Από τον Kim JooIl, όπως τα διηγήθηκε στην Tabitha Lasley.
Ο Kim JooIl, 39 ετών, υπηρέτησε οκτώ χρόνια στο στρατό της Βόρειας Κορέας. Το 2005, αφού αντιλήφθηκε ότι δεν επρόκειτο για τον παράδεισο που τον είχαν κάνει να πιστεύει, δραπέτευσε από το «Βασίλειο του Ερημίτη» (όρος που χρησιμοποιείται για κάποιες απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο χώρες) κολυμπώντας προς την Κίνα.
Videos by VICE
Σήμερα ζει στο Λονδίνο, όπου είναι αντιπρόεδρος της Ένωσης Κορεατών Κατοίκων στην Ευρώπη, δουλεύει με τους Βορειοκορεάτες πρόσφυγες και ευαισθητοποιεί τον κόσμο για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Πιονγκγιάνγκ. Προσφάτως συναντήθηκα μαζί του και αυτά που ακολουθούν είναι όσα μου είπε για τη ζωή στην πατρίδα του.
Όταν άκουσα ότι ο Kim Il-sung πέθανε, ήμουν κοντά στον 38ο παράλληλο [η αποστρατικοποιημένη ζώνη μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας (DMZ)]. Δεν είχαμε ρεύμα εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Κορέα, αλλά ήμουν τόσο κοντά με τα νοτιοκορεατικά σύνορα που τους άκουσα να αναγγέλλουν το θάνατο του από τα μεγάφωνα. Σκέφτηκα: «Μαλακίες-δεν έχει πεθάνει. Πως μπορεί ο Μεγάλος Ηγέτης να πεθάνει; Είναι αθάνατος».
Ήταν αδύνατο να το φανταστώ. Έκλαψα. Όλοι κλάψαμε. Κάθε πρωί, οι στρατιώτες θα έκαναν ουρά για να βάλουν λουλούδια στο μνημείο του και όλοι κλαίγαμε, κλαίγαμε, κλαίγαμε. Όλοι έλεγαν «Πως μπορούμε να επιβιώσουμε, πως θα ζήσουμε, ποιο είναι το πεπρωμένο μας τώρα που ο ηγέτης μας έφυγε;». Εάν έχεις υποστεί πλύση εγκεφάλου έτσι σκέφτεσαι.
Στο σχολείο, το 30% των μαθημάτων ήταν για τον Μεγάλο Ηγέτη. Και περίπου 20% της σχολικής εκπαίδευσης για την μπουρζουαζία-τους ανθρώπους που έχουν λεφτά και γη. Αυτοί ήταν ο εχθρός. Μάθαμε ότι ζούσαμε στον παράδεισο και πως έπρεπε να διασφαλίσουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα παρέμβαιναν.
Μάζευαν και ήλεγχαν τα βιβλία μας κάθε μήνα. Στην τάξη μου, δυο αγόρια ήταν αντίπαλοι. Ο ένας ενοχλούνταν που ο άλλος τα κατάφερνε στα μαθήματα, έτσι δανείστηκε το βιβλίο του που είχε μέσα το πορτρέτο του KimIl-sung. Ζωγράφισε ένα μικρό, αστείο σκιτσάκι στο πορτρέτο και έπειτα το επέστρεψε. Βρήκαν το σκιτσάκι όταν ήλεγξαν το βιβλίο και η οικογένεια του πρώτου αγοριού εξαφανίστηκε εν μία νυκτί. Αυτού του είδους τα πράγματα είναι αρκετά φυσιολογικά- χαρακτηρίζονται ‘ενοχή λόγω σχέσης’. Μεγάλωσα βλέποντας πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που τους έβαζαν στη φυλακή γιατί είχαν πει μια λάθος λέξη. Έχουμε ένα ρητό: «Υπάρχει αυτί, ακόμα και στον τοίχο».
Ήμουν δέκα ετών όταν είδα τη πρώτη μου δημόσια εκτέλεση. Κάθισα εκεί και σκεφτόμουν: «Διέπραξε αυτό το έγκλημα, απείλησε τον παράδεισό μας, έπρεπε να τιμωρηθεί». Ο άνθρωπος ήταν ο γαμπρός ενός συμμαθητή μου. Είπαν ότι είχε πάει στην Κίνα και πως είχε κλέψει κάτι από ένα κινέζικο μουσείο. Έπρεπε να το παρακολουθήσει όλο το σχολείο. Όλοι έπρεπε να πηγαίνουν στις δημόσιες εκτελέσεις, για αυτό και τις έκαναν σε μεγάλα στάδια. Η θέση ήταν σημαντική. Εάν ήξεραν ότι είχες πάει στην Κίνα, σε έβαζαν μπροστά. Εάν είχες την τάση να διαδηλώνεις θα σε έβαζαν στην επόμενη σειρά. Ήταν προειδοποίηση.
