FYI.

This story is over 5 years old.

News

Η Κίτρινη Δημοσιογραφία Συνεχίζει να Διεγείρει τα πιο Ταπεινά Ένστικτα της Κοινωνίας

Κανιβαλισμός με αφορμή τη σύλληψη της κόρης γνωστού δημοσιογράφου.

Φωτογραφία: Δημήτρης Ραπακούσης

«Αν υπήρχε κάτι που μισούσε περισσότερο από τις συμμορίες των εργοδοτών, από τις ερωμένες των Ισπανών αριστοκρατών και από τους λαχειοπώλες (τους τελευταίους επειδή διέδιδαν την πίστη σ' έναν ψεύτικο παράδεισο) ήταν οι πουλημένοι δημοσιογράφοι: οι πιο πουτάνες από τις πουτάνες, που είχαν εισχωρήσει στο ευγενέστερο επάγγελμα του κόσμου». Το απόσπασμα είναι από το εξαιρετικό βιβλίο «Το ποδήλατο του Λεονάρντο» του Paco Ignacio Taibo. Είχε δίκιο ο λατινοαμερικάνος συγγραφέας που μισούσε τους «πουλημένους» δημοσιογράφους -σίγουρα πολλοί συμμερίζονται την αποστροφή του, αφού υπάρχει ένα είδος «δημοσιογραφίας» που δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τη λειτουργία της ενημέρωσης και την εξυπηρέτηση της αλήθειας. Προσιδιάζει περισσότερο σε μαφία και ταλαντεύεται μεταξύ του εκβιασμού και της κατινιάς. Έχει χρώμα. Είναι κίτρινη. Όχι όπως το χαρτί των παλιών εφημερίδων που τις φυλάμε γιατί κατέγραψαν ένα σημαντικό κοινωνικοπολιτικό συμβάν ή φιλοξένησαν ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ. Είναι το κίτρινο της αηδίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το ξαναείδα μπροστά μου αυτό το χρώμα το Σαββατοκύριακο να διαπερνά την οθόνη του υπολογιστή μου ανάμεσα σε φωτογραφίες από κυκλαδίτικες παραλίες, οργισμένα μηνύματα για τη σφαγή στη Γάζα και τρολαρίσματα για την ανακτημένη χλιδή της Μυκόνου. Ήταν η είδηση για τη σύλληψη της κόρης ενός δημοσιογράφου για κατοχή και χρήση χασίς, σε μια άγαρμπα σκηνοθετημένη φωτογραφική πλαισίωση που προσπαθούσε να μας πείσει ότι ανακάλυψε τα κρυφά στούντιο του Breaking Bad. Και βεβαίως με τις φωτογραφίες της κοπέλας και του πατέρα της. Αν ο νόμος τους έδινε τη δυνατότητα, είμαι σίγουρη ότι θα τους υποχρέωναν να κρατάνε κι ένα νούμερο για πετύχουν μια κάπως πιο κινηματογραφική αποτύπωση και να μην αναγκάζονται να «κλέβουν» προσωπικές στιγμές μιας οικογενειακής σχέσης σε μια όχι και τόσο ευχάριστη συνθήκη.

