FYI.

This story is over 5 years old.

Clubbing

Rave Party και Αλεξίσφαιρα: Οι Πρώτες Μέρες του Fabric

Μιλήσαμε με τον Keith Reilly, συνιδρυτή του γνωστού λονδρέζικου κλαμπ.
JR
Κείμενο JS Rafaeli

«Κρεαταγορά». Σαν λέξη, όταν την συνδυάζεις με ένα κλαμπ, σου φέρνει στο μυαλό άσχημα σκηνικά, γεμάτα από τελειωμένο φοιτητόκοσμο, μεθύσια, κομπλεξικούς πορτιέρηδες και σιντριβάνια εμετού.

Σίγουρα δεν συνδέεις άμεσα την λέξη με το καλύτερο κλαμπ του Λονδίνου. Κι όμως εκεί έστησε το σπίτι του το Fabric, σε μια πρώην κρεαταγορά.

Ακόμα και αν έχεις μια «χαλαρή» σχέση με την κλαμπ σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας, το Fabric το ξέρεις. Είναι η Μέκκα της χορευτικής μουσικής, o λαβύρινθος του Smithfield Market, το κλαμπ των κλάμπερ, ένα μέρος που πας για να χαθείς στην μουσική και όχι να βγάλεις γκόμενες/γκόμενους και να κλείσεις τραπέζι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο χώρος έχει συμπληρώσει σχεδόν μια εικοσαετία ζωής, αλλά λίγοι νομίζω αντιλαμβάνονται πως η συνεχιζόμενη επιτυχία του κλαμπ, μαζί με την ιστορία και τον χαρακτήρα του, συνδέονται με τον άνθρωπο στον οποίο μιλάω σήμερα, τον συνιδρυτή του Fabric, Keith Reilly.

H ιστορία ξεκινάει από το επώνυμο. Οι Reillys είναι μια από τις πιο γνωστές οικογένειες του οργανωμένου εγκλήματος της Βρετανίας και οι μάχες τους με την οικογένεια Adams, την άλλη μεγάλη οικογένεια του Βρετανικού εγκλήματος, σημάδεψαν τις δεκαετίες του '80 και του '90. Όταν συνελήφθη ο John Reilly, ο θείος του Keith, είχε πάνω του πεντέμισι κιλά κοκαΐνη και σύμφωνα με τον αστυνομικό που τον συνέλαβε «αρκετά αυτόματα όπλα για να τα βάλει με τους Ταλιμπάν».

Ο Keith επιμένει ότι κανένα μέλος της άμεσης οικογένειάς του δεν είχε ποτέ πάρε-δώσε με δουλειές αυτού του «είδους», καθώς ο πατέρας του ασχολήθηκε με την (σε γενικές γραμμές) νόμιμη μπίζνα των μεταφορών. «Αυτό ήταν σημαντικό», λέει ο Keith, «γιατί είχα πρόσβαση σε πολλές άδειες αποθήκες».

Έκανε λοιπόν ότι θα έκανε οποιοσδήποτε νέος που είχε εμμονή με τον Bowie και τους Velvet Underground: άρχισε να οργανώνει πάρτι σε αποθήκες.

«Ήταν τρελές αυτές οι νύχτες, χωρίς κανόνες! Παίζαμε από James Brown και Fela Kuti, μέχρι Chaka Khan και Rolling Stones. Ήταν τελείως παράνομο, αλλά μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του '70, δεν υπήρχε καν η σκηνή των rave. Και να μας έπιαναν οι μπάτσοι δεν θα ήξεραν τι να μας κάνουν».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ήταν το αναρχικό πνεύμα εκείνων των πάρτι σε συνδυασμό με τη άνοδο του acid house που έσπρωξε τον Reilly να αποφασίσει να ανοίξει έναν δικό του χώρο το 1992. «Η dance σκηνή είχε ξεπέσει σε κάτι μαλακίες τύπου happy house ή όπως σκατά την έλεγαν. Έβαζαν ένα σκασμό djs πάνω στο flyer, στοιβάζανε τον κόσμο μέσα, τους έπαιρναν τα λεφτά στο μπαρ και γεια σας. Πραγματικά απαίσια».

Ο Keith λοιπόν πούλησε το σπίτι του και επένδυσε όλες του τις οικονομίες στο να φτιάξει το κλαμπ που ονειρευόταν. Του πήρε επτά χρόνια για να κάνει το Fabric πραγματικότητα. «Το Farringdon τότε ήταν μια σκατένια βιομηχανική ζώνη, αλλά ήταν σε κεντρικό σημείο, πράγμα που το έκανε τέλειο. Ο χώρος τότε ήταν αγνώριστος. Μας πήρε δύο χρόνια οικοδομικών εργασιών για να το κάνουμε κλαμπ, αλλά είχα πλέον το ένστικτό από όλα τα πάρτι που είχαμε κάνει στις αποθήκες. Μπήκα στο χώρο και ήξερα ότι είχαμε βρει αυτό που θέλαμε».

