Ήταν 11 παρά τέταρτο όταν εγώ και ο φίλος μου, ο Άγγελος, στρίβαμε από την Καλλιρόης για το στενό που δεν υπήρχε στο χάρτη, αλλά το ήξερε ένας περιπτεράς μόνο της γειτονιάς. Είναι μια συνηθισμένη νύχτα του Ιούλη, για όποιον δεν είναι πολίτης της Αργεντινής ή της Ολλανδίας, που ενδιαφέρεται για το ποδόσφαιρο.
Πίσω από μια σκαλωσιά, στο ισόγειο της γωνιακής πολυκατοικίας, υπάρχουν 5-6 άνθρωποι, ξανθοί, που φοράνε πορτοκαλί μπλούζες. “Να οι άνθρωποί μας”, μου λέει ο Άγγελος. Είναι μαζεμένοι γύρω από το μπάρμπεκιου, ενώ μέσα στο χώρο, βρίσκονται περίπου άλλοι 30. Όλοι Ολλανδοί που ζουν στην Αθήνα (υπάρχει και ένας Βέλγος που ήρθε για συμπαράσταση) ανυπομονούν να ξεκινήσει το ματς της χρονιάς. Η ομάδα της χώρας τους αντιμετωπίζει σε έναν αγώνα “do or die”, την Αργεντινή. Ο νικητής μπορεί να συνεχίσει να ονειρεύεται την κορυφή του κόσμου, ο χαμένος, παραμένει στην πλαγιά του βουνού.
Videos by VICE
Η Ρενάτε, η πρόεδρος του club, μας υποδέχεται εγκάρδια, φορώντας ένα πορτοκαλί καπελάκι. Η παροικία των Ολλανδών έχει δημιουργήσει αυτό το club από το 1974. Μπαίνουμε στο χώρο του club που θυμίζει ένα τυπικό ελληνικό cafe. Η ατμόσφαιρα είναι γιορτινή, τα ποτήρια υψώνονται στον αέρα για τσούγκρισμα, οι ιαχές “Holland” δίνουν παλμό με την έναρξη του ματς.
Μια κυρία με ένα μικρό στέμα στο κεφάλι, με πλησιάζει και αφού μου συστήνεται μου λέει για τον Ολλανδό πρέσβη, Γιάν Βέρστεεγκ. “Είχε έρθει να δει μαζί μας το προηγούμενο ματς. Από ότι έμαθα, είχε ραντεβού με τον Μητσοτάκη. Ελπίζω να του είπε να πει “Καλή επιτυχία στην Αργεντινή”, μου λέει γελώντας. “Αυτή είναι δικιά μας”, σκέφτομαι και αμέσως ρωτάω το όνομά της. “Μάργκοτ”, μου απαντά.
Σε ένα φάουλ πάνω στον Ρόμπεν, οι άνδρες βρίζουν. Το καταλαβαίνω αμέσως, δεν χρειάζεται να ξέρω. “Τι είπαν;”, ρωτάω στη Ρενάτε, που γελώντας μου απαντά, “δεν χρειάζεται να το γράψεις”. Η απάντηση, “είμαστε το Vice, μας αρέσουν οι βρισιές”, δεν την πείθει. Ο αγώνας είναι σκληρός, αλλά οι δύο ομάδες νοιάζονται πρωτίστως να μην φάνε το γκολ. Μοιάζει με παιχνίδι που θα πάει παράταση. “Στον αγώνα με την Κόστα Ρίκα που πήγε στα πέναλτι, φύγαμε στις 3”, μου λέει.
“Χόφτερντόμα”, φωνάζει ένας ξυρισμένος, ωραίος τυπάς, που είναι συνέχεια χαμογελαστός. Ρωτάω ξανά τι σημαίνει και αυτή τη φορά μου απαντά η Μάργκοτ, που έχω μάθει πως είναι η γραμματέας του Συλλόγου. Μου εξηγεί πως πρόκειται για μια τύπου “κατάρα” προς τους αντιπάλους. Η Μάργκοτ μιλά αρκετά καλά ελληνικά και δηλώνη “εισαγόμενη Πόντια”. Γνώρισε τον Έλληνα άνδρα της στην Ολλανδία, όπου είχε πάει ως δάσκαλος του surf. Εκείνη τον έπεισε να έρθουν για να ζήσουν Ελλάδα. Κάποια στιγμή, στο ημίχρονο, θυμάμαι να την αγκαλιάζω, όταν μου λέει πως στην Ελλάδα είναι οπαδός του ΠΑΟΚ. Ο σύζυγός της είχε καταγωγή από τις Κρηνίδες της Καβάλας. Το πηγαδάκι μεγαλώνει. Ένας άλλος Ολλανδός, που δηλώνει Παναθηναϊκός, με ρωτάει τι ομάδα είμαι. Όταν του απαντώ “ΠΑΟΚ”, μου λέει χαμογελώντας πως έχει φίλο στο Άμστερνταμ που θαυμάζει για την τρέλα τους, τους οπαδούς του ΠΑΟΚ και σπεύδει να ρωτήσει “και πώς κυκλοφορείς εδώ;”.
