Κορυφή Στρογγούλα
Ταξίδι

Ένα Οδοιπορικό στα Καταφύγια των Τζουμέρκων, Εκεί Όπου Κάθε Μέρα Είναι μια Περιπέτεια

Τρεις ιστορίες ανθρώπων με κότσια μεγαλύτερα απ’ τα ζόρια τους.

Τα Τζουμέρκα, από μακριά, φαίνονται σαν σπασμένο διαμάντι - όγκοι που χαράχτηκαν με γωνίες κλειστές και οξείες κορυφές. Πιο rough πελεκημένο σχήμα σε ελληνικό βουνό (δεν είμαι ορειβάτης ούτε mountain man αλλά) δεν έχω αντικρίσει. Και αν μπεις στην ενδοχώρα τους, αν πάρεις τα μονοπάτια τους για να εισχωρήσεις στο μεγάλο ολόγυρα δάσος, θα περάσεις από πέτρινα γεφύρια και ξωκλήσια, καταρράκτες ψηλούς και βάθρες αλαφροΐσκιωτες, υγρών κρυστάλλων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τόπος τραχιά, αλλά με πύλες παραδείσων.

Δάσος_ Τζουμέρκα.jpg

Τα τρία ορειβατικά καταφύγια των δήμων της περιοχής είχαν για χρόνια παρατηθεί - όλα τους κατάντησαν στάβλοι. Μέχρι που άνθρωποι, με όνειρο και μεράκι, πήραν την απόφαση να τα συνεφέρουν - και έκαναν αυτά τα κουφάρια, ξανά σπίτια για φίλους μες στο δάσος.

Με τη βοήθεια της πολιτείας, πλέον, τα επανάφεραν στη φυσική τους κατάσταση, στην κανονική κοινωνική τους λειτουργία.

Αυτές είναι οι ιστορίες τους.

Πράμαντα_ family1.jpg

Καταφύγιο Πραμάντων

«Εδώ κάθε μέρα είναι μια μικρή περιπέτεια».

Ο Μπάμπης Τριανταφύλλου, ιδιωτικός υπάλληλος με σπουδές λογιστικής και η Πόλα Μαρκόζη, συντηρήτρια αρχαιοτήτων, πριν 20 χρόνια άφησαν την Αθήνα για τα Γιάννενα - χωρίς να κατάγονται από την Ήπειρο. Μόνο επειδή ήθελαν να απομακρυνθούν από το υπερμεγέθες, ασφυκτικό κλεινόν άστυ.

«Δεν θα είχε κρατήσει η σχέση μας στην Αθήνα, βλεπόμασταν Τετάρτη και Σάββατο», μου λένε.

Πέντε χρόνια αργότερα, από τα Γιάννενα βρέθηκαν στα Τζουμέρκα, διαχειριστές του Καταφυγίου Πραμάντων. Από το 2006 ζουν μόνιμα εδώ, σε έναν τόπο απόκοσμα όμορφο. Το background του καταφυγίου φέρνει στον νου σκηνικό του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Πράμαντα_ εξωτερική2.jpg

Το καταφύγιο, σαν αλπικό σαλέ, βρίσκεται στους πρόποδες της Στρογγούλας, περίφημης τζουμερκιώτικης βουνοκορφής. Σε περίπου τρεις ώρες, ένα σχετικά βατό μονοπάτι σε βγάζει στα ύψιστα πλατώ της. Απέναντι, ο ήλιος δύοντας βάφει την πλάση εμπνευσμένα, με χρώματα “Van Gogh”. Εδώ, απομυθοποιείς τα ηλιοβασιλέματα του Αιγαίου και (συν)αισθάνεσαι τον κόσμο σαν ενιαία, αδιατάρακτη οντότητα. Νιώθεις το σύμπαν πόσο τέλεια λειτουργεί. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Τόσα χρόνια μετά, είστε ικανοποιημένοι με την επιλογή σας;», ρωτάω και τους δύο.

«Ζήτω!», απαντάει εμφατικά ο Μπάμπης.

«Παρόλες τις δυσκολίες, την οικονομική κρίση που ζήσαμε, την πανδημία τώρα, σε βοηθάει αυτός ο τόπος να επιμείνεις», λέει η Πόλα. «Κι ας είμαστε πιο “ακραία φάση”, ακόμη κι από αυτούς που ζουν στο χωριό. Διότι εμείς ζούμε πάνω στο βουνό».

«Μας ρωτάνε πολλοί πώς το αποφασίσαμε», λέει ο Μπάμπης. «Μια στιγμή μάς πήρε», αυτό τους λέω.

«Ούτε ξέραμε κατά που πέφτουν τα Τζουμέρκα τότε. Μάθαμε για ένα εγκαταλειμμένο καταφύγιο και ήρθαμε. Μόλις το είδαμε, αποφασίσαμε ότι εδώ θα ζήσουμε. Κι ας ήταν ρημάδι τότε, ένα χρέπι με καμένα έπιπλα, πρόβατα μέσα και κοπριά μέχρι το γόνατο. Είχε κτιστεί το ’99 και λειτούργησε μόνο μία χρονιά. Σε αυτές τις καιρικές συνθήκες ειδικά, ένα κτίριο που ερημώνει, δεν έχει πολύ ζωή», λένε.

«Όλα τα δεδομένα έτειναν στο να μην το αναλάβουμε, όλοι μας αποθάρρυναν», λέει η Πόλα. «Εμείς πήραμε δάνειο - και πώς να στο πω, αγοράσαμε ξύλα και φτιάξαμε τα κρεβάτια. Ξεκινήσαμε να το φέρνουμε σε μια νορμάλ κατάσταση. Τέσσερις μήνες κοιμόμασταν στον υπνόσακο και δουλεύαμε».

«Όμως, για εμάς αυτό το καταφύγιο ήταν “λαχείο” που μας έκατσε. Τώρα αποδεικνύεται αυτό», συνεχίζει ο Μπάμπης.

Πράμαντα_ σαλόνι με θέα.jpg

Ας ήταν όλοι αυτοί οι μήνες της πανδημίας μια περίοδος «άκρας του τάφου σιωπής» επαγγελματικά, όπου το καταφύγιο τυπικά παρέμενε ανοιχτό, αλλά οι μετακινήσεις απαγορεύονταν. «Εδώ οι ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας ήταν ελάχιστες», λέει ο Μπάμπης. «Πολύ λίγο αισθανθήκαμε το lockdown. Και δεν υπήρχε τελικά καλύτερη περίοδος για να κάνουμε το επόμενο βήμα μας».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Μόλις ολοκληρώσαμε μια μεγάλη προσπάθεια ριζικής ανακαίνισης του καταφυγίου και των υποδομών (με κονδύλια του δήμου και της περιφέρειας). Μετά από 15 χρόνια ενεργής παρουσίας μας σε αυτόν τον τόπο, οι άνθρωποι του δήμου έχουν καταλάβει ότι ήρθαμε για να μείνουμε- όχι για να “βγάλουμε λεφτά”, αλλά για να ζήσουμε».

«Αρχές του καλοκαιριού πέρσι, κάναμε με τους φίλους μας μια γιορτούλα και την επόμενη μέρα ξεκίνησαν οι εργασίες. Το κτίριο επενδύθηκε με πέτρα, εγκαταστήσαμε ηλιακούς συλλέκτες, ανανεώσαμε την κουζίνα μας, διαμορφώσαμε τον εξωτερικό χώρο και προστατέψαμε τη βεράντα μας με ξύλο και γυαλί. Μπορούμε να φιλοξενήσουμε 26 ανθρώπους, ακόμη περισσότερους σε περίπτωση συλλόγων και γκρουπ».

«Φτιάξαμε κι ένα μικρό λουτρό αποθεραπείας που λειτουργεί με τρεχούμενο νερό από τον κοντινό μας καταρράκτη - ξεκουράζουν τα πόδια τους οι ορειβάτες όταν κατεβαίνουν από το βουνό. Και μετά (το ίδιο νεράκι) επιστρέφει στη φύση».

«Δεν φτιάξαμε πισίνα, θέλω να βγάλουμε αυτή τη “ρετσινιά” από πάνω μας», λέει ο Μπάμπης γελώντας. «Ο επόμενος στόχος μας είναι η ασφαλτόστρωση του δρόμου από την επαρχιακή οδό προς το καταφύγιο. Και η δημιουργία ενός μικρού πάρκου χιονιού, με την προοπτική να δουλεύει και το καλοκαίρι. ΕΠειε΄δη θα διαθέτει έναν χλοοτάπητα που θα προσομοιώνει το χιόνι - τα έλκηθρα θα γλιστράνε 365 μέρες/ χρόνο λοιπόν».

Πράμαντα_ εξωτερική1.jpg

«Το πάρκο θα απευθύνεται σε παιδιά, δεν είναι χιονοδρομικό κέντρο», συμπληρώνει η Πόλα. «Στην πεζοπορία, το ράφτινγκ, την ορειβασία, προσθέτουμε μία παραπάνω απασχόληση για όλους». 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Και τα ίδια τα παιδιά μας, ο Ορέστης και η Αγγελίνα, θα περάσουν πολύ ωραία», σημειώνει ο Μπάμπης. «Δεν είναι στερημένα με την έννοια του “παρακατιανού” και παραγκωνισμένου, όμως στερούνται μια ποικιλία δραστηριοτήτων».

«Για να δημιουργήσουμε οικογένεια εμείς θέλαμε οπωσδήποτε σχολείο και Κέντρο Υγείας - υπάρχουν ευτυχώς. Για τα υπόλοιπα η χιλιομετρική απόσταση από τα αστικά κέντρα είναι μεγάλη, οπότε μας απομένουν λίγες επιλογές», σχολιάζει η Πόλα. «Φροντιστήριο αγγλικών και ποδόσφαιρο όταν δεν βρέχει, αυτά υπάρχουν εδώ».

Πράμαντα_ μοναστηριακό μπαλκόνι.jpg

Τους ρωτάω πόσο διαφορετική είναι η ζωή εδώ. Πρακτικά, καταρχάς.

«Πολλοί Αθηναίοι φίλοι μας αιφνιδιάζονται όταν τους λέμε ότι εδώ το κόστος ζωής είναι υψηλότερο», λέει η Πόλα. «Πόσο κοστίζουν εδώ τα είδη του supermarket, στα μικρά μπακάλικα; Η θέρμανση εδώ πάνω; Ή πόσο ακριβότερη είναι η βενζίνη»;

«Για αυτό εδώ όλοι ξέρουμε λίγα “ηλεκτρολογικά” και “υδραυλικά”, όλοι έχουμε αναγκαστικά εκπαιδευτεί σε πατέντες, έχουμε στην αποθήκη μας μια καβάτζα από ανταλλακτικά και έχουμε γίνει μικρής κλίμακας πολυεργαλεία», συμπληρώνει ο Μπάμπης. «Σουγιαδάκια ελβετικά είμαστε όλοι. Κι εγώ έχω το “man’s cave” μου. Δεν βγαίνει αλλιώς».

Τα Πράμαντα, το κοντινό (τρία χιλιόμετρα απόσταση) κεφαλοχώρι των Τζουμέρκων, από μακριά δίνει την εντύπωση ορεινής (κωμο)πόλης. Τα σπίτια τον χειμώνα είναι σχεδόν όλα κλειστά. Οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους 450. Το δημοτικό σχολείο έχει 32 παιδιά, συγκεντρωμένα από δέκα χωριά της περιοχής. «Αντέχουν» ευτυχώς ένα βενζινάδικο, κάποιες βασικές δημόσιες υπηρεσίες, λίγα μπακάλικα, καφενεδάκια και ταβέρνες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εδώ βλέπουμε πολύ κόσμο, απ’ όλον τον κόσμο. Και για αυτό τα παιδιά είναι πολύ κοινωνικά.

«Υπάρχουν θεματάκια, αλλά όσο είσαι κοινωνικός, ανοιχτός άνθρωπος, όλα λύνονται. Κάποιος θα έρθει να σε βοηθήσει - και δεν θα ντραπείς να δανειστείς κάτι που χρειάζεσαι», σύμφωνούν.

«Υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των φίλων», αναφέρει η Πόλα. «Υπάρχει, ακόμα, εδώ αυτό το πνεύμα της ανταλλαγής και της συνεργασίας. Θα μας βοηθήσει ένας φίλος να κόψουμε ξύλα για τον χειμώνα, θα τον συνδράμουμε εμείς σε εργασίες στο κηπάρι του».

«Είναι όλα τόσο ρομαντικά;», τους ρωτάω. Γελάνε. «Κοίτα, για αρκετούς εδώ είμαστε ακόμα “ξένοι”», απαντά η Πόλα. «Για τους Αθηναίους γίναμε πια Πραμαντιώτες, αλλά για τους Πραμαντιώτες παραμένουμε οι “Αθηναίοι”».

«Πάντως εμείς, μια λεμονάδα αν σερβίρουμε, έχουμε ένα “δούναι και λαβείν” με τον άλλο άνθρωπο, όχι PR επαγγελματικού τύπου. Απλώς πίνουμε ένα καφεδάκι μαζί. Και μας αρέσει αυτό».

«Ένα μεγάλο κέρδος από τη δουλειά μας εδώ είναι οι ιστορίες από άλλους τόπους και ανθρώπους που ακούμε καθημερινά», λέει ο Μπάμπης.

Πριν μερικά χρόνια, όταν τους είχα συναντήσει πρώτη φορά μου είχαν πει ότι δεν αισθάνονται απομονωμένοι στα Τζουμέρκα, ούτε οι ίδιοι ούτε τα παιδιά τους, διότι γνωρίζουν και επικοινωνούν σε αυτά τα βουνά με ανθρώπους απ’ όλον τον κόσμο. «Ισχύει», επιβεβαιώνουν και οι δύο. «Ο Ορέστης και η Αγγελίνα παίζουν κάθε τόσο με παιδιά από όλη τη Γη», λέει η Πόλα. «Εδώ βλέπουμε πολύ κόσμο, απ’ όλον τον κόσμο. Και για αυτό τα παιδιά είναι πολύ κοινωνικά».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Αλλά, όταν το θέλουμε, μπορούμε να ζήσουμε και πιο απομονωμένοι. Και να πάμε στον αστικό “πολιτισμό”, όταν μας λείψει, όταν εμείς νιώσουμε την ανάγκη».

Για αιώνες το φυσικό ανάγλυφο των Τζουμέρκων, απομόνωνε τον τόπο από τα «πέρα» μέρη.

Πλέον η απόσταση από Αθήνα ή Θεσσαλονίκη είναι περίπου τέσσερις ώρες. Οι δρόμοι δεν κλείνουν από τους χιονιάδες και οπτικές ίνες διασχίζουν τα παλιά χώματα. Μικρές τουριστικές μονάδες με ήπιο -σεμνό προς τη φύση- αποτύπωμα, αναπτύσσονται αναζωογονώντας τον γερασμένο, τοπικό μικρόκοσμο.

Η ανάπτυξη στα Τζουμέρκα είναι ήπια - αειφόρος επί της ουσίας, όχι σαν «σχήμα λόγου» ή ευχολόγιο. «Είναι στο χέρι σας, των κατοίκων και επαγγελματιών της περιοχής, να εξακολουθήσει αυτή η διαχείριση του τόπου;», ρωτώ.

«Δεν είμαι σίγουρος για αυτό», απαντάει ο Μπάμπης. «Ποιος θα απαγορεύσει σε ένα fund να “σηκώσει” ένα οκτάστερο ξενοδοχείο με ελικοδρόμια και γήπεδα γκολφ, “καταπίνοντας” έναν ολόκληρο λόφο; Ποιος θα πει ότι εμείς δεν το θέλουμε όλο αυτό, ότι ονειρευόμαστε κάτι άλλο»;

«Η ανάπτυξη στα Τζουμέρκα είναι ακόμα ήπια, διότι δεν έχουν έρθει (προς το παρόν) μεγαλοεπενδυτές. Αυτός είναι ο μόνος λόγος, ας μη γελιόμαστε».

Πράμαντα_ εξωτερική3.jpg

VICE: Τι χαίρεστε περισσότερο στη ζωή σας εδώ; Αν διαλέγατε μία στιγμή, αίσθηση ή εικόνα;
Μπάμπης
: Μια πολύ αγαπημένη στιγμή εδώ είναι αυτή του ηλιοβασιλέματος: όπως τώρα, ηρεμεί ο αέρας και όλος ο τόπος φωτίζεται με έναν μαγικό τρόπο. Βλέπουμε στην μια κορυφογραμμή, σαν σχεδιάγραμμα τη σκιά της απέναντι βουνοκορφής.
Πόλα: Στην πιο καθημερινή διαδρομή, αυτή για το σχολείο το πρωί, διασχίζουμε το δάσος - η μέρα μας ξεκινάει με μια εκδρομή, μια μικρή περιπέτεια. Στον δρόμο θα σταματήσουμε για να περάσει ένα μικρό ζαρκάδι ή ένας λαγός. Θα συναντήσουμε έναν αετό να ίπταται από πάνω μας, μια αλεπού ή έναν τρυποκάρυδο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Και θα γεμίσουμε τα παγούρια των παιδιών με παγωμένο νερό από την πηγή- περιμένουμε την σειρά μας, στην “ουρά” πίσω από μία πέρδικα και έναν σκαντζόχοιρο που ξεδιψάει. 

Κάν’ το εικόνα. Δεν είναι ψέμα.

Μελισσουργοί_ομάδα παρέα.jpg

Καταφύγιο Μελισσουργών

«Χωρίς τους φίλους μας, δεν θα καταφέρναμε τίποτα».

Το καταφύγιο των Μελισσουργών, από την πρώτη στιγμή που το ‘δα, αντικατόπτρισε στον αμφιβληστροειδή μου ένα «Μικρό Σπίτι στο Δάσος». Παραμυθένιο. Πίσω του, επεκτείνεται κυματιστά προς τις κορφές των Τζουμέρκων ένα ελατοδάσος, αγνό και μεγαλοπρεπές, σαν «Μέλανας Δρυμός».

Συνάντησα εκεί την ομάδα/παρέα που «τρέχει» το καταφύγιο. Παιδιά της πόλης που πήραν τα βουνά. Χαμογελαστοί, δημιουργικοί, με θετικό vibe. Φίλοι.

«Αυτή είναι η ομάδα του καταφυγίου», λέει ο Φώτης Δελημήτρος, ιδρυτής και «εκτελεστικός διευθυντής» του καταφυγίου - και συστήνει την υπόλοιπη παρέα: Ο Γιάννος Σόγιας (φυσικοθεραπευτής και έμπειρος σκιέρ), ο Κωνσταντίνος Τσιρώνης (αθλητής ποδηλάτου), η Έφη Μισιρλόγλου (εκπαιδεύτρια σκι), η Δέσποινα Σπυράτου (φοιτήτρια Καλών Τεχνών).

Μελισσουργοί_ πλάτη.jpg

Καθόμαστε σε ένα μοναστηριακό τραπέζι στην αυλή του καταφυγίου. Απέναντι ο ήλιος παίζει με τα χρώματα στις θηριώδεις πλαγιές. Η παρέα σκορπά και επανέρχεται ανάλογα με τις ανάγκες των επισκεπτών του καταφυγίου. Μιλάω κυρίως με τον Φώτη λοιπόν, αλλά κάθε τόσο κάποιος από τους υπόλοιπους τη «σκαπουλάρει» από τον φόρτο και βάζει τη δική του πινελιά στην κουβέντα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Στη διάρκεια της καραντίνας, όλους αυτούς τους μήνες, το καταφύγιο “νομικά” ήταν ανοιχτό και είχαμε λίγο κόσμο κάποια σαββατοκύριακα - κυρίως Αρτινούς και Γιαννιώτες με αγροτικές “εκκρεμότητες” στην περιοχή», λέει ο Φώτης. «Εκμεταλλευτήκαμε αυτό το “κενό” χρονικό διάστημα για να κάνουμε διάφορες εργασίες στο καταφύγιο, όλο και το “συνεφέρνουμε”. Περάσαμε καλά εντέλει, ακόμα και μέσα στα lockdown».

«Ψαχνόμουν να φύγω από την πόλη αρκετά χρόνια πριν έρθω στα Τζουμέρκα», συνεχίζει ο ίδιος. «Είχα μια αλλεργία στο αστικό περιβάλλον. Γιατί οι άνθρωποι θέλουν να ζουν στις πόλεις; Έβλεπα πολύ πόνο, πολύ ψυχική κούραση. Πήγα Θεσσαλονίκη να σπουδάσω - έβλεπα αγένεια, ανυπαρξία καλοσύνης. Μοναδική ευχάριστη φάση της καθημερινότητας ήταν όταν βράδιαζε. Τα πρωινά στην πόλη είναι συνυφασμένα με το “πάω για δουλειά” - σκατά δηλαδή. Τότε, με ένα φίλο μου σκεφτήκαμε να κάνουμε μια κατάσταση με οικοτουρισμό και φυσική δόμηση. Δεν μας “βγήκε” και σε αυτό το μεταίχμιο, αποφάσισα να έρθω εδώ για μια καλύτερη ζωή στη φύση».

«Είχαμε έρθει για canyoning, μέναμε στο Καταφύγιο Πραμάντων και εκεί  μας είπαν ότι υπάρχει ένα εγκαταλειμμένο καταφύγιο στους Μελισσουργούς. Ήρθαμε εδώ και είδαμε ένα κτίριο τελείως παρατημένο, το είχαν κάνει στάβλο».

