FYI.

This story is over 5 years old.

Φωτογραφίες

Τα Σκουπίδια σου, η Ζωή μου

Ψάχνοντας τους ανθρώπους που ψάχνουν στους κάδους και όλα όσα μας έμαθε αυτή η «αναζήτηση».

​Έξω από την πολυκατοικία μου υπάρχουν δυο κάδοι σκουπιδιών. Τελευταία, όλο και πιο συχνά, βλέπω ανθρώπους με καρότσια να ψάχνουν μέσα και να μαζεύουν πράγματα. Όποτε έχει τύχει ν' αφήσω σακούλες με ρούχα έξω από τον κάδο, σε δέκα λεπτά (το πολύ), έχουν εξαφανιστεί.

Ήξερα ότι υπάρχουν ρακοσυλλέκτες, αλλά αυτό που συμβαίνει πια, νομίζω είναι διαφορετικό. Η περισυλλογή σκουπιδιών (κυρίως ρούχα) και η μεταπώλησή τους έχει γίνει κανονική απασχόληση για κάποιους λιγότερο τυχερούς και κυρίως, για μετανάστες. Η εικόνα τους, φέρνει στο μυαλό τα μυρμήγκια και τις εκστρατείες τους για φύλλα και τροφή. Πού, να είναι άραγε η φωλιά όλων αυτών, όμως; Και πόσο περπατάνε πριν επιστρέψουν σε αυτήν;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σε δρόμο στα Πατήσια, υπάρχει ένα μικρό αυτοσχέδιο παζάρι κάθε Τετάρτη, όπου άνθρωποι -κυρίως Αφρικανοί- απλώνουν σεντόνια με ρούχα και μικροαντικείμενα. Εκεί, το καλοκαίρι αγόρασα φούστα Sisley με 50 λεπτά καθώς και καφτάνι -που ολόιδιο είχα δει και σε κάποιο μαγαζί- επίσης με 50 λεπτά. Μετά από πολύ καλό πλύσιμο τόλμησα να τα φορέσω. Και ήταν σούπερ!

Πηγαίνω να τους βρω, με τη σκέψη να κάνω κάποια «πορτραίτα» αυτών των ιδιαίτερων εμπόρων. Τζίφος, όμως. Το παζάρι, μετά από κυνήγι της αστυνομίας, έχει σταματήσει να γίνεται εκεί. Έχει μεταφερθεί σε άλλο δρόμο, κάπου κοντά και γίνεται βράδυ. Έτσι τουλάχιστον με πληροφορεί ο ιδιοκτήτης ενός ιντερνέτ καφέ. Η έκπληξή μου μεγαλώνει.

VICE: Τι ώρα εννοείς «βράδυ»;
Ε, γύρω στις 2 μαζεύονται και μένουν μέχρι το πρωί, έξι- εφτά.

Κι έρχεται κόσμος τέτοια ώρα;
Βέβαια κι έρχεται, κανονικά, όπως πριν.

Για δες τι γίνεται, σκέφτομαι. Ψάχνοντας το λίγο παραπάνω, γνωρίζω τον Ναζίμπ. Ρακοσυλλέκτη, τα τελευταία, «αρκετά» χρόνια. Ανήκει στο σωματείο Ερμής. Το πρώτο επίσημο σωματείο ρακοσυλλεκτών, με έτος ίδρυσης 1992. Ο Ναζίμπ όμως γνωρίζει πολύ καλά τι γίνεται κι εκτός σωματείου, στην πιάτσα που λέμε.

«Παντού ξεφυτρώνουν αυτοσχέδια παζάρια. Παράνομα, φυσικά. Οποιοσδήποτε μπορεί να την κάνει τη δουλειά, πια. Παίρνει ένα καρότσι και γυρνάει στους δρόμους» μου εξηγεί ο Ναζίμπ. «Μπορεί να περπατά και 40 χιλιόμετρα για να βρει κάτι».

VICE: Και γιατί δεν έρχονται να γίνουν μέλη στο σωματείο;
Ναζίμπ: Για να γίνεις μέλος στο σωματείο πρέπει να έχεις χαρτιά. Pολλοί από αυτούς που βλέπεις να γυρνάνε, βρίσκονται παράνομα στη χώρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Για τι εθνικότητες μιλάμε;
Ρουμάνοι, Πακιστανοί, Βούλγαροι, Αφρικανοί, γενικά αλλοδαποί που δεν έχουν μια σταθερή δουλειά ή εισόδημα για να ζουν με αξιοπρέπεια.

Και τα ρούχα είναι όλα από τα σκουπίδια;
Όχι όλα. Αρκετοί πηγαίνουν σε εκκλησίες, σε γραφεία των Γιατρών χωρίς Σύνορα ή σε κοινωνικούς λειτουργούς και με το πρόβλημα που έχουνε, βρίσκουνε ευκαιρία και παίρνουν ρούχα. Μετά τα πουλάνε. Βγάζουνε έτσι ένα μεροκάματο για να φάνε.

Εσύ ξέρεις ανθρώπους που δεν ανήκουν σε σωματεία, που το κάνουν; Πώς μπορώ να έρθω σ΄ επαφή μαζί τους;
​Υπάρχει ένα παζάρι, το Ρομ, στο Αιγάλεω. Εκεί μαζεύονται όλες οι φυλές. Μπορεί να βρει κανείς τους πάντες και τα πάντα. Με χαρτιά ή χωρίς.

Ευχαριστώ τον Ναζίμπ κι αποφασίζω, φυσικά, να επισκεφτώ το Ρομ Bazaar. Παρέα με τον Φάνη (φωτογράφο) φτάνουμε εκεί, το επόμενο πρωί. Η ατμόσφαιρα είναι εορταστική. Καμιά σχέση με το αυτοσχέδιο μικρό παζάρι που ήξερα εγώ στα Πατήσια. Μια μεγάλη έκταση, κλειστή στα περισσότερα σημεία και μέσα αυτοσχέδια, μικρά μαγαζάκια. Ρούχα και παπούτσια, στο έδαφος ή κρεμασμένα στους τοίχους. Πολλά από αυτά, επώνυμα και σε καλή κατάσταση. Ένα μπιλιάρδο απασχολεί νεαρούς σε ένα κάπως διαμορφωμένο χώρο, τύπου αναψυκτήριο. Τσιγγάνες και μουσουλμάνες με μαντίλες ή χωρίς. Χαλιά πολύχρωμα. Σάντουιτς και ψυγεία για αναψυκτικά. Κόσμος να πηγαινοέρχεται. Υποψήφιοι πελάτες και μη, σε διάφορες ηλικίες, γυρίζουν αδιάκοπα και ρωτάνε ή παζαρεύουν. Κάποιοι αγοράζουν. Σειρά έχουν οι γνωριμίες κι οι ερωτήσεις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πρώτη στάση, μια ξανθιά γυναίκα που κάθεται σε σκαμπό, δίπλα σε μια στοίβα ρούχα. Δε δείχνει όμως πολύ πρόθυμη. Με το ζόρι σχεδόν και σε σπαστά ελληνικά, μου λέει ότι δε γνωρίζει πολλά για τη διαδικασία. Τρεις μέρες είναι στο παζάρι. Μόλις δυο χρόνια στην Ελλάδα. Έχει έρθει από τη Βουλγαρία. Τα ρούχα που πουλάει, δεν τα μαζεύει από τα σκουπίδια, λέει. Είναι δικά της. Πουλάει ρούχα που δε χρειάζεται πια. Δεν το κάνει συνέχεια. Αναρωτιέμαι αν ντρέπεται να πει την αλήθεια ή φοβάται. Τη ρωτάω αν ξέρει που βρίσκουν ρούχα όσοι είναι στο παζάρι.

«Εγώ κάνω τη δουλειά μου. Δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. Δε ξέρω κι ούτε θέλω να ξέρω τι κάνουν ή πού τα βρίσκουν» μου λέει σε σπαστά ελληνικά πάντα. Αρνείται να μου πει το όνομά της.

Δεύτερη στάση, Αχμέντ. O Αχμέντ είναι δάσκαλος. Τα απογεύματα διδάσκει αραβικά σε παιδιά. Τα πρωινά στο παζάρι. Τον έφερε ο Αλι, ένας φίλος του, που έχει επίσης μαγαζί μέσα στο παζάρι. Μου λέει ότι το πρωί ήρθε ένα φορτηγό από την Κρήτη γεμάτο ρούχα. Από εκεί αγόρασαν αρκετοί πριν τα μεταπωλήσουν. Ποιοι οδηγούν τα φορτηγά όμως κι από πού είναι αυτά τα ρούχα, δεν καταφέρνω να μάθω. Καταλαβαίνω πάντως ότι η μυρμηγκοφωλιά είναι πολύ πιο σύνθετη απ' όσο πίστευα. Και το «ιδιαίτερο» αυτό εμπόριο, πολύ πιο οργανωμένο.

Ο κόσμος που βολτάρει στο Ρομ δεν είναι άγνωστοι. Είμαι εσύ κι εγώ, ο πατέρας μου ή κάποιοι φίλοι μου. Μέχρι κι ένας σκηνογράφος, γνωστός μου, ψάχνει πράγματα εκεί. Συνεχίζω τις γνωριμίες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Αλί είναι «ιδιοκτήτης» ενός μικρού μαγαζιού μέσα στο παζάρι. Δε συλλέγει ρούχα ο ίδιος. Αυτός απλώς τα αγοράζει και τα μεταπουλάει.

«Έχεις υπάλληλους δηλαδή» του λέω, χαμογελώντας, ο Αλι νεύει καταφατικά. Τους εργαζόμενους του, τους πληρώνει με το κομμάτι. Μου δείχνει 40 ίδια παντελόνια. Αυτά τα πήρα 10 ευρώ, μου λέει. Πίσω από το μαγαζάκι του, μια μικρή αποθηκούλα. Εκεί, κουρεύει κιόλας. Εφτά χρόνια στην Ελλάδα, ο Αλί. Στην αρχή είχε φρικάρει κι ήθελε να φύγει. Τώρα έχει δικτυωθεί κάπως κι είναι καλύτερα. «Καλό και κακό είναι μαζί τώρα», λέει ο Αλί, ενώ ταυτόχρονα βάζει παντελόνι που μόλις πούλησε για δύο ευρώ σε σακούλα.