Προφανώς αν η κοπέλα δεν είχε την ατυχία να είναι κόρη ενός δημόσιου προσώπου δε θα μαθαίναμε κάτι. Ούτε καν η Ελληνική Αστυνομία δε θα εξέδιδε δελτίο τύπου γιατί το περιστατικό εντάσσεται στη ρουτίνα των αρμοδιοτήτων της, χωρίς κανένα απολύτως ευρύτερο ενδιαφέρον. Σε κάποια άλλη χώρα των πολιτισμένων δυτικών γεωγραφικών ζωνών -στην κατηγορία των οποίων μας αρέσει πολύ να εντασσόμαστε για λόγους πολιτικής ορθότητας και ακόμα περισσότερο μας αρέσει αυτή η ένταξη να μη μας ξεβολεύει από την κακή μας κουλτούρα- δεν θα υπήρχε καν είδηση, γιατί η απλή χρήση της κάνναβης είτε είναι αποποινικοποιημένη, είτε δεν επισείει ποινική μεταχείριση. Εδώ, το περιστατικό ενεργοποίησε αυτόματα τη λειτουργία του κοινωνικού κανιβαλισμού και η κρεατομηχανή πήρε φωτιά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πρωτομάστορας υπήρξε γι' ακόμη μια φορά ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος στην ιστοσελίδα που σημειολογικά ταιριάζει στο είδος της δημοσιογραφίας που λανσάρει. Η δημοσιογραφία της «ζούγκλας» επανήλθε για να διεγείρει τα πιο ταπεινά ένστικτα της κοινωνίας και να εμπεδώσει τη λογική της διαπόμπευσης και της κατάργησης οποιασδήποτε έννοιας ιδιωτικότητας και σεβασμού των προσωπικών δεδομένων. Στα ίχνη του πάτησαν μια σειρά από ανυπόληπτα sites ακροδεξιού ή κουτσομπολίστικου χαρακτήρα. Μέχρις εδώ αναμενόμενη η εξέλιξη αλλά όχι αποδεκτή. Το ότι ο κατάλογος της κατάφωρης παραβίασης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στη χώρα μας είναι μακρύς , δε σημαίνει ότι πρέπει να τον κρατήσουμε ανοιχτό επ' άπειρο, ώστε να προσθέτει όποιος θέλει τη δική του πινελιά εξευτελισμού της προσωπικότητας. Κάθε ιστορία εξοικείωσης με τη νοοτροπία της κλειδαρότρυπας μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στον κοινωνικό εκφασισμό. Γι' αυτό η κοινωνία αλλά και ο Τύπος πρέπει να θωρακιστούν θεσμικά και ιδεολογικά απέναντι στο κίτρινο που απειλεί να μαυρίσει τη συλλογική συνείδηση. Αυτό το μαύρο είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ' αυτό που βρήκαν στο σπίτι της κοπέλας

Το πιο θλιβερό όμως ήταν ότι άνθρωποι – λίγοι ευτυχώς - που αυτοτοποθετούνται πολιτικά στον αριστερό ή ευρύτερα προοδευτικό χώρο αναπαρήγαν την είδηση στα social media με χλευαστικό ή ειρωνικό τόνο σ' έναν αβίαστο ρεβανσισμό απέναντι στο δημοσιογράφο που δικαίως ή αδίκως έχει ταυτιστεί με φιλομνημονιακές θέσεις. Η κοινωνική ευαισθησία όμως και η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι alacarte. Αφορούν στο σύνολο του κοινωνικού σώματος και δεν υπόκεινται σε συναισθηματικές διακυμάνσεις , γιατί έτσι απογυμνώνονται από το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Είναι αξιακό σύστημα ανεπηρέαστο από πολιτικές στάσεις ή προσωπικές συμπάθειες και μόνο ως τέτοιο έχει σημασία. Όσοι ασκούν ένα επάγγελμα που βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας δε συνεπάγεται ότι υφίστανται ατύπως περιορισμούς ως προς τα δικαιώματα τους, ούτε ότι θα γίνεται βορά η προσωπικό τους ζωή και το συγγενικό τους περιβάλλον στις ανάγκες ενός φθηνού εντυπωσιασμού. Επίσης, δε μπορούμε να πορευτούμε ξαφνικά με πυξίδα τη σκοταδιστική έννοια της «οικογενειακής ευθύνης». Κάθε ενήλικο πρόσωπο κατοχυρώνει τον αυτοπροσδιορισμό της ύπαρξης τους.

Η κοπέλα τελικά αφέθηκε ελεύθερη με περιοριστικούς όρους. Είναι πιθανό όταν γίνει η δίκη να της επιβληθεί μια μικρή ποινή ή και να αθωωθεί. Είναι λιγότερο πιθανό , κάποια στιγμή η Πολιτεία να συνειδητοποιήσει ότι το τσουβάλιασμα της απλής χρήσης οποιουδήποτε ναρκωτικού σε μια σκληρή κατασταλτική πολιτική είναι αντιεπιστημονικό και αναποτελεσματικό. Σε κάθε περίπτωση όμως τόσο η ίδια όσο και ο πατέρας έχουν «καταδικαστεί» και τους έχει ήδη «επιβληθεί» η ποινή της διαπόμπευσης. Η ρετσινιά μένει… Και δεν εννοώ τη δικιά τους ρετσινιά αλλά τη δικιά μας: Το «Αλήτες – Ρουφιάνοι – Δημοσιογράφοι».

Το έγραψε πολύ εύστοχα ο Θανάσης Καρτερός: «Μαύροι διώκτες, κίτρινοι δημοσιογράφοι, γκρίζοι ρουφιάνοι. Το πιο καθαρό πρόσωπο σ' αυτή την ιστορία είναι τελικώς το κορίτσι με τους μπάφους».

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.