Κατατάχθηκα στον στρατό όταν ήμουν 17. Για τους άνδρες είναι υποχρεωτικό να υπηρετήσουν δέκα χρόνια. Στη Βόρεια Κορέα έχουν 54 ακαδημίες, που απέξω μοιάζουν με κολλέγια αλλά μέσα εκπαιδεύουν ανθρώπους για να γίνουν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι. Φτιάχνουν αυτές τις ακαδημίες έτσι ώστε να μοιάζουν με κολλέγια για να αποφεύγουν την κριτική, γιατί άλλες χώρες θα έλεγαν ότι εκπαιδεύονταν πολλοί άνθρωποι για να γίνουν στρατιώτες.
Ένιωσα τιμή που κατατάχθηκα στο στρατό. Πραγματικά πίστευα ότι υπήρχε μόνο για χάρη της ευτυχίας των ανθρώπων. Αυτό με είχαν διδάξει και ήμουν καλός μαθητής. Σοκαρίστηκα όταν τοποθετήθηκα στη θέση μου γιατί τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά από αυτά που είχα μάθει στην ακαδημία. Τη νύχτα πριν μπούμε στο στρατόπεδο, μας έδωσαν καινούργιες στρατιωτικές στολές. Την πρώτη μέρα, οι ανώτεροι αξιωματικοί μας είπαν να τις βγάλουμε. Πήραν τις καινούργιες στολές και μας έδωσαν τις παλιές τους. Όταν κατατάσσεσαι, φίλοι και οικογένεια σου δίνουν δώρα και τρόφιμα. Την πρώτη νύχτα αυτά τα πράγματα τα κλέβουν οι αξιωματικοί. Παραπονέθηκα και είπα «Θέλω τα πράγματα μου πίσω». Επειδή παραπονέθηκα, έφαγα ξύλο. Είπαν «Αυτός είναι ο στρατός-κοίτα να το συνηθίσεις».
Με χτυπούσαν τουλάχιστον μία φορά την ημέρα για τρία χρόνια. Έπειτα έγινα λοχαγός και χτυπούσα εγώ ανθρώπους. Δεν είχα ιδέα ότι αυτό που έκανα ήταν λάθος. Είναι φυσιολογικό, καθημερινότητα για τους στρατιώτες. Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο στρατό. Ούτε καν έχουν ακούσει για αυτά.
Το πρώτο μου καψόνι ήταν από την «αστυνομία της κουζίνας». Μου έδωσαν ρύζι και μου είπαν να φτιάξω επτά πιάτα. Είπα «Πως μπορώ χωρίς υλικά εκτός από το ρύζι;». Είπαν «πρέπει να κάνεις αυτό που μπορείς». Τα μεσάνυχτα, μας ξύπνησαν και έδωσαν σε καθένα από εμάς μια τσάντα. Έπρεπε να πάμε σε ένα τοπικό αγρόκτημα και να βγάλουμε από τη γη τα τρόφιμα. Ένας έκλεψε ντομάτες, άλλος λάχανο, άλλος πατάτες. Έτσι τρεφόμασταν κάθε μέρα, κλέβοντας.
Πεινάγαμε 24 ώρες το 24ωρο. Υποτίθεται ότι έπρεπε να μας δίνουν 600 γρ. ρύζι ημερησίως, αλλά ο καθένας στην αλυσίδα εφοδιασμού έπαιρνε και λίγο. Έτσι όταν έφθανε σε εμάς ήταν περίπου 200 γραμμάρια. Για αυτό όλοι ήμασταν υποσιτισμένοι και για αυτό πολλοί στρατιώτες προσπάθησαν να αποδράσουν από το στρατό.
Μια ιδέα που η κυβέρνηση εξακολουθεί να προωθεί είναι ότι στη Βόρεια Κορέα κανείς δεν πεθαίνει από την πείνα. Ως λοχαγός, έπρεπε να αναφέρω τους θανάτους των στρατιωτών αλλά δεν μπορούσα να πω ότι είχαν πεθάνει από την πείνα. Στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου γράφαμε ότι είχαν οξεία κολίτιδα-μια φλεγμονή του παχέος εντέρου που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια βάρους, πυρετό και αιμορραγία, μεταξύ άλλων συμπτωμάτων. Πολλές γυναίκες στρατιωτίνες πέθαναν και τα μαλλιά τους έπεφταν πριν καταλήξουν από λιμοκτονία. Έτσι όταν πέθαιναν μπορεί να ήταν καραφλές και με το στήθος τους να είναι εντελώς πλάκα, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορούσες πλέον κοιτώντας τις να πεις εάν γυναίκες ή όχι.
Οι περισσότεροι άνθρωποι στη Βόρεια Κορέα δεν επιτρέπεται να πάνε από επαρχία σε επαρχία, αλλά εγώ ταξίδευα σε όλη τη χώρα γιατί ήταν μέρος της δουλειάς μου να ψάχνω στρατιώτες που ήταν αδικαιολόγητα απόντες επειδή ήταν τόσο πεινασμένοι. Ήξεραν ότι θα αντιμετωπίσουν τεράστιες συνέπειες, κι έτσι επέστρεφαν στο πατρικό τους για να έχουν ένα τελευταίο γεύμα με τις μητέρες τους. Ταξιδεύοντας, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κάτι πήγαινε πολύ στραβά. Όπου πήγα, οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν. Κάθε σιδηροδρομικός σταθμός είχε ένα κέντρο υγείας και εκεί θα υπήρχαν σωροί πτωμάτων, που απλώς έμεναν εκεί.
