Διασκέδαση

Έγκλημα και Καλοκαίρι: «Delete»

Το διήγημα του Τεύκρου Μιχαηλίδη για το αφιέρωμα βιβλίο του VICE Greece.
VICE Staff
Κείμενο VICE Staff
10135243453_bbd56a0f68_k
Φωτογραφία: Flickr/Ervins Strauhmanis

Το VICE Greece παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση διηγήματα με θέμα «Καλοκαίρι και Έγκλημα». Το παρακάτω διήγημα που έγραψε ο Τεύκρος Μιχαηλίδη για το αφιέρωμα βιβλίο έχει τίτλο «Delete». O Τεύκρος Μιχαηλίδης είναι Κύπριος μαθηματικός και συγγραφέας που δραστηριοποιείται στο χώρο της «μαθηματικής μυθοπλασίας». Έχει εκδώσει πέντε μυθιστορήματα, μια συλλογή αστυνομικών διηγημάτων και τρία βιβλία επιστημονικής εκλαΐκευσης. Ακόμα έχει συμμετάσχει με διηγήματά του σε πολλούς συλλογικούς τόμους. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε οκτώ ξένες γλώσσες. Το πρόσφατο ιστορικό – αστυνομικό του μυθιστόρημα, Σφαιρικά κάτοπτρα επίπεδοι φόνοι, εκτυλίσσεται στην Κύπρο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Eπιμέλεια αφιερώματος: Μελπομένη Μαραγκίδου


Ολγάκι καλημέρα, Είχα υποσχεθεί πως σήμερα θα σε πήγαινα για μπάνιο στο Λιμανάκι της Κυράς. Ξέρεις όμως πως η κωλοδουλειά μας δεν μας επιτρέπει να κάνουμε πολλά σχέδια. Μου τηλεφώνησαν αξημέρωτα από το τμήμα και αναγκάστηκα να φύγω. Βρήκαν το πτώμα μιας άγνωστης κοπέλας κι έχουν γίνει όλα άνω κάτω. Πιες τον καφέ σου με την ησυχία σου και όταν είσαι έτοιμη πάρε με να σου πω πού θα βρίσκομαι. Σόρι ε;

Μάκης Η Όλγα ετοίμασε ένα παγωμένο φραπέ με μπόλικη κανέλλα – «σ’ όποιον αρέσει» απαντούσε σε όσους απορούσαν που έβαζε κανέλλα στον φραπέ – και βγήκε στο βεραντάκι. Μια σταλιά ήτανε, ίσα που χωρούσε δυο καρέκλες, είχε όμως ανεμπόδιστη θέα στο πέλαγος. Μακριά διακρίνονταν οι σιλουέτες των γειτονικών νησιών και πιο κοντά πηδούσε ένα κοπάδι σαρδέλες, κυνηγημένο μάλλον από κάποιο μεγαλύτερο ψάρι. Σε λίγο κατέφθασαν κρώζοντας και οι γλάροι. Συντονισμένη επίθεση δια θαλάσσης και αέρος! Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί για λίγο στο απέραντο γαλάζιο, ανάσανε βαθιά τη μυρωμένη θαλασσινή αύρα και ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της. Ωραία βολεύτηκε ο Μάκης, σκέφτηκε. Συμφοιτητής της στη σχολή αξιωματικών, αφού είχε μάταια προσπαθήσει να βρει το δρόμο για την καρδιά της, ο Μάκης είχε τελικά συμβιβαστεί με το ρόλο του φίλου. Η Όλγα τον συμπαθούσε, παρόλο που δεν ταίριαζαν καθόλου: μέτριας ευφυίας, ράθυμος και βολεψάκιας εκείνος, δυναμική, δραστήρια και άκρως αποτελεσματική εκείνη, τόσο που να γίνεται συχνά το μαύρο πρόβατο των συναδέλφων της. Πρόσφατα ο συμφοιτητής της, χάρη στις κατάλληλες πολιτικές διασυνδέσεις είχε καταφέρει να διοριστεί στη θέση που πάντα ονειρευόταν: αστυνομικός διοικητής σ’ ένα νησί με μέτρια τουριστική κίνηση – «κι αυτή μόνο Ιούλιο - Αύγουστο που πλακώνουνε τα σκάφη», της είχε εξηγήσει. Κατά τα άλλα, ψάρεμα, ουζάκι και πρέφα στον καφενέ, μ’ άλλα λόγια ζωή χαρισάμενη! Μόλις ο Μάκης εγκαταστάθηκε στο νησί, άρχισαν οι απανωτές προσκλήσεις: «Να έρθεις να σε φιλοξενήσω, τέτοια θάλασσα δε θα βρεις πουθενά, τώρα με τα γρήγορα δεν είμαστε ούτε τρεις ωρίτσες από τον Πειραιά, το σπίτι είναι μεγάλο, θα έχεις δικό σου δωμάτιο», τέτοια… Τελικά η Όλγα είχε ενδώσει. Ρούφηξε άλλη μια γουλιά και τηλεφώνησε στον οικοδεσπότη της. «Άστα, μεγάλο μπλέξιμο», της είπε φουρκισμένος. «Μάλλον θα μου φάει όλη τη μέρα. Ό,τι προτιμάς. Θες να πας μόνη σου για μπάνιο ή να στείλω έναν αστυφύλακα με τη μηχανή να σε φέρει εδώ;». Η Όλγα πολύ θα ήθελε να πάει για μπάνιο. Ντράπηκε όμως να παρατήσει μόνο του τον άνθρωπο που τη φιλοξενούσε· ήταν κι η επαγγελματική περιέργεια, κι έτσι, δέκα λεπτά αργότερα, η βέσπα του νεαρού αστυφύλακα την οδήγησε στον εγκαταλειμμένο ταρσανά. Το πτώμα είχε βρεθεί ανάμεσα σε δυο σαραβαλιασμένες βάρκες. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν 25 χρονών: εξτένσιον πράσινο, δαχτυλίδι στον αντίχειρα, πίρσινγκ στη γλώσσα, το ένα μπράτσο καλυμμένο με τατουάζ και στο άλλο, το μοιραίο σημάδι της βελόνας. Λίγο πιο πέρα, βρήκαν και τη σύριγγα. «Τα πράματα είναι ξεκάθαρα», είπε ο Μάκης. «Ήρθε να κάνει τη δόση της εδώ στην ερημιά, δεν άντεξε όμως και μας έβαλε σε μπελάδες. Άντε τώρα ανακρίσεις, νεκροτομές, να ειδοποιήσουμε τους δικούς της, να ενημερωθούν τα κεντρικά… Δεν ξέρουμε ούτε καν το όνομά της! Τι λες κι εσύ; Σε βλέπω σκεφτική». «Πρέπει να ήταν καινούργια στην ηρωίνη. Αλλιώς τα μπράτσα της θα ήταν όλο τρύπες και μελανιές. Κοίτα. Υπάρχει μόνο ετούτο το σημάδι». «Ίσως γι’ αυτό τα τίναξε. Δεν ήταν συνηθισμένη, δεν ήξερε να μετρήσει σωστά τη δόση…» «Μάκη, τα σκληρά ναρκωτικά δεν τ’ αρχίζεις μόνος σου. Κάποιοι πρέπει να τη μύησαν. Αυτούς πρέπει να βρούμε». «Έχω ξαμολήσει δυο δικούς μου να γυρίσουν το νησί με τη φωτογραφία της. Δε μπορεί, όλο κι κάποιος θα την έχει δει, κάπου έμενε, κάπου σύχναζε, κάτι έκανε όλη μέρα στο νησί». Η Όλγα κοίταξε ξανά την κοπέλα. «Βρε Μάκη, εγώ αυτήν κάπου την ξέρω. Είμαι σίγουρη ότι την έχω ξαναδεί. Μόνο που δε μπορώ να θυμηθώ πού». «Μην το ψάχνεις. Τα παιδιά που έστειλα είναι σαΐνια. Σύντομα θα έχουμε νέα. Άκου τώρα. Ως το μεσημέρι εγώ θα είμαι μπλεγμένος με τα γραφειοκρατικά. Είναι κρίμα να χάσεις το μπάνιο σου. Τράβα να κολυμπήσεις κι εγώ θα σε περιμένω στο Στέκι του Μάρκου για φαγητό». *** Όταν έφτασε η Όλγα, το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Χταποδάκι, καλαμαράκια, κουτσομούρες και μια τεράστια σαλάτα, εμπλουτισμένη με ντόπια κρίταμα περίμεναν να συνοδεύσουν το παγωμένο λευκό κρασί, παραγωγής του ίδιου του ταβερνιάρη, που το σέρβιρε μόνο σε επιλεγμένους πελάτες. «Τι έγινε; Πώς τα πέρασες;» «Ωραία. Πες μου όμως πρώτα τα δικά σου». «Λίγα πράματα. Η κοπέλα ήρθε στο νησί πριν τέσσερις μέρες κι έμενε στης κυρά – Φλώρας που νοικιάζει φτηνά δωμάτια σε μπατίρηδες τουρίστες· τους ψαρεύει στο λιμάνι, όταν έρχεται το καράβι. Της είχε πει ότι τη λένε Μαρία. Σκέτο. Κανένας δεν αντιλήφθηκε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιον στο νησί. Κάθε πρωί αγόραζε γάλα, ψωμί κι ένα μπουκάλι νερό από το μίνι μάρκετ και πήγαινε με τα πόδια στη Γερακοφωλιά. Γύριζε αργά, πολύ μετά τη δύση του ήλιου». «Γερακοφωλιά;» «Είναι μια όμορφη ακρογιαλιά, απρόσιτη όμως από τη στεριά. Υπάρχει ένα μονοπάτι αλλά είναι δύσβατο και κακοτράχαλο. Με τόσες άλλες παραλίες που έχει το νησί, ο κόσμος την επισκέπτεται σπάνια. Είναι όμως καλό αραξοβόλι και την προτιμούν τα κότερα. Μπορείς να πας και με βάρκα». «Αυτή όμως πήγαινε με τα πόδια». «Έλα ντε». «Παρεμπιπτόντως, νομίζω ότι θυμήθηκα πού την έχω δει». Έβγαλε το κινητό της κι έψαξε μια φωτογραφία. «Νάτη!». «Μα αυτή είσαι εσύ. Πάντα σου πήγαινε η στολή!» Η Όλγα γέλασε. Μεγέθυνε με τα δάκτυλα τη φωτογραφία και του έδειξε μια κοπέλα που στεκόταν παραδίπλα. «Είναι στην αυλή της Ευελπίδων, πριν μερικά χρόνια», εξήγησε. «Δικαζόταν κάποιος αντιεξουσιαστής και είχα υπηρεσία. Κάποιος φίλος με είδε κι έκρινε σκόπιμο να με αποθανατίσει και να μου τη στείλει. Και παραδίπλα η "Μαρία". Πρέπει να είναι δημοσιογράφος σε κάποιο σάιτ. Και δε νομίζω ότι τη λένε Μαρία. Στείλε τη φωτογραφία στα κεντρικά και σίγουρα θα σου βρουν το όνομά της». «Έχεις δίκιο, αυτή είναι. Δημοσιογράφος λοιπόν! Δε σου τέλειωσα όμως. Σήμερα το πρωί, την ώρα που εμείς ασχολούμασταν με το πτώμα, εμφανίστηκε στης κυρά - Φλώρας ένας τύπος: μπλουζάκι αμάνικο, κουρελιασμένο τζην, μια αποικία σκουλαρίκια και στα δυο του αυτιά, δαχτυλίδια σ’ όλα τα δάχτυλα, γένι κοκκινωπό και μυτερό και μαλλιά στο χρώμα του καρότου. Είπε πως είναι φίλος της Μαρίας, πλήρωσε το νοίκι της, όχι μόνο τις τέσσερις μέρες, ολόκληρη την εβδομάδα που είχε δηλώσει η κοπέλα ότι θα κάτσει. Είπε πως αναγκάστηκε να φύγει επειγόντως για την Αθήνα, και ζήτησε τα πράγματά της. Ένα σακ βουαγιάζ ήταν όλο κι όλο κι η γυναίκα, καλή τη πίστη, του το παρέδωσε. Έχω βάλει λυτούς και δεμένους να ανακαλύψουν αυτόν τον τύπο. Θα έχει να μας πει πολλά».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Επόμενη Μέρα του Προσφυγικού

Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook


«Μην ελπίζεις. Αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει». Το έκπληκτο βλέμμα του φίλου της την έκανε να γελάσει. «Σκέψου. Όλα τα στοιχεία που μου είπες έχουν δυο χαρακτηριστικά: είναι εξαιρετικά εντυπωσιακά και εντελώς πρόσκαιρα. Είμαι σίγουρη ότι ο τύπος που πήρε τα πράγματα της "Μαρίας", αν είναι ακόμα στο νησί, κυκλοφορεί μ’ ένα καλοραμμένο παντελόνι κι ένα αξιοπρεπές πουκάμισο, δεν έχει ούτε δαχτυλίδια ούτε σκουλαρίκια, είναι φρεσκοξυρισμένος και τα μαλλιά του έχουν χρώμα κανονικό – αν δεν είναι και φαλακρός. Σκέφτομαι όμως… Είπες ότι αυτή η παραλία, η Γερακοφωλιά, είναι έρημη και την προτιμούν τα κότερα. Όμως η "Μαρία" σύχναζε εκεί κάθε μέρα. Μήπως την ενδιέφεραν τα κότερα; Γιατί δεν ζητάς να μάθεις ποια σκάφη βρίσκονταν χτες στο νησί κι αν κανένα από αυτά είχε αγκυροβολήσει στη Γερακοφωλιά; Και μόλις φάμε, σου προτείνω να πεταχτούμε επί τόπου για να ρίξουμε μια ματιά». «Για το πρώτο στέλνω αμέσως μήνυμα σ’ ένα φίλο μου στο λιμεναρχείο. Όσο για την επίσκεψη στη Γερακοφωλιά, τι τις θέλουμε τις πεζοπορίες μεσημεριάτικα;. Δεν το αφήνουμε για αύριο;». Η Όλγα γέλασε χωρίς να απαντήσει. *** Το τοπίο στη Γερακοφωλιά ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Πανύψηλοι, κατακόρυφοι βράχοι απομόνωναν τον βαθύ, καταγάλανο όρμο από το υπόλοιπο νησί. Έφτασαν εξουθενωμένοι. Η πορεία μέσ’ το καταμεσήμερο, ύστερα από ένα πλούσιο γεύμα με μπόλικο κρασί δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. «Λίγο ακόμα και θα πήγαινα να συναντήσω τη Μαρία», είπε ο Μάκης. Διάλεξε ένα σκιερό αλμυρίκι και ξάπλωσε από κάτω, βαριανασαίνοντας. Πιο ανθεκτική η Όλγα, άρχισε να εξετάζει την περιοχή. Δεν δυσκολεύτηκε να εντοπίσει μια γωνιά όπου τα αλμυρίκια σχημάτιζαν μαζί με τους βράχους μια καλή κρυψώνα. Από εκεί μπορούσε κανείς να παρατηρεί αθέατος την κίνηση στον όρμο. «Έλα να δεις». «Τι;» ρώτησε απρόθυμα ο Μάκης, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του. Η Όλγα του έδειξε τα ευρήματά της: ένα πλαστικό κάλυμμα τηλεφακού κι ένα κουμπί. «Το κουμπί είναι της "Μαρίας". Είναι ίδιο με αυτά που είχε στη φούστα της και θυμάμαι ότι το πρωί παρατήρησα πως της έλειπε ένα. Το σχήμα είναι αρκετά περίεργο ώστε να πρόκειται για σύμπτωση». «Μου ήρθε η απάντηση από το λιμεναρχείο», διέκοψε ο Μάκης. Η πολυτελής θαλαμηγός Άλμπατρος, με σημαία Παναμά, αγκυροβόλησε χτες το πρωί στον όρμο της Γερακοφωλιάς. Αναχώρησε σήμερα τα χαράματα». «Θαυμάσια. Κατά τη γνώμη μου τα πράγματα έγιναν ως εξής: η κοπέλα είχε κάποια πληροφορία σχετικά με το Άλμπατρος και ήξερε ότι μια από αυτές τις μέρες θα αγκυροβολούσε εδώ. Για αυτό ερχόταν καθημερινά. Είχε μαζί της και μια πολύ δυνατή φωτογραφική μηχανή – το καπάκι του τηλεφακού της είναι ό,τι απέμεινε – ελπίζοντας να πετύχει κάποιο λαβράκι. Φαίνεται ότι χτες την πήραν είδηση από το Άλμπατρος και ότι πράγματι κάτι είχαν να κρύψουν. Κατάφεραν να την αιχμαλωτίσουν, την ανέβασαν στη θαλαμηγό κι εκεί την σκότωσαν χορηγώντας της υπερβολική δόση ηρωίνης. Ύστερα, μόλις νύχτωσε, σαλπάρανε. Στα ανοιχτά του εγκαταλειμμένου ταρσανά σταμάτησαν, έβγαλαν το πτώμα στη στεριά και το παράτησαν ανάμεσα σε δυο βάρκες. Άφησαν και τη σύριγγα. Πάω στοίχημα ότι δεν θα φέρει καθόλου δακτυλικά αποτυπώματα!» «Ωραία όλα αυτά βρε Όλγα μου, αλλά χρειαζόμαστε αποδείξεις. Το ξέρεις δα, δε σου λέω τίποτα καινούργιο. Α! Πάνω στην ώρα», πρόσθεσε κοιτάζοντας το κινητό του που σφύριζε. «Την κοπέλα την έλεγαν Λώρα Παπαϊωάννου. Έστειλα τη φωτογραφία που μου έδωσες και μόλις έλαβα την απάντηση από τα κεντρικά». «Πρέπει να μάθουμε σε ποιον ανήκει αυτό το Άλμπατρος και τι μπορεί να είδε εκεί η Λώρα που ήταν τόσο σημαντικό ώστε να της στοιχίσει τη ζωή». «Άκου, εγώ θα στείλω όλα τα στοιχεία – στοιχεία όμως – όχι εικασίες, κι οι από πάνω ας κάνουν ότι καταλαβαίνουν. *** Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα. Οι συγγενείς της Λώρας ήρθαν στο νησί για να παραλάβουν τη σορό της, ενώ ο μυστηριώδης «φίλος» της δεν βρέθηκε πουθενά. Όσο για το Άλμπατρος, ολοκλήρωσε ανενόχλητο την κρουαζιέρα του στα νησιά και εγκατέλειψε την Ελλάδα. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή της Όλγας στην Αθήνα ο Μάκης έλαβε ένα e-mail. Μάκη γεια σου, Έμαθα ότι το Άλμπατρος ανήκει σε μια off shore του «επιχειρηματία» Θεμιστοκλή Σπίνου. Αν θυμάσαι, ήταν μπλεγμένος σε κάτι σκάνδαλα σχετικά με την παραγωγή και διανομή ενέργειας. Είχε καταδικαστεί αλλά – τι περίεργο χαχα – είχε αφεθεί ελεύθερος. Αυτόν θα είχε στόχο η Λώρα. Οι επαγγελματικές φωτογραφικές μηχανές – σαν τη δική της που δε βρέθηκε ποτέ – αποθηκεύουν αυτόματα σ’ ένα λογαριασμό στο διαδίκτυο τις φωτογραφίες που βγάζουν. Η Λώρα είχε έναν τέτοιο λογαριασμό, πάρα πολύ καλά προστατευμένο με κωδικούς και λοιπά. Σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη του σάιτ με το οποίο συνεργαζόταν, κανένας εκτός από αυτήν δεν είχε πρόσβαση σ’ αυτό το λογαριασμό. Ζήτησα ωστόσο από ένα φίλο μου, άσσο σε κάτι τέτοια, να επιχειρήσει να σπάσει τον κωδικό. Τα κατάφερε! Σου στέλνω συνημμένη την τελευταία φωτογραφία που τράβηξε η μηχανή της, λίγες ώρες πριν τη σκοτώσουν. Η υπόθεση είναι δική σου, πράξε κατά την κρίση σου. Πέρασα υπέροχα στο νησί και σ’ ευχαριστώ Φιλιά Όλγα Πετροπούλου Ανοίγοντας το συνημμένο, ο Μάκης ένιωσε να φεύγει όλο το αίμα από το κεφάλι του. Στο κατάστρωμα του Άλμπατρος ο Σπίνος μιλούσε φιλικά μ’ ένα πασίγνωστο πολιτικό που μόλις πριν λίγες μέρες είχε δηλώσει οργισμένα ότι «Αυτά που διαδίδονται για τις δήθεν σχέσεις μου με αυτόν τον κύριο είναι χυδαία ψεύδη, που στόχο έχουν να με βλάψουν ως δημόσιο άνδρα. Επαναλαμβάνω κατηγορηματικά ότι αυτόν τον κύριο δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου». «Σαΐνι αυτή η Όλγα», μουρμούρησε. «Για όλα είχε δίκιο, ακόμα και για τα δακτυλικά αποτυπώματα στη σύριγγα. Δεν είναι όμως καιρός αυτός για μεταθέσεις και μπελάδες…» Και χωρίς κανένα δισταγμό, πάτησε το DELETE.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.

Περισσότερα από το VICE

Η Fahima, η Rabiya και η Farzana Δολοφονήθηκαν στα Ελληνοτουρκικά Σύνορα

Μέσα στα Ασιατικά Μπαρμπέρικα της Θεσσαλονίκης

Φωτογραφίες Από τη Lowriding Σκηνή του Λος Άντζελες

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.