Τον Οκτώβριο του 1984, η μητέρα της Leah Carroll, η Joan, στραγγαλίστηκε όταν πήγε στραβά το ραντεβού που είχε κλείσει για να αγοράσει κοκαΐνη στο μοτέλ Sunset View, στο Ατλέμπορο της Μασαχουσέτης. Καθώς ο δολοφόνος έσφιγγε όλο και πιο δυνατά μια πετσέτα γύρω από τον λαιμό της 30χρονης μητέρας, φέρεται να της είπε, «Άντε, σκουλήκι, βγάλε τον επιθανάτιο ρόγχο».
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο πατέρας της Carroll, ο Kevin, πέθανε σε ένα άθλιο ξενοδοχείο στο κέντρο του Πρόβιντενς, στο Ρόουντ Άιλαντ, το οποίο λέγεται Sportsman’s Inn. «Το ισόγειο ήταν στριπτιτζάδικο και είχε ιταλικό μπουφέ όλο το 24ωρο». Ήταν 48 ετών. Η Carroll ήταν τότε 18.
Μια αληθινή ιστορία αστυνομικού μυστηρίου, η οποία ταυτόχρονα είναι μια αυτοβιογραφική ιστορία ενηλικίωσης, το πορτρέτο του αλκοολισμού ενός γονέα και ένα ερωτικό γράμμα.
Videos by VICE
Η Carroll περιγράφει τα δύο περιστατικά στις πρώτες δύο σελίδες της αυτοβιογραφίας της και κλείνει τον πρόλογο με μια ερώτηση: «Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, οι γονείς μου, και πώς έφτασαν εδώ;» Στις επόμενες 220 σελίδες του Down City: A Daughter’s Story of Love, Memory, and Murder (Down City: Η Ιστορία Αγάπης, Αναμνήσεων και Φόνου Μιας Κόρης, εκδ. Grand Central Publishing), το οποίο θα κυκλοφορήσει αυτόν τον μήνα, η ίδια αναζητά απαντήσεις. Μιλά με δημοσιογράφους, φίλους των γονιών της, ακόμη και με τον γιο του άνδρα που σκότωσε τη μητέρα της. Κάνει μια βουτιά στην παράξενη και πικρή ιστορία του Ρόουντ Άιλαντ, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της σε δύο «θεσμούς» της περιοχής, το οργανωμένο έγκλημα και την καθημερινή εφημερίδα Providence Journal, στην οποία δούλευε ο πατέρας της ως οδηγός οχήματος διανομών. Εντοπίζει έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται αποκόμματα εφημερίδων και αναφορές της Αστυνομίας από την έκθεση αυτοψίας της δολοφονίας της μητέρας και του θανάτου του πατέρα της, στην οποία αναγράφεται «Λιπώδης διήθηση του ήπατος που σχετίζεται με ιστορικό χρόνιας χρήσης αιθανόλης». Ταυτόχρονα με όλα αυτά, συνυφαίνει τις δικές τις θυελλώδεις αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια στην ταραχώδη, αλλά και αξιαγάπητη παραθαλάσσια πολιτεία.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ασυνήθιστο υβρίδιο που μαγνητίζει: μια αληθινή ιστορία αστυνομικού μυστηρίου, η οποία ταυτόχρονα είναι μια αυτοβιογραφική ιστορία ενηλικίωσης, το πορτρέτο του αλκοολισμού ενός γονέα και ένα ερωτικό γράμμα στο Ρόουντ Άιλαντ. Μίλησα πρόσφατα με την Carroll, η οποία έχει γράψει για πολλούς εκδοτικούς οίκους –όπως και για το Broadly– και ζει στο Μπρούκλιν, για να μου αναλύσει περισσότερο το έργο της.
VICE: Στο άρθρο «Modern Love» του 2010 είχες γράψει για τον θάνατο της μητέρας σου: «Για εμένα, η προσπάθεια να ανακαλύψω την αλήθεια, ήταν απελευθερωτική». Στο βιβλίο περιγράφεις πώς ένας από τους άνδρες που ήταν παρών τη νύχτα της δολοφονίας της μητέρας σου, έγραφε την αυτοβιογραφία του όσο κρατούνταν από την Αστυνομία στο πλαίσιο του προγράμματος προστασίας μαρτύρων. Γράφεις, «Όμως ο Peter Gilbert δεν θα πει ποτέ την ιστορία του. Θα την πω εγώ». Τι σημαίνει για εσένα το να μπορείς να πεις αυτήν την ιστορία και να ελέγχεις ταυτόχρονα την αφήγηση;
Leah Carroll: Όταν μεγάλωσα και έφτασα στην ηλικία που ήταν η μαμά μου όταν πέθανε και στη συνέχεια μεγάλωσα ακόμη πιο πολύ, συνειδητοποίησα ότι δεν έζησε ποτέ. Της στέρησαν τη ζωή. Τα 30 χρόνια δεν είναι ζωή. Επίσης, νομίζω ότι έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε τους γονείς μας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ως ανθρώπους έξω από εμάς. Γι’ αυτό με κυρίευσε κάτι πολύ ισχυρό, όταν συνειδητοποίησα ότι ήθελα να πω την ιστορία της.
Οι εκθέσεις της αυτοψίας, οι αναφορές της Αστυνομίας – όλα αυτά είναι κάτι σαν ένα πεζό μητρώο της ζωής μας.
Δυστυχώς, όταν κάποιος πέφτει θύμα ενός βίαιου εγκλήματος, η ιστορία του γίνεται αλληλένδετη με την ιστορία του ανθρώπου που τον σκότωσε. Αυτό είναι αναπόφευκτο και λόγω του τρόπου με τον οποίο εκτυλίχθηκαν τα πράγματα, η ιστορία αυτή έπρεπε να ειπωθεί. Νομίζω ότι με πολλούς τρόπους αποφάσισα ότι δεν ήθελα να αποκηρύξω αυτή την πλευρά της μητέρας μου. Δεν επρόκειτο να ντραπώ, επειδή ήταν ναρκομανής και επειδή το γεγονός αυτό την έβαζε αυτόματα σε μια μειονεκτική θέση, όπου πολλοί άνθρωποι είχαν εξουσία πάνω της και δεν νοιάζονταν για εκείνη. Θεώρησα ότι ήταν σημαντικό να τονιστεί αυτό, καθώς είχε την ευκαιρία να γίνει ένας υπέροχος άνθρωπος, όμως της στέρησαν αυτήν την ευκαιρία – πρώτα από όλα οι άνθρωποι που τη δολοφόνησαν και στη συνέχεια οι άνθρωποι που προσπάθησαν να χτίσουν την καριέρα τους πάνω στον θάνατό της, ουσιαστικά οι άνθρωποι της Αστυνομίας και της πολιτειακής κυβέρνησης του Ρόουντ Άιλαντ.

Το βιβλίο περιέχει κάποια πολύ προσωπικά και συγκινητικά έγγραφα, όπως το «αντίο» του πατέρα σου και σημειώσεις από την αυτοψία. Δίστασες ποτέ, λέγοντας στον εαυτό σου, «Αυτό είναι πολύ προσωπικό» ή ένιωσες ότι έπρεπε να τα συμπεριλάβεις όλα;
Νομίζω ότι το σημείωμα του πατέρα μου είναι εκπληκτικό και καθρεφτίζει απόλυτα το ποιόν του, γι’ αυτό και δεν μπορούσα να διανοηθώ να διηγούμαι αυτήν την ιστορία, χωρίς να συμπεριλάβω το σημείωμά του. Παρ’ όλο που ήταν πολύ προσωπικό και απευθυνόταν σε εμένα, έβαλε τον εαυτό του εκεί μέσα, ήταν η δική του φωνή και ήταν πολύ σημαντικό για εμένα να έχω τη φωνή του και τα λόγια του.
Έχω συγκεντρώσει πάρα πολλά τέτοια έγγραφα και η γλώσσα που χρησιμοποιείται σ’ αυτά, όπως και ο τρόπος που γράφηκαν, είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για εμένα. Πάντα ήθελα να τα συμπεριλάβω, λόγω της ιδέας ότι όλοι αφήνουμε πίσω μας ίχνη από έγγραφα. Παρ’ όλο που δεν είναι απαραίτητα για δημόσια κατανάλωση, είναι ωστόσο δημόσια έγγραφα. Οι εκθέσεις της αυτοψίας, οι αναφορές της Αστυνομίας – όλα αυτά είναι κάτι σαν ένα πεζό μητρώο της ζωής μας.
Επίσης, για εμένα αποτέλεσαν ένα σημείο αναφοράς. Όταν δεν μπορούσα να καταλάβω τα συναισθήματά μου για κάτι, ήξερα ότι είχα ένα έγγραφο και ήξερα ότι μπορούσα να το παρουσιάσω και να αποτελέσει εκείνο την αντικειμενική αλήθεια.
Δεν θέλω να υπεραπλουστεύσω, όμως πιστεύεις ότι η μοίρα του πατέρα σου –το αναρωτιόμουν όσο διάβαζα– ήταν μια ετεροχρονισμένη απώλεια του πολέμου του Βιετνάμ; Ή μήπως ήταν, με κάποιον τρόπο, μια παράπλευρη απώλεια όσων συνέβησαν στη μητέρα σου; Ή μήπως το είχε η μοίρα του να έχει τα προβλήματα που είχε, άσχετα με όλα τα άλλα;
Και τα τρία, θα έλεγα. Όταν ο πατέρας μου πήγε στο Βιετνάμ, είχε ύψος 1,75 μ. και ζύγιζε 72 κιλά. Ήταν στην κυριολεξία παιδάκι, 17 χρόνων, μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο και ζούσε με τον πατέρα του και τη μητριά του, με τους οποίους δεν τα πήγαινε καλά και ήταν σε φάση, «Θα πάω στο Βιετνάμ». Αυτό τον κατέστρεψε σε πολλά επίπεδα. Περιττό να πω ότι και η μητέρα του είχε πεθάνει από κύρωση του ήπατος. Νομίζω ότι ο θάνατος της μαμάς μου ήταν πολύ δύσκολος για εκείνον, κυρίως στην αρχή, μιας και ήταν ύποπτος, όπως όλοι οι σύζυγοι σε τέτοιες περιπτώσεις. Επίσης, πρέπει να τονίσω τη σημασία της Providence Journal στη ζωή του μπαμπά μου, όπως και στη ζωή πολλών ανθρώπων σαν εκείνον. Η εφημερίδα ήταν εξαιρετική, είχε αρχές και έδινε αξία στους ανθρώπους που εργάζονταν σ’ αυτήν. Όταν λοιπόν ο πατέρας μου τα έχασε όλα αυτά -τον απέλυσαν στα πλαίσια εταιρικής αναδιάρθρωσης-, χάθηκε και η σανίδα σωτηρίας του.
Θα μπορούσα να μείνω προσκολλημένη σε όλο αυτό και να είμαι θυμωμένη, όμως στο τέλος, ειδικά όσον αφορά τη μαμά μου, την οποία δεν γνώρισα, την αγάπησα απίστευτα ως άνθρωπο, γράφοντας για εκείνη.
Πώς πήρες την απόφαση να αναλάβεις αυτό το έργο – υπήρξαν βιβλία με αληθινές ιστορίες αστυνομικών μυστηρίων που σε ενέπνευσαν να γράψεις το δικό σου;
Το βιβλίο, Τα Σκοτάδια μου (εκδ. Άγρα) του James Ellroy άλλαξε τη ζωή μου. Νομίζω ότι η ζωή μου πλέον χωρίζεται στο «πριν» και το «μετά» από αυτό το βιβλίο. Το διάβασα στο πανεπιστήμιο και με ξετρέλανε. Ο James Ellroy ήταν μάλιστα ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του μπαμπά μου. Η Μαύρη Ντάλια (εκδ. Κλειδάριθμος) και το Λος Άντζελες Εμπιστευτικό (εκδ. Άγρα) ήταν τα αγαπημένα του βιβλία. Επίσης, ένα εξαιρετικό βιβλίο του Mikal Gilmore, το Shot in the Heart (εκδ. Anchor)- και αυτό με ενέπνευσε.
Όταν διάβασα αυτά τα δύο βιβλία, ήμουν σε φάση, «Έχω αλλάξει τελείως. Αυτά τα βιβλία σου αλλάζουν τη ζωή». Το περίεργο είναι, ότι το The Executioner’s Song (εκδ. Vintage-Arrow), το βιβλίο του Norman Mailer για τον Gary Gilmore -τον αδερφό του Mikal Gilmore- ήταν ένα από τα αγαπημένα βιβλία της μητέρας μου. Οπότε προέκυψαν όλοι αυτοί οι περίεργοι συσχετισμοί.
Τι θέλεις να κρατήσει ο κόσμος από αυτήν την ιστορία;
Νομίζω ότι οι γονείς μου ήταν συνηθισμένοι και ταυτόχρονα ξεχωριστοί – οι ζωές τους ήταν πολύ ξεχωριστές. Ήταν δύο άνθρωποι που έζησαν σε μια συγκεκριμένη στιγμή και ήθελαν περισσότερα πράγματα από αυτά τους επέτρεπαν οι περιστάσεις και παρ’ όλο που οι ζωές και των δύο τελείωσαν πολύ σύντομα, μέσω της τεράστιας δύναμης της θέλησης, της προσωπικότητας, του ταλέντου τους και κάθε τι που τους χαρακτήριζε, έφτιαξαν εμένα και διηγούμαι αυτήν την ιστορία.
Οι ζωές τους ήταν σημαντικές και νομίζω ότι εξίσου σημαντική είναι η ιστορία τους, όπως και η ιστορία του Ρόουντ Άιλαντ. Πιστεύω ότι θα μπορούσα να μείνω προσκολλημένη σε όλο αυτό και να είμαι θυμωμένη, όμως στο τέλος, ειδικά όσον αφορά τη μαμά μου, την οποία δεν γνώρισα, την αγάπησα απίστευτα ως άνθρωπο, γράφοντας για εκείνη. Ελπίζω να τίμησα το πνεύμα τους και το ποιοι ήταν, επειδή ήταν υπέροχοι.
Η συνέντευξη έχει υποστεί επεξεργασία χάριν συντομίας και σαφήνειας.
Περισσότερα από το VICE
Οι Γυναίκες που τα Έβαλαν με τη Χρυσή Αυγή
Φοιτήτριες που Πληρώνουν τα Πανεπιστημιακά Δίδακτρά τους Κάνοντας τις Ερωτικές Συνοδούς
Τρόμαξα Παρακολουθώντας την Εκπομπή «Με Αρετή και Τόλμη» για τον Ελληνικό Στρατό
Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.
Περισσότερα από το VICE
-
Screenshot: SullyGnome x Twitch -
Screenshot: NetEase Games, Steam -
Warodom Changyencham/Getty Images -