Όταν μεγάλωναν, στους δρόμους του Παγκρατίου περπατούσαν Γερμανοί στρατιώτες. Μέσα στις παιδικές τους αναμνήσεις είναι ο εμφύλιος και «εκείνη τη φορά που παραλίγο να με πυροβολήσουν». Δεν έχουν πάει διακοπές, δεν έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, είναι η παιδική μας ηλικία. Είναι οι άνθρωποι που μας ενώνουν με το παρελθόν, οι αφηγητές μιας ζωής που δεν ζήσαμε, οι άνθρωποι που μπορούν να εξηγήσουν με τα υλικά του παρελθόντος το σήμερα. Μιλήσαμε με έναν παππού και μια γιαγιά για την ιστορία της ζωής τους. Και είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τη δική σου.
Μαίρη Τσαμπαρλή, 76 ετών
Γεννήθηκα στις 9 Ιουλίου του 1940. Μεγάλωσα στο Παγκράτι και δεν έφυγα ποτέ από 'δω, παρά μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα. Τώρα έχω μεταφερθεί λίγα τετράγωνα πιο πάνω, στον Βύρωνα.
Μου αρέσει πολύ η πόλη. Στην Αθήνα γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, έτσι έμαθα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να μείνω σε κάποιο χωριό.
Με τα χρόνια παρακολουθούσα τη γειτονιά μου να αλλάζει. Το παλιό μου δημοτικό σχολείο στεγάζει πλέον έναν κινηματογράφο και οι δρόμοι έχουν γεμίσει αυτοκίνητα. Μαζί με τη γειτονιά, άλλαξε και ο κόσμος. Παλιά οι άνθρωποι ήταν πιο φιλόξενοι και επικοινωνιακοί. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Τώρα δεν ξέρω τι γίνεται.
Ένα από τα ελάχιστα πράγματα που διατηρήθηκαν στη γειτονιά είναι κάτι στενά δρομάκια, με ενάμιση περίπου μέτρο πλάτος. Αυτά τα στενά δρομάκια έσωσαν πολλούς Έλληνες στον πόλεμο. Οι Γερμανοί δεν τα ήξεραν κι έτσι ξεγλιστρούσαν οι Ελληνες μέσα από αυτά. Έχουμε κι εδώ δίπλα ένα.
Η πρώτη μου ανάμνηση είναι από τα χρόνια του πολέμου. Παρ' ότι ήμουν μικρή το θυμάμαι πολύ έντονα . Τότε μέναμε στη Χαρμονίδου, στο Παγκράτι, και καθόμουν με τη μητέρα μου στην είσοδο του σπιτιού. Συνήθιζα να το κάνω αυτό για πολλά χρόνια, ακόμα και όταν μεγάλωσα. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας με στρατιωτική στολή και φώναξε άγρια «ΜΕΣΑ!». Μπήκαμε μέσα τρομαγμένες. Ήμουν τεσσάρων χρονών τότε και είχα φοβηθεί τόσο πολύ που δεν έχω αποβάλλει ακόμα το συναίσθημα.
Τελείωσα το Γυμνάσιο το 1958 και ξεκίνησα κατευθείαν να δουλεύω. Έχω κάνει πολλές δουλειές στη ζωή μου. Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε εφημερίδα, επειδή ήξερα γραφομηχανή. Αισθανόμουν ότι θα πέσουν οι τοίχοι να με πλακώσουν. Υπέφερα, δεν μου άρεσε καθόλου το γραφείο. Εμένα μου άρεσαν οι πωλήσεις, να συναναστρέφομαι με κόσμο, να μιλάω. Έτσι, όλες οι υπόλοιπες δουλειές μου είχαν σχέση με αυτό.
