Το θέμα δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE UK.
Οι σύγχρονοι σκλάβοι εργάζονται και ζουν μαζί μας, συχνά έχουν μπει στη χώρα παράνομα, η εκμετάλλευσή τους είναι κρυμμένη σε κοινή θέα. Οι διακινητές κατάσχουν τα διαβατήρια και τα έγγραφά τους, αφήνοντάς τους ανίσχυρους σε μια χώρα όπου δεν έχουν κανένα δίκτυο υποστήριξης και συχνά δεν μιλούν τη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, ουσιαστικά είναι αδύνατο να γνωρίζουμε ποιος υποβάλλεται σε τι εάν δεν μιλήσει το ίδιο τα άτομο. Και φυσικά, η ψιλοκουβέντα που πιάνουμε δεν οδηγεί σε ερωτήσεις σχετικά με το εάν κάποιος είναι ή όχι αιχμάλωτος.
Videos by VICE
Το 2015, οι βρετανικές αρχές ταυτοποίησαν 3.266 θύματα εμπορίας ανθρώπων. Πρόκειται για αύξηση 39% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, που και εκεί είχε καταγραφεί αύξηση ύψους 34%. Το χειρότερο σενάριο είναι ότι διακινούνται περισσότεροι άνθρωποι. Το καλύτερο, ότι οι αρχές κάνουν καλύτερη δουλειά στο να εντοπίσουν τα θύματα. Όπως και να ‘χει, είναι σαφές ότι η σωματεμπορία και η δουλεία είναι αμφότερα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Βρετανία. Το 2015, το Κοινοβούλιο πέρασε ένα νέο νόμο -το Νομοσχέδιο για τη Σύγχρονη Δουλεία- ειδικά για να βοηθήσει τις αρχές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Πολλές από τις υποθέσεις σύγχρονης δουλείας που φτάνουν στα εθνικά τηλεοπτικά δίκτυα ενημέρωσης φαίνεται να σχετίζονται με την οικιακή δουλεία: άνθρωποι κρατούνται σε ένα σπίτι και εξαναγκάζονται να κάνουν καθαριότητα χωρίς να πληρώνονται, όπως οι τρεις γυναίκες που απελευθερώθηκαν το 2013 ύστερα από 30 χρόνια σε σπίτι στο Lambeth ή η 28χρονη γυναίκα που σώθηκε από σπίτι στο Rochdale το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Αυτό που ακούμε λιγότερο είναι οι περιπτώσεις όπου τα θύματα τοποθετούνται σε κανονικές θέσεις εργασίας, προτού οι απαγωγείς τους αρχίσουν να παίρνουν τις αμοιβές για τον εαυτό τους. Είναι απίστευτο αλλά εγείρει όλων των ειδών τα ερωτήματα: γιατί δεν λένε στους συναδέλφους τους τι συμβαίνει; Γιατί δεν καταγγέλλουν αμέσως τους διακινητές τους στην αστυνομία; Πώς καταλήγουν σ’ αυτή την κατάσταση;
Μέσω του υπουργείου Εσωτερικών κατάφερα να ορίσω συνάντηση με τον «Κ», έναν Ούγγρο, θύμα αυτού του συγκεκριμένου είδους δουλείας, γύρω στα 35. Συμφώνησε να μου μιλήσει με την προϋπόθεση της ανωνυμίας. Κάθισα απέναντί του, σε ένα καφέ στη νοτιοανατολική Αγγλία, ο Κ. -ντυμένος στα μαύρα και κρατώντας νευρικά έναν καφέ- πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μου λέει την ιστορία του.
Υιοθετημένος σε ηλικία τριών ετών μαζί με τον νεότερο αδερφό του, ποτέ δεν γνώρισε τους βιολογικούς του γονείς. Τα αδέρφια μεγάλωσαν σε μια μικρή ουγγρική πόλη, όχι μακριά από τα σλοβένικα σύνορα και όταν ο θετός του πατέρας πέθανε, ο Κ. βρήκε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο για να πληρώνει τους λογαριασμούς.
«Εργάστηκα εκεί μέχρι το αυτοκινητικό μου δυστύχημα, το 2002», είπε.
Μετά τη σύγκρουση, ο Κ. έμεινε τρεις μήνες σε κώμα και πέρασε ακόμα έξι μήνες ενώνοντας τα κομμάτια της ζωής του. Η μνήμη του ήταν προβληματική και μόνο όταν βρήκε παλιές αποδείξεις και γράμματα στις τσάντες του κατάφερε να καταλάβει πού εργαζόταν. «Πήγα στη δουλειά, ρώτησα εάν με γνώριζαν και γρήγορα με ξαναπροσέλαβαν», θυμάται, πίνοντας τον καφέ του.
Μπορεί να βρήκε το μέρος, αλλά δεν μπορούσε πια να χειρίζεται τις μηχανές για τις οποίες πριν ήταν ικανός και σύντομα απολύθηκε.
«Έγινα άστεγος – το είδος του άστεγου που ήθελε να είναι άστεγος», είπε. «Δεν ήθελα να με βρει κανείς. Βγήκα στον δρόμο και κοιμόμουν όπου με έβρισκε η νύχτα».
Έπειτα από μερικά χρόνια ύπνου στους δρόμους -και μια σύντομη περίοδο εργασίας σ’ έναν ντόπιο νταβατζή, τον οποίο φαίνεται πως «έδωσε» στην αστυνομία- ο Κ. άκουσε για μια ευκαιρία να κάνει μια καινούργια αρχή. «Κάποιος μου είπε για μια δουλειά στην Αγγλία και γι’ αυτή την οικογένεια που κανόνιζε να προσλάβει άτομα», μου είπε. «Τώρα είχα αυτήν τη διέξοδο. Μπορεί να μη μιλούσα αγγλικά ούτε να μπορούσα να πάω εκεί από μόνος μου, αλλά ένιωσα ότι έπρεπε να πάω τρέχοντας».
Η συμφωνία έκλεισε σε δυο εβδομάδες. Ο Κ. συνάντησε τον διακινητή, φωτοτύπησαν τα χαρτιά του και κλείστηκαν τα αεροπορικά εισιτήρια. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται γι’ αυτό που θα φανταζόμουν ως διαδρομή προς τη σκλαβιά: δεν έγινε απαγωγή, κανείς δεν εξαναγκάστηκε, φαινομενικά δεν υπήρχε ύποπτη δουλειά. Μιλούσαμε ήδη μισή ώρα, και για πρώτη φορά τον διέκοψα. «Τι περίμενες να συμβεί;» τον ρώτησα. «Ήξερες πώς δήλωνες εθελοντής-σύγχρονος σκλάβος;»
«Στην πραγματικότητα δεν ήμουν σίγουρος τι θα συνέβαινε», απάντησε. «Ήξερα ότι αυτοί ήταν τύποι που έψαχναν για σκλάβους – ανθρώπους που δεν νοιάζονταν πια για τη ζωή αλλά απλώς χρειάζονταν κρασί, καταλαβαίνεις, κάτι να φάνε και κάπου να κοιμηθούν. Ήταν όλα όσα ήθελα τότε. Ποτέ δεν μου είπαν πόσα χρήματα θα έπαιρνα και, για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν ρώτησα».
Όλα ήταν πληρωμένα και η συμφωνία ήταν πως ο Κ. τον Οκτώβριο του 2004 θα βρισκόταν στην Αγγλία.
Κι ενώ περισσότερα θύματα σύγχρονης δουλείας φαίνεται να έρχονται σε επαφή με τις αρχές, πιστεύεται ότι υπάρχουν χιλιάδες ακόμα που δεν το κάνουν. Το 2013, ο επικεφαλής επιστημονικός σύμβουλος του υπουργείου Εσωτερικών, καθηγητής Bernard Silverman, εκτίμησε ότι υπήρχαν από 10.000-13.000 πιθανά θύματα σύγχρονης δουλείας στη Μεγάλη Βρετανία.
