Η Ικαρία δεν είναι απλώς ένα νησί, η Ικαρία είναι ιδέα. Μια ιδέα άμεσα συνυφασμένη με την άγρια ομορφιά και την ελευθερία. Οι δε Ικαριώτες έχουν μια φυσική ροπή προς τον ηδονισμό και την κρασοκατάνυξη.
Έχουν χιούμορ, καθόλου άγχος -γεγονός που τους εξασφάλισε και την περιβόητη μακροζωία τους- και μια βαθιά αγάπη για τον τόπο τους.
Videos by VICE
Το να κατάγεσαι από την Ικαρία σημαίνει
Να γουστάρεις να σε ρωτάνε από που είσαι κι όταν τους λες να σου απαντάνε συνήθως: «Έτσι εξηγούνται όλα».
Να είσαι καταδικασμένος να ακούς τις εξής δύο ερωτήσεις: «Εκεί δεν είναι που τα μαγαζιά ανοίγουν το βράδυ;» και «Εκεί δεν είναι αυτός ο φούρνος που ο φούρναρης λείπει κι εσύ παίρνεις το ψωμί, αφήνεις τα λεφτά και φεύγεις;»
Διαβάστε εδώ: Τι Σημαίνει να Είσαι…
Να είσαι «καταδικασμένος» να πηγαίνεις στην Ικαρία κάθε καλοκαίρι. (Αυτό για όσους κατάγονται από την Ικαρία αλλά μένουν στην Αθήνα)
Nα έχεις την καλύτερη δικαιολογία όταν αργείς στα ραντεβού σου: «Ρολόι, άγχος, ταλαιπωρία δεν έχουν θέση στην Ικαρία».
Να σε διακατέχει, πάντα, το ίδιο ρίγος όποτε ακούς τον Ικαριώτικο και να «φεύγεις» για λίγο από αυτό τον κόσμο όποτε τον χορεύεις.
Να ‘ναι 12 το μεσημέρι και το πανηγύρι, από το προηγούμενο βράδυ, να συνεχίζεται.
Να μαγεύεσαι από το βιολί του Σκάντζακα και να μερακλώνεις με το βιολί του Ρούσσου.
Να ξέρεις καλύτερα απ’ όλους «πώς το τρίβουν το πιπέρι».
Να ξέρεις τι σημαίνει η λέξη «γκρούβαλος».
Να ‘ναι 15αύγουστος και να μην ξέρεις σε ποιο πανηγύρι να πρωτοπάς. Τελικά πας σε όλα.
Να παραδέχεσαι ότι οι Πλαγιώτες χορεύουν τον ωραιότερο Ικαριώτικο (α, όλα κι όλα).
Να προσκυνάς την μορφή που ακούει στο όνομα Μιχάλης ή Mike ή Παπλωματάς.
Να έχεις χορέψει τουλάχιστον μία φορά με τον Λου.
Να πηγαίνεις για μια βουτιά στην Μεσακτή και να σε βρίσκει το ξημέρωμα στο μπιτσόμπαρο.
Να πηγαίνεις για μπάνιο στις Σεϋχέλλες, γνωρίζοντας ότι στην επιστροφή ενδέχεται ν’ αφήσεις εκεί τα κοκκαλάκια σου. Όσοι έχουν ανέβει αυτή την ανηφόρα, νιώθουν.
Να ξέρεις πού είναι ο Κισσόντας και πώς φτάνεις στον Πλαταμώνα.
Να έχεις ακούσει τα πιο εμπνευσμένα όνοματα μαγαζιών (Άραξε, Αμέ, Μπέρδεμα, Στο Περίπου, Σούρτα – Φέρτα, Ρέμπελος, Σκνίπα, Ψήνεσαι..? κ.ο.κ.).
Να λες «ντίσκο» και να εννοείς την Flic Flac.
Να μην έχεις δει περισσότερα αστέρια σε ουρανό.
Να ‘ναι βράδυ Πρωτοχρονιάς και οι παρέες να γυρίζουν τα σπίτια με τα όργανα για να παίξουν, να πιουν, να φάνε και να χορέψουν.
Να ‘ναι Πάσχα και να μην ξέρεις από που θα σου ‘ρθει το δυναμιτάκι.
Να ‘ναι βράδυ Ανάστασης κι εσύ να χαζεύεις τα βεγγαλικά που σκάνε στα απέναντι νησιά, σκαρφαλωμένος σ’ ένα ύψωμα.
Να έχεις παίξει κρυφτό, κυνηγητό και αμπάριζα για εφτά ζωές.
Να έχεις γόνατα κατασημαδεμένα από το ξέφρενο παιχνίδι στα χωράφια και τις επικές τούμπες με το ποδήλατο.
Να έχεις βρεθεί τουλάχιστον μία φορά face to face με φίδι.
Να τρως το ψαράκι σου, βράδυ, στην ταβέρνα στον Φάρο και να γεύεσαι ένα κομμάτι παραδείσου.
Να έχεις φάει την καλύτερη πίτσα του κόσμου στην Filoti.
Να έχεις ανέβει στο κάστρο του Κοσκινά και μην θες να κατέβεις.
Να έχεις πιστέψει ότι τα επόμενα γυρίσματα του Game of Thrones θα γίνουν, όντως, στην Ικαρία.
Να έχεις ζήσει τα τρελά πάρτυ του Alta Mar.
Να έχεις δει τα πιο ωραία live χωμένος στο δάσος του Χριστού Ραχών, αγκαλιά με τους φιλούς σου και αγκαζέ με το κρασί σου.
Να φιλοξενείς φίλους σου από την Αθήνα για πέντε μέρες και τελικά να μένουν είκοσι – πέντε.
Να πίνεις το ουζάκι σου στου Αυγά και να τα ‘χεις όλα, ξαφνικά, λυμένα.
Να πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι δεν υπάρχει νοστιμότερη πορτοκαλάδα απ’ την Κέφαλος.
Να έχεις συνηθίσει να σου κάνουν οτοστόπ.
Να είναι απόκριες και να ντύνεσαι «μουτσουνάρης».
Να νιώθεις την γιαγιά σου και τον παππού σου σαν δεύτερους γονείς.
Να βλέπεις το «Ούλοι εμείς, Εφέντη» και να συγκινείσαι.
Να σ’ έχει σταματήσει τουλάχιστον μία φορά παππούδι με φακό στο χέρι για να σε ρωτήσει «ποιανού είσαι».
Να ξέρεις τι πραγματικά σημαίνει «φιλοξενία».
Να έχεις απορήσει τουλάχιστον μία φορά με την φαεινή ιδέα του Ίκαρου.