Σπιτικό Φαγητό, Καθαρά Σεντόνια και Σεξ στα Μουλωχτά

Kοινοποίηση

Εσχάτως, όσοι 30something δεν έχουν πάρει των ομματιών τους μακρυά από το εγχώριο success story,ζουν σε ένα καθεστώς μόνιμοποιημένης προσωρινότητας στο σπίτι των γονιών τους -σπαρταριστές  ατάκες μανάδων σε απόγνωση τροφοδοτούν καθημερινά το fb.


Συναντώ τέσσερις νέους που λόγω οικονομικής στενότητας επέστρεψαν στο ίδιο εφηβικό δωμάτιο που κάποτε κοσμούσαν αφίσες του Δημήτρη Σαραβάκου και του Κερτ Κομπέιν. Οι φτωχοί εργαζόμενοι είναι το νέο τρεντ της κρίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είμαι και εγω μία απ αυτούς, ζω με τη μαμά μου, αλλά επειδή τρέχω πάρα πολύ δεν κατάφερα να μου πάρω συνέντευξη. Στον ελεύθερο χρόνο μου συλλέγω ινσταγκραμόσπιτα στα οποία θα ήθελα να ζω.

Videos by VICE

Η ιστορία της Γιώτας: «Kαι να σκεφτείς οτι μεγάλωσα με Sex and The City»

«Οι φίλες μου πήγαν από τους γονείς στο γκόμενο. Δεν εχει μείνει καμία μόνη της. Θεωρώ ότι ειναι θέμα κρίσης», μου λέει η Γιώτα που μιλάει γρήγορα, πολύ γρήγορα, διαφημίστρια βλέπεις. Ζει με τους γονείς της στην Καλογρέζα σε ένα παιδικό δωμάτιο –ενηλίκου πια- στο οποίο έχουν μείνει κάποια λιγοστά «κατάλοιπα από το Λύκειο» όπως το γραφείο και κάτι μολυβοθήκες. Παίρνει 800 ευρώ, δουλεύει πολύ και εξηγεί πως το «να μένεις με γονείς είναι ένα παιχνίδι κυριαρχίας αφού δεν καταλαβαίνουν ότι ζούμε τρεις ενήλικες και όχι δύο». Η αδερφή της ζει και εργάζεται στην Κύπρο.

Τα θετικά του να μένει με τους γονείς της είναι τα προφανή «δεν χρειάζεται να πληρώνεις τίποτα, τρως φαγητό μανούλας, δεν ξεμένεις από λεφτά, δεν υπάρχουν λογαριασμοί ούτε καν οι δικοί σου». Το χειρότερο είναι «ότι δεν υπάρχει ιδιωτικότητα».

Θα έμενε μόνη της; Το σκέφτεται, τον Οκτώβριο, με λίγο «τσοντάρισμα» από τους γονείς της ίσως τα καταφέρει. Δεν θέλει να θυσιάσει το μανικιούρ, τα ψώνια, τις εξόδους, το κομμωτήριο -μεγάλη η λίστα. Για κανά φθηνό υπόγειο στην Κυψέλη ούτε λόγος.

Α και δεν ξέρει να μαγειρεύει τίποτα. Μόνο Αυγά. «Είναι μέσο ελέγχου η τροφή, φιλενάδα», μου λέει. Της το χε πει και ο ψυχαναλυτής.

Η ιστορία του Χρήστου: Κρίμα το μπόι μου καλέ!

Ο μισθός του Χρήστου έχει σταθερά υφεσιακή τάση τα τελευταία χρόνια. Αυτή την περίοδο αμοίβεται με 800 ευρώ, και στα 36 του ζει με τους συνταξιούχους γονείς του στο Περιστέρι. Δηλαδή, δεν ζει, απλά κοιμάται στο σπίτι τους διότι το πρωί είναι στο ρεπορτάζ, το βράδυ στην εφημερίδα, μετά θα βγει καμιά βόλτα, έχει και ένα διδακτορικό στη μέση. Αυτή είναι η πρώτη του «έμμισθη δουλειά», οι προηγούμενες ήταν περισσότερο «εθελοντικές» «για να κερδίσει εμπειρία εμπλουτίζοντας παράλληλα το βιογραφικό του». Το δωμάτιο του δεν είναι ακριβώς «παιδικό» αλλά ενηλίκου με διπλό κρεβάτι -«έχω κρατήσει μόνο την παιδική λογοτεχνία και τα αυτοκινητάκια μου», μου λέει. Αυτό που έχει μείνει σταθερό από τα χρόνια, του παιδιού και του εφήβου είναι «η τσάντα από την ομάδα βόλλεϋ», παίζει γαρ (λογικό, τι να το κάνει τόσο ύψος; είναι 200 εκατοστά).

Οι γονείς του είναι συνταξιούχοι, δεν τα πάνε άσχημα. Τον ρωτάω «Ποια ειναι μεγαλύτερη δυσκολία και η μεγαλύτερη ευκολία όταν μένεις με τους γονείς σου». Μου απαντά «Το φαΐ, η γκρίνια και vice versa». Στην ερώτηση «τι θα σου έλειπε αν έφευγες;», χαμογελά. «Το φαΐ, η γκρίνια και vice versa».

Το θέμα της ιδιωτικότητας βασικό. Που κάνει σεξ ένας 36χρονος που μένει με τους δικούς του; «Σε μία γιάφκα εδώ κοντά», μου λέει. Εννοείται ότι σκέφτεται να μείνει μόνος. Ο μισθός του όμως την μία μπαίνει την άλλη «καθυστερεί». «Γιατί δεν μένεις σε ένα υπόγειο στην Κυψέλη», τον ρωτάω. «Δεν μου αρέσουν τα υπόγεια της Κυψέλης» -είναι αφοπλιστικός. Τι είναι τελικά ένας 36χρονος που μένει με τους δικούς του κάποιες ώρες της μέρας, αυτές που είναι μάλλον στο mute ή στο snooze. «Και παιδί και άντρας. Δηλαδή τίποτα».

H ιστορία της Κατερίνας: “Ρίξε κάτι πάνω σου θα κρυώσεις!”

Η Κατερίνα στα 26 της είναι αναπληρώτρια δασκάλα, αυτό σημαίνει ότι πληρώνεται για όσο διδάσκει και μετά μπαίνει στο ταμείο ανεργίας. Φέτος δεν έχει τάξη, αλλά παιδάκια με ειδικές μαθησιακές ικανότητες στο πλαίσιο ενός θεσμού – μέσω ΕΣΠΑ – που λέγεται «παράλληλη στήριξη». Αμοίβεται με 850 ευρώ το μήνα. «Είμαι μοναχοκόρη, συμβιώνουμε με τους γονείς μου ή έστω το παλεύουμε», μου εξηγεί. Ζουν όλοι μαζί στον Άλιμο. Της ζητάω να μου περιγράψει το δωμάτιο της -είναι το ίδιο που είχε και στην εφηβεία με μονό κρεβάτι το οποίο «από πέρυσι λέμε να το αλλάξουμε, εντάξει δεν είναι και το δωμάτιο της Barbie».

Η Κατερίνα για όσους θυμούνται το Καρουζέλ, είναι η κυρία Σιμένα, γλυκιά και μελένια. Την ρωτάω για τους περιορισμούς του να μένει κανείς με γονείς. «Ένας καθιερωμένος έλεγχος εφόσον μπαίνεις και βγαίνεις υπάρχει. Όπως τους ρωτάω με ρωτάνε», εξηγεί. Τα καλά της συμβίωσης είναι «το πιάτο φαϊ, το ότι δεν σου λείπει κάτι από ρούχα αφού υπάρχει η ντουλάπας της μαμάς, το ότι βοηθούν ως εκπαιδευτικοί με την δουλειά».«Τον τελευταίο καιρό έχουμε το ίδιο γούστο στα ρούχα -παίρνει και φοράει συχνά τα δικά μου», μου λέει.

«Δεν έχεις την ελευθερία του να μην γουστάρεις να μιλήσεις σε κανέναν, να πλακωθείς με τα ντουβάρια χωρίς αντίλογο, δεν έχεις την ησυχία σου όταν μένεις με τους γονείς σου» -η Κατερίνα βαριέται τους ρουτινιάρικους καυγάδες. «Nτύσου, φάε φρούτα, θα κρυώσεις» – και την καθημερινή μουρμούρα «για πράγματα που θεωρούν πως τα προσπερνάς ενώ τα φροντίζεις».

Αν έμενε μόνη της θα μπορούσε να «αθληθεί» οποτεδήποτε με το ελλειπτικό μηχάνημα που έχει αγοράσει και το οποίο είναι στην βιβλιοθήκη πλέον αφού δεν χωρούσε αλλού. Όμως, “ο πατέρας μου δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί και να διορθώσει τα διαγωνίσματα του, και η όλη φάση μου τη σπάει».

«Ευτυχώς» ο φίλος της μένει μόνος του «στο διαμορφωμένο υπόγειο, την φωλίτσα του υπογείου όπως το λέμε» και συναντιούνται εκεί για τα περαιτέρω.

Το δωμάτιο της έχει αλλάξει αρκετά «αν και ποτέ δεν ήταν λάτρης του να φτιάχνει τον χώρο της», έχει από παλιά όμως «ένα εισιτήριο από μια συναυλία  των Ojos de Brujo» και είναι ορατά τα σημάδια από τις αφίσες των πανεπιστημιακών οργανώσεων όπου συμμετείχε. Δεν συμμετέχει στα έξοδα του σπιτιού, πληρώνει όμως το νερό, και το κινητό της και που και που θα πάει και κανένα σούπερμάρκετ.