«Μαζευτήκαμε ένα τιμ 15-20 φίλοι και ξεκινήσαμε -Οκτώβριο μήνα- να το μαστορεύουμε, όπως μπορούσαμε, με σκοπό την Πρωτοχρονιά του 2013 να γινόταν η πρώτη συνάντηση φίλων», θυμάται.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μελισσουργοί_ ξαπλώστρες στο βουνό.jpg

«Τα πρώτα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, διότι δεν υπήρχε καμιά οικονομική βοήθεια από κανέναν φορέα (δήμο, κράτος, οποιονδήποτε). Δεν είχαμε μεγάλη επισκεψιμότητα, λίγοι γνώριζαν την ύπαρξή μας εδώ πάνω και προσπαθούσαμε να αποκαταστήσουμε ένα κτίριο-ερείπιο. Τα πρώτα χρόνια μού βγήκε πρόβλημα υγείας από τη στέρηση ύπνου. Κοιμόμασταν τον χειμώνα στους 5 °C και 100% υγρασία, οι τοίχοι ήταν μουσκεμένοι, ανάβαμε το τζάκι και “πνιγόμασταν”. Όλα ήταν διαλυμένα: δύσκολες καταστάσεις αλλά, τώρα που τις θυμάμαι, γαμάτες εντέλει. Συγκινητικές, επειδή “έβαλαν πλάτη” εδώ πολλά άτομα, φίλοι δούλεψαν αμισθί. Κι εμείς όσα χρήματα βγάζαμε, τα “ρίχναμε” πάλι στο καταφύγιο. Οι ανάγκες δεν είχαν τελειωμό».

«Τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια είναι διαφορετικά. Το καταφύγιο άνοιξε πλέον τα φτερά του: μας έμαθαν πολλοί, που έρχονται και ξανάρχονται με τις παρέες τους, διότι περνάνε καλά εδώ. Και όλοι μιλούν για εμάς σε άλλους φίλους τους κι αυτός ο κύκλος όλο ανοίγει. Για αυτό και δεν μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η διαφήμιση, παρά μόνο η επικοινωνία με τους ανθρώπους».

«Έρχονται σε εμάς κυρίως περιπατητές και φίλοι των βουνών, και λιγότερο ορειβάτες - δεν αποσκοπούμε μόνο στην ορειβασία, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε εδώ έναν χώρο που θα υποστηρίζει ποικίλες δραστηριότητες στο βουνό, αλλά θα είναι έχει και πολιτιστικές και κοινωνικές αποχρώσεις και προεκτάσεις».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Συνεργαζόμαστε με ομάδες όπως το Boulouki, που ασχολείται με την παραδοσιακή πέτρινη δόμηση, ή οι Tzoumakers που ως ένα ανοιχτό εργαστήριο κατασκευάζουν αγροτικά εργαλεία, συχνά πανάκριβα στην καπιταλιστική αγορά», προσθέτει. 

«Το τελευταίο διάστημα “τρέχουμε” ένα πρότζεκτ με ηλεκτρικά ποδήλατα- μετά την ανακάλυψη του τροχού, η μεγαλύτερη εφεύρεση στην ιστορία του κόσμου είναι τα e- bikes», λέει ο Φώτης γελώντας. «Δίνουν τη δυνατότητα σε ανθρώπους που δεν είναι τόσο αθλητικοί, να κάνουν απίστευτες ορεινές διαδρομές με τη βοήθεια ενός ηλεκτροκινητήρα. Έχουμε φτιάξει λοιπόν έναν “στόλο” από έξι ηλεκτρικά ποδήλατα και οργανώνουμε, με υπεύθυνο των Κωνσταντίνο Τσιρώνη, διαδρομές στο βουνό».

«Πριν περίπου έναν χρόνο ο Δήμος Βόρειων Τζουμέρκων κατασκεύασε κοντά στα Πράμαντα μια ποδηλατική πίστα, σαν αυτές συναντάς σε μεγάλα ποδηλατικά πάρκα της Ευρώπης», συμπληρώνει ο Κωνσταντίνος. «Σκέψου ένα φαρδύ “μονοπάτι” 1.800 μέτρων (όταν ολοκληρωθεί, το μήκος του θα ξεπερνάει τα 2,5 χλμ.), διαμορφωμένο με κλίσεις για συγκεκριμένα άλματα και με υπολογισμένες στροφές ώστε να συγκρατείς την ταχύτητά σου».

Μελισσουργοί_ σάλα.jpg

«Με το πρότζεκτ ασχολήθηκε ένας από τους κορυφαίους ποδηλάτες του κόσμου, ο Βρετανός Phil Adwill. Κι εμείς στο καταφύγιο προσπαθούμε να δημιουργήσουμε νέες ποδηλατικές διαδρομές, “καθαρές” καταβάσεις. Από πέρσι λοιπόν τα Τζουμέρκα έγιναν και ποδηλατικός προορισμός για τους λάτρεις του enduro και του mountain bike».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Η περιοχή μας έχει φανταστικούς καταρράκτες - το Κεφαλόβρυσο με ανάπτυγμα (ύψος) 350 μέτρα είναι ο μεγαλύτερος καταρράκτης στην Ελλάδα. Βρίσκεται πίσω από το καταφύγιο, μιάμιση ώρα με τα πόδια - και υπάρχουν αρκετοί ακόμα, όπως στο χωριό Καταρράκτης και στο Ματσούκι».

«Στις χαράδρες των Τζουμέρκων μπορείς να χαρείς το canyoning, δηλαδή την κατάβαση ενός φαραγγιού με “ραπέλ”: συναντάς μικρούς καταρράκτες των 15- 20 μέτρων ύψος και τους κατεβαίνεις, τους διασχίζεις».

Το canyoning είναι πόρωση, σου γίνεται «μικρόβιο» αν το δοκιμάσεις, διότι σου δίνει τη δυνατότητα να βρεθείς σε σημεία του βουνού που δεν μπορείς να προσεγγίσεις με τους συμβατικούς τρόπους. Ένα από τα κορυφαία μέρη για canyoning στην Ελλάδα βρίσκεται εδώ - ονομάζεται Πύλη του Παραδείσου και το όνομα απηχεί δίκαια την πραγματική κατάσταση εκεί: φαντάσου διαδοχικούς καταρράκτες που καταλήγουν σε βάθρες σαν πέτρινες λιμνούλες, κολυμβήθρες της φύσης.

Στα Τζουμέρκα όλα είναι ανόθευτα ακόμα, περισσότερο φυσικά και λιγότερο μπίζνα. Παλεύουμε κι εμείς να μη χαλάσουμε τον χαρακτήρα της περιοχής.

Στις βάθρες δεν δροσίζεσαι απλά, αναζωογονείται η ύπαρξη και το κορμί σου. «Η Κουϊάσα είναι μοναδικής ομορφιάς, αλλά και σε μικρότερες η εμπειρία είναι αξέχαστη: κρυστάλλινα νερά και φυσικό υδρομασάζ με μπουρμπουλήθρες», λέει ο Φώτης.  

«Μπορείς να κάνεις απίστευτες διαδρομές σε μεγάλα υψόμετρα, να περπατήσεις τις κορυφογραμμές, να δεις άγρια άλογα, χωρίς να είσαι εξειδικευμένος στα ορεινά σπορ», συμπληρώνει η Έφη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Στην περιοχή υπάρχουν πολλά ορεινά (όχι ορειβατικά, όχι αλπικής ζώνης αλλά δασικά) μονοπάτια - όλα μαζί δημιουργούν ένα δίκτυο μονοπατιών που ελκύει πολύ κόσμο στα Τζουμέρκα. Έχουμε βάλει πολλοί άνθρωποι το χεράκι μας στη συντήρηση αυτών των παλιών διαδρομών και τώρα γίνεται μια ακόμα πιο οργανωμένη, επαγγελματική προσπάθεια βελτίωσης, σηματοδότησης και χαρτογράφησής τους».  

«Υπάρχει και το ορειβατικό σκι που είναι ένας τρόπος να διασχίσεις το βουνό. Έχουμε στην περιοχή μας φοβερά πεδία (ορειβατικού σκι), όπως στις κορυφές Αγκάθι και Καρκαδίτσα», λέει ο Γιάννος που για χάρη των Τζουμέρκων, επέστρεψε (κάνοντας όλο τον δρόμο με το ποδήλατό του!) από την Ελβετία όπου ζούσε μόνιμα.  «Έχουμε καλά χιόνια το χειμώνα και απότομες πλαγιές- υπάρχουν και πιο ομαλές για αρχάριους, αλλά γενικά το ανάγλυφο εδώ είναι απότομο. Ανεβαίνεις σε πανέμορφα μέρη που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τις Άλπεις».

Μελισσουργοί_ εξωτερική.jpg

Κάθε Οκτώβριο, στο καταφύγιο διοργανώνουν γιορτές και σεμινάρια μανιταριών. «Τότε ξεκινάει εδώ στο δάσος ένα απίστευτο παραμύθι: γεμίζει ο τόπος χρώματα και σχήματα, δημιουργείται μια κατάσταση ακραία», εξηγεί ο Φώτης. «Αλήθεια, κάνεις μια βόλτα στο δάσος και δεν πιστεύεις αυτό που ζεις».

Έρχονται λοιπόν εδώ και εξηγούν τις ιδιότητες των μανιταριών, γνώστες και καθηγητές που παράγουν βιβλιογραφία στο πεδίο των μανιταριών. «Και μετά από το “ακαδημαϊκό” πρώτο σκέλος, ακολουθεί το γαστρονομικό… όπου δοκιμάζουμε συνταγές, (συν)τρώμε και ακούμε μουσικές». 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Δεν είμαστε εμπορευματοποιημένοι στα Τζουμέρκα», λέει η Έφη. «Όλα είναι ανόθευτα ακόμα, περισσότερο φυσικά και λιγότερο μπίζνα. Παλεύουμε κι εμείς να παραμείνουμε ήρεμοι και χαλαροί, να μην χαλάσουμε τον χαρακτήρα της περιοχής - γιατί τότε θα αλλάξουν πολλά πράγματα: η διαμονή θα ακριβύνει αλλά η ποιότητά της, ολοένα θα φθίνει».  

Τους αποχαιρετώ, σκέφτομαι να «πάρω» το μονοπάτι προς τον μεγάλο καταρράκτη, να μπω μες στο δάσος. «Χωρίς τους φίλους μας, δεν θα καταφέρναμε τίποτα - να το γράψεις αυτό», μου λέει ο Φώτης.

Καταρράκτης_ Χρήστος Κορδούλας.jpg

Καταφύγιο Καταρράκτη

Γεράκι από πέτρα και ξύλο στα 1.700 μέτρα υψόμετρο.  

Αετοφωλιά: αντανακλαστικός ορισμός που περικλείει όλες τις επόμενες σκέψεις για το καταφύγιο του Καταρράκτη. Κτισμένο σε ένα φυσικό αμφιθέατρο σχεδόν, στις υπώρειες των γρανιτένιων, αιχμηρών απολήξεων του βουνού, μπροστά του ανοίγεται ένα υπερθέαμα.

Στο επίκεντρο της εικόνας, με γεωμετρική ακρίβεια «χωροθετημένο», ένα γεράκι αιωρείται σαν ακίνητο.

Το καμαρώνω να εποπτεύει περήφανα τη μισή Ήπειρο: από τα Γιάννενα μέχρι την Άρτα, με τον Αμβρακικό στο τέλος της διαδρομής του Άραχθου όπως ορμητικός κατέρχεται μέσα από τα βουνά και το νησί της Λευκάδας στο «σβήσιμο» του οπτικού πεδίου.

Καταρράκτης_ θέα χάους.jpg

Θυμάμαι τον Αετό στο ποίημα του Κρυστάλλη:

Τηράει ολόυρα τους γκρεμούς, τηράει το χάσμα κάτω/ και κάπου σκύφτει, προς τη γη καρφώνει αυτιά και μάτια/ και καρτεράει αντίλαλους και ακούει και ξεδιαλέγει.

Σε αυτή την «οροφή του κόσμου», το καταφύγιο του Καταρράκτη επαναλειτουργεί μετά από χρόνια εγκατάλειψης, χάρη στον σκηνοθέτη Χρήστο Κορδούλα, που κίνησε γη και ουρανό για να το «αναστήσει». Ανηφορίζω μαζί του, σε ένα 4x4 του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων τον κακοτράχαλο χωματόδρομο από το χωριό Καταρράκτης προς το καταφύγιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Η βελτίωση αυτών των τελευταίων χιλιομέτρων προς το καταφύγιο, είναι πολύ σημαντική», μου λέει ο Χρήστος. «Το έργο έχει ήδη δημοπρατηθεί και οι εργασίες θα ξεκινήσουν άμεσα- σε λίγους μήνες το καταφύγιο θα είναι προσβάσιμο σε όλους. Τα βουνά δεν είναι μόνο για έμπειρους ορειβάτες και κατόχους τζιπ - δεν μπορεί μια ελίτ να είναι τόσο εγωκεντρική, ώστε να θέλει τα βουνά για την “πάρτη” της».

Του ζητάω να πάρουμε την ιστορία (του) από την αρχή. «Εργάστηκα από το 1976 μέχρι το 2004 στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο», ξεκινά να λέει. «Έχω κάνει τα πάντα - σκηνοθέτης σε  ντοκιμαντέρ, διαφημιστικά, ταινίες μικρού μήκους και βοηθός σκηνοθέτη σε (ταινίες) μεγάλου μήκους και σίριαλ».

Καταρράκτης_ παράθυρο καθρέφτης.jpg

«Το 2004 εγκατέλειψα αυτό τον χώρο, έφυγα από την Αθήνα και γύρισα στην Άρτα, όπου άνοιξα ένα κατάστημα με βιολογικά τρόφιμα. Πάντα, όμως, το όνειρό μου ήταν εδώ: στο βουνό. Η Άρτα ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός - δεν είχα φανταστεί ότι θα γινόμουν διαχειριστής καταφυγίου, αλλά ανέκαθεν ο τελικός μου προορισμός ήταν εδώ, στα Τζουμέρκα. Σκεφτόμουν ότι θα ανακαίνιζα το πατρικό μου σπίτι και θα ερχόμουν να ζήσω μόνιμα εδώ».

«Η ψυχή μου ήταν κατατεθειμένη εδώ, στον τόπο που πέρασα τα παιδικά μου καλοκαίρια - το είχα ανάγκη να πάω στο μισογκρεμισμένο σπίτι μας, να μαζέψω σύκα από την συκιά της αυλής μας, να φάω μια ρόκα καλαμπόκι. Αυτές οι μνήμες φόρτιζαν την μπαταρία μου», τονίζει.

«Το 2013, λόγω της οικονομικής κρίσης, το μαγαζί στην Άρτα έκλεισε. Έμαθα τότε από τους φίλους εδώ, ότι υπάρχουν σκέψεις να επαναλειτουργήσει το καταφύγιο του Καταρράκτη. Ήξερα το σημείο και το κτίριο - ήταν εγκαταλειμμένο και σε κακή κατάσταση, έμπαιναν μέσα τα κατσίκια, στάβλος είχε γίνει».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Δεν κοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα, σκεφτόμουν - ή μάλλον άρχισα να ονειρεύομαι- τι θα μπορούσα να κάνω στο καταφύγιο. Την επόμενη μέρα έκλεισα ραντεβού με τον δήμαρχο και πίστεψα ότι τον έπεισα. Όταν τον πήρα ξανά τηλέφωνο μετά από 15 μέρες, διότι ήθελα να είμαι διακριτικός, μου απάντησε: “Που είσαι εσύ; Νόμιζα ότι είσαι σαν τους άλλους”. Αρκετοί είχαν δείξει ενδιαφέρον για το καταφύγιο, αλλά η κατάστασή του, τους αποθάρρυνε μάλλον. Λοιπόν, από εκείνη τη μέρα τον “είχα στο κυνήγι” τον δήμαρχο. Και το έργο της αναστήλωσης του καταφυγίου ξεκίνησε».

Καταρράκτης_σάλα.jpg

«Πούλησα τότε “στα μισά λεφτά” ένα καλό αυτοκίνητο που είχα- ώστε να υποστηρίξω οικονομικά το πρότζεκτ. Στην αρχή είχα ενθουσιαστεί - νόμιζα ότι μέσα σε έναν χρόνο το καταφύγιο θα λειτουργούσε ξανά. Όταν τελικά συνειδητοποίησα πόσα ήταν τα προβλήματα, απελπίστηκα ότι δεν θα καταφέρω τίποτα. Αποδείχτηκε ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες εξαντλητικές».

«Αλλά η σκηνοθετική εμπειρία, αυτό που έμαθα στο σινεμά, να συντονίζω και να διαχειρίζομαι διαφορετικούς ανθρώπους, με βοήθησε πολύ στην υλοποίηση».

«Το καταφύγιο ανακαινίστηκε εκ βάθρων: απομακρύναμε την υγρασία και μονώσαμε το κτίριο, αλλάξαμε πόρτες, παράθυρα και όλη τη σκεπή, το επιπλώσαμε εκ νέου. Έβαλα χρήματα ο ίδιος αλλά είχα και χρηματοδότηση από δήμο και περιφέρεια».

«Χρωστάω στις τράπεζες», λέει γελώντας. «Άξιζε τον κόπο όμως. Θα τα καταφέρω».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Έχει κάτι μαγικό το καταφύγιο, το ένιωσες κι εσύ. Λοιπόν, θέλω αυτό το συναίσθημα να το νιώσουν και άλλοι άνθρωποι».

«Τα Τζουμέρκα είναι οι Άλπεις της Ελλάδας, ένας ορεινός όγκος σπάνιας ομορφιάς όπου μπορείς να κάνεις κάθε δραστηριότητα και σπορ του βουνού: πεζοπορία σε μονοπάτια, αναρρίχηση ή και πάγοαναρρίχηση, rafting στον Άραχθο, canyoning στους καταρράκτες».

«Αυτός ο τόπος μπορεί να προσφέρει στους επισκέπτες και την εμπειρία της ποιοτικής διατροφής, είναι στο χέρι των επαγγελματιών της περιοχής αυτό. Ναι, να ζήσουμε από τη δουλειά μας, αλλά με σεβασμό στους επισκέπτες μας- η “κουλτούρα” του “γρήγορου” και της αρπαχτής ήταν μια λαίλαπα που ήδη χρεοκόπησε μια φορά τους Έλληνες. Πήραμε ένα αδιέξοδο“μονοπάτι” - το επόμενο πρέπει να είναι αυτό του σεβασμού».

«Το καταφύγιο του Καταρράκτη θα προσφέρει στους επισκέπτες τοπικά προϊόντα, ότι τρώω εγώ. Ο ίδιος είμαι vegan, αλλά στο καταφύγιο θα έχουμε και κρέας (μόνο) από τοπικούς παραγωγούς».

«Η ανάπτυξη θα έρθει στην περιοχή. Αλλά θα πρέπει να έχει γερές βάσεις και ήπιο αποτύπωμα», λέει ο Χρήστος. «Τα Τζουμέρκα θα γίνουν τόπος προορισμού, το αξίζουμε. Και δεν πρέπει αυτό να το χαλάσουμε από μόνοι μας».

«Τι ήταν οι Αυστριακοί και οι Ελβετοί πριν από 50 χρόνια; Γελαδάρηδες ήτανε. Κατάλαβαν, όμως, τις δυνατότητες του τόπου τους. Εμείς, δεν θέλουμε εκατομμύρια επισκέπτες. Μια λελογισμένη επισκεψιμότητα μπορεί, όμως, να αναζωογονήσει τις μικρές κοινότητες των ανθρώπων στα ελληνικά βουνά. Θα ανοίξουν θέσεις εργασίας, θα έρθουν να ζήσουν νέοι άνθρωποι και οικογένειες ξανά».

Καταρράκτης_ ένα με το βουνό.jpg

«Το καταφύγιο ξεκίνησε να λειτουργεί στις 19 Ιουνίου - μπορούμε να κοιμίσουμε 45 άτομα, αλλά προς το παρόν πρέπει να κάνεις κράτηση για να μείνεις. Δεν είμαστε συνεχώς ανοικτά. Αυτό θα αλλάξει μόλις εγκαταστήσουμε τα ηλιακά πάνελ, οπότε θα γίνουμε ενεργειακά αυτόνομοι».

Κοιτάζουμε τις εντυπωσιακές ορθοπλαγιές, σαν χυτές στην «πλάτη» του καταφυγίου. Από πάνω μας σκιάζουν οι γωνιώδεις, πελεκημένες κορφές: το Καταφίδι και το Γερακοβούνι. 

«Εδώ είμαστε σε ένα “επίνειο” της κορυφογραμμής», λέει ο Χρήστος. «Μπορείς να τη φτάσεις σχετικά εύκολα και από ‘κει να “διακτινιστείς” οπουδήποτε στο βουνό. Μετά το καταφύγιο ξεκινάει ένα από τα πιο ονομαστά μονοπάτια της Ελλάδας, η “Σκάλα του Σταμάτη”, ένα δύσκολο αλλά μοναδικό μονοπάτι».

«Μες στην επόμενη χρονιά θα “ασφαλίσουμε” και τον καταρράκτη μας, ώστε να είναι εφικτό και ασφαλές το canyoning εκεί. Και δίπλα στον καταρράκτη θα διαμορφωθεί αναρριχητικό πεδίο. Η αναρρίχηση είναι ολυμπιακό άθλημα πλέον. Και η Ελλάδα είναι χώρα βουνίσια. Αν υπήρχαν περισσότεροι τοίχοι αναρρίχησης στις ελληνικές πόλεις, τα παιδιά θα μπορούσαν μετά από μια πρώτη εξοικείωση με το σπορ εκεί, να έρχονται στο βουνό και μέσω της αναρρίχησης να μαθαίνουν να αγαπούν τον τόπο τους και τη φύση».

«Το κίνητρό μου με ρώτησες πριν. Καταρχάς έχω μια στέγη στο βουνό, αυτό που πάντα ήθελα. Η ανάγκη μου είναι να έρχεται κόσμος εδώ, να περνάνε όμορφα κι εγώ να ζω στο βουνό. Και στον ελεύθερο χρόνο μου να κάνω ότι μου αρέσει: αναρρίχηση, ορειβατικό σκι και πάγοαναρρίχηση το χειμώνα, ή να απλώς να περπατάω στο βουνό».

«Και να περνάω ωραία με τους φίλους μου», λέει ο Χρήστος. «Αυτά θέλω. Τι άλλο, καλύτερο μας μένει;».

Περισσότερα από το VICE

«Οι Ταλιμπάν Κρατούν την Αδερφή μου»

Το Πλοίο Από το «Πείραμα της Φιλαδέλφεια» Παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Ναυτικό και (Μάλλον) Εξαφανίστηκε Ξανά

Την Αστρολογία μου Μέσα

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter