FYI.

This story is over 5 years old.

Ναρκωτικά

Γνωρίστε τα Παιδιά-Φυγάδες των Διεθνών Εμπόρων Ναρκωτικών

Η γράφουσα –η οποία αναγκάστηκε να γυρίσει τον κόσμο ως παιδί, λόγω του πατέρα της, που διακινούσε κάνναβη– μιλάει με ανθρώπους που έχουν ζήσει παρόμοιες ζωές.
TW
Κείμενο Tyler Wetherall
Η συγγραφέας (το μωρό με τη μοϊκάνα) στο μήνα του μέλιτος των γονιών της, στο Maui, όταν η οικογένεια ήταν υπό επιτήρηση. Ο άνθρωπος στα λευκά που στέκεται πίσω ήταν πράκτορας του FBI. 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE UK

Ήμουν εννέα χρόνων, όταν συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι ο πατέρας μου ήταν φυγάς. Αντί να μας πάει στο σχολείο ένα πρωί, η μαμά φώναξε εμένα και την αδερφή μου στο δωμάτιό της, μας έβαλε να καθίσουμε μαζί της στο γιγάντιο king-size κρεβάτι της και μας έφερε να πιούμε τσάι. Μας είπε ότι το επίθετο που είχαμε δεν ήταν δικό μας και ότι ήταν ψεύτικο, όπως και ότι το FBI κυνηγούσε την οικογένειά μας τα τελευταία επτά χρόνια. Σχεδόν όλη τη ζωή που είχα ζήσει μέχρι τότε, δηλαδή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πέρασαν αρκετά χρόνια, για να μάθω τι είχε κάνει ο πατέρας μου. Η οργάνωσή του είχε εισάγει λαθραία στις ΗΠΑ μαριχουάνα αξίας σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80. Όταν γεννήθηκα, το 1983, το FBI παρακολουθούσε ήδη το σπίτι μας. Μέσα σε δύο χρόνια, οι έρευνες είχαν προχωρήσει και ο κλοιός γύρω του στένευε, έτσι οι γονείς μου αποφάσισαν -αντί να αφήσουν την οικογένεια να διαλυθεί με τη φυλάκισή του– να φύγουμε από τη χώρα. Ήλπιζαν ότι θα ξεθύμαινε όλο αυτό σύντομα.

Βλέποντάς το εκ των υστέρων, σαφώς ήταν μια κακή επιλογή. Εκείνη την εποχή, όμως, δεν ήμασταν η μόνη οικογένεια που το έκανε και υπήρχε σοβαρός λόγος για αυτό: τα αυστηρά μέτρα που λήφθηκαν από την κυβέρνηση Ronald Reagan κατά της διακίνησης ναρκωτικών τη δεκαετία του 1980, οδήγησαν στον διπλασιασμό κάποιων ποινών, στην επιβολή υποχρεωτικών ελάχιστων ποινών και τη μη δυνατότητα καταβολής εγγυήσεων. Η φιλελεύθερη προσέγγιση του πρώην Προέδρου Jimmy Carter αντιμετώπιζε την κοινότητα διακινητών κάνναβης ως άκακη – χίπηδες που διέθεταν επιχειρηματικό μυαλό και τις διασυνδέσεις για να έχουν ρευστό. Όμως, με τη νεοσυσταθείσα Ομάδα Δίωξης Ναρκωτικών του Reagan να έχει κινητοποιηθεί εναντίον τους, πολλοί από αυτούς τράπηκαν σε φυγή – και πήραν και τις οικογένειές τους μαζί τους.

Όταν πρωτοφτάσαμε στην Ευρώπη από την Καλιφόρνια, το 1985, ενσωματωθήκαμε σε ένα δίκτυο φυγάδων που εκτείνονταν σε όλη την ήπειρο. Αυτοί οι φυγάδες αντάλλασσαν πληροφορίες και επαφές μεταξύ τους: συμβουλές για το πώς να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο με ψεύτικο όνομα, πληροφορίες για το ποιος είχε συλληφθεί και πόσα χρόνια έφαγε, όπως και συμβουλές για το πού να κρύψουν τα παράνομα χρήματά τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μέσα σε όλα αυτά, υπήρχαμε και εμείς τα παιδιά που μεγαλώσαμε κάνοντας συλλογή από ταχυδρομικές διευθύνσεις και ονόματα, όπως άλλα παιδιά έκαναν συλλογές από Barbie. Παιδιά που μεγαλώσαμε κρατώντας μυστικά που μπορούσαν να βάλουν τους γονείς μας στη φυλακή.

