Το ραντεβού είχε δοθεί στο Έμπατη-North μετά από αρκετούς μήνες επικοινωνίας. Φτάνοντας εκεί ένα απόγευμα Τρίτης, το μαγαζί που όταν τραγουδάει ο Θέμης Αδαμαντίδης παίρνει «φωτιά» ήταν νεκρικά σιωπηλό και άδειο. Μπήκαμε από την πίσω πόρτα ψάχνοντας την είσοδο στην σκηνή. Τα τραπέζια και οι καρέκλες ήταν αναποδογυρισμένα, τα φώτα ανοιχτά και στον προθάλαμο της κανονικής εισόδου μάς περίμεναν οι άνθρωποι που είχαν έρθει να μας ανοίξουν το μαγαζί για τη συνέντευξη.
Ο Θέμης Αδαμαντίδης συνοδευόμενος από τον γιο και μάνατζέρ του, Αντώνη, έφτασαν στον μαγαζί λίγο πριν νυχτώσει. Βάλαμε κάτι να πιούμε, πήραμε τις θέσεις μας και ξεκινήσαμε τη συζήτηση, κάνοντας πρεμιέρα για τη στήλη του VICE όπου πλέον οι αναγνώστες θέτουν στους καλεσμένους τα ερωτήματά τους.
Videos by VICE
Στο βίντεο που δημοσιεύτηκε, μεταξύ άλλων, ο Θέμης Αδαμαντίδης μιλάει για τα χρόνια στη Νότια Αφρική ως μετανάστης, για τα τραγούδια που γενναιόδωρα χάρισε σε άλλους, για τις συλλήψεις και τους άγραφους κανόνες της νύχτας. Επειδή, όμως, ποτέ ο Θέμης Αδαμαντίδης δεν είναι αρκετός, αυτό είναι το encore του στη δική μας συνάντηση. Κι αυτές είναι λίγες ακόμη ερωτήσεις που απάντησε.
Πώς μπήκε στο τραγούδι
Σε ηλικία 9 ετών 10 αγάπησα το τραγούδι πραγματικά. Κατάλαβα ότι μπορώ να το κάνω και σαν επάγγελμα στο μέλλον, γιατί καταλάβαινα τότε ότι μπορώ να τραγουδήσω. Μου ζητούσαν συνεχώς να τραγουδήσω για τους μεγαλύτερους σε επισκέψεις που κάναμε στα σπίτια ή όταν έρχονταν στο δικό μας άλλοι Έλληνες μετανάστες. Εγώ συνήθως επειδή ντρεπόμουν, τους έλεγα ότι θα τραγουδήσω αλλά ότι θα πάω στο δίπλα δωμάτιο και θα έχω ανοιχτή την πόρτα. Ώσπου κάποια στιγμή είχα τραγουδήσει και σε μία συνεστίαση κάποια ελληνικά τραγούδια με μικρόφωνο. Ήταν αυτές οι καλές αναμνήσεις.
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, όχι οριστικά διότι ξαναπήγαμε για κάποιο χρονικό διάστημα η μητέρα μου, εγώ και ο αδελφός μου, πήγα στο Εθνικό Ωδείο για δυόμιση χρόνια και σε κάποιες άλλες σχολές, όπως τον Θόδωρο Δερβενιώτη για ρεπερτόριο – η μουσική γι’ αυτόν που θέλει να σπουδάσει κάτι άλλο. Εγώ δεν σπούδασα μουσική, απλώς πήγα στο Ωδείο – περισσότερο για το τραγούδι, για το ρεπερτόριο και για φωνητικές ασκήσεις.
Για τη Ρόζα Εσκενάζυ
Τη Ρόζα Εσκενάζυ την αντίκρισα πρώτη φορά στην Πλάκα, στην πρώτη δουλειά ως τραγουδιστής, αλλά ήμουν σε μικρή ηλικία και όλα αυτά μου φαίνονταν αρκετά ξένα. Δεν ήξερα εγώ τότε την ιστορία της Ρόζας Εσκενάζυ. Ήμουν μικρός, 14 ετών, πήγαινα σχολείο την ημέρα και με συνόδευε η μητέρα μου ή κάποιος από τα αδέλφια μου να πάω στους ρεμπέτες στο μαγαζί στην Πλάκα, και έλεγα κάποια τραγούδια όσο γινόταν πιο νωρίς. Τη Ρόζα Εσκενάζυ την αντίκρισα και ήταν για μένα σαν όνειρο. Βέβαια, όλους καθόμουν και τους θαύμαζα, τους παρατηρούσα πώς τραγουδούσαν και προσπαθούσα να πάρω κι εγώ ό,τι μπορούσα. Είχε αυτήν τη στολή που φαντάζομαι ότι φορούσε για χρόνια πίσω. Όταν μεγάλωσα και έφτασα σε μία ηλικία, συνειδητοποίησα ποια ήταν η Ρόζα Εσκενάζυ. Ήταν χαρά μου πρόλαβα και ήμουν δίπλα σε αυτούς τους καλλιτέχνες θρύλους. Όπως και η Άννα Χρυσάφη που ήταν πρώτη στο πρόγραμμα, ο Στέλιος Κερομύτης, ο Σπύρος Καλφόπουλος. Με αγαπούσαν και προσπαθούσαν να με βοηθήσουν όσο μπορούσαν, να μου δώσουν πληροφορίες για το καλό μου.
Στέλιος Καζαντζίδης ή Στράτος Διονυσίου;
Και οι δύο τραγουδισταράδες. Μεγάλες φωνές. Δεν ξαναπερνάνε. Αλλά πιστεύω πως ο Στέλιος ο Καζαντζίδης ήταν μία φωνή όργανο. Δηλαδή ήταν ο ίδιος όγκος και ψηλά και χαμηλά. Ήταν ένα τέλειο όργανο. Ο Στράτος είχε μία λεβεντιά. Ένα λίγο ίσως πιο διασκεδαστικός στο ρεπτερτόριό του και οπωσδήποτε έχει μία θητεία στη νύχτα. Για μένα, όμως, αν και είναι λίγο δύσκολο, ξεχώριζε ο Καζαντζίδης. Τον λάτρεψα. Η κουμπαριά έγινε μετά τη λατρεία μου. Δεν θα μιλήσω μόνο για τον υπόλοιπο κόσμο, απλώς η αξιολόγηση η δική μου τον έφερνε παραπάνω.
Μετρά τα views στο YouTube ή τις κρατήσεις στο μαγαζί;
Αυτά τα δύο έχουν σημαντική σχέση και πάνε μαζί, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια. Όμως εγώ έχω και κόσμο ο οποίος έρχεται σε εμένα κι έρχεται τις περισσότερες φορές απροειδοποίητα, χωρίς να κλείσουν και τραπέζι. Αλλά έχουμε φτάσει στην εποχή που είναι έτσι. Τα views συσχετίζονται πολύ με τις κρατήσεις.
Στη ζωή μου έχω αιτιολογήσει τη θέση που έχω στο τραγούδι και είναι ακριβώς αυτό που δίνω. Όχι παραπάνω. Κι εγώ επειδή στην ζωή μου θέλω να ζήσω κιόλας, διότι η ζωή μου είναι σαν κάποιου απλού ανθρώπου, δεν μπορώ να τα δώσω όλα για τη δουλειά μου. Διότι θα φτάσει κάποια στιγμή και θα πω «και τι έκανα»; Όχι. Θέλω να έχω αναμνήσεις κι από το πώς πέρασα. Όχι τα πόσα μπράβο πήρα και τα συγχαρητήρια.
Αν σκέφτηκε ποτέ να σταματήσει το τραγούδι
Ναι έφτασε και αυτή η στιγμή κάποτε, σε μια περίοδο που ήμουν αποκλεισμένος από τα Μέσα. Κι από τα ραδιόφωνα κι από την τηλεόραση. Έφτασα στο σημείο και σκέφτηκα να σταματήσω. Όχι να σταματήσω να τραγουδάω. Τις εμφανίσεις. Επειδή, ξέρεις, εγώ τραγουδάω στο αυτοκίνητο και για πάρτη μου. Και στο σπίτι μπορεί να ξεκινήσω ένα τραγούδι και να το κάνω αυτό το τραγούδι μισή ώρα. Με αυτοσχεδιασμούς, με σχετικές μελωδίες βάση τραγουδιού που θα ξεκινήσω να λαλάω και φτάνω σε ένα σημείο να πω ότι μήπως θα ήταν καλύτερα για να μη βασανίζομαι κι αφού γνωρίζω και τις αιτίες που είμαι στην απ’ έξω, να μην περιμένω και να μην επιμένω σε κάτι το οποίο βλέπεις μία πόρτα κλειστή. Και λέω θα ξεκινήσω να σκαλίζω πάνω σε ασήμι που ήταν κάτι το οποίο είχα ασχοληθεί σε πολύ μικρή ηλικία. Και σκάλιζα διάφορα σκεύη στο ασήμι πάνω.
Η αγάπη μου όμως γι’ αυτό, για το τραγούδι, ήταν περισσότερη από ό,τι πίστευα και συνέχισα. Και δεν έκανα λάθος, γιατί πάντοτε υπάρχει κάποιος που μπορεί να ξεκινάει σήμερα και να έχει γράψει ένα πολύ πιο όμορφο και πολύ πιο αξιόλογο τραγούδι από κάποιον που έχει δώσει ό,τι είχε να δώσει. Και αυτές οι στιγμές μου έτυχαν τουλάχιστον τρεις-τέσσερις φορές. Εκεί που δεν υπήρχε καλό τραγούδι, κάποια στιγμή εμφανιζόταν από το πουθενά. Και τραγούδια τα οποία βρίσκαν τον δρόμο τους από μόνα τους. Χωρίς πληρωμένη διαφήμιση, χωρίς να τα επιβάλεις. Τραγούδια τα οποία τα άκουγαν και τα επέλεγαν να τα κάνουν δικά τους. Και είναι πιο δυνατά αυτά τα τραγούδια. Αυτά είναι που μένουν. Τα άλλα, τα σουξέ που ξεχνιούνται εύκολα, είναι αυτά που τα επιβάλλουν, τα παίζουν με πλύση εγκεφάλου, περνάνε και κάνουν την δουλειά τους καθαρά επιχειρηματικά. Και το «Στην Καρδιά» είναι ένα τέτοιο. Και η απόδειξη είναι ότι δεν έγινε αμέσως επιτυχία, διότι δεν είχα κανένα σπίτι να πουλήσω για να διαφημίσω. Έγινε σιγά-σιγά. Το ξεχώρισαν.
Για ποιο πράγμα αξίζει ρίσκο στη ζωή;
Για την αξιοπρέπειά μας. Και για αγαπημένα πρόσωπα. Νομίζω οτιδήποτε άλλο για λεφτά και γι’ αυτά… και με λίγα ζει ο άνθρωπος. Με πολλά, πολλές φορές μπορεί να είναι και δυστυχισμένος. Αποκτά περισσότερα προβλήματα.
Περισσότερα από το VICE
Η Επιστήμη Μίλησε: Ποιος Είναι ο πιο Βαρετός Άνθρωπος στον Κόσμο και τι Δουλειά Κάνει