Εμβληματικά κτιριακά συγκροτήματα ρημάζουν χρόνο με τον χρόνο. Αποτυπώματα μιας εποχής άλλης, αυτής της βιομηχανικής ανάπτυξης. Παλιά εργοστάσια στη Θεσσαλονίκη έχουν μείνει κουφάρια. Να θυμίζουν στον περαστικό ότι κάποτε έσφυζαν από ζωή. Αποτελούν σύμβολα της ζωής της πόλης του προηγούμενου αιώνα.
Τα εμφιαλωτήρια του Φιξ στα Σφαγεία, η Αλυσίδα στην ανατολική Θεσσαλονίκη και το ΑΓΝΟ στα δυτικά, είναι συνδεδεμένα με τις περιοχές όπου βρίσκονται. Έρημα κτίρια που καταρρέουν.
Videos by VICE
Στην είσοδο της πόλης, στην περιοχή του λιμανιού, το ζυθοποιείο της οικογένειας Φιξ εντυπωσιάζει με την αρχιτεκτονική του. Τα κόκκινα τούβλα, τα θολωτά παράθυρα, τα οκτώ τεράστια μεταλλικά σιλό και το σύμπλεγμα των κτιρίων. Η είσοδος έχει το σήμα της Fix σε μία στρογγυλή, μεγάλη βρόμικη πλαστική πινακίδα. Έχει σπάσει εκεί που γράφει “community”, έμειναν μερικά γράμματα.
Στις διαφημίσεις της εταιρίας, κάπου στη δεκαετία του ’50, το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης παρουσιάζεται με τα φουγάρα αναμμένα. Στο κεντρικό κτίριο, ακόμα και σήμερα, με ξύλινα γράμματα είναι αποτυπωμένη η ταυτότητα: Ζυθοποιείο-Κάρολος Φιξ. Κι ας λείπουν αρκετά γράμματα. Έπεσαν και χάθηκαν. Όπως κινδυνεύει να χαθεί το κτίριο, που από γωνιά σε γωνιά καταρρέει – ακόμη και η αίθουσα που είναι ορατή από τον δρόμο, εκείνη της εμφιάλωσης. Οι μηχανές εκεί, σταματημένες στον χρόνο. Περιμένουν τους επιτήδειους λαθρεμπόρους μετάλλων να τις κλέψουν, όπως έχουν πάρει πολλά τμήματα από τις σωληνώσεις που διέσχιζαν όλα τα κτίρια. Μια πολυθρόνα και ένα τεράστιο τραπέζι, είναι δείγματα της ευμάρειας στους χώρους του. Το εργοστάσιο άρχισε να κατασκευάζεται το 1888. Οι απόγονοι του Κάρολου Φιξ το αγόρασαν το 1926. Η εταιρία πτώχευσε το 1983.
Σε 11 στρέμματα τα κτίρια έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα. Τα υπόλοιπα, νεότερα, έχουν γίνει νυχτερινά κέντρα και χώροι πολιτισμού. Στα βασικά κτίρια, εγκατάλειψη. Το μοναδικό που κινείται μέσα τους είναι ένας επιτοίχιος ανεμιστήρας, εξαερισμού. Ο Βασίλης Ζαφειρίδης είναι ένας εκ των ιδιοκτητών που αγόρασαν σε πλειστηριασμό το συγκρότημα το 1990. Η απόφαση του 1994 να κριθούν προστατευόμενα ως διατηρητέα, έκλεισε κάθε πόρτα, όπως εξηγεί ο ίδιος. «Είναι ένα βιομηχανικό κτίριο-μουσείο. Δεν έπρεπε το κράτος να αφήσει να το πάρουν ιδιώτες. Ήθελαν όμως τα λεφτά. Και να τους το χάριζες δεν θα έκαναν τίποτα. Στο δημόσιο είναι άχρηστοι». Είναι αγανακτισμένος. Τα κτίρια του Φιξ καταρρέουν, όμως οι ιδιοκτήτες, λόγω των διατηρητέων, υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να επέμβουν.
«Είμαστε τυχεροί που η κλίση που πήραν τα κτίρια είναι προς τα μέσα και όχι προς τον δρόμο», σχολιάζει περιμένοντας την απόλυτη κατάρρευση. Κάποια κτίσματα ήδη υποχώρησαν. Λέει πως είναι με δεμένα τα χέρια για να αξιοποιηθούν τα κτίρια. Όποια κίνηση πρέπει να εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. «Μας ζητούν μελέτες, χωρίς να μας δίνουν καμία γραμμή, καμία κατεύθυνση. Θα πληρώσουμε 500.000 ευρώ για μελέτη και μετά θε έρθει το ΚΑΣ και θα πει όχι. Σου λένε κάνε μου πρόταση και αν τη δεχτώ».
