, χωρίς ενοχλήσεις, χωρίς τη διαρκή αβεβαιότητα της επιβίωσης. Ήταν ένα καταφύγιο ασφάλειας. Ζούσαμε όλοι μαζί, Σύροι, Αφγανοί, Έλληνες και ξένοι αλληλέγγυοι, μοιραζόμασταν τα πάντα. Κυρίως μοιραζόμασταν την αγάπη και τη φροντίδα του ενός για τον άλλον, δίπλα στους υπέροχους γείτονές μας που δεν παραπονέθηκαν ποτέ. Έκανα πολλούς φίλους στα Εξάρχεια. Μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές που έζησα στην Ελλάδα ήταν όταν μια φίλη μου –η «Ελληνίδα μάνα μου», όπως τη λέω- με πήγε εκδρομή στη Νίσυρο. Είχε ένα φεστιβάλ και ο κόσμος χόρευε παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς. Με πήραν να χορέψω μαζί τους και η καρδιά μου πέταξε από τη χαρά. Έγινα ένα μαζί τους και ακολουθούσα τον ρυθμό. Από τότε ακούω συχνά ελληνική μουσική. Λατρεύω τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τη Ματούλα Ζαμάνη. Πήγα εκδρομή στα Μετέωρα και σκεφτόμουν ότι αυτό το μέρος θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στα θαύματα του κόσμου.
Η υπόλοιπη οικογένειά μου παραμένει στη Συρία. Μιλάω κάθε τρεις μέρες με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο και κάθε συνομιλία μας, είναι μια εναλλαγή αγωνίας και ανακούφισης.
Στην Ελλάδα ερωτεύτηκα τα πάντα – ανθρώπους, τοπία, φαγητά, ήχους. Δεν υπάρχει ούτε μια μέρα που να μη νοσταλγώ την Ελλάδα και τους φίλους μου εκεί. Μου λείπουν πολύ και είμαι σίγουρος ότι με κάθε ευκαιρία θα γυρίζω ξανά στην Ελλάδα. Στη Συρία υπάρχει ένα ρητό που λέει ότι, όταν πιεις ένα ποτήρι νερό σ’ έναν ξένο τόπο, θα γυρίσεις ξανά εκεί.
Έφυγα από την Αθήνα με βαριά καρδιά. Όταν έφτασα στην Ολλανδία, τον Νοέμβρη του 2016, αρρώστησα για δυο εβδομάδες. Νομίζω ήταν ψυχολογικό, ήταν η απροθυμία μου να δεχτώ αυτόν τον συμβολικό αποχωρισμό. Αυτήν τη στιγμή κάνω ένα μεταπτυχιακό στην Ολλανδία, για τις Διεθνείς Σχέσεις και τη Μετανάστευση. Δεν μπορώ να πω, η κατάσταση εδώ είναι καλή, με την έννοια ότι το κράτος σου προσφέρει κάποια εφόδια, για να χτίσεις ξανά τη ζωή σου. Από ‘κει και πέρα, τίποτα δεν χαρίζεται. Πρέπει να προσπαθήσεις και να δουλέψεις σκληρά, για να πετύχεις τους στόχους σου και ειδικά όταν χρειάζεται να φτιάξεις ξανά μια καθημερινότητα από το μηδέν, να βρεις δύναμη να στεριώσεις κάπου και να προσφέρεις.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους αυτούς τους ανθρώπους που έσκυψαν πάνω από τους πρόσφυγες και μας βοήθησαν να σηκωθούμε ξανά στα πόδια μας. Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ. Η αγάπη δεν έχει σύνορα.
Εκτός από εμένα και τον αδερφό μου που είμαστε στην Ολλανδία, η υπόλοιπη οικογένειά μου παραμένει στη Συρία. Το σπίτι μας στο Χαλέπι καταστράφηκε. Το Χαλέπι γενικά είναι μια ρημαγμένη πόλη με ανθρώπους-σκιές που προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν τα κομμάτια τους. Πολλοί δικοί μου έχουν τραυματιστεί. Μιλάω κάθε τρεις μέρες με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο και κάθε συνομιλία μας, είναι μια εναλλαγή αγωνίας και ανακούφισης. Η Συρία έχει υποστεί μια τεράστια καταστροφή. Δεν χάθηκε μόνο η πατρίδα μας, μαζί της χάθηκαν και δύο γενιές. Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει ο πόλεμος. Μου φαίνεται ότι ο μοναδικός τρόπος να τελειώσει πραγματικά ένας πόλεμος, είναι όταν παύει το μίσος. Τότε μόνο θα μπορούμε να σοβαρά να επικεντρωθούμε στην επούλωση των πληγών και στην οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος για την επόμενη γενιά.
Ήθελα πολύ καιρό να γράψω αυτό το γράμμα προς τους Έλληνες φίλους μου. Το χρωστούσα, επειδή χάρη σ’ αυτούς πίστεψα ξανά στη δυνατότητα να ονειρεύομαι. Συγχωρέστε με, αν σας κούρασα κι έγραψα πολλά, υπάρχουν κι άλλα τόσα που θα ‘θελα να πω. Δεν υπάρχουν ακριβώς λέξεις, όμως, για να περιγράψεις το λυτρωτικό βίωμα της αλληλεγγύης. Θέλω να ευχαριστήσω όλους αυτούς τους ανθρώπους που έσκυψαν πάνω από τους πρόσφυγες και μας βοήθησαν να σηκωθούμε ξανά στα πόδια μας. Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ. Η αγάπη δεν έχει σύνορα.
Περισσότερα από το VICE
Οι Δημιουργικοί Άνθρωποι της Αθήνας
Πράγματα που Έμαθα με το να Έχω Μακροχρόνια Σχέση στα 20 μου
Αυτή Είναι η πιο Ωραία Πολυκατοικία της Αθήνας – με Διαφορά