«Κι αν δεν έχω φαγητό, δεν πειράζει. Αν και κανείς δεν κοιμάται, χωρίς να φάει. Όλοι για ένα πιάτο φαγητό δουλεύουμε πια».

Η επίσκεψη στο «Ρομ» τελειώνει με μια παρέα παιδιών. Ο Χρήστος είναι 15 χρονών. Ρομά, από την Αλβανία. Παράτησε το σχολείο και μαζεύει ρούχα από τα σκουπίδια. Οι γονείς του, το ίδιο. «Η μάνα μου δε ξέρει,» μου λέει. «Τα δίνει όλα για 50 λεπτά. Βλέπεις αυτό το μπουφάν; Αυτό κάνει τουλάχιστον 50 ευρώ, στα μαγαζια. Δεν θα το δώσω για 50 λεπτά εγώ. Θα πάρω τουλάχιστον πέντε ευρώ». Με μηχανάκι πηγαίνει και ψάχνει. Νίκαια κυρίως αλλά όχι μόνο. Νέα γενιά σκέφτομαι, νέα κόλπα. Αντί για τρίκυκλο ή καρότσι-μηχανάκι.

Ο Παναγιώτης, 10 χρονών, συνέχεια κάνει πλάκες. Κι αυτός έχει παρατήσει το σχολείο. Τι σχέδια έχεις για το μέλλον, τον ρωτάω. «Ε, να κλέψω καμιά γριούλα» μου λέει, προκαλώντας με. Ο Χρήστος του ρίχνει μια στο κεφάλι. Άσε τις βλακείες, του λέει. Ο Παναγιώτης με κοιτά ντροπαλά. Έχει πολύ όμορφα μάτια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σταματάω τις κουβέντες και δοκιμάζω πράγματα. Παπούτσια, μπουφάν, τσάντες μέχρι και μια γούνα. Όλα σε καλή κατάσταση. Θα μπορούσα άνετα να ντυθώ από το παζάρι ακόμα και για «επίσημες εμφανίσεις» και κανείς να μην το καταλάβει. Κι αυτό με λιγότερα από πέντε ευρώ.

«Με ένα ευρώ, παίρνεις μέχρι και κουστούμι. Γαμπρός κανονικά» μου λέει χαμογελώντας, ο Χρήστος.

Φεύγουμε. Στο παζάρι παίζει δυνατά, τραγούδια καψούρας σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Ο κόσμος σκέφτομαι, «υποφέρει» παντού.

Ολοκληρώνοντας , συναντώ τον Χασάν, πρώην πρόεδρο του σωματείου Ρακοσυλλεκτών Ερμής και νυν ταμία. Αναρωτιέμαι αν με όλη αυτή την «άνθιση» έχει προκύψει μεγαλύτερος ανταγωνισμός.

«Όλοι για ένα πιάτο φαΐ το κάνουμε» μου λέει ο Χασάν. «Τι ανταγωνισμός; Εδώ, μέχρι και πελάτες παλιοί, που είχαμε, κάνουν την ίδια δουλειά πια. Ο κόσμος πεινάει και τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα. Κάθε μέρα έρχεται κόσμος και θέλει να γίνει μέλος του σωματείου. Δεν υπάρχει χώρος, όμως. Εμείς είμαστε αυστηροί. Θέλουμε να δούμε χαρτιά. Επίσης γίνονται έλεγχοι. Όποιος πουλάει πράγματα που είναι καινούρια, τον διώχνουμε. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί και να τα έχει κλέψει, γι αυτό. Μόνο παλιά πράγματα πουλάμε εμείς».

«Και πάει καλά η δουλειά;» αναρωτιέμαι. «Όχι όπως παλιά. Ο κόσμος κοιτάει αλλά δεν αγοράζει. Ακόμα και 50 λεπτά δεν έχει να δώσει πια».

Ο ανταγωνισμός δε βοηθάει όμως, επανέρχομαι.

«Εμείς δεν έχουμε πρόβλημα…» επιμένει ο Χασάν. «Αρκεί κοντά στα ξερά να μην καούν και τα χλωρά. Τους κυνηγάει η αστυνομία τους παράνομους».

Καταλαβαίνω πια ότι αυτό το «ιδιαίτερο» εμπόριο, αποτελεί πραγματικό κομμάτι του οικονομικού κύκλου της ζωής μας στην Ελλάδα του 2014. Δε ξέρω αν είναι καλό που όλο και περισσότερο κόσμος αναγκάζεται να κάνει τα ψώνια του σε παζάρια, ξέρω όμως, ότι τουλάχιστον κάποιοι δίπλα μας καταφέρνουν να επιβιώσουν έστω κι έτσι.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.