Έτσι εξηγεί την απόλυτη απραξία. Αυτή που οδηγεί βήμα βήμα στην εξαφάνιση του εμβληματικού κτιρίου. Αυτό που θυμίζει την εποχή της μπίρας, με τα οκτώ σιλό γεμάτα βύνη. Σαν να βλέπεις τον επιστάτη να δίνει οδηγίες από το ημικυκλικό γραφείο που είναι καρφωμένο, σαν εξώστης, στη γωνία της αίθουσας. Αυτή που φαίνεται από το δρόμο, την 26ης Οκτωβρίου. Κάποτε ήταν βιτρίνα με τζάμι. Να βλέπει ο κόσμος πώς εμφιαλώνεται η μπίρα.
Λίγα χιλιόμετρα πιο ανατολικά, στη γωνιά της Αλεξάνδρου Σταύρου και Παπαναστασίου, στη Χαριλάου, θυμούνται ακόμα τη μυρωδιά του καουτσούκ. Ένα ακόμη κουφάρι, το κτιριακό συγκρότημα Αλυσίδα. Βιοτεχνία υποδημάτων με καουτσούκ. Χτίστηκε στη δεκαετία του 1930. Επιτάχθηκε από τους Ναζί στην κατοχή και επαναλειτούργησε. Στη δεκαετία του ’80 σταμάτησε η λειτουργία του στην περιοχή. Το κτίριο μένει. Και καταρρέει. «Προσοχή. Κίνδυνος ετοιμόρροπου κτίσματος», γράφει η πινακίδα που βρίσκεται από την ανατολική πλευρά, της οδού Κορίνθου. Είναι άδειο στο εσωτερικό του. Τη δεκαετία του ’90 ένα τμήμα του λειτούργησε και ως κέντρο διασκέδασης. Οι σκισμένες γιγαντοαφίσες, του Μάκη Χριστοδουλόπουλου, είναι ακόμα εκεί. Όπως και τα παλιά στόρια. Με κλειδωμένα λουκέτα και χαμένα τα κλειδιά τους.
«Εδώ, όλη η περιοχή δεν είχε τίποτα. Μόνο ένα διώροφο απέναντι από την Αλυσίδα. Δούλευε ένας καροποιός. Είχε λάσπες και κάποια σπίτια με κήπους». Ο Βασίλης Γιαγμούρογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη γειτονιά της Αλυσίδας. «Όταν σχολούσαν οι εργάτες, όλοι μαζί ανέβαιναν και περνούσαν από εδώ», λέει δείχνοντας το πεζοδρόμιο της οδού Διστόμου. Τότε ήταν λασπόδρομος. «Πολλοί έρχονταν από την Τούμπα και δούλευαν, πολύς κόσμος. Τους καταλάβαινες αυτούς που εργάζονταν στην Αλυσίδα. Μύριζαν τα ρούχα και τα σώματά τους», περιέγραψε στο VICE. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό. Η μυρωδιά του καουτσούκ. Από τις λαστιχένιες γαλότσες, τις κλασικές. Αλλά και τα λαστιχένια παπούτσια, τα κοφτά. Αυτά κατασκεύαζε η Αλυσίδα. Για την επαρχία, αλλά και την πόλη. «Κι εμείς αγοράζαμε τέτοιες μπότες. Εδώ ήταν παντού λάσπες. Τον χειμώνα είχε χιόνια. Αυτά φορούσαμε», θυμάται ο 73χρονος.
Η μυρωδιά έφυγε, όμως ένα τεράστιο κουφάρι είναι εκεί. Και η γειτονιά διαμαρτύρεται, ότι πλέον αποτελεί εστία μόλυνσης.
Από την άλλη πλευρά της πόλης, στη Σταυρούπολη, σε 16 στρέμματα είναι χτισμένο το εργοστάσιο του ΑΓΝΟ. Σημείο αναφοράς, ακόμα και σήμερα, με στάση των λεωφορείων δικιά του, έχει ρημάξει. Δεν υπάρχει κανένα μεταλλικό στοιχείο στο εσωτερικό του. Όλα έχουν κλαπεί. Μόνο τοίχοι και άδεια παράθυρα. Μία αφίσα στο πρώτο κτίριο-φυλάκιο στην είσοδο παραπέμπει στη λαμπρή ιστορία που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’50. «Γάλα φρέσκο», γράφει και εικονίζει το κόκκινο χαρτόκουτο γάλακτος με το γνωστό σκίτσο ενός ζευγαριού σε ποδήλατα. Αυτό που σήκωνε και έπινε ο Νίκος Γκάλης στη διαφήμιση. Η Ιστορία της ανάπτυξης, μέχρι την κατακόρυφη πτώση. Το ΑΓΝΟ ιδρύθηκε από τον συνεταιρισμό αγελαδοτρόφων Θεσσαλονίκης. Μέχρι το 1960 είχε ολοκληρωθεί το εργοστάσιο στη Σταυρούπολη. Το σημερινό ερείπιο. Το 1992 είχε μεταφερθεί κάθε δραστηριότητά του.
Σήμερα οι θάμνοι έγιναν δέντρα, συκιές φύτρωσαν ανάμεσα στα μπετά και έχουν θεριέψει. Οι χώροι του, καταφύγια κάθε λογής κατατρεγμένων. Πρόσφυγες, άστεγοι, τοξικοεξαρτημένοι. Μία οικογένεια Ρομά έμεινε για ένα βράδυ σε ένα κτίριο. Έβγαλαν κι ένα τραπέζι έξω, στον χειμερινό ήλιο. Περπατώντας μέσα στους αφύλακτους χώρους σφίγγεσαι. «Προς διευθυντή/Προς διαχείριση», γράφει μία μεταλλική πινακίδα που δεν ξηλώθηκε. Και από δίπλα: Αγαπάτε την καθαριότητα. Μέσα στην αίθουσα του φαγητού των εργαζομένων σου τραβάει το βλέμμα μία τοιχογραφία του μυστικού δείπνου. Σαν να βλέπεις τον έναν μετά τον άλλον να σηκώνονται και να πιάνουν πάλι τα πόστα τους.
Η έκταση διεκδικείται από τον δήμο. Ο Αντιδήμαρχος Παύλου Μελά, Κώστας Πάντσης, έχει ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου. «Τότε είχε παραχωρηθεί στους αγελαδοτρόφους. Μετά όμως, λόγω χρεών της ΑΓΝΟ, πλειστηριάστηκε σαν να ήταν ιδιοκτησία της εταιρίας και αγοράστηκε από εταιρία που έχει ήδη πτωχεύσει», εξηγεί. Η υπόθεση εκκρεμεί στον Άρειο Πάγο και ο δήμος σχεδιάζει να την αποδώσει στους κατοίκους.
«Κόβεται η ψυχή μου όταν βλέπω πώς έγινε το ΑΓΝΟ». Ο Βασίλης Κοκούλας ήταν πρόεδρος των εργαζομένων στο εργοστάσιο για μία εικοσαετία. «Οι εργαζόμενοι πρώτα έβλεπαν το εργοστάσιο και μετά την οικογένειά τους. Φτάσαμε να διαχειριζόμαστε 400 τόνους γάλα την ημέρα», περιγράφει την εποχή της ανάπτυξης. Τότε που στο ΑΓΝΟ μπαινόβγαιναν φορτηγά, παραλάμβαναν κασόνια με γάλατα. Ένα γαλάζιο είναι πεταμένο μέσα στο εγκαταλειμμένο εργοστάσιο. Το κύκλωσαν αγριόχορτα, δύσκολα μετακινείται. Και φορτηγά που μετέφεραν γάλα, «δίναμε στις μεγάλες βιομηχανίες, ΦΑΓΕ, ΔΕΛΤΑ, ΕΒΓΑ στην Αθήνα. Πηγαίναμε πολύ καλά», θυμάται ο 80χρονος σήμερα πρόεδρος. Και η κατάρρευση ήρθε λόγω των δανείων, πιστεύει. «Η διοίκηση ήταν αγράμματοι άνθρωποι, αγελαδοτρόφοι. Τους φούσκωσαν στα δάνεια και κατέρρευσε». Όπως καταρρέουν και τα κτίρια. Μένει όμως η ιστορία της ζωντάνιας, μίας ολόκληρης περιοχής που ζούσε από το εργοστάσιο. Όπως και στο ΦΙΞ και στην Αλυσίδα.
Ο Βασίλης Κοκούλας έχει να το λέει: «Από αυτό το εργοστάσιο μεγαλώσαμε τα παιδιά μας. Τα σπουδάσαμε. Αγοράσαμε σπίτια και τους πήραμε αυτοκίνητα».
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες:
Περισσότερα από το VICE
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου Προέκυψε στη Ζωή τού Μιχάλη Θεοφάνους, Μία Νύχτα με Φεγγάρι
TMHK: Από τα Στενά της Κυψέλης και το Hip-Hop, στη Διεθνή Αναγνώριση
Προσπάθησα να Αθετήσω Όλες τις Υποσχέσεις που Έδωσα για τη Νέα Χρονιά Μέσα σε Μία Εβδομάδα