Η ιστοσελίδα modernslavery.co.uk, που τη διαχειρίζεται το υπουργείο Εσωτερικών και υποστηρίζεται από την Εθνική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας στα Παιδιά (NSPCC), αναφέρει ότι τα θύματα σύγχρονης δουλείας στη Βρετανία προέρχονται από αρκετές χώρες -μεταξύ άλλων τη Νιγηρία, την Αλβανία, το Βιετνάμ-, ενώ από το 2013 έχουν αναγνωριστεί και 90 που κατάγονται από τη Βρετανία. Η Ουγγαρία είναι μια άλλη χώρα που εμπλέκεται συχνά στην εμπορία ανθρώπων και σε περιπτώσεις δουλείας. Η πλέον πρόσφατη υπόθεση αποκαλύφθηκε τον Ιανουάριο αυτής της χρονιάς, όταν ιδιοκτήτης εργοστασίου στο δυτικό Yorkshire κρίθηκε ένοχος για την απασχόληση μεγάλου αριθμού Ούγγρων ως «εργατικό δυναμικό σκλάβων».
Η κατάσταση ήταν παρόμοια το 2004, όταν ο Κ. έφτασε στη Βρετανία.
«Προσγειώθηκα στο Luton και ήρθε ένας τύπος να με μαζέψει», μου είπε ο Κ. «Όταν φτάσαμε εκεί, μου έδειξαν το δωμάτιό μου, το οποίο έπρεπε να μοιραστώ με ακόμα δύο άνδρες, και οι δύο Ούγγροι».
Υπήρχαν μόνο τρεις κρεβατοκάμαρες σε αυτό το σπίτι στο Stoke-On-Trent, αλλά ζούσαν εκεί 22 άτομα. Ο Κ. είχε καπνό, καφέ και ένα λεξικό τσέπης για να τον βοηθήσει να μάθει αγγλικά «όλα όσα πραγματικά χρειαζόμουν».
Άρχισε να εργάζεται την επόμενη μέρα και ενώ είχε το διαβατήριό του, ποτέ δεν είδε τους μισθούς του. «Χωρίς χρήματα ή γνώση της γλώσσας δεν μπορείς να πας πουθενά, οπότε δεν είχαν λόγο να πάρουν τα χαρτιά μου», είπε ο Κ. όταν τον ρώτησα τι ήταν αυτό που τον εμπόδιζε να φύγει.
Ο K. πληρωνόταν 50 λίρες την εβδομάδα για πλήρες ωράριο εργασίας, με το μεγαλύτερο μέρος των αποδοχών του να πηγαίνει στον διακινητή του. «Είχε συμπληρώσει όλες τις φόρμες εγγράφων όταν υπέγραψα για τη δουλειά – πότε δεν τα είδα».
Τον Απρίλιο του 2005 πήγαν τον Κ. στο Bolton για να αρχίσει μια νέα δουλειά.
«Αυτό συνεχίστηκε για περίπου 18 μήνες», συνέχισε ο Κ. «Εργαζόμασταν και μας έπαιρναν τα χρήματα. Έφτασα να παίρνω λιγότερα από τις 50 λίρες μου, γιατί οι διακινητές μου είπαν ότι με προστάτευαν από έναν άλλον μαφιόζο. Δεν έπαιρνα τίποτα».
Με την πάροδο του χρόνου, τα αγγλικά του Κ βελτιώθηκαν και άρχισε να επιθυμεί και πάλι την ελευθερία του. «Ήταν μετά από δύο χρόνια όταν θέλησα πίσω την ανεξαρτησία μου», θυμάται ο Κ. «Τους είχα ήδη δώσει πολλή από τη ζωή μου. Δεν ήθελα να τους δώσω άλλο χρόνο». Στο παρελθόν ο Κ είχε σκεφτεί να δραπετεύσει, αλλά λέει ότι δεν έβλεπε καμία εφικτή διέξοδο. «Για ποιο σκοπό; Για να είμαι άστεγος; Όχι», είπε. «Ίσως θα μπορούσα να προσπαθήσω να μείνω στην Αγγλία – είναι πιο ήσυχα εδώ. Θα μπορούσα να επιβιώσω στον δρόμο. Αλλά σκέφτηκε ότι μπορεί να μου κάνουν κακό. Εάν κάποιος μπορεί να φύγει, αυτό σημαίνει ότι μπορούν να φύγουν όλοι και αυτό δεν θα το άφηναν να περάσει έτσι».
Συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε να το κάνει μόνος του, ο Κ. συνεργάστηκε με μερικούς ακόμα που ήταν στην ίδια κατάσταση με εκείνον. Κατάστρωσαν ένα σχέδιο σε συνεργασία με τη διοίκηση της εταιρείας για την οποία εργάζονταν στο Bolton, και όλα άρχισαν να μπαίνουν στη σωστή θέση. Ένας από τους διευθυντές πήρε τον Κ και τους άλλους σε μια τράπεζα, βοήθησε τον καθένα τους να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό και άρχισε να πληρώνει τους μισθούς τους απευθείας σ’ αυτούς. Γρήγορα, οι διακινητές άρχισαν να διαμαρτύρονται, ρωτούσαν πού ήταν τα χρήματά τους, αλλά η διοίκηση το απέδωσε σε υποτιθέμενο τραπεζικό λάθος.
«Μια εβδομάδα αργότερα, η εταιρεία είπε στους διακινητές ότι τους έψαχνε η αστυνομία», είπε ο Κ. «Απλώς τα μάζεψαν και έφυγαν από τη χώρα».
Για λίγο, τα πράγματα ήταν σταθερά. Ήταν καλοκαίρι του 2006 και ο Κ. μαζί με τους άλλους ζούσαν και εργάζονταν σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας. Αλλά τότε όλα έγιναν και πάλι σκατά. Το συμβόλαιο έληξε. Τα έξι άτομα με τα οποία ζούσε ο Κ, όλοι Ούγγροι, δεν μιλούσαν καθόλου αγγλικά και το να βρουν εργασία μόνοι τους ήταν δύσκολο. Με τα τελευταία χρήματά του ο Κ. πέταξε με τους άλλους στην Ουγγαρία, αλλά γρήγορα ξαναβρέθηκε μόνος του, άφραγκος και άστεγος.
«Δεν μπορούσα πια να καταλάβω την Ουγγαρία – είχε αλλάξει. Η πολιτική, οι άνθρωποι, ο πολιτισμός», είπε. «Ένιωθα σαν ξένος. Ούτε οι δρόμοι δεν ήταν πια οι ίδιοι. Η πόλη όπου μεγάλωσα δεν ήταν πια δική μου».
Έτσι, δουλεύοντας αποταμίευσε ξανά χρήματα και αγόρασε ένα εισιτήριο για τη Βρετανία.
Τον Δεκέμβριο του 2009 είχε επιστρέψει στο Μάντσεστερ, έκανε επισφαλείς δουλειές και ένιωθε μίζερα. Δεν μπορούσε να πληρώσει το νοίκι και επρόκειτο να βρεθεί στους δρόμους για ακόμα έναν χειμώνα όταν του τηλεφώνησε ένας παλιός φίλος τον οποίο γνώριζε από την ομάδα των Ούγγρων που κρατούνταν ως σκλάβοι όπως και ο Κ πριν από τρία χρόνια. «Ήξερε τι είχα κάνει την τελευταία φορά σχεδιάζοντας τη διαφυγή μας και ρώτησε εάν μπορούσα να τους βοηθήσω να κάνουν το ίδιο», είπε ο Κ. χαμογελώντας.
Μπήκε κι αυτός στην ίδια δουλειά, χωρίς φυσικά να αποκαλύψει γιατί. «Ταξίδεψα στο Leeds. Ένας άντρας ήρθε προς το μέρος μου», είπε. «Όταν έφτασα στο σπίτι, αυτό που είδα με τρόμαξε βαθιά. Όλοι εκεί μέσα ήταν θύματα διακίνησης».
Όπως ήξερε ο Κ., για να χτιστεί εμπιστοσύνη με έναν ξένο όταν σε έχουν εκμεταλλευτεί και χειραγωγήσει χρειάζεται χρόνος. Ο Κ. εργαζόταν σκληρά και, όπως και οι άλλοι, έπαιρνε μόνο 10 λίρες την εβδομάδα. «Τελικά, ύστερα από μερικούς μήνες, ένας τύπος με τον οποίο ζούσα μαζί αποφάσισε να μου μιλήσει, ρωτώντας τι θα μπορούσαμε να κάνουμε».
Αυτό που ο Κ. και οι καινούργιοι φίλοι του αποφάσισαν να κάνουν ήταν να έρθουν σε επαφή με τον ουγγρικό Τύπο και τις αρχές. Σύντομα εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι.
Μέσω του Στρατού Σωτηρίας, ο Κ. και οι άλλοι μεταφέρθηκαν σε ασφαλές σπίτι και αμέσως μπήκαν σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. «Όταν φτάσαμε, είχαμε κάνει μεγάλο ταξίδι», είπε ο Κ. «Πήγαμε στο σπίτι και ήταν τόσο μεγάλο. Είχα σαλόνι! Πραγματικά μου άρεσε».
Με τους πόρους διαβίωσης να του παρέχονται, ο Κ σύντομα βρήκε δουλειά και βοήθησε και τους άλλους να βρουν εργασία. «Το να βρεις δουλειά στη Βρετανία είναι εύκολο – όποιος πει ότι δεν μπορεί να βρει δουλειά είναι ψεύτης», είπε γελώντας.
Καθώς η συζήτησή μας έφτανε στο τέλος της, ρώτησα τον Κ. πώς νιώθει τώρα κοιτώντας στο παρελθόν και βλέποντας τι έγινε.
«Ό,τι έγινε, έγινε», απάντησε. «Θέλω όμως να κάνω περισσότερα για να βοηθήσω να σταματήσει η διακίνηση ανθρώπων και η δουλεία. Ακόμα κι αν ποτέ δεν πληρωθώ γι’ αυτό -ακόμα κι αν επισήμως δουλεύω μυστικά- θα το κάνω. Θα το ξανάκανα. Δεν έχω οικογένεια, οπότε τουλάχιστον δεν έχω να ανησυχώ για τα παιδιά μου, τη γυναίκα και το σπίτι μου».
Η ιστορία του Κ. φέρνει το θέμα της συναίνεσης στο προσκήνιο. Η απόφασή του το 2004 να γίνει εθελοντικά σκλάβος, έστω κι αν δεν το έκανε εντελώς συνειδητά, εγείρει ένα σημαντικό θέμα του τι σημαίνει να είσαι σκλάβος. Φανταζόμαστε συνήθως ότι αυτή η εργασία είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού και επιβολής αλλά ο Κ. προσέφερε την ελευθερία του στους διακινητές του. Εάν είχαν πιάσει τους διακινητές του το 2004, αυτό θα μπορούσε να έχει περιπλέξει την υπόθεση. Αλλά ευτυχώς, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του νέου Νομοσχεδίου για τη Σύγχρονη Δουλεία, η συναίνεση του θύματος στο ταξίδι δεν είναι σχετική.
«Ακόμα θυμάμαι το συναίσθημα να μην καταλαβαίνω τι συνέβαινε γύρω μου όταν πρωτοήρθα εδώ», είπε ο Κ. στρίβοντας τσιγάρο προτού φύγει. «Ήμουν απελπισμένος και το εκμεταλλεύτηκαν. Δεν μπορώ να αφήσω να συμβεί σε οποιονδήποτε, για όσα ζω».
Περισσότερα από το VICE
O Άνθρωπος που Άνοιξε μια Τρύπα στο Κεφάλι του για να Είναι Μόνιμα «Φτιαγμένος»
Πώς Είναι η Ζωή για έναν Νέο Έλληνα Ναυτικό;
Ρωτήσαμε τους Παλιούς μας Συγκάτοικους να μας Πουν πώς Ήταν να Ζουν Μαζί μας