Η κατάσταση που ζούμε τώρα μοιάζει πολύ με την περίοδο μετά τον πόλεμο. Βέβαια όχι απόλυτα. Τα δάνεια της δεκαετίας του '90, που δημιούργησαν μία πλασματική ευφορία, όλο και κάτι άφησαν πίσω. Ενώ τότε ήμασταν τελείως φτωχοί. Πάντα έβλεπα τους γονείς μου να δυσκολεύονται. Μπορεί να μην είχαν να πληρώσουν ΕΝΦΙΑ και εφορίες, αλλά πάντα ήταν πολύ συγκρατημένοι. Δεν θυμάμαι ποτέ, μα ποτέ, να έχουμε οικονομική άνεση. Όχι ότι δεν είχαμε να φάμε. Τα προς το ζην τα είχαμε, αλλά δεν είχαμε την άνεση για διακοπές, για εκδρομές, για διασκέδαση. Έτσι, λοιπόν, ποτέ δεν έκανα σπάταλη ζωή. Έχω στερηθεί από μικρό παιδί πολλά πράγματα. Κάποιοι πάνε διακοπές. Εγώ δεν έχω γνωρίσει καθόλου την Ελλάδα, έχω πάει σε τρία νησιά στη ζωή μου.
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece
Θα μπορούσα να είχα φύγει τότε. Μου είχαν κάνει μία πρόταση να φύγω για Καναδά, που είχαμε κάποιους συγγενείς εκεί. Τελευταία στιγμή δεν το έκανα, δεν ήθελα να αφήσω τους γονείς μου πίσω. « Όπως βράζουν όλοι στο καζάνι, θα βράσεις κι εσύ», είπα. Δε θα έφευγα ποτέ.
Μου αρέσουν ο αλλαγές, προσαρμόζομαι εύκολα. Για παράδειγμα, μου αρέσει πολύ η τεχνολογία, την «άρπαξα» αμέσως. Με ρωτούσε η εγγονή μου: «Γιαγιά τι το θέλεις το λαπτοπ; Δεν παίρνεις βελόνες να πλέξεις;» Και όντως, το πήρα και το έμαθα μόνη μου.
Η κα Μαίρη Τσαμπαρλή μας δείχνει τις φωτογραφίες που τράβηξε με το κινητό της
Υπήρχαν άλλες φορές που έπαιρνα τηλέφωνα και καθόμουν όλη τη νύχτα ξύπνια, δεν κοιμόμουν μέχρι να μάθω πώς λειτουργεί. Και τα smartphones τα έμαθα αμέσως. Μου αρέσει πολύ να μαθαίνω. Οι συμμαθήτριες μου και οι φίλες μου ούτε μήνυμα δεν μπορούν να στείλουν.
Κώστας Ντουράκης, 89 ετών
Γεννήθηκα στη Ρεντίνα Καρδίτσας στις 6 Σεπτεμβρίου του 1927. Εκεί μεγάλωσα, εκεί έβγαλα το δημοτικό σχολείο. Δεν έχω πάει σε άλλο σχολείο, μονάχα στο δημοτικό. Η ζωή μου ήταν αγροτική μέχρι που άνοιξα ένα καφενείο στο χωριό. Το '50 ήρθα στην Αθήνα, όπου έκανα την ίδια δουλειά. Όταν πήρα σύνταξη ανέβηκα πάλι στην Καρδίτσα. Η ζωή εδώ είναι ελεύθερη και ανεξάρτητη. Στην πόλη δεσμεύεσαι, δεν μπορείς να έχεις την ίδια ελευθερία. Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται, γιατί έτσι έμαθα από μικρός.
H πιο σκοτεινή περίοδος της ζωής μου ήταν τα χρόνια του εμφυλίου. Συναντούσες έναν οδοιπόρο και σκεφτόσουν «ποιος είναι αυτός τώρα; τι θα μου κάνει;». Ο κόσμος κρυβόταν, φοβόταν να κάτσει στο χωριό. Θυμάμαι που κι εμείς πολλές φορές πηγαίναμε και κρυβόμασταν μέσα στα δάση. Ήμουν 19 χρονών τότε.
Ο εμφύλιος ήταν το χειρότερο πράγμα. Ειδικά όπως τον έζησα εγώ. Ήμουν δυόμισι χρόνια στο αντάρτικο. Έπαιρναν όλους τους νέους από τα χωριά και τους επιστράτευαν. Στο χωριό μας τα πιο πολλά παιδιά πήγαν με τους αντάρτες. Από τα παιδάκια που πήγαν στο Γράμμο ελάχιστα γύρισαν πίσω.
Θυμάμαι που ήμασταν σε ένα κτήμα με τον μπάρμπα μου και αλωνίζαμε το σιτάρι με τα άλογα. Κάποια στιγμή περνάει από μπροστά μας το στρατιωτικό τμήμα ενός γνωστού τρομοκράτη της περιφέρειας. Είχε περάσει πρώτα από το χωριό και είχε σκοτώσει τέσσερα ή πέντε παιδιά. Πλησιάζει τον μπάρμπα μου για να τον χτυπήσει κι εκείνος αντανακλαστικά τον χτυπάει με το κοντάρι. Πριν το καταλάβω με χτύπησαν και μένα και με φόρτωσαν στο άλογο. Φτάσαμε στο γεφύρι του χωριού και με έσπρωξαν πάνω σε έναν τοίχο, έτοιμοι να μου ρίξουν. Αυτή ήταν η μοναδική στιγμή στη ζωή μου που νόμιζα ότι θα πεθάνω. Ευτυχώς κάποιος από το τμήμα αναγνώρισε τον μπάρμπα μου, επειδή έκαναν μαζί στρατό στη φρουρά του βασιλιά, και τους είπε να μας αφήσουν. Από τότε δεν φοβάμαι τίποτα.
Ακόμα και στα χρόνια του πολέμου όμως νιώθαμε ανεξάρτητοι, ήμασταν ορεσίβιοι. Τα νέα παιδιά δεν έχουν μάθει σε αυτό τον τρόπο ζωής. Πέρα από το σχολείο δεν έχουν γνωρίσει τίποτα άλλο. Όλο γράμματα μαθαίνουν. Περπατάνε τυφλά και προσπαθούν κάπως να πορευτούν. Εμείς αποκτούσαμε εμπειρία από πολλά πράγματα. Αν δεν κάναμε το ένα πράγμα στη ζωή μας, θα κάναμε το άλλο. Όταν ήμουν μικρότερος, δεν με ένοιαζε αν θα έπεφτε έξω το μαγαζί, θα ξαναπήγαινα στα χωράφια να καλλιεργήσω. Κάπως θα ζούσα.
Ο άνθρωπος πρέπει να τρίβεται σε όλα, να έχει εναλλακτικές λύσεις. Φταίμε κι εμείς. Τους μάθαμε να διαβάζουν ένα σωρό βιβλία και δεν τους δείξαμε πώς να φτιάχνουν έναν κήπο.
Το μόνο που με αγχώνει είναι πώς θα ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Δεν με νοιάζει τίποτα άλλο. Εντάξει, εμένα μου δόθηκε μία ευκαιρία, άνοιξα το μαγαζάκι μου. Έζησα από αυτό. Αυτοί πώς θα ζήσουν; Η κατάσταση είναι ασταθής και αυτό σου δημιουργεί συνεχώς ένα άγχος.
Αλλά ακόμα κι έτσι, αν ήμουν στην ηλικία τους δεν θα έφευγα από τη χώρα. Θα έμενα στην Ελλάδα. Πώς να ξεριζωθείς ; Αφού εδώ είναι όσα αγαπάς. Αν ήταν τόσο εύκολο, θα έφευγα μετά τον πόλεμο.
Περάσαμε πολλά. Ήταν πολύ άσχημες οι συνθήκες τότε. Αυτά που έχουν δει τα μάτια μου…
Περισσότερα από το VICE
Ο Καναδικός Στρατός Ερευνά Ακόμη Έναν Μυστηριώδη Θόρυβο στην Αρκτική
Οι «Οροθετικές» του 2012 Συνεχίζουν να Σέρνονται στα Δικαστήρια - Εκείνοι που τις Διαπόμπευσαν Όχι
«90 Χρόνια ΠΑΟΚ», Θρησκεία, Ουτοπία και Αισθηματίες στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης