Τι Είπε και Κυρίως τι Δεν Είπε η Μπέτυ Μπαζιάνα

Kοινοποίηση

Σε κάθε συνέντευξη, σε κάθε κουβέντα, σε κάθε συνομιλία, εκτός από το τι λες, μεγάλη σημασία έχει το τι δεν λες. Τα λόγια που αποφεύγεις να εκστομίσεις, οι τομείς της κουβέντας που αρνείσαι να αγγίξεις, η ατζέντα που επιβάλεις με τους ελιγμούς σου, οι σιωπές που επιλέγεις, τα κλισέ πίσω από τα οποία κρύβεσαι. H Μπέτυ Μπαζιάνα άργησε να μιλήσει. Εδώ και χρόνια, έχει επιλέξει συνειδητά μια αξιοπρεπή απόσταση από την επικαιρότητα. Υπηρετούσε τον θεσμικό της ρόλο σεμνά, εμφανιζόταν στις δημόσιες συναντήσεις του Αλέξη Τσίπρα, απέφευγε την περαιτέρω έκθεση και έδειχνε να φιλοτεχνεί ένα έξυπνο προφίλ απόστασης από την εξουσία.

Μέχρι τη σημερινή της συνέντευξη, μια επιτυχία της Εφημερίδας των Συντακτών και παράλληλα μια χαμένη ευκαιρία της ίδιας της Μπέτυς Μπαζιάνα να συνεχίσει το προφίλ που με τόση κοπιώδη σιωπή έχτιζε. Μια συνέντευξη που εκτός από το ότι αποθεώνει την αγάπη δυο ανθρώπων, μια αγάπη που προφανώς θολώνει την κρίση σε όλους μας, μοιάζει γραμμένη με αρτηριοσκληρωτική μανία από τα άδυτα των επικοινωνιολόγων του Μαξίμου. Μια συνέντευξη γεμάτη κλισέ, μια ξύλινη κουβέντα, ένα δελτίο Τύπου χιλιοπαιγμένων στερεότυπων, μια προσπάθεια αλλαγής ατζέντας (και ανύψωσης ποσοστών δημοφιλίας του Πρωθυπουργού; και ένα διακριτικό ψάρεμα για μελλοντική πολιτική καριέρα;), η οποία μοιάζει τόσο αυθόρμητη όσο ένα τσεκαρισμένο από δέκα ανθρώπους των PR, δελτίο Tύπου μιας πολυεθνικής επιχείρησης.
Η εξουσία είναι μπανάλ πράγμα και αυτές οι τέσσερις σελίδες της συνέντευξης συμπυκνώνουν την κοινοτοπία της εξουσίας με έναν τρόπο γνώριμα απογοητευτικό.

Videos by VICE

Ο ρόλος της «πρώτης κυρίας»

Δεν ξέρω ποιος είναι ο ιδανικός ρόλος μιας «πρώτης κυρίας», ο ρόλος από μόνος του είναι προβληματικός, αλλά αναπόφευκτος. Οι γραμμές είναι λεπτές και η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα έχουμε συναντήσει πολλές εκδοχές συντρόφων της εξουσίας. Οι περισσότερες πρώτες κυρίες, γνωρίζοντας προφανώς τη λύσσα του δημοσίου λόγου, πρόσεχαν τι έλεγαν και κυρίως τι δεν έλεγαν.
Η Μαργαρίτα Παπανδρέου στα 80s, πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο με τη Δήμητρα Λιάνη, ήταν ενεργή με έναν αμερικάνικο τρόπο στην πολιτική ζωή του τόπου. Είχε ιδρύσει την Ένωση Γυναικών Ελλάδος, ενώ οι παρεμβάσεις της ήταν συχνές. Για τη Δήμητρα Λιάνη, η ιστορία ήταν διαφορετική, πιο πληθωρική, πιο τηλεοπτική και τελικά πιο λούμπεν. Η Μαρίκα Μητσοτάκη κάποτε είχε επιτεθεί στον Σταύρο Δήμα στη Μόσχα και στην πορεία αποσύρθηκε στην κουζίνα της, πάντα παρεμβατική ως αρχηγός της οικογενείας. Η Νατάσα Καραμανλή προσπάθησε να αντιγράψει τη λαίδη Νταϊάνα σε μια νεοελληνική λαϊκοποπ εκδοχή, ενώ η Δάφνη Σημίτη, η Άντα Παπανδρέου και η Γεωργία Σαμαρά είχαν επιλέξει τη σιωπή.

Τι θα μπορούσε να πει η Μπέτυ Μπαζιάνα

Σήμερα που εκδικάζεται στο Εφετείο η αίτηση ακύρωσης ασύλου στον Τούρκο αξιωματικό, σήμερα που η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να ντροπιάζεται παγκοσμίως με τον τρόπο που φέρεται στους πρόσφυγες, σήμερα που κάθε άνθρωπος που ξυπνά δίπλα στην εξουσία θα έπρεπε να προσπαθήσει να κάνει την υπέρβαση, να μιλήσει για τα ανθρώπινα δικαίωματα, για τον βαθύ σεξισμό της ελληνικής κοινωνίας, για την ισότητα των γυναικών, για τα δικαιώματα των LGTBQ+ κοινότητας, για τη δυσκολία τού να ζεις σε αυτήν τη χώρα στο 2018, διαβάσαμε μια μέτρια προσπάθεια βερμπαλισμού, μια μικροπολιτική επιχείρηση ανύψωσης των προθέσεων, μια στρεψοδικία, ένα manual μικροαστισμού, μια ονείρωξη των επικοινωνιολόγων. Μια απογοήτευση γεμάτη εύκολα μεγάλα νοήματα, μια κενότητα τυλιγμένη στην κουραστική επανάληψη μιας αόριστης «αριστεροσύνης».


[VICE Video] To VICE Συναντά τον Γιάνη

Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.


Ούτε μια χαραμάδα κανονικότητας, πραγματικής ζωής, ούτε ένα δείγμα αυτοκριτικής, ούτε μια προσπάθεια να καταπιαστεί με τα λιγότερο λαμπερά αλλά εξίσου σημαντικά. Η μοναδική καλογραμμένη στιγμή της συνέντευξης ήταν η προσεκτικά επιμελημένη απόπειρά της να ψυχολογήσει την εξουσία: Στο ερώτημα για το αν φοβάται την αλλοτρίωση που φέρνει η άσκηση εξουσίας, απάντησε: «Η εξουσία, ακόμα και η αριστερή, χτυπάει σε πολύ εσωτερικές χορδές του ανθρώπου, έχει να κάνει με την αυταρέσκειά του, την εικόνα του εαυτού του, ακόμα και με τη λίμπιντό του. Ο ναρκισσισμός καιροφυλακτεί. Ίσως η ψυχανάλυση να βοηθούσε τους πολιτικούς. Αλλά ποιος αντέχει να συγκρουστεί με το είδωλό του;». Προφανώς, κανείς.

Κακώς εκνευριζόμαστε, όμως. Αυτό είναι η επιτομή της πολιτικής: Να λέει αυτά που δεν έχει νόημα να πει και να αποφεύγει αυτά που πρέπει να πει.

Τι είπε

Στην ερώτηση για τα ακραία πολιτικά γεγονότα του ’15 και τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, η κυρία Μπαζιάνα υποστηρίζει ότι «η διακυβέρνηση που παρέλαβε (σ.σ. ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν ήταν ένα καθαρό ένα άγραφο χαρτί, ώστε να ξεκινήσει από το μηδέν. Το τεφτέρι είχε πολλά χρωστούμενα. Έπρεπε να παζαρέψει, να διαπραγματευτεί πάνω σε αυτά, με άξονα τις αξίες στις οποίες εκλέχτηκε». Χαρακτηρίζει τους δανειστές σαν «μια τιμωρητική, φασιστική μπότα που προσπαθούσε να σου λιώσει το κεφάλι, να σε πατήσει κάτω επειδή τόλμησες να ξεστομίσεις “δεν αντέχω άλλο”. Λες και δεν είχες δικαίωμα να αντιστέκεσαι». Στην παρατήρηση της δημοσιογράφου ότι άλλα υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλα έκανε, η κυρία Μπαζιάνα αρχικά απαντά σχεδόν αρνητικά: «Αυτό, το λέει ποιος; Εκείνοι που έσκυβαν το κεφάλι χωρίς να “χάσουν” καθόλου χρόνο, πρόθυμοι σε όλες τις εντολές; Αυτοί που είχαν χρεωθεί για πάντα την αναξιοπρέπεια της υποταγής τους;», προσθέτοντας πως «ο Τσίπρας το οδήγησε μέχρι εκεί που μπορούσε να το πάει, έχοντας συναίσθηση της ευθύνης για ό,τι είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό αλλά και της ευθύνης μπροστά στο διακύβευμα. Γι’ αυτό δεν δέχομαι τις κατηγορίες περί προδοσίας και εξαπάτησης. Δεν είχε άλλα στο μυαλό του και άλλα έκανε, δεν είπε ψέματα, δεν οπισθοχώρησε. Πάλεψε να διαχειριστεί μια σκληρή, αμετακίνητη κατάσταση που ορθώθηκε μπροστά του, άκρως απειλητική. Και το πήγε ως το όριο που είχε η χώρα μπροστά στην τρομακτική πίεση, τον πνιγμό, την τιμωρία. Είναι περιττό να πω αν συμφωνεί ο Τσίπρας με ό,τι αναγκάστηκε να κάνει, ότι θα ήθελε να κάνει τα πράγματα αλλιώς. Ναι, αγωνίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε έχοντας απόλυτα συναίσθηση της επικίνδυνης κατάστασης. Και στην τελευταία πρόταση συμφωνίας από τους δανειστές, στο εκβιαστικό take it or leave it, πάλεψε όσο άντεξε».

Για το δημοψήφισμα

«Εκανε αυτό που κάθε δημοκράτης, αριστερός πολιτικός, θα έκανε: Ρώτησε τον λαό που τον εξέλεξε προκειμένου να αντισταθεί, “να υπογράψω;”, και ο λαός μας απάντησε περήφανα “όχι” παρόλη τη βία εκείνης της κρίσιμης εβδομάδας πριν το δημοψήφισμα, την απίστευτη προπαγάνδα, τότε που το παλιό σύστημα έπαιζε τα ρέστα του […] Ο Τσίπρας έχοντας ρωτήσει τον ελληνικό λαό στο δημοψήφισμα, έφυγε να διαπραγματευτεί ξανά με τους δανειστές μια καλύτερη συμφωνία. Είχε πάρει καθαρή εντολή δικαιότερης συμφωνίας, όχι εντολή ρήξης ή εξόδου από την Ευρώπη ή το ευρώ. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές, “συμφωνείτε με την πρόταση των δανειστών;”. Στηριζόμενος στο κρυστάλλινο όχι του ελληνικού λαού, επέστρεψε με μια συμφωνία που ήταν μακριά από αυτό που οραματιζόταν αρχικά. Έκανε έναν συμβιβασμό, όχι όμως ταπεινωτικό. Έναν συμβιβασμό που πίστευε ότι είχε προοπτική. Να οδηγήσει τελικά στο τέλος της ηγεμονίας των ισχυρών, στο τέλος της παράλογης λιτότητας».

Για τις εκλογές

Όσο για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η κυρία Μπαζιάνα συνεχίζει: «Κι έκανε πάλι αυτό που θα έπρεπε να κάνει κάθε αριστερός πολιτικός που σέβεται την ψήφο του λαού του, αλλά κυρίως σέβεται τον εαυτό του. Έθεσε ξανά στην κρίση του λαού τις επιλογές του προκαλώντας τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Είπε ξεκάθαρα “στις πρόωρες εκλογές εκλέχθηκα με ένα πρόγραμμα που οραματιζόταν τον άμεσο τερματισμό της ατιμωτικής επιτροπείας. Έδωσα έναν γνήσιο καθαρό αγώνα με όσες δυνάμεις είχα. Αυτά κατάφερα. Ζήτησα τη γνώμη σας στα δύσκολα, στο αδιέξοδο. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν στα χέρια μου δύναμη, που δυστυχώς υποτιμήθηκε. Αυτήν τη συμφωνία έφερα, συμφωνείτε; Συνεχίζουμε μαζί τον αγώνα;”». Απευθυνόμενη στη συνέχεια «σε όσους μοιράστηκαν μαζί την κοινή αγωνία, την κοινή προσδοκία, το κοινό όνειρο», λέει: «Έχω να πω ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Δεν ξέρω τι νόημα θα είχε, αν είχαμε αυτοκτονήσει συλλογικά. Ο πόλεμος έχει πολλές μάχες», προσθέτει η ίδια.

Για το κλάμα της 5ης Ιουλίου

Σε επόμενη ερώτηση για την αποχώρηση συντρόφων του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το «αριστερό» μνημόνιο, η κυρία Μπαζιάνα εξομολογείται ότι «προσωπικά μιλώντας, τα τελευταία τρία χρόνια, κάθε 5η Ιουλίου κλαίω από νεύρα, από οργή – ναι κυριολεκτώ. Πώς είναι δυνατόν να υποτιμήθηκε τόσο η γνώμη ενός λαού από τους ισχυρούς-δυνάστες του; Ποια “δημοκρατία” των ισχυρών μπορεί να αγνοήσει την επιλογή ενός λαού να ακολουθήσει άλλο δρόμο; Θυμηθείτε, το μήνυμα που διαδόθηκε παγκόσμια σαν φλόγα εκείνο το βράδυ της μοιραίας διαπραγμάτευσης: This is a coup». Η κυρία Μπαζιάνα λέει ακόμα, στο ερώτημα για τον κόσμο της εργασίας που έκανε πενιχρές οικονομίες μιας ζωής, ότι «γι’ αυτούς ακριβώς, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να συμβιβαστεί, όχι όμως προτού δώσει τη μάχη που υποσχέθηκε […] Ο Τσίπρας μέσα σε αυτήν τη δίνη δεν άλλαξε τον χάρτη των αξιών του, δεν τάχθηκε υπέρ των ισχυρών. Είναι πάντα με την πλευρά των ανθρώπων του μόχθου. Ποιος από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επωφελήθηκε προσωπικά; Ποιος απέκτησε χρήματα στην πλάτη του ελληνικού λαού; Αν ξέρετε κάποιον, να μου το πείτε. Πρώτη εγώ θα βγω στους δρόμους και θα διαμαρτυρηθώ. Κι όμως φαίνεται ότι η κατάσταση αλλάζει. Φαίνεται ότι οι επιλογές που ακολουθήθηκαν είχαν ένα στόχο: την αποδέσμευση από την επιτροπεία και τον σταδιακό τερματισμό της λιτότητας. Περιμένω ως πολίτης να δω να γίνεται πράξη».

Ερωτηθείσα για τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα που έμειναν, η κυρία Μπαζιάνα απαντά: «Αυτό είναι το μεγάλο κόστος, όμως έρχεται η στιγμή που σταδιακά θα πρέπει να ανακληθούν. Δεν γίνεται αλλιώς. Οι παροχές που δόθηκαν αυτές τις ημέρες αποτελούν ένα είδος αντιστάθμισμα σε αυτήν τη λαίλαπα. Συμβιβάστηκες για να υπάρχει η χώρα σου». Η σύντροφος του πρωθυπουργού αναφέρεται και στην κόντρα κυβέρνησης-δικαστικών λέγοντας «κι εγώ αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να συζητάμε για το αν πρέπει οι δικαστικοί να δηλώνουν πόθεν έσχες ή όχι» και σε αυτό το σημείο προσθέτει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση αλλά δεν πήρε την εξουσία. Γιατί εξουσία δεν είναι ο υπουργός, αλλά ο μηχανισμός. Υπάρχουν άνθρωποι σε θέσεις-κλειδιά που εξυπηρετούν το παλιό διεφθαρμένο σύστημα. Και περιμένω την κάθαρση».

Στην ερώτηση για το πώς στήριξε η ίδια τον Αλέξη Τσίπρα, η Περιστέρα Μπαζιάνα απαντά «όπως το ένιωθα. Ήξερα ότι αντέχει να αντιταχτεί, ότι θα το παλέψει. Αλλά αυτό που είχε ανάγκη αυτός ήταν η στήριξη του κόσμου. Ακόμα και σήμερα δεν έχω καταλάβει πώς μπορεί να πέρασαν αυτές οι 17 ώρες αφόρητης πίεσης. Είμαι σίγουρη όμως πως όποιος αριστερός πολίτης κι αν ήταν στη θέση του, θα έδινε τη μάχη όσες ώρες κι αν χρειαζόταν. Υπήρχε και ένα ανθρώπινο στοιχείο σε όλο αυτό. Ένας νέος άνθρωπος που βρέθηκε σε αυτήν τη θέση τη δεδομένη στιγμή, έχοντας το δύσκολο καθήκον να μην προδώσει τον λαό που τον στήριξε. Και δεν τον πρόδωσε. Εκείνον σκέφτηκε, για εκείνον έχασε χρόνο, για εκείνον αναγκάστηκε να δεχτεί μια συμφωνία που δεν την ήθελε έτσι».

Στην ερώτηση για το τι σκέφτεται για τα δημοσιεύματα που την αφορούν, η Περιστέρα Μπαζιάνα απαντά: «Όταν πέφτουν στην αντίληψή μου, απλώς γελάω. Τα μίντια έχουν προδιαγεγραμμένο, έναν συγκεκριμένο ρόλο για τη γυναίκα του πρωθυπουργού: πώς ντύνεται, πώς χτενίζεται κλπ. Βαρετός και πολυπαιγμένος ρόλος […] Προτού ακόμα ο Αλέξης βρεθεί στη θέση του πρωθυπουργού είχαν την ανάγκη να απομυθοποιήσω απόλυτα την κατάσταση μέσα μου. Εκείνος περπάτησε προσγειωμένος τον δρόμο προς την εξουσία κι εγώ δίπλα του. Νομίζω ότι έδωσα τη συνειδητά τη μάχη ενάντια στην κουτσομπολίστικη δημοσιότητα της κλειδαρότρυπας και την κέρδισα».

Όσον αφορά την παρουσία της στον επαγγελματικό χώρο, η κυρία Μπαζιάνα λέει ότι «προσπαθώ να είμαι όσο καλύτερη μπορώ στη δουλειά μου. Και κρίνομαι καθημερινά και αυστηρά γι’ αυτήν. Μόνο που κριτές μου δεν είναι οι δημοσιογράφοι αλλά ευτυχώς οι συνάδελφοι, οι καθηγητές και οι φοιτητές μου. Η εξέλιξη στο Πανεπιστήμιο γίνεται με βάση κάποια κριτήρια, τις δημοσιεύσεις και το βιογραφικό σου και προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις για να ανταποκρίνομαι στα κριτήρια αυτά».

Η κυρία Μπαζιάνα τοποθετείται και για τα Paradise Papers και λέει ότι «ο κόσμος των παραδείσιων τόπων που αναφέρεστε ανήκει σε διαφορετικό από εμένα αξιακό σύστημα. Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται η απαξίωση του κοινωνικού συνόλου, η προκλητική αγνόησή του, με την αποφυγή της νόμιμης φορολόγησης; Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται αξία η ιδιώτευση, το προσωπικό κέρδος σε βάρος του κοινού καλού και του δίκιου; Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται επιτυχία και αριστεία η άποψη “εγώ θα τη βολέψω και οι υπόλοιποι δεν με αφορούν;”».

Περισσότερα από το VICE

Τα Καλύτερα Video Games που Περιμένουμε Μέσα στο 2018

Tέχνη που Εξερευνά την Ομορφιά και την Κοινοτοπία της Περιόδου

Αλήθεια, τι Προκαλεί Περισσότερο Έναν Φασίστα;

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.