Συχνά, επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, τα τρένα θα καθυστερούσαν μέρες ολόκληρες. Άνθρωποι θα σου πρόσφεραν ένα κρεβάτι να κοιμηθείς στο σπίτι τους με αντάλλαγμα ένα κιλό ρύζι. Αλλά κοιμόμουν στο σταθμό. Είχα ακούσει φήμες που έλεγαν ότι μόλις μπεις στα σπίτια τους, αυτοί οι άνθρωποι θα σε σκότωναν και θα έτρωγαν τις σάρκες σου. Υπήρχαν πάντα φήμες που κυκλοφορούσαν γύρω από αυτό, δηλαδή ότι σε συγκεκριμένες αγορές κάποιοι πουλούσαν ανθρώπινα σώματα για κατανάλωση. Ένας άνθρωπος εκτελέστηκε δημοσίως για αυτό. Ήταν γιατρός και ξέθαβε πτώματα από μαζικούς τάφους, έφτιαχνε dumplings με αυτά και τα πουλούσε.
Είχα αμφιβολίες για το καθεστώς χρόνια, αλλά αποφάσισα να δραπετεύσω από τη Βόρεια Κορέα μετά το θάνατο της ανιψιάς μου. Όταν επέστρεψα σπίτι η οικογένεια μου με τάισε καλά, έτσι δεν είχα ιδέα ότι υπέφεραν. Αλλά αυτό συνέβαινε. Η αδερφή μου έστειλε την κόρη της να παρακαλέσει τους γείτονες για λίγο ρύζι μια μέρα και της έδωσαν αποξηραμένο καλαμπόκι. Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να τρως αποξηραμένο καλαμπόκι γιατί σε κάνει να διψάς πάρα πολύ. Αλλά δεν ήταν με τη μητέρα της και δεν το γνώριζε αυτό. Έφαγε το αποξηραμένο καλαμπόκι και μετά ήπιε πάρα πολύ νερό, τόσο που φούσκωσε κι αυτό τη σκότωσε. Ήταν μόλις δύο ετών.
Μια μέρα έπρεπε να βρω ένα στρατιώτη ο οποίος ήταν αδικαιολόγητα απών, στην επαρχία Hamgyong από όπου καταγόταν και είναι στα σύνορα με την Κίνα. Είχα ξαναπάει εκεί και είχα σκεφτεί να δραπετεύσω, αλλά δεν τα κατάφερα γιατί ανησυχούσα για το τι θα συνέβαινε στους γονείς μου. Αυτή τη φορά, αποφάσισα ότι-αν και περνούσα μέσα από τη γενέτειρα μου- δεν θα πήγαινα να δω τους γονείς μου, γιατί ήξερα ότι εάν πήγαινα θα άλλαζα γνώμη.
Έβαλε τους στρατιώτες που βρήκα στο τρένο και έφυγα. Έπειτα πήρα ένα άλλο τρένο που πήγαινε βόρεια προς τον ποταμό ανάμεσα στο βόρειο Hamgyong και την Κίνα. Είχε πανσέληνο εκείνη τη νύχτα και πολύ φως για να διασχίσω το ποτάμι. Μετά από δυο μέρες ήταν αρκετά σκοτεινά για να το κάνω. Πήγα στο ποτάμι τα μεσάνυχτα, αλλά επειδή υπήρχε ξηρασία εκείνη την περίοδο η στάθμη του νερού είχε πέσει. Το μόνο που υπήρχε στην επιφάνεια του ποταμού ήταν βότσαλα, βότσαλα που έκαναν θόρυβο. Έτσι έβαλα το παλτό μου κάτω και κύλισα προς το νερό, πολύ σιγά. Υπήρχαν φύλακες κατά μήκος του ποταμού, κάθε 50 μέτρα. Καθώς πλησιάζα σε αυτό που νόμιζα ότι ήταν ένας μεγάλος βράχος, συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας φρουρός που κρατούσε όπλο. Ήμουν έτοιμος να πολεμήσω και να πεθάνω. Αυτό ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου για μένα. Αλλά ήταν Αύγουστος και έκανε πολύ ζέστη. Έτσι ενώ πλησίαζα είδα ότι είχε αποκοιμηθεί. Άλλαξα κατεύθυνση, μπήκα στο νερό και άρχισα να κολυμπάω.
Φθάνοντας στην Κίνα και βλέποντας πως ήταν συγκριτικά με τη Βόρεια Κορέα όλα όσα σκεφτόμουν επιβεβαιώθηκαν. Συνειδητοποίησα ότι μας είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου. Ταξίδεψα μέσω Βιετνάμ, Καμπότζης και Ταϊλανδης και έφθασα στη Βρετανία δυο χρόνια αργότερα. Κάποτε πίστευα ότι η Βόρεια Κορέα ήταν παράδεισος. Αλλά μετά την αυτομόληση μου στη Βρετανία, αντιλαμβάνομαι ότι μόνο αυτό δεν είναι.