Όχι πως το να μπορείς να εντοπίσεις τον κατάλληλο χώρο σου εγγυάται την επιτυχία. «Όλοι οι υπόλοιποι στον χώρο μας, νόμιζαν ότι ήμασταν τρελοί», λέει ο Keith. «Ένα μήνα πριν από εμάς, θα άνοιγε ένα τεράστιο κλαμπ στο West End, το Home. Θυμάμαι έναν ατζέντη, που πλέον είναι καλός μου φίλος, που ήρθε και μας βρήκε να μας λέει:

- Έχετε πάρει γραμμή ότι ανοίγει το Home ένα μήνα πριν από εσάς;
- Ναι.
- Και ξέρετε ότι έχουν residents τον Oakenfold και τον Rampling;
- Ναι.
- Εσείς ποιους θα έχετε για residents;
- Τον Terry Francis και τον Craig Richards.
- Ποιοι σκατά είναι αυτοί;
- Κάτι φίλοι μου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Συνειδητοποίησα μόλις το είπα, ότι πρέπει να φάνηκα πολύ ανώριμος, αλλά ήξερα μέσα μου ότι είχα δίκιο. Τύποι σαν τον Craig δεν μπορούσαν να βρουν κάποια δουλειά της προκοπής ως dj τότε. Όλοι θέλανε σκατένια house, οπότε όποιος ήθελε να κάνει κάτι άλλο, απλά δεν είχε ελπίδα. Ξεκινήσαμε λοιπόν το Fabric με ένα όρο. Ότι δεν θα κάναμε ποτέ σκόντο στην μουσική. Και δεν το έχουμε κάνει ποτέ».

Το Home έκλεισε σε δύο μόλις χρόνια, ενώ το residency του Craig και του Terry στο Fabric συνεχίζει ακόμα, κάτι που το κάνει ένα από τα μακροβιότερα residencies στην ιστορία της Βρετανικής μουσικής.

Αυτό που φάνηκε άμεσα, ήταν πως το Fabric ήταν η απάντηση που έψαχνε ένα μεγάλο μέρος της Λονδρέζικης σκηνής.

«Εκείνα τα πρώτα βράδια ήταν χαοτικά», θυμάται ο άλλος συνιδρυτής του Fabric, Cameron Leslie, ο οποίος ήταν το δεξί χέρι του Reilly από την πρώτη μέρα. «Οι ουρές πήγαιναν γύρω από το τετράγωνο κι εμείς δεν είχαμε ιδέα ούτε από ταμεία, ούτε από συναγερμούς, ούτε από τίποτα. Πριν ανοίξουμε, ούτε γκαρνταρόμπα δεν είχαμε, κάτι που είναι πολύ σημαντικό, μιας και ελέγχει την ροή του κόσμου που βγαίνει και μπαίνει από το μαγαζί. Στο τέλος πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου, τον μόνο άνθρωπο που ήξερα που δεν ήταν καμμένος από τα ναρκωτικά, ο οποίος έτρεξε με στρατιωτική πειθαρχία τους πρώτους τρεις μήνες το κλαμπ».

«Το μόνο πράγμα που ξέραμε να τρέξουμε σωστά ήταν το ηχοσύστημα», προσθέτει ο Reilly.

Αυτή ακριβώς η ικανότητά τους με το ηχοσύστημα άλλωστε, είναι ένα από τα βασικά συστατικά της επιτυχίας του κλαμπ. «Στα περισσότερα κλαμπ, το ηχοσύστημα είναι το τελευταίο πράγμα που μπαίνει και είναι συνήθως απαίσιο», λέει ο Reilly. «Το Fabric έχει χτιστεί γύρω από το ηχοσύστημά του… Είναι μια συνεχής σχέση αγάπης. Ακόμα και τώρα, κάθε εβδομάδα, προσπαθούμε να το βελτιώνουμε».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει χορέψει στο Fabric, η μαγεία του συστήματος στο πρώτο δωμάτιο, είναι οι 400 μετατροπείς μπάσου που υπάρχουν κάτω από το πάτωμα. Νιώθεις το μπάσο, όχι μόνο το ακούς. Το σώμα σου πάλλεται από το κούτελό σου μέχρι τα πόδια σου και σε μια καλή βραδιά drum 'n' bass, η αίσθηση είναι μοναδική.

«Ναι», σχολιάζει γελώντας ο Reilly, «το μόνο πρόβλημα είναι πως τις πρώτες μέρες, με όλα τα raves της αγάπης λόγω ecstasy, έβλεπες κάτι κορίτσια που είχαν χαπακωθεί λίγο παραπάνω, να κάθονται στο πάτωμα με κάτι τεράστια χαμόγελα και να την βρίσκουν. Ήταν λες και είχαν βρει τον μεγαλύτερο δονητή του κόσμου».

Η άμεση επιτυχία του Fabric όμως έφερε και κινδύνους. Οι έμποροι που ήλεγχαν τα ναρκωτικά της Μεγάλης Βρετανίας, είδαν το κλαμπ σαν μια αγορά πολλών εκατομμυρίων το μήνα και προσπάθησαν να το καταλάβουν. Ο Reilly άρχισε να δέχεται απειλές, πολλές φορές μέσα στο ίδιο του το σπίτι, από τύπους που γενικά δεν θες να σε απειλούν.

Έπρεπε λοιπόν να πάρει μια απόφαση. Να πάρει τους θείους του και να αρχίσει πόλεμος ή να προσπαθήσει να παραμείνει νόμιμος και να αντιμετωπίσει τους γκάνγκστερ μόνος του. «Αν τρέξεις με τα σκυλιά, θα καταλήξεις να είσαι σκύλος», εξηγεί, «και δεν ήξερα αν μπορούσα να τρέξω τόσο γρήγορα. Αυτού του είδους οι άσχημες δουλειές άλλωστε, δεν είναι για μένα. Ξεκαθάρισα από νωρίς ότι θα πάω στην αστυνομία, κάτι που γενικά δεν κάνεις με αυτούς τους ανθρώπους. Δούλεψε όμως, έστω και αν αναγκάστηκα να φοράω αλεξίσφαιρο τον πρώτο χρόνο του Fabric και να χάσω τον γάμο μου. Η γυναίκα μου δεν γούσταρε να δέχεται απειλές στο ίδιο της το σπίτι».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Φτάνοντας στη αναπόφευκτη ερώτηση για την πιο «μεγάλη βραδιά του μαγαζιού» από εκείνα τα πρώτα χρόνια, ο Keith συγκινείται. «Το ότι έπαιξε εδώ ο John Peel ήταν κάτι το μαγικό. Στην αρχή δεν ήθελε να το κάνει, γιατί είχε κακές εμπειρίες από κλαμπ στο παρελθόν. Αλλά τελείωσε την βραδιά του στο Fabric παίζοντας το Teenage Kicks και ο κόσμος δεν σταματούσε να φωνάζει. Στο τέλος τον πήραν έξω στα χέρια τους. Είχε δακρύσει. Το ίδιο κι εμείς. Για μας ήταν ένας θεός. Όταν ήμουν μικρός δεν μπορούσα να κοιμηθώ αν δεν άκουγα την εκπομπή του».

Μιλώντας στον Reilly και την ομάδα του, πολλοί εκ των οποίων είναι οι ίδιοι που άρχισαν το Fabric πριν δεκαπέντε χρόνια, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το πνεύμα της John Peel-ικής μουσικής αναζήτησης ζει ακόμα ανάμεσά τους. Ο Reilly είναι ξεκάθαρος: «Όλες αυτές οι μόδες και τα είδη, πάνε κι έρχονται κι εμείς συνεχίζουμε και κάνουμε αυτό που κάνουμε. Δεν προσπαθούμε να εντοπίσουμε ρεύματα, δεν αμφισβητούμε αυτό που κάνουμε και δεν φέρνουμε κάποιον που δεν γουστάρουμε να παίξει. Αυτό το κάνουν τα κορόιδα. Λάθη πάντα γίνονται, είναι μέσα στο παιχνίδι. Είμαι εμμονικός. Αν γουστάρω ένα κομμάτι δεν μου φτάνει να το ακούσεις. Θέλω να νιώσει ακριβώς το ίδιο συναίσθημα που νιώθω κι εγώ όταν το ακούω. Είναι ένα κουσούρι που έχω, που εκνευρίζει αφάνταστα τους φίλους μου. Πιστεύω ότι η μόνη δουλειά που έχω να κάνω, είναι να βρίσκω υπέροχα πράγματα και να τα δείχνω στον κόσμο. Αυτό είναι όλο».

Μπορεί να φαίνεται κάπως «φανφαρόνικο» όταν μιλάμε απλά για ένα μεγάλο κτίριο γεμάτο ανθρώπους, μουσική και ξίδια, αλλά ο ενθουσιασμός του είναι κολλητικός και η συνεχιζόμενα σταθερή ποιότητα του Fabric, είναι μοναδική στην Λονδρέζικη σκηνή. Και είναι αυτή τους η εμμονή στην λεπτομέρεια που είναι εμφανής σε οτιδήποτε κάνουν, πόσο μάλλον στο ότι τρέχουν ακόμα μια συνδρομητική δισκογραφική εταιρεία, που βασίζεται στα CD, τα οποία και παρουσιάζουν μέσα σε αυτές τις θρυλικές πλέον μεταλλικές συσκευασίες.

Το Fabric άνοιξε ως απάντηση σε όλα αυτά τα κακόγουστα κλαμπ της δεκαετίας του 90, στα οποία μεσουρανούσαν ονόματα όπως ο Judge Jules, η Lisa Lashes και ο Seb Fontaine. Δεκαπέντε χρόνια μετά, συνεχίζει να ξεχωρίζει μέσα σε μια θάλασσα γεμάτη από Steve Aoki, David Guetta και Avicci. Ευχόμαστε να συνεχίσει για πολύ καιρό ακόμα.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.