Τι Δουλειά Έχει Ένας Διεθνής Έλληνας Sound Artist στην Αρχαία Μεσσήνη;

Kοινοποίηση

Φτάνοντας στην Αρχαία Μεσσήνη, έτσι όπως είναι δομημένη η αρχαία πόλη, σου επιτρέπει να θαυμάσεις από ψηλά τη θέα, με το βλέμμα σου να χάνεται πίσω από τα αρχαία ευρήματα στο καταπράσινο τοπίο. Είναι δύσκολο να μη μαγευτείς από όσα βλέπεις. Γι’ αυτό ακριβώς, η πρόκληση -την οποία έθεσε η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση με το Tuned City– να επικεντρωθείς σε όσα ακούς και όχι σε όσα βλέπεις, ήταν μεγάλη. Επί τρεις ημέρες, το ΠΣΚ που πέρασε, όσοι επισκέφτηκαν την περιοχή βίωσαν ακριβώς αυτό που έγραφε το μότο της εκδήλωσης: «Η Αρχαία Μεσσήνη, όπως δεν την έχετε “ξανακούσει”». Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει εξοικείωση του κοινού με τις ηχητικές τέχνες, πόσο μάλλον μέσα σε συνήθως αποστειρωμένους αρχαιολογικούς χώρους. Γι’ αυτό ακριβώς και το Tuned City αποτέλεσε ένα επιτυχημένο πρωτοποριακό εγχείρημα, παρουσιάζοντας καλλιτεχνικό έργο και θεωρητικές θέσεις για τον ήχο, μέσα από έργα περισσότερων από 60 καλλιτεχνών από όλον τον κόσμο. Ένα από τα έργα που ξεχώρισαν στο τριήμερο πρόγραμμα ήταν αυτό του Πάνου Αμελίδη. Μέσα στην αρχαία πόλη, κάτω από μια ελιά, ο Έλληνας καλλιτέχνης και καθηγητής πανεπιστημίου στην Αγγλία, συνδύασε ήχους που δημιούργησε από το περιβάλλον της περιοχής, μαζί με αφηγήσεις ιστοριών των κατοίκων του χωριού, τοποθετώντας σε ένα ημικύκλιο κάθε μεγάφωνο που διηγούνταν και μια διαφορετική ιστορία, φτιάχνοντας έτσι έναν νοητό δικό του ναό.

VICE: Στην Ελλάδα δεν είμαστε πολύ εξοικειωμένοι με αυτήν τη μορφή τέχνης. Τι κάνει ένας ηχητικός καλλιτέχνης;
Πάνος Αμελίδης: Ο sound artist, ηχητικός καλλιτέχνης δηλαδή, έχει μια μεγάλη παράδοση στον 20ο αιώνα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι χρησιμοποιείς ηχογραφημένο ή μη ήχο μέσα σε γκαλερί, σε εσωτερικούς ή σε εξωτερικούς χώρους και επιτρέπεις στον θεατή να βιώσει αυτόν τον χώρο διαφορετικά. Για παράδειγμα, εγώ έχω βάλει κάτω από το δέντρο ηχεία και ακούς κάτι παράξενους ήχους, ενώ παράλληλα ακούς και ιστορίες, δίνοντάς σου μια νέα εμπειρία του χώρου.

Videos by VICE

Ποια είναι η δική σου πορεία;
Σπούδασα στην Κέρκυρα, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών. Προηγουμένως είχα παρακολουθήσει και το ωδείο του Γιάννη Ιωαννίδη στην Αθήνα, οπότε όταν πήγα στην Κέρκυρα, πήγα για να κάνω μουσικολογία και σύνθεση για όργανα. Στο τρίτο έτος, πήγα σε μια συναυλία κάποιων καθηγητών μου και κόλλησα το μικρόβιο. Άκουσα ηλεκτροακουστική μουσική, που είναι κάτι παρεμφερές με αυτό που κάνω σήμερα και ξεκίνησα να δουλεύω με ηχογραφημένο ήχο, δηλαδή να μη γράφω μουσική με όργανα, αλλά με ήχους που ηχογραφούσα. Αυτή είναι μια μεγάλη παράδοση. Ο Ιάννης Ξενάκης έγραφε έτσι, αλλά και άλλοι συνθέτες στην Ελλάδα. Έπειτα, έκανα ένα master με υποτροφία στο Μάντσεστερ και μετά ένα διδακτορικό πάνω στη μουσική τεχνολογία και καινοτομία. Τώρα, είμαι καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο στην Αγγλία και διδάσκω μουσική τεχνολογία και ήχο, sound art κτλ.

Ζει κάποιος από αυτήν τη δουλειά, αν δεν είναι ακαδημαϊκός και είναι καλλιτέχνης;
Στην Ελλάδα υπάρχει εναλλακτική σκηνή, αλλά δεν υπάρχει προοπτική βιοπορισμού από αυτό. Αυτό νομίζω ισχύει για κάθε είδους τέχνη. Δύσκολο να ζεις από αυτό, αν δεν είσαι μέλος ενός μεγάλου οργανισμού, όπως για παράδειγμα η Στέγη. Είναι δύσκολο να βιοποριστείς. Γι’ αυτό συνήθως οι καλλιτέχνες στρέφονται στην εκπαίδευση ή στο εξωτερικό, που είναι μεγαλύτερη η αγορά.

Πώς εμπνεύστηκες το συγκεκριμένο project;
Γενικά δουλεύω με ήχους από αφηγήσεις, με ανθρώπους που μιλάνε και αυτό το λέω, επειδή σε αυτήν την «κλίκα» που λέγεται ηλεκτροακουστική μουσική η ηχογραφημένη γλώσσα δεν αρέσει πάρα πολύ. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ μια εθνογραφία, μια ανθρωπολογία. Θέλω να ακούσω μια ιστορία ή πάω σε αρχεία, όπου βρίσκω και παίρνω την ιστορία από εκεί. Ταυτόχρονα, δημιουργώ έργα που έχουν την ιστορία, αλλά παράλληλα έχουν και μια ηχητική επεξεργασία. Κάνω ένα υβρίδιο αυτού που λέμε παραδοσιακή ηλεκτροακουστική μουσική -τύπου Ξενάκη, για να καταλαβαινόμαστε- συν τις αφηγήσεις. Με ενδιαφέρει να βρω μια μουσικότητα που έχει ο λόγος.

Για το συγκεκριμένο project, μου έγινε πρόταση και με μεγάλη χαρά τη δέχτηκα. Ήρθα εδώ, έκανα συνεντεύξεις. Ήρθα πρώτη φορά τον Φεβρουάριο και έκατσα πέντε μέρες στο χωριό. Γνωρίστηκα με τους ντόπιους, έκανα τις συνεντεύξεις και τις ηχογραφήσεις μου, τις πήρα μαζί μου και τις δούλεψα στην Αγγλία. Έπειτα, ήρθα εδώ την περασμένη Πέμπτη και τελειοποίησα το project εδώ.


Oι «Sam Roma» Τραγουδάνε και Αγαπάνε 100% Τσιγγάνικα

Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook


Σ’ αυτό που βρίσκω εγώ δυσκολία, είναι να στο να περιγράψω τους ήχους. Αν μου ζητήσεις να σου περιγράψω τι βλέπουμε αυτήν τη στιγμή απέναντί μας, μου είναι εύκολο. Αν πρέπει να περιγράψω, όμως, σε αυτούς που διαβάζουν τη συνέντευξή μας τους ήχους του project, μου είναι σαφώς δυσκολότερο. Πώς θα έκανες, λοιπόν, μια περιγραφή γι’ αυτό που ακούει κανείς στο project σου στην Αρχαία Μεσσήνη;
Δεν το έχω σκεφτεί είναι η αλήθεια, δύσκολη ερώτηση. Το πρώτο πράγμα που λέω, είναι ότι είναι μια συσκευή αφήγησης. Έχεις μια συσκευή που σου λέει ιστορίες, ένα δέντρο που σου λέει ιστορίες. Ουσιαστικά, αυτό που θα κάνει ο θεατής, είναι να συνδεθεί με τον τόπο και τους κατοίκους μέσα από αυτό το έργο. Είναι μια σύνδεση, δεν είναι κάτι άλλο. Μια επικοινωνία είναι.

Έχεις επιλέξει ένα δέντρο -μια ελιά- στο οποίο έχεις στήσει κάποια ηχεία και παράλληλα γύρω-γύρω τοποθέτησες και άλλα ηχεία -που από το καθένα ακούγεται και μια διαφορετική ιστορία-, έτσι ώστε να μοιάζει όλο αυτό με ναό. Επίσης, τα ηχεία ακούγονται, μόνο αν πας ακριβώς από πάνω τους.
Ήξερα ότι υπάρχουν αυτά τα ηχεία, με τη συγκεκριμένη τεχνολογία spotlight και θεώρησα ότι η ιδέα πρέπει να προκύψει. Είπα επίσης ότι αφού είμαστε μέσα στους ναούς, ας γίνει αυτή η ιδέα του αόρατου κίονα. Είναι ένας ηχητικός ναός, λοιπόν. Τα ηχεία αυτά βγάζουν συνεχώς ήχο, απλώς εσύ πρέπει να μπεις στην ακτίνα τους, να σταθείς ακριβώς από πάνω τους, για να ακούσεις τι λένε οι αφηγήσεις.

Τι ιστορίες άκουσες από το χωριό;
Μίλησα με 10-15 ανθρώπους. Επέλεξα τελικά οκτώ ιστορίες με διαφορετικά θέματα, από τρεις ανθρώπους. Άκουσα πολλές ιστορίες που έχουν να κάνουν με τον Εμφύλιο. Είμαστε σε συγκεκριμένο τόπο: Είμαστε δίπλα από τον Μελιγαλά και είναι σαν να είμαστε στον Μελιγαλά. Άκουσα βερσιόν συγκεκριμένης ιδεολογίας για τον Εμφύλιο. Βρήκα έναν παππού που μου έλεγε με περηφάνια ότι ήταν ταγματασφαλίτης.

Το άλλο για το οποίο μου μίλησαν ήταν το πώς η ιστορία του χωριού διαμορφώθηκε από τα κύματα μετανάστευσης, από το ’30 και μετά. Κάθε δεκαετία υπήρχε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης.

Επίσης, θίξαμε τον ρόλο της γυναίκας, που γενικά εμένα με ενδιαφέρει πολύ. Έχει να κάνει με το πώς η γυναίκα έβρισκε σύντροφο μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ουσιαστικά, που ήταν ανάθεση: Γύριζες σπίτι και ο μπαμπάς σου, σού έλεγε ότι από εδώ και πέρα θα είσαι με αυτόν. Αν το σκεφτείς, είναι αδιανόητο. Ξέρουμε τι συνέβαινε, το να στο περιγράφει, όμως, μία γυναίκα που το έπαθε, εμένα με ενδιαφέρει.

Μετά, πάμε σε πιο «ευτελή» πράγματα, όπως το πώς γίνεται το τυρί, που το διηγείται μια κυρία 70 ετών, λέγοντας πως αυτή η συνταγή, που την έμαθε από τη γιαγιά της, συμπίπτει με τη συνταγή που έχει βρει ο αρχαιολόγος κ. Θέμελης – ήταν ο αρχαίος τρόπος που έφτιαχναν το τυρί. Έπειτα, πάμε σε πράγματα οικονομικής φύσης και αυτάρκειας. Οι άνθρωποι μου μίλησαν για το πώς κάθε σπίτι ζούσε με τα απολύτως απαραίτητα, που τα παρήγαγαν οι ίδιοι. Τέτοια πράγματα. Αυτά με ενδιαφέρουν – και η ιστορία και η πολιτική και η καθημερινότητα.

Πώς βλέπει η τοπική κοινωνία όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ;
Δεν καταλαβαίνουν τίποτα και είναι λογικό. Ούτε εγώ θα καταλάβαινα. Ούτε στην Αθήνα θα γινόταν κατανοητά. Αλλά και εγώ, πολλά που γίνονται δεν τα καταλαβαίνω. Το ότι δεν καταλαβαίνεις, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να το δεις. Η ουσία είναι να το βιώνουμε αυτό που συμβαίνει. Στους ντόπιους αρέσει που είμαστε εδώ.


Το έργο του Πάνου Αμελίδη, αφιέρωμα στον Αλέκο Παναγούλη:


Πώς σας φαίνεται ότι το project έγινε τελικά εδώ;
Το ότι γίνεται αυτό στην Ελλάδα και ανοίγει ένας αρχαιολογικός χώρος ήταν πολύ δύσκολο. Οι αρχαιολόγοι ανοίγουν πολύ δύσκολα τους χώρους. Γι’ αυτό είναι σημαντικό. Επειδή βιώνεις τον αρχαίο χώρο στο τώρα, όχι ως μουσειακό. Όλα αυτά είναι υπέρ του αρχαιολόγου της περιοχής, του κύριου Θέμελη – και μόνο που το επέτρεψε να γίνει αυτό, παρόλο που είναι μεγάλος σε ηλικία.

Όσο κινούμασταν, προσπαθούσα να σταματήσω να βλέπω και να επικεντρωθώ στο να ακούω. Οπότε, πέρα από τη γνωριμία με μια τέχνη, από την Αρχαία Μεσσήνη έφυγα σκεπτόμενη ότι κάθε φορά που επισκέπτεσαι έναν χώρο δεν αρκεί μόνο να κάτσεις και να τον κοιτάξεις: Προσπάθησε να κλείσεις τα μάτια και να τον ακούσεις κιόλας.
Αυτό που λες είναι πάρα πολύ σημαντικό. Είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να συμβεί. Έχεις αναπτύξει μία απορία. Λες, «Για να τα ακούσω». Λες ότι μπορώ να κάτσω να ακούσω κάτι.

Αν έπρεπε να διαλέξεις κάποιους ήχους που για σένα είναι το χωριό στην Αρχαία Μεσσήνη, ποιοι είναι αυτοί;
Σίγουρα ο κόκορας – ο οποίος δεν ακούγεται μόνο το πρωί, κακαρίζει όλη την ώρα. Επίσης, ο ήχος από τους τσιγγάνους που περνάνε με το αμάξι και πουλάνε πατάτες κτλ. Τέλος, προς το απόγευμα, ο ήχος από τους γρύλους και τα τζιτζίκια.

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.

Περισσότερα από το VICE

Εννιά Καταπληκτικοί Τρόποι για να Κωλοβαράς στη Δουλειά

To Κουτσομπολιό Μπορεί να Έπαιξε Ρόλο στην Επιβίωση του Ανθρώπου – Σίγουρα στην Εξέλιξή του

Γυναίκες μάς Λένε Επιτέλους Ποιος Είναι ο Τέλειος Άνδρας, ο Άνδρας ο Σωστός

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.