Κάποια στιγμή ψάχνω να βρω τον φίλο μου, που έχει φύγει από το οπτικό μου πεδίο από το 10ο λεπτό της αναμέτρησης. Τον εντοπίζω μέσα στο χώρο, να κάνει πάσες με ένα αγοράκι. Είναι ο Ηλίας, ο γιος της Ρενάτε. Φοράει φανέλα του Φαν Πέρσι, αφού είναι ο αγαπημένος του παίκτης. “Μου αρέσει και ο Μήτρογλου”, συμπληρώνει, χωρίς να με βλέπει, αφού είναι αφοσιωμένος στις ανταλλαγές πασών με τον Άγγελο.
Κάθε τόσο, περνάει και μια πιατέλλα, με εδέσματα που μοιάζουν με κεφτεδάκια και βουτηγμένα στη μουστάρδα μετατρέπονται σε ιδανικό συνοδευτικό για τη μπύρα που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ, λες και ο Ιησούς ευλόγησε το βαρέλι.
Η Ρενάτε ήρθε πριν από 20 χρόνια στην Ελλάδα, για διακοπές. Τελικά, αποδείχθηκε πως η μόνη διακοπή που θα έκανε ήταν στη μόνιμη ζωή της στην Ολλανδία. Παντρεύτηκε Έλληνα, χώρισε στη συνέχεια, για να παντρευτεί ξανά έναν άλλον Έλληνα. Μου κάνει εντύπωση ο αριθμός των γυναικών που βρίσκονται εκεί για το ματς και αγωνιούν για την εξέλιξή τους. “Είναι στην κουλτούρα των Ολλανδών το ποδόσφαιρο. Παίζουν και οι γυναίκες, από μικρή ηλικία. Κι εγώ έπαιζα”, μου λέει. “Στις Ελληνίδες μοιάζει δύσκολο να καταλάβουν το οφσάιντ”, της λέω. “Μερικές φορές είναι δύσκολο αν δεν δεις το ριπλέι”, μου λέει και χαμογελάω. Δεν θέλω να της πω πως εννοώ πως δεν ξέρουν τον ορισμό. Το προσπερνώ.
Το δεύτερο ημίχρονο ξεκινά και μαζί του οι ιαχές “Holland, Holland”. Ο Γιαν που έχει έρθει να καθίσει δίπλα μου είναι πολύ εκδηλωτικός. “Θα πάει παράταση;”, τον ρωτάω και μου απαντά προβληματισμένος, “θα φανεί, είναι δύσκολο ματς”. Παρακολουθούμε το παιχνίδι από Ολλανδικό κανάλι, αλλά που και που, ακούγονται και μερικά Ελληνικά, μάλλον για να μου κάνουν πλάκα. Όπως στο σκληρό φάουλ που κάνει ο Ντεμικέλις και ο Φρεκ φωνάζει “κίρτινη κάρτα ρε μαλάκα”, μπερδεύοντας λίγο τη σειρά των συμφώνων. Όλοι γελάμε. Εκτός από τον Ντεμικέλις, που όντως αντικρύζει την κίτρινη. Ο Φρεκ έχει παντρευτεί Ελληνίδα και ζει μόνιμα στην Ελλάδα εδώ και 5 χρόνια. “Δεν πρέπει να βάλει τον Χούντελαρ, μοιάζει κουρασμένος ο Φαν Πέρσι”, του λέω κάπου στο 70ο λεπτό, σαν γνήσιος Ελληναράς προπονητής, καφενειακού επιπέδου. “Δεν ξέρω. Εμπιστεύομαι τον Φαν Γκαλ”, μου απαντά και έτσι χάνω την ευκαιρία να δείξω πως είμαι αναλυτής ποδοσφαίρου κορυφαίου επιπέδου. Λίγο αργότερα ο Φαν Πέρσι, κάνει ένα ανάποδο και εκτός από “οοοοοοοου”, ακούγονται και μερικά “όχιιιιιιιιι”.
Λίγες στιγμές αργότερα, πολλά κεφάλια γυρνούν προς την είσοδο και μετακινούνται ταυτόχρονα με το βάδισμα ενός ψηλού Ολλανδού. Είναι ο πρέσβης, που εμφανίζεται φορώντας την πορτοκαλί φανέλα, πάνω από το λευκό, μακρυμάνικο πουκάμισο, που στο τελείωμά τους δεσπόζουν δύο ευμεγέθη μανικετόκουμπα.
Όσο κυλά η ώρα, η αγωνία αυξάνει. Και μαζί της, η ζέστη μέσα στο χώρο. Το air condition μοιάζει λίγο για να κρατήσει cool τους οπαδούς των “οράνιε”. Πλέον, με το που παίρνει την μπάλα ο Ρόμπεν, ένας θεόρατος, μελαχρινός Ολλανδός, που θα μπορούσε άνετα να παίζει σεντερ μπακ σε οποιαδήποτε Ελληνική ομάδα Γ’ Εθνικής κρατώντας τη μπύρα στο χέρι, φωνάζει “Ρο, Ρο, Ροοοοο, Ροοοοοοοοοοόμπεν”.
Η ζέστη είναι αποπνικτική και το σφύριγμα της λήξης ηχεί σαν κουδούνι για διάλειμμα. Μέχρι να ξεκινήσει η παράταση, συζητάμε με τον Ζαν, που ζει στα Εξάρχεια, σε μια αρτιστικ οικοδομή των 30’s και γουστάρει πολύ. “Έχω δει πολλές άσχημες πόλεις στη ζωή μου. Η Αθήνα είναι η πιο όμορφη άσχημη”, μου κρατώντας το μπουκάλι της μπυράς. “Εννοώ… Είναι των άκρων. Είναι τέλειο αυτό. Στην Ολλανδία είναι όλα οργανωμένα. Flat. Ενώ εδώ… Τη μία ημέρα τους μισείς όλους. Την επομένη, τους αγαπάς όλους”. Σκέφτομαι πόσο εύκολα μπορεί η ελληνική κοινωνία, η συγκεκριμένη ελληνική κοινωνία του 2014 να αφομοιώσει έναν Ολλανδό. “Δεν σκέφτομαι να γυρίσω πίσω. Άλλωστε, εάν μου τη βαρέσει, μπαίνω το βράδυ, κλείνω ένα εισιτήριο και σε τρεις ώρες είμαι Άμστερνταμ”.
Όλοι όσοι βρισκόμαστε έξω έχουμε ανάψει τσιγάρο. Μέσα όμως, δεν καπνίζει κανείς. Εκείνη την ώρα εμφανίζεται και ο πρέσβης. Βγάζει για λίγο την μπλούζα. “Είναι πολύ ωραίος ο τύπος ο πρέσβης”, μου λέει ο Γιαν. “Όχι, σαν τον προηγούμενο, που ήταν “έι, κοίτα με, είμαι ο πρέσβης”, λέει και γελάμε όλοι. Με μια επιδέξια κίνηση, βγάζει την πορτοκαλί μπλούζα και μένει με το λευκό πουκάμισο.
Η ένταση είναι μεγάλη, από το πρώτο λεπτό της παράτασης. Έχουν προσφερθεί τρεις ευγενικότατες κυρίες να μου γεμίσουν το ποτήρι. Παρά την αγωνία είναι όλοι χαμογελαστοί, έτοιμοι να κάνουν ένα αστείο… Σε ένα αβίαστο λάθος, ο Ζαν απογοητευμένος χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο. Ακόμη και οι γυναίκες είναι όρθιες. Κάθε φορά που ο Μέσι παίρνει τη μπάλα ακούγεται ένας παρατεταμένος, επαναλαμβανόμενος ψίθυρος… “Νέι, νέι, νέι”.
Ο πρέσβης έχει φορέσει και πάλι την μπλούζα των Οράνιε. Κάθεται στο σκαμπό και ανέκφραστος παρακολουθεί την εξέλιξη του αγώνα. Παραμένει cool παρά την καυτή, από απόψη θερμοκρασίας και αγωνίας, ατμόσφαιρα.
“Ρώσικη ρουλέτα”. Αυτό είναι το κλισέ των Ελλήνων δημοσιογράφων όταν μεταδίδουν ένα ματς που καταλήγει στη συγκεκριμένη διαδικασία. Δεν ξέρω εάν οι Ολλανδοι έχουν κάποιο αντίστοιχο, αλλά φαίνεται πως δεν είναι και ευτυχισμένοι με την εξέλιξη αυτή. “Έχουμε αποκλειστεί πολλές φορές έτσι”, μου λένε, ενώ το προηγούμενο ματς με την Κόστα Ρίκα αποτελεί για αυτούς απλώς την εξαίρεση. “Ο Φαν Γκαλ έχει κάνει και τις τρεις αλλαγές. Κρίμα που δεν μπορεί να κάνει το τρικ με την αλλαγή τερματοφύλακα, όπως στο προηγούμενο ματς”, μου λέει η εμφανώς αγχωμένη Μάργκοτ.
Το “όοοοοοου” των Ολλανδών της Αθήνας, στο πρώτο χαμένο πέναλτι της ομάδας του, πρέπει να ακούστηκε μέχρι το Άμστερνταμ. Ένα μικρό παιδάκι, μάλιστα, τρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα. Μοιάζουν ήδη συμβιβασμένοι με το ενδεχόμενο του αποκλεισμού. Στο δεύτερο χαμένο πέναλτι, τα κεφάλια παραμένουν σκυφτά για περισσότερη ώρα. Πολλοί αποφεύγουν να κοιτάξουν κατάματα την τηλεοπτική αλήθεια. Απλά ελπίζουν σκυφτοί.
Στο τέταρτο πέναλτι των Αργεντίνων, ακούγεται ένα “ααααα” που διαρκεί όσα κλάσματα του δευτερολέπτου χρειάζεται για να ταξιδέψει η μπάλα από το κορμί του Σίλεσον, στο δοκάρι και να καταλήξει στα δίχτυα. Είναι το τελευταίο “οοου”, που ακούγεται. Η Ολλανδία έχει αποκλειστεί στον ημιτελικό. Καθόλου άσχημα για μια ομάδα που δεν ήταν στα πρώτα τέσσερα φαβορί της διοργάνωσης. Εντελώς άξια, όμως, για μια διαχρονική ποδοσφαιρική σχολή, που έχει διδάξει το τόπι παγκοσμίως, αμέτρητες φορές.
Βγαίνουμε έξω για το τελευταίο τσιγάρο. Σύντομα εμφανίζεται και ο πρέσβης της Ολλανδίας, Γιαν Βέρστεεγκ. Τον πλησιάζω και ρωτάω πως του φάνηκε το ματς. “Τα πέναλτι έχουν μεγάλη δόση τύχης. Παίξαμε καλά, όμως, αυτό έχει σημασία”, μου απαντά. Σαν γνήσιος Ελληναράς, του λέω πως έχω πληροφορηθεί για τη συνάντηση που είχε λίγο πριν το ματς με τον Μητσοτάκη. “Αλλά με ποιον από τους δύο; Τον Κυριάκο ή τον πατέρα του;”, ρωτάω, ενημερώνοντάς τον γύρω από τη φήμη που συνοδεύει τον επίτιμο πρόεδρο της ΝΔ. “Η συνάντηση ήταν με τον Κυριάκο”, απαντά. “Και δεν πιστεύουμε σε προκαταλήψεις”, συμπληρώνει χαμογελαστός. Η ώρα έδειχνε 02:30, όταν ξεκινήσαμε να χαιρετάμε τους οράνιε της Αθήνας, που παρέμεναν χαμογελαστοί, παρά τον αποκλεισμό.
Δεν ξέρω εάν σε κάποιο coffee shop του Άμστερνταμ παρακολουθούσαν το ματς και κατηγορούσαν παίκτες ή τον Φαν Γκαλ. Το βράδυ του ημιτελικού είχαν την τύχη να γνωρίσω κάποιους πολύ cool τύπους, ντυμένους στα πορτοκαλί, που διασκέδαζαν το παιχνίδι, που γούσταρε ο ένας την παρέα του άλλου, που είχαν οργανώσει ένα πάρτι για να παρακολουθήσουν την αγαπημένη τους ομάδα. Μια κουλτούρα εντελώς ξένη σε εμένα. Και ήμουν πολύ χαρούμενος που το έζησα μαζί τους. Ελπίζω να μην μου χρέωσουν την ήττα τους. Αν και ευτυχώς, δεν πιστεύουν σε “Μητσοτάκηδες”.
ΥΓ. Καταχωρώ ως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες, το γεγονός πως πλέον γνωρίζω πως προφέρεται το όνομα του Κάιτ/Κίουτ/Κάουτ. Τελικά είναι κάπως σαν “Κάεουτ”, αλλά δεν ακούγεται πολύ το “ε”.