Την ρωτάω αν σκέφτεται να μείνει μόνη της, απαντά πως της αρέσει το «βόλεμα» και «δεν ζει με καταπίεση». Αντίθετα «συμβιώνουμε πολύ καλά», είναι «εντάξει τύποι, δεν είναι αδιάκριτοι». Θα ήθελε να υπάρχει ως προοπτική το να μείνει μόνη της αλλά «δουλεύει εντός ορίων περιοχής» και κάνει και μεταπτυχιακό άρα δεν θα μπορούσε να δεχθεί μια δουλειά στην επαρχία, θεωρεί πως με 850 ευρώ «δεν θα ζούσε άνετα». Αν έμενε μόνη της θα της έλειπαν οι συζητήσεις στον καναπέ τα βράδια όταν ο πατέρας της επιστρέφει από το φροντιστήριο.

Η ιστορία του Μιχάλη: «Kαι με πιάνει μια ψυχολογία»

«Αν μπορούσα να φύγω θα είχα φύγει χθες», μου λέει με το που ξεκινάμε να συζητάμε ο 28χρονος Μιχάλης. Είναι από εκείνους τους τύπους που καταπιάνονται με διάφορα με εξαιρετική επιτυχία αν και έχει σπουδάσει ψυχολόγος. Τους τελευταίους μήνες -μέσω ΈΣΠΑ κι αυτός- εργάζεται ως ψυχολόγος σε Λύκειο. «Βλέπω ατομικά εφήβους που το επιθυμούν στο σχολείο ή επιλύω συγκρούσεις ανάμεσα σε καθηγητές και μαθητές, ή μαθητές και γονείς και είμαι υπεύθυνος και για κάποιες βιωματικές ομάδες στις οποίες διαπραγματευόμαστε διάφορα ζητήματα όχι μόνο μέσω του λόγου». Αμοίβεται με το αστρονομικό ποσό των 490 ευρώ.

«Μέσα στο δωμάτιο απλώς κοιμάμαι», μου λέει περιγράφοντας το δωμάτιο του στην Αργυρούπολη ως δωμάτιο «ενηλίκου» με διπλό κρεβάτι το οποίο άλλαξε πρόσφατα. Ο Μιχάλης έχει κορίτσι, είναι πολύ ερωτευμένος και εκείνη όμως μένει με τους γονείς της, όπότε «έν τη απουσία των γονιών το σεξ αλλιώς αλλού».

Τον ρωτώ πως είναι η συμβίωση. «Δύσκολη» απαντά και με ψυχολογικούς όρους εξηγεί πως «κάποια προβλήματα αμβλύνονται και κάποια οξύνονται, πράγμα που  συμβαίνει επειδή αμφότερες πλευρές μεγαλώνουμε και αυτό έχει τα καλά και τα κακά» Ωστόσο «οι συγκρούσεις ειναι πιο ήπιες γιατί δεν υπάρχουν οι αντοχές και το κακό είναι ότι σωρεύεται κούραση. Επειδή η στόχευση είναι να φύγεις αυτό δημιουργεί προβλήματα οριοθέτησης και επαναοριοθέτησης του χώρου».

Θέλει να φύγει, είναι δεδομένο. Γιατί μένει; «Είναι οικονομικής φύσης το ότι είμαι με τους γονείς και ελπιζω τα πράγματα να πάνε καλύτερα. Είναι σαν να καθυστερεί ένα στάδιο ενηλικίωσης». Αναρωτιέμαι αν θα έμενε σε «υπόγειο στην Κυψέλη». Μου απαντά πως «οι δυσκολίες και η αλλαγή της ποιότητας της ζωής θα ήταν αποδεκτή», όμως δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να έχει ένα μίνιμουμ σταθερό εισόδημα, ωστόσο τα skills για να φύγει τα ανέπτυξε: Μαγειρεύει, βάζει πλυντήριο, σιδερώνει προφανώς όχι τόσο καλά όσο η μάμα του, αλλά εντάξει. «Είμαι σε συνθήκες πλήρους επισφάλειας. Δεν μπορώ να εξασφαλίσω καν το ενοίκιο», μου λέει.

Οι γονείς τι λένε που θέλει τόσο πολύ να φύγει; «Η συμβίωση δεν είναι το αγαπημένο τους θέμα συζήτησης. Ούτε μείνε ούτε κάτσε μου λένε». Τις παιδικές, εφηβικές αναμνήσεις «τις ξήλωσε όλες από το δωμάτιο. Δεν υπάρχει τίποτα πια».