Η Claudia* ήταν δέκα χρόνων, όταν οι γονείς της, τής πρωτοείπαν ότι έπρεπε να αλλάξει το όνομά της. Ο πατέρας της, Aaron, είχε κάνει διακίνηση με τον πατέρα μου στην Καλιφόρνια, ενώ αργότερα και οι δύο κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ένα αδίκημα το οποίο, με βάση τη νέα νομοθεσία, επέφερε κάθειρξη τουλάχιστον 20 ετών. Ο Aaron ήταν ένας ευγενικός, ξέγνοιαστος άνδρας, ο οποίος τράπηκε σε φυγή με τη γυναίκα και τις δύο κόρες του, λίγο πριν από εμάς. Η Claudia θυμάται να κάθεται σε ένα εστιατόριο στη νότια Γαλλία ελπίζοντας να φάει παγωτό, όταν ο πατέρας της, τής είπε ότι από εκείνη τη μέρα και έπειτα, θα έπρεπε να χρησιμοποιεί το επίθετο Sewell. Για τους επόμενους έξι μήνες, η Claudia έγραφε λάθος το νέο της επίθετο – ο πατέρας της δεν είχε σκεφτεί να της δείξει πώς γράφεται. Της έλεγε ότι είχε μπλεξίματα λόγω φοροδιαφυγής. Το ίδιο έλεγαν και σε εμάς, βασιζόμενοι στην άγνοια των παιδιών για τους φόρους.

Η αδερφή της Claudia, η Anna, ήταν 18 μηνών, όταν έφυγε από τις ΗΠΑ. Μεγάλωσε πιστεύοντας ότι όλοι παίρνουν διαφορετικό επίθετο, όταν μετακομίζουν στην Ευρώπη – η εξήγηση ενός παιδιού για το ανεξήγητο. Ποτέ δεν αμφισβητήσαμε αυτά που μας έλεγαν, τουλάχιστον όχι στην αρχή. Αυτή ήταν η πραγματικότητα που γνωρίζαμε. Αντιθέτως, γεμίζαμε τα κενά στην ιστορία, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η οικογένειά μου μετακόμισε από την Ιταλία στην Πορτογαλία και από εκεί στη νότια Γαλλία, για να βρει και άλλους φυγάδες που ξέραμε, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί με επιτυχία. Στο σπίτι μας στη Μουζέν, ο «Baby Doc» –ο δικτάτορας της Αϊτής Jean-Claude Duvalier– έμενε δίπλα μας, ενώ ο Σαουδάραβας έμπορος όπλων Adnan Khashoggi έμενε στην άλλη πλευρά. Ήταν ένα μέρος όπου μπορούσαν να ζήσουν οι ζάμπλουτοι, χωρίς να προκαλούν υποψίες. Ακόμη και όταν μετακομίσαμε στη Μεγάλη Βρετανία και οι γονείς μου χώρισαν, περνούσαμε τα καλοκαίρια μας στη Γαλλία με τις άλλες οικογένειες φυγάδων. Εμείς τα παιδιά δεν συζητούσαμε ποτέ για την κατάστασή μας. Μας είχαν μεγαλώσει με έναν κανόνα: Μην πείτε τίποτα! Η Claudia εξακολουθεί να έχει μιλήσει μόνο σε δυο-τρεις ανθρώπους στη ζωή της.


Μπήκαμε για Δύο Χρόνια στη ζωή του πιο Διαβόητου Κακοποιού της Βρετανίας

Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook


Ο Alexander πέρασε τα πρώτα εννιά χρόνια της ζωής του μετακομίζοντας. Τα σπίτια και τα σχολεία που άλλαξε ήταν τόσα πολλά, που έχασε το μέτρημα. Άλλαξε το όνομά του τρεις φορές και, κάθε φορά, ο πατέρας του τον έβαζε να το γράφει πολλές φορές, μέχρι να το μάθει σωστά. Ο Alexander θυμάται να κοιμάται στο σπίτι μιας φίλης του στην ηλικία των οκτώ και να της λέει ότι είχε δύο διαφορετικά ονόματα. Η φίλη του, τού είπε ότι αυτό ήταν περίεργο και έτσι όταν ο Alexander βρέθηκε στο αυτοκίνητο με τον πατέρα του, για να επιστρέψει σπίτι, τον ρώτησε για αυτό. Τότε ήταν η πρώτη φορά που έμαθε το πραγματικό του επίθετο. Το είδε όλο αυτό σαν περιπέτεια και ένιωσε ότι τον είχαν βάλει και αυτόν στο κόλπο. «Σίγουρα ήμασταν μια ομάδα», είπε, αναφερόμενος στις στενές σχέσεις που είχαν τα μέλη της οικογένειάς του. Όταν ο κόσμος γύρω σου αλλάζει συνεχώς, γίνεσαι μια γροθιά με τους κοντινούς σου. Ήμασταν εμείς, εναντίον όλου του κόσμου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Γίναμε εξπέρ στο να λέμε ψέματα και να κρατάμε μυστικά. Αν κάποιος αμφισβητούσε κάποια πτυχή των παιδικών μου χρόνων που δεν του φαινόταν λογική –τις συχνές μετακινήσεις ή την ύποπτη φύση της δουλειάς του πατέρα μου– σκαρφιζόμουν μια ιστορία. Έλεγα ότι φύγαμε από τις ΗΠΑ, επειδή η μαμά μου ήθελε να είναι πιο κοντά στην οικογένειά της στην Αγγλία ή ότι ο μπαμπάς μου ήταν επενδυτής κεφαλαίων - και τα δύο είναι αλήθεια. Ο Alexander το περιέγραψε αυτό ως μια διπλή σκέψη: πίστευε ταυτόχρονα το ψέμα που σκαρφιζόταν και την αλήθεια.

Οι γονείς μας είχαν ψεύτικες ταυτότητες, γλίτωναν παρά τρίχα από ομοσπονδιακούς πράκτορες και είχαν κρυμμένα χρήματα σε τραπεζικές θυρίδες.

Η σύλληψη άλλων φυγάδων έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλεια που παρείχε το καταφύγιο στη νότια Γαλλία και πολλοί από τους γνωστούς μας μετακόμισαν. Ο Alexander θυμάται πόσο είχε φοβηθεί, όταν ο πατέρας του αποφάσισε να διαφύγει στο Παρίσι, λέγοντάς του, «Αν συμβεί το οτιδήποτε, να προσέχεις τη μαμά σου και τον αδερφό σου». Η Claudia επέστρεψε μια μέρα από το σχολείο, λίγο πριν από το τέλος της χρονιάς και της είπαν ότι δεν θα επέστρεφε ξανά. Η οικογένειά της θα μετακόμιζε στη Φλωρεντία και δεν έπρεπε να επικοινωνήσει με τους φίλους της, ούτε να πει σε κανέναν πού θα πήγαιναν. «Τότε ήταν που κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά από μια απλή φοροδιαφυγή», είπε. Λίγο καιρό αργότερα, παρακολουθούσε ειδήσεις με τη μητέρα της, όταν είδε ένα ρεπορτάζ για εμπόρους ναρκωτικών και τότε η Claudia ρώτησε: «Σαν τον μπαμπά είναι και αυτοί;».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μιλώντας από τη Νέα Υόρκη, η σήμερα 42χρονη μητέρα και ιδιοκτήτρια μπαρ, είπε ότι δεν ξέρει πώς το κατάλαβε. «Δεν είχε ποτέ δουλειά, όμως δεν αναρωτήθηκα ποτέ γιατί», είπε. «Αναφερόμασταν στον τηλεφωνικό θάλαμο ως το γραφείο του». Ο πατέρας της, πάντως, δεν έκρυψε ποτέ ότι κάπνιζε χόρτο. «Ακόμη και τώρα, η μυρωδιά του μου θυμίζει το σπίτι μας», είπε. «Όπως η μυρωδιά της μηλόπιτας ξυπνά παιδικές μνήμες σε άλλους, έτσι συμβαίνει σε εμένα με το χόρτο». Αργότερα, όταν μετακόμισαν στο Παρίσι, η τότε 16χρονη Claudia του αγόραζε χόρτο. «Είχα περισσότερες άκρες από εκείνος. Επίσης, φοβόταν να μην τον πιάσουν».

Η στιγμή της αποκάλυψης για την Anna, ήταν όταν είδε την ταινία Τρέχοντας στο Κενό με τον River Phoenix –η οποία είναι για μια αντικομφορμιστική οικογένεια που καταδιώκεται από το FBI– και αναγνώρισε τη ζωή της στη δική τους.

Όλοι είχαμε άπειρες ιστορίες που είχαν να κάνουν με τον αδέξιο χειρισμό μας σε καταστάσεις που θύμιζαν χολιγουντιανές ταινίες, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαμε να έχουμε μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή. Οι γονείς μας είχαν ψεύτικες ταυτότητες, γλίτωναν παρά τρίχα από ομοσπονδιακούς πράκτορες και είχαν κρυμμένα χρήματα σε τραπεζικές θυρίδες. Εμείς, όμως, πασχίζαμε απλώς να βγάλουμε μια άκρη μέσα σε όλα αυτά, όπως πασχίζεις να βρεις μια άκρη στην εφηβεία, μόνο που δυστυχώς για εμάς, αυτά τα δύο είχαν συμπέσει.

Όταν οι υπόλοιποι έφηβοι αποκάλυπταν τα μυστικά τους, όταν παίζαμε «Θάρρος ή αλήθεια», εμείς παραμέναμε σιωπηλοί. Μιλώντας για την πρώτη φορά που είπε σε έναν φίλο του ότι ήταν 14 ετών, ο Alexander λέει: «Ένιωσα απαίσια μετά, σαν να είχα πάει κόντρα σε όλους τους κανόνες», με μια προφορά που πλέον είναι χαρακτηριστικά γαλλική. «Όταν είδα ότι ο φίλος μου δεν με πίστεψε, το εκμεταλλεύτηκα και του είπα ότι έκανα πλάκα. Δεν το αποκάλυψα σε κανέναν, μέχρι που έγινα 21».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Προσωπικά, μου ήταν εύκολο να κρατάω τα μυστικά, εκτός από τις στιγμές που ήμουν μαστουρωμένη, οπότε και ήθελα να μιλάω. Πάντα το μετάνιωνα και ξυπνούσα την επόμενη μέρα με τον φόβο ότι θα γινόταν κάτι εξαιτίας αυτών που είχα πει.

Στο τέλος, όλοι μπουχτίσαμε. Ο Alexander το χρησιμοποίησε κάποτε όλο αυτό εναντίον των γονιών του –τα συνηθισμένα εφηβικά ξεσπάσματα, τύπου «μου γαμήσατε τη ζωή»-, αν και κατά βάση, ήταν οργισμένος με το αμερικανικό σύστημα δικαιοσύνης. Για την Anna, το ποτήρι ξεχείλισε, όταν ήταν 12 ετών. Η αδερφή της Claudia είχε ήδη φύγει από το σπίτι και οι γονείς της, τής ανακοίνωσαν ότι θα μετακόμιζαν από το Παρίσι στο Άμστερνταμ. «Είχα φίλους, είχα μια ζωή», είπε η Anna. «Αναγκάστηκα να μάθω μια καινούργια γλώσσα. Ήμουν εξοργισμένη και δεν άντεχα άλλο».

Οι γονείς της Anna έκαναν μια συζήτηση μαζί της και της είπαν ότι ο μπαμπάς της ήταν διακινητής κάνναβης. Είπε ότι το έκαναν όλοι στη δεκαετία του ’80 και ότι δεν ήταν κάτι το φοβερό, όμως εκείνη δεν το έβλεπε έτσι. «Ένιωσα ότι ήταν ανεύθυνος», είπε η Anna, η οποία είναι πλέον μια διαζευγμένη μητέρα που ζει στη Νέα Υόρκη. «Αν είναι δυνατόν, είχε ήδη λεφτά και είχε κάνει δύο παιδιά. Δεν ήταν καιρός να πουλάει ναρκωτικά».

Υπήρξε μια εποχή που τσαντιζόμουν, όταν άκουγα ότι ο μπαμπάς μου έπινε μπάφους με τον Bob Marley

Παλιά, φανταζόμουν πώς μπορεί να ήταν η ζωή μου, αν δεν είχε μπλέξει ποτέ ο πατέρας μου. Μεγάλωσα μέσα στο σπίτι στην Καλιφόρνια όπου γεννήθηκα, με μια ιδιωτική λίμνη, ένα κοπάδι από παγώνια, πίνακες του Warhol στον τοίχο και δυο Corvette στο γκαράζ. Μάλλον θα είχα γίνει πολύ κακομαθημένο. Όμως, ναι, έχω περιέργεια να δω πώς θα ήταν η ζωή μου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Οι πατεράδες μας ξεκίνησαν να «πέφτουν» ένας-ένας. Το 1996, ο μπαμπάς μου καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης, εκτίοντας τα έξι στην Καλιφόρνια, όπου ζει τώρα. Υπήρξαν σκαμπανεβάσματα, όμως παραμείναμε αγαπημένοι. Ο μπαμπάς της Claudia και της Anna παραδόθηκε, όταν έφυγαν τα κορίτσια από το σπίτι, το 2004. Συναντήθηκαν όλοι για μια εβδομάδα στο Βανκούβερ και έκλαψαν, όταν αποχαιρετίστηκαν. Εκείνος κάπνισε ένα τσιγάρο, έκαψε τις ψεύτικες ταυτότητές τους, πήγε στον αρμόδιο για θέματα μετανάστευσης στα καναδικά σύνορα και είπε: «Θα χρειαστεί να καλέσεις το αφεντικό σου για την υπόθεσή μου». Το FBI εντόπισε τελικά τον πατέρα του Alexander το 2016. Ο Alexander, ο οποίος είναι πλέον ένας 33χρονος video artist που ζει έξω από το Παρίσι, είπε ότι ένιωσε να καταρρέει ο κόσμος του. Ο μπαμπάς του είχε γίνει ένας νομοταγής πολίτης που πλήρωνε τους φόρους του στη Γαλλία για 30 χρόνια και πλέον ήταν 70άρης. Οι κατηγορίες τελικά αποσύρθηκαν.

Όσο για εμάς, τα παιδιά – τα λεφτά είχαν κάνει φτερά από καιρό, όμως μας έμειναν οι ιστορίες.

«Υπήρξε μια εποχή που τσαντιζόμουν, όταν άκουγα ότι ο μπαμπάς μου έπινε μπάφους με τον Bob Marley και άλλα τέτοια. Έλεγα, “Όλα αυτά φταίνε που ζήσαμε τη ζωή που ζήσαμε”», είπε ο Alexander γελώντας. «Όμως νιώθω και θαυμασμό. Έκανε ό,τι μπορούσε, για να έχουμε μια φυσιολογική ζωή. Πώς το βλέπω εγώ; Με έκανε πιο δυνατό».

Μόνο αφού τελείωσαν όλα αυτά, έμαθα για τις εμπειρίες των υπολοίπων και ήρθαμε ξανά όλοι σε επαφή ως ενήλικες, όπου διηγούμασταν τις προσωπικές μας ιστορίες σαν ανέκδοτα, γελώντας με τον παραλογισμό της κατάστασης. Δεν θα άλλαζα τίποτα από όλα αυτά τώρα. Το μόνο που θα ήθελα είναι να μην είχα πληγωθεί τόσες φορές και να είχα κρύψει τουλάχιστον έναν πίνακα του Warhol.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

*Κάποια ονόματα και λεπτομέρειες έχουν αλλαχθεί.

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.

Περισσότερα από το VICE

Τα Καλύτερα Video Games που Περιμένουμε Μέσα στο 2018

Tέχνη που Εξερευνά την Ομορφιά και την Κοινοτοπία της Περιόδου

Αλήθεια, τι Προκαλεί Περισσότερο Έναν